Εργατικός Αγώνας

Το σταφιδικό πρόβλημα και οι εξαιτίας του αγροτικές κινητοποιήσεις

Του Βασίλη Λάζαρη.

Μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας υπήρξε, όπως είναι γνωστό, ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν ανέλαβε την διαχείριση της εξουσίας, επιχείρησε να επιτύχει την καθυστερημένη ήδη αστική αλλαγή στο κοινωνικό σύστημα της χώρας. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα αναγκαία μεταβολή του καθεστώτος, οι σχετικές όμως πολιτικές προσπάθειες ναυάγησαν τελικά, επειδή ο Τρικούπης περιορίστηκε να χτυπήσει τις επιβιώσεις του κοτζαμπασισμού, που ανθούσαν στα πολιτικά κόμματα, χωρίς παράλληλα να επιβάλλει ριζοσπαστικές λύσεις για το αγροτικό κυρίως πρόβλημα της χώρας, που θα οδηγούσαν εντούτοις στην συντριβή των υπολειμμάτων της εγχώριας φεουδαρχίας και στο άνοιγμα του δρόμου για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα και ταυτόχρονα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της οικονομικής της κρίσης.

Ο Τρικούπης στήριξε πολλές ελπίδες στην εισροή ξένου κεφαλαίου, που ο ίδιος υποκινούσε, και στην δανειακή του πολιτική. Η εισβολή όμως των ξένων κεφαλαιούχων, αυτών που σήμερα αποκαλούμε ευγενικά «επενδυτές», είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη σχεδόν υποδούλωση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας σ’ αυτούς και το παράλληλο δυνάμωμα της εξάρτησής της από τους ξένους, κυρίως από τους δυτικούς- ενώ τα αλλεπάλληλα εξωτερικά δάνεια μεγάλωσαν το δημόσιο χρέος, που έφτασε τελικά στα 690 χιλιάδες γαλλικά φράγκα και οδήγησε την Ελλάδα σε δεινή οικονομική κρίση, στην οποία συνέβαλλαν επίσης και άλλοι παράγοντες.

Ένας από τους παράγοντες αυτούς ήταν η εμφάνιση σκληρών προβλημάτων, που είχαν γεννηθεί από την υπερπαραγωγή του σταφιδοκάρπου, η οποία είχε οδηγήσει στη δημιουργία τεράστιων αποθεμάτων και στην παράλληλη πτώση της τιμής του στις εξωτερικές αγορές. Όπως ανέφερε το 1927 ο τότε διοικητής του ΑΣΟ Βασίλειος Σιμωνίδης σε σχετική έκθεσή του, η παραγωγή του σταφιδοκάρπου το 1898, για παράδειγμα, είχε ανέβει στα 358 εκατομμύρια ενετικές λίτρες, ενώ οι εξαγωγές τον ίδιο χρόνο είχαν περιοριστεί στα 290 εκατομμύρια[1].

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση το κράτος είχε προχωρήσει από το 1895 στην εφαρμογή του μέτρου του παρακρατήματος, σύμφωνα με το οποίο, για να μην πέσουν δήθεν οι τιμές, έπαιρνε από κάθε σταφιδοπαραγωγό το 15% της παραγωγής του προϊόντος αυτού και το έβαζε στις δημόσιες αποθήκες, για να το χρησιμοποιήσει για την παραγωγή οινοπνεύματος. Το μέτρο ωστόσο αυτό αποτελούσε στην πραγματικότητα κλοπή σε βάρος των παραγωγών και την στρεβλωμένη εφαρμογή του κρατικού παρεμβατισμού στον τομέα του σταφιδεμπορίου ύστερα από την ολοκληρωτική χρεοκοπία του αδίστακτου οικονομικού φιλελευθερισμού.

Το μέτρο του παρακρατήματος το είχαν αποδεχτεί στην αρχή και οι μικροί σταφιδοκαλλιεργητές, επειδή με την εφαρμογή του ξέφευγαν οι ίδιοι από τα νύχια των τοκογλύφων, άσχετα αν έπεφταν στις αγκάλες των σταφιδεμπόρων. Για τον τρόπο δε, με τον οποίο αντιμετώπιζαν τους μικρούς σταφιδοκαλλιεργητές οι σταφιδέμποροι, ειδικά του Αιγίου, μάς πληροφορεί ο Σταυρόπουλος, μεταφέροντας στην «Ιστορία» του «γραπτές αναμνήσεις παλαιού Αιγιέως», ο οποίος αναφέρει:

«Ο πτωχοϊδιοκτήτης [σταφιδοπαραγωγός] με σταυρωμένα τα χέρια στεκόταν περιδεής μπροστά στον αφεντικό [δηλαδή τον σταφιδέμπορο], για να πάρη κανένα λεφτό. “΄Πόσα θέλεις, βρε;” [τον ρωτούσε ο σταφιδέμπορος]. “Ό,τι αγαπάς αφεντικό. Δος μου δέκα τάλληρα” [του απαντούσε]. “Να, πάρε οχτώ και μεθαύριο, όποτε πουληθεί στις Αγγλίες η σταφίδα, θα σε λογαριάσω”. “Μα θέλω να πάρω και νήμα, να υφάνη το κορίτσι”. Τον έστελνε τότε στο μαγαζί και τον εκούρευε και από τα ψώνια. Τέλος, κατά τον Γενάρη ή τον Φλεβάρη, όταν ήρχοντο από το Λονδίνον αι εκκαθαρίσεις, συνήρχοντο οι ανθρωποφάγοι [σταφιδέμποροι] εις το καφενείον του Γιαρένη και έκοβαν την τιμήν της σταφίδος τριάντα τάλληρα την άβροχη και είκοσι την βρεγμένη. Και εμάθαινε επιτέλους ο κόσμος, τι σκυλιά τον έφαγαν. Και όλα αυτά εκ του ασφαλούς. Κανείς δεν έχανε ποτέ. Αλλά και οι αφεντάδες [σταφιδέμποροι του Αιγίου], αγράμματοι, εκουρεύοντο [και αυτοί] από τους εν Πάτραις και Αγγλία»[2].  

Με την απαράδεκτη αυτή κατάσταση είχε ασχοληθεί τότε και η εφημερίδα «Φιλόδημος» του Αιγίου, που έγραφε σχτικά προειδοποιώντας παράλληλα για την ταξική σύγκρουση που επερχόταν:

«Τι να είπωμεν περί των αλιτηρίων χρηματιστών εκείνων, οίτινες απογυμνούντες τας κοινωνίας πλουτούσι δια κλοπών και καταχρήσεων, ανατοκισμών, απάτης και επιορκίας. Επιφυλάσσεται δι’ αυτούς ημέρα φοβερά, ημέρα κοινωνικής εκδικήσεως, αν δεν σπεύσουν να εξιλεωθώσι. Δια μετροπαθεστέρας περί τους λογαριασμούς και τας δοσοληψίας και ανθρωπινοτέρας διαγωγής. Άλλως θα επέλθη ημέρα, καθ’ην θα ενθυμηθώσι τους λόγους μας»[3].

Η ημέρα αυτή επήλθε και οδήγησε σε μια σειρά από εξεγέρσεις στην ευρύτερη περιοχή της βόρειας Πελοποννήσου. Το 1895 μάλιστα συγκροτήθηκε στην Μπαρμπάσαινα της Ηλείας ένα από τα πιο μαχητικά συλλαλητήρια των μικρών παραγωγών της σταφίδας, που είχε επικεφαλής τον ιερέα του χωριού Στασινό. Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι στις αγροτικές περιοχές της Πελοποννήσου ένα μεγάλο μέρος του κατώτερου κλήρου εκείνη την εποχή είχε πρωτοστατήσει στις εξεγέρσεις των μικροκαλλιεργητών- σε ανταπόκριση μάλιστα μιας παρισινής εφημερίδας, σταλμένη το 1890 από την σοσσιαλιστική οργάνωση του Πύργου, αναγραφόταν χαρακτηριστικά τα εξής:

«Οι χωροφύλακες, που στέλνονται στα χωριά για την είσπραξη των φόρων και οι δικαστικοί κλητήρες διώχνονται από τους αγρότες και τις γυναίκες τους, που μαζεύονται με το χτύπημα της καμπάνας, οπλισμένοι με ξύλα και πέτρες. Στις συγκεντρώσεις αυτές οι παπάδες είναι επικεφαλής των αγροτών κατά του κράτους και των κεφαλαιοκρατών»[4].

Η εφαρμογή ωστόσο του παρακρατήματος ως μέτρου αντικείμενου ουσιαστικά στις πραγματικές απαιτήσεις της ελληνικής οικονομίας, δεν ήταν δυνατό να οδηγήσει στο ξεπέρασμα της σταφιδικής κρίσης, η οποία συνεχίστηκε αμείωτη. Έτσι, πολλοί αγροτιστές, και μεταξύ τους ο Θαλής Θεοδωρίδης από τον Πύργο, είχαν τότε προπαγανδίσει την δημιουργία συνεταιρισμών, με τους οποίους οι παραγωγοί θα αντιμετώπιζαν τα αίτια και τα αποτελέσματα της σταφιδικής κρίσης. Στην προκειμένη όμως περίπτωση είχε αντιδράσει με επικεφαλής των Θεόδωρο Βουρλούμη μια μεγάλη μερίδα σταφιδεμπόρων στην Πάτρα, η οποία και είχε ουσιαστικά εισηγηθεί στην κυβέρνηση το παρακράτημα. Όπως έγραφε τότε ο Βουρλούμης στην αθηναϊκή εφημερίδα «Οικονομική Ελλάς», «ο θεσμός του πρακρατήματος έχει υποβληθή εις επίκρισιν αυστηροτάτην και πολλάκις άδικον. Τα εναντίον του [στρεφόμενα] αμαρτήματα κατελογίσθησαν αμαρτήματά του. Από παθόντος εγένετο κατηγορούμενος»[5].

Η εφαρμογή όμως του μέτρου του παρακρατήματος έθιγε τα συμφέροντα και αρκετών σταφιδεμπόρων, επειδή, όπως σημείωνε στην ίδια εφημερίδα ο πατρινός σταφιδέμπορος Διονύσιος Αρσένης, «ουδείς πλέον εργοστασιάρχης εν Ελλάδι αγοράζει σταφιδόκαρπον εκ της αγοράς, αφού τον ευρίσκει εις εξευτελιστικήν τιμήν εκ της παρακρατήσεως». Κατά τον Αρσένη και πάλι, «η παρακράτησις έχει τον σκοπόν της, που πάντες γνωρίζουν- έπρεπε [δηλαδή] να εξευρεθή μέτρον, δια να πλουτίζουν πέντε ή δέκα τον αριθμόν εργοστασιάρχαι»[6].

Το παρακράτημα, το οποίο ύστερα από την χρεωκοπία του αδίστακτου οικονομικού φιλελευθερισμού αποτελούσε την στρεβλωμένη εφαρμογή του κρατικού παρεμβατισμού στον συγκεκριμένο τομέα του σταφιδεμπορίου, δεν ήταν δυνατό να εξασφαλίσει την επιτυχή αντιμετώπιση της σταφιδικής κρίσης. Οδήγησε όμως στην διαμόρφωση των αντικειμενικών και των υποκειμενικών εκείνων συνθηκών για την οργάνωση και πραγματοποίηση αγροτικών εξεγέρσεων στην Αχαϊοήλιδα που αποτελούν πολύ σημαντικά γεγονότα στην Ιστορία των κοινωνικών αγώνων της περιοχής. Η πατραϊκή εφημερίδα «Πελοπόννησος», που απηχούσε εκείνη την εποχή τις γνώμες της πιο προοδευτικής μερίδας της πατραϊκής αστικής τάξης, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις εν λόγω αγροτικές εξεγέρσεις, που κράτησαν δυο μήνες και εκτός πολλών άλλων αποκάλυψαν και το αληθινό πρόσωπο των παλαιοκομματικών της Αχαϊοήλιδας, ικανών μόνον να εκτρέφουν κερασοφόρους τραμπούκους και να κλέβουν τα δημόσια και τα δημοτικά ταμεία. Έγραφε η «Πελοπόννησος» συγκεκριμένα:

«Μετά δίμηνον εξέγερσιν, η τάξις απεκαταστάθη ήδη και μόνον ενδομύχως η αγανάκτησις κατά των αδυσωπήτων δανειστών επικρατεί. Και όμως το κίνημα των χωρικών έδει καλλιτέρας τύχης. Αλλά οι εν Ελλάδι πολιτευόμενοι μόνον, όταν πρόκειται να καταλάβουν την δημαρχίαν ή την βουλευτίαν, γίνονται αρειμάνιοι. Όταν πρόκειται δια της παρεμβάσεώς των να σωθή ο λαός, ο πάσχων και πενόμενος, τότε οι καλοί αυτοί άνθρωποι τρέμουν απέναντι της ιδέας, μήπως κλονισθή η τάξις και σεισθή το καθεστώς των νόμων, ενώ ούτοι σφαγιάζουσι τους νόμους δια των ιδικών των καταχρήσεων»[7].

Τελικά το σύστημα του παρακρατήματος χρεωκόπησε, στην δε χρεωκοπία του συντελέσαν αρκετοί παράγοντες και μεταξύ τους ένα πλήθος από σκάνδαλα, που αποκαλύφθηκαν στην διαχείρισή του. Το παρακράτημα όμως διατηρήθηκε ως τρόπος αντιμετώπισης της σταφιδικής κρίσης, με τη διαφορά ότι από τον Αύγουστο του 1898 το δημόσιο ανέθεσε την διαχείρισή του σε ένα νέο κατασκεύασμα, την Σταφιδική Τράπεζα, που είχε την έδρα της στην Πάτρα και πρόεδρό της τον πατρινό μεγαλέμπορο Γεράσιμο Κόγκο.

Η Σταφιδική Τράπεζα μεγάλωσε το παρακράτημα στο 24% και παίρνοντας δάνειο 6,5 εκατομμυρίων δραχμών, για να κινηθεί, δέθηκε με την Εθνική και την Ιονική Τράπεζα και με την Τράπεζα Αθηνών. Την σταφίδα, που συγκέντρωνε, την έδινε στο ένα τέταρτο της τιμής της στην εταιρία οινοπνευματοποιίας του Χαρίλαου Καμπά, με τον οποίο είχε αναπτύξει ειδικές σχέσεις- οι γενικές όμως εξαρτήσεις της, καθώς και οι διαφορετικές οικονομικές καταχρήσεις, αλλά και οι δωρεές της προς τους βιομηχάνους οδήγησαν στην χρεωκοπία και την Σταφιδική Τράπεζα.

Η κατάσταση εντούτοις που είχε οδηγήσει στη διάλυση της Σταφιδικής Τράπεζας, επέτρεψε στον άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα να προτείνει στην τότε κυβέρνηση του Θεόδωρου Δεληγιάννη την ίδρυση μονοπωλίου σταφίδας, κάτω φυσικά από τον άμεσο έλεγχο άγγλων κεφαλαιούχων. Η ίδρυση ωστόσο του μονοπωλίου, που επεδίωκαν οι εν λόγω βρετανοί κεφαλαιούχοι (σε εφαρμογή σε μικρή κλίμακα του κανόνα των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων) αντιστρατευόταν τα συμφέροντα των μεγαλεμπόρων της σταφίδας στην Ελλάδα, αλλά και των συναδέλφων τους στην Αγγλία, με τους οποίους αυτοί συναλλάσσονταν. Θα δημιουργούσε όμως το ενδεχόμενο αυτής της ίδρυσης κάποιες αντικειμενικές συνθήκες που θα επέτρεπαν στους μικρούς κυρίως καλλιεργητές της σταφίδας στην Πελοπόννησο να λυτρωθούν από την εκμετάλλευση των εγχώριων εμπόρων της, που χωρίς καθόλου να κοπιάζουν σωρεύανε από την διακίνηση του προϊόντος προσωπικό πλούτο. Υποστηρικτής μάλιστα των εμπόρων αυτών υπήρξε τότε εκτός των άλλων και ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος ωστόσο αν και υπερασπιζόταν ανοικτά στην προκειμένη περίπτωση τα συμφέροντα μιας μερίδας του μεγάλου κεφαλαίου, καταπολεμώντας το μονοπώλιο, δεν δίσταζε να εμφανίζεται παράλληλα στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα και ως περίπου «σοσιαλίζων».

Η αθηναϊκή εφημερίδα «Οικονομική Ελλάς» έγραφε ωστόσο τότε ότι «το φρόνημα [των σταφιδοκαλλιεργητών] ήτο δεδηλωμένον υπέρ του μονοπωλίου. Ημέρα την ημέρα το ζήτημα του μονοπωλίου καθίστατο αντικείμενον ζωηροτάτων εξεγέρσεων εκ μέρους των σταφιδοφόρων επαρχιών υπέρ της τάχιστης επιψηφίσεως της σχετικής συμβάσεως [υπό του ελληνικού κοινοβουλίου]. Τα πνεύματα είχον οξυνθή εις τοιούτον σημείον, ώστε ηπειλήθη πολλαχού σοβαρώς η δημοσία τάξις, εν Πύργω δε η κατάστασις διετέλεσεν απεριγράπτως οικτρά»[8].

Ειδικά στην Ηλεία το ενδεχόμενο του τελικού ναυαγίου του μονοπωλίου, που είχε απαρχής διαφανεί, είχε οδηγήσει τους σταφιδοκαλλιεργητές στην απόγνωση και παράλληλα τους κατέστησε επικίνδυνους για οποιονδήποτε ήταν αντίθετος προς το εν λόγω μονοπώλιο. Έτσι η πατραϊκή εφημερίδα «Νεολόγος». Που είχε ξεκινήσει τότε μεγάλη κατά του μονοπωλίου εκστρατεία, βρέθηκε πολύ γρήγορα στο στόχαστρο των ηλείων σταφιδοπαραγωγών, και όπως σημείωνε σχετικά η «Οικονομική Ελλάς», «είχεν αποκλεισθή πάσης [φανεράς] κυκλοφορίας, μόλις δε μετά βίας και εν κρυπτώ εκυκλοφόρει»8.

Το μονοπώλιο επομένως, αν και αποτελούσε επιδίωξη συγκεκριμένων ξένων κεφαλαιούχων, αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά από τους πελοποννήσιους αγρότες, που προχώρησαν για την υποστήριξή του σε δυναμικές κινητοποιήσεις. Συγκεκριμένα, στα Τσουκαλέικα, στο Μιντιλόγλι, στα Ροΐτικα και στα Βραχνέικα πραγματοποιήθηκαν μαχητικές διαδηλώσεις, ενώ στην Ηλεία οι μικροί σταφιδοπαραγωγοί μπήκαν στον Πύργο, κατέλαβαν το τηλεγραφείο και τον σιδηροδρομικό σταθμό και κατέστρεψαν τα περισσότερα δημόσια καταστήματα της πόλης.

Ανάλογες εκδηλώσεις σημειώθηκαν στην Αμαλιάδα, στα Φιλιατρά, στην Καλαμάτα και στην Κυπαρισσία και ένοπλα συλλαλητήρια στους Γαργαλιάνους, στη Μπαρμπάσαινα και σε μερικές άλλες περιοχές- ενώ στις 6 του Μάη του 1903 ολόκληρη η σταφιδοφόρα ζώνη της Πελοποννήσου επαναστάτησε. Όπως έγραφε τότε η αθηναϊκή εφημερίδα «Οικονομική Ελλάς», «εάντις ήθελε επιχειρήσει ή μάλλον εάν ετόλμα να απευθύνη εις τους εξημμένους αυτούς ανθρώπους, διατί υποστηρίζουν το μονοπώλιον, θα ελάμβανε την εύλογον απάντησιν, ότι οι σταφιδικοί πληθυσμοί διατελούν εν τελεία απογνώσει»[9].

Τελικά η Ελληνική Βουλή δεν τόλμησε να ψηφίσει το σχετικό νομοσχέδιο ύστερα από πιέσεις που ασκήθηκαν από τους μεγάλους έλληνες σταφιδέμπορους και συγκεκριμένους οικονομικούς κύκλους, με τους οποίους συνδέονταν αυτοί, και μέσα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ακολούθησαν (με τις φροντίδες των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων να μη ζημιωθούν οι μεγάλοι σταφιδέμποροι) η δημιουργία στις 17 του Ιούλη του 1905 της «Προνομιούχου Εταιρίας προς προστασίαν της παραγωγής και της εμπορίας της σταφίδος», της περιβόητης «Ενιαίας» (ιδιωτικού χαρακτήρα, στηριγμένης σε κεφάλαια ομογενών, οργανωμένων γύρω από την Τράπεζα Αθηνών, αλλά και άγγλων και γάλλων τραπεζιτών, που είχαν την πλειοψηφία των μετοχών) και της συγκρότησης το Νοέμβρη του 1925 του «Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού», του ΑΣΟ, των οποίων οι απαράδεκτες δραστηριότητες οδήγησαν σε νέες δυναμικές αντιδράσεις των μικρών κυρίως σταφιδοπαραγωγών.

Μέσα στις αντιδράσεις αυτές περιλαμβάνεται και το γιγαντιαίο συλλαλητήριο, που συγκρότησαν τον Αύγουστο του 1934 οι μικροί σταφιδοπαραγωγοί της Αιγιαλείας. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα μαχητική κινητοποίηση, οργανωμένη από τα πιο προοδευτικά στοιχεία του αγροτικού κόσμου της εν λόγω επαρχίας και στην οποία κυριάρχησαν τα συνθήματα για την οριστική λύση του σταφιδικού προβλήματος και για την «άμεση κατάργηση της φωληάς των κηφήνων του ΑΣΟ», σύμφωνα με την πατραϊκή εφημερίδα «Νεολόγος».

Συγκεκριμένα, το πρωί της Κυριακής 26ης Αυγούστου 1934 όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των χωριών της Αιγιαλείας με λεωφορεία, με τραίνα και με πορείες έφτασαν στο Αίγιο και συγκεντρώθηκαν στη θέση Δεξαμενή, έξω από την πόλη. Από ’κει, κρατώντας τις μαύρες σημαίες και έχοντας επικεφαλής έφιππους συναγωνιστές τους, προχώρησαν στο κέντρο του Αιγίου αφού διέσπασαν μια πυκνή ζώνη χωροφυλάκων και στρατιωτών, που με την καθοδήγηση του μοίραρχου Μπαϊλάκη προσπάθησε να τους φράξει το δρόμο. Οι διαδηλωτές έφτασαν μπροστά στα τοπικά γραφεία του ΑΣΟ και προσπάθησαν να τα καταλάβουν με έφοδο, παρά τις αποτρεπτικές παρεμβάσεις του τοπικού κτηματικού συλλόγου, ο οποίος άλλωστε εκπροσωπούσε μόνο τους μεγαλοκτηματίες και επεδίωκε η αγροτική κινητοποίηση να μετεξελιχθεί σε άτονη και τυπική εκδήλωση διαμαρτυρίας.

Τα γραφεία του ΑΣΟ ωστόσο τα φρουρούσε μια ομάδα χωροφυλάκων με επικεφαλής τον ενωμοτάρχη Κουραχάνη, η οποία άρχισε να πυροβολεί, χωρίς προειδοποίηση κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να τραυματισθούν πολλοί αγρότες και να σκοτωθούν δυο: ο Στάθης Μπακόπουλος, από την Κουνινά, και ο Σταύρος Ντρίνιας, από τους Λαπαναγούς. Η ένοπλη επίθεση των χωροφυλάκων εντούτοις, αντί να φοβίσει, εξαγρίωσε τους διαδηλωτές, οι οποίοι τελικά ανέτρεψαν την αστυνομική δύναμη, κατέλαβαν το κτίριο του ΑΣΟ και το πυρπόλησαν.

Οι τοπικές αρχές έσπευσαν να αποδώσουν ευθύνες για τα αιματηρά γεγονότα κατά πρώτο λόγο στους διαδηλωτές και κατά δεύτερο λόγο προσωπικά στον ενωμοτάρχη Κουραχάνη, τον οποίο πάντως αρκέστηκαν να βάλουν σε προσωρινή διαθεσιμότητα, χωρίς να προχωρήσουν σε παραπέρα σε βάρος του κυρώσεις. Τα γεγονότα όμως αυτά και κυρίως η δολοφονία των δυο αγροτών συγκλόνισαν την κοινή γνώμη της περιοχής- στην Πάτρα μάλιστα όλα σχεδόν τα εργατικά σωματεία εκδώσανε ανακοινώσεις έντονης διαμαρτυρίας και αμέριστης συμπαράστασης στον αγωνιζόμενο αγροτικό κόσμο της Αιγιαλείας. Οι πατραϊκές εφημερίδες αντίθετα απέφυγαν αν υποστηρίξουν τους σταφιδοπαραγωγούς- ο «Νεολόγος» μάλιστα σε κύριο άρθρο του ισχυρίστηκε, ότι «επί των αιματηρών γεγονότων του Αιγίου, τα οποία προεκάλεσαν βαθείαν οδύνην, θα ήτο ματαιοπονία να εξετάση τις, ποιος [είναι] ο κύριος υπεύθυνος»[10]. Ο βουλευτής της Αιγιαλείας Γκόφας, εξάλλου, που υποτίθεται, ότι υποστήριξε τη συγκρότηση του συλλαλητηρίου, δήλωσε την επομένη των γεγονότων, ότι «τα γεγονότα αυτά υπήρξαν μοιραία και αναπόφευκτα» και ότι «ασφαλώς και από τα δύο μέρη υπάρχουν υπεύθυνοι, αν μάλιστα ληφθή υπ’όψιν, ότι μεταξύ του πλήθους ευρίσκοντο και διάφορα ανατρεπτικά στοιχεία»10. Ο μοίραρχος Μπαϊλάκης τέλος, που ήταν και ο διοικητής της χωροφυλακής στην Αχαΐα και συμμέτοχος στα γεγονότα, είχε υποστηρίξει σχετικά, εντελώς ανερυθρίαστα και επιχειρώντας να διαψεύσει τα αδιάψευστα:

«Η χωροφυλακή, όπως πάντα, έπραξε το καθήκον της- εις την ψύχραιμον μάλιστα στάσιν της οφείλεται το γεγονός, ότι αι σκηναί δεν έλαβαν σοβαρωτέραν τροπήν. Είναι ανακριβές, ότι ο ενωμοτάρχης Κουραχάνης επυροβόλησε κατά του πλήθους. Όλαι αι ανδείξεις, αι διαστάσεις των βλημάτων, η στάσις των τραυματισθέντων και άλλα πείθουν, ότι οι παραγωγοί αλληλοεπυροβολήθησαν. Είναι γνωστόν άλλωστε, ότι ο εκ των σοβαρώτερον τραυματισθέντων Μπακόπουλος, καταγόμενος εκ του χωρίου Κουνινά, είναι κομμουνιστής»10.

Ο Μπακόπουλος όμως (που περιλαμβανόταν ανάμεσα στους έφιππους, οι οποίοι ηγούνταν του συλλαλητηρίου, είχε επανειλημμένα πυροβοληθεί από τον Κουραχάνη και είχε μεταφερθεί αιμόφυρτος στην κλινική του Σπυρόπουλου) απάντησε ως εξής σε ερώτηση δημοσιογράφου του «Νεολόγου», λίγο προτού υποκύψει στα βαρειά τραύματά του:

«Ο ενωμοτάρχης Κουραχάνης ήθελε να μας ξεκάνει, ενώ εμείς δεν κρατούσαμε πάνω μας ούτε σουγιά. Ας έχει όμως χάρη στην επιτροπή [του συλλαλητηρίου], που δεν μας άφησε να μπούμε στο Αίγιο με όπλα»10.

Το αιματηρό αγροτικό συλλαλητήριο του Αυγούστου του 1934 στο Αίγιο υπήρξε κορυφαία έκφραση των εξεγέρσεων των μικρών σταφιδοπαραγωγών, που επανειλημμένα σημειώθηκαν στην Πελοπόννησο κατά τον 19ο και κατά τον 20ο αιώνα. Επειδή όμως αυτές οι εξεγέρσεις απετέλεσαν ουσιαστικά εκκωφαντική άρνηση της αναγκαιότητας του επικρατούντος συστήματος, έχουν εμφανιστεί ορισμένοι αναλυτές των κοινωνικών πραγμάτων, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ τις χαρακτηρίζουν «απειλητικές εκδηλώσεις». Αρνούνται δηλαδή τον καταφανή κοινωνικό χαρακτήρα τους και προβάλουν την άποψη, ότι δεν επρόκειτο στην πραγματικότητα για συγκρούσεις ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις, αλλά για αποτέλεσμα δυναμικών πρωτοβουλιών μεγαλοϊδιοκτητών, σταφιδεμπόρων και κομματικών παραγόντων ή προσωπικοτήτων της Πελοποννήσου, τους οποίους ακολούθησαν στη συνέχεια οι μικροί καλλιεργητές και μεροκαματιάρηδες της υπαίθρου.

Τα ίδια τα γεγονότα ωστόσο δεν επιβεβαιώνουν την εν λόγω άποψη, εφόσον στην πρωτοπορία των μεγαλειωδών εκείνων αγροτικών αγώνων βρέθηκαν απαρχής τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τα οποία άλλωστε και πρόσφεραν τις αιματηρές θυσίες. Αλλά και αν ακόμη επιβεβαίωναν την άποψη αυτή, τούτο καθόλου δεν αφαιρούσε τον πολιτικό και κοινωνικό συνάμα χαρακτήρα των εξεγέρσεων. Αντίθετα, τον πρόβαλλε κατά πολύ άμεσο τρόπο μέσα από τη συνεργασία συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων- μια συνεργασία, που θα ήταν θεμελιωμένη πάνω σε κάποιον κοινωνικό σκοπό, στην προάσπιση δηλαδή γενικών κοινών συμφερόντων, τα οποία θα αντιστρατεύονταν τα συμφέροντα κάποιων άλλων κοινωνικών στρωμάτων και στην προκειμένη περίπτωση εκείνων, που αφορούσαν τους εμπορομεσίτες και τους βιομηχάνους.

Στα χρόνια της ξενικής φασιστικής κατοχής η παραγωγή της σταφίδας έπεσε, όπως ήταν φυσικό, σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Όπως αναφέρει σε δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο, που κυκλοφόρησε στην Πάτρα τον Ιούλη του 1945 ο Νίκος Μπελογιάννης, η παραγωγή της σταφίδας, που το 1941 ξεπερνούσε τα 281 εκατομμύρια ενετικές λίτρες, το 1944 είχε κατέβει στα 79 εκατομμύρια[11]. Έτσι, οι μικροί κυρίως σταφιδοπαραγωγοί είχαν αποφασίσει με την απελευθέρωση να χειρισθούν μόνοι τους το σταφιδικό θέμα, ιδρύοντας δικούς τους συνεταιρισμούς- γεγονός όμως, που κατά τον Μπελογιάννη και πάλι, θορύβησε τον Καμπά, τους Βουρλούμηδες, τους οινοβιομηχάνους και τις Τράπεζες και τους οδήγησε σ’ αυτή τη σκέψη: «Αν στους συνεταιρισμούς της Πάτρας βρεθούν ο Παπαχατζής και ο Παπαβασιλόπουλος, της Καλαμάτας ο Σταυρόπουλος και της Αμαλιάδας ο Μυτάς και ο Λαμπρόπουλος, τότε όλοι εμείς δεν θα ξαναδούμε άσπρη ημέρα»[12].

Η κατάσταση των μικρών σταφιδοπαραγωγών αμέσως μετά την απελευθέρωση δεν είχε καλλιτερεύσει στο ελάχιστο σε σύγκριση με τις προπολεμικές συνθήκες της ζωής τους. Όπως σημείωνε σχετικά στο ίδιο φυλλάδιο του ο Μπελογιάννης, «τυλιγμένοι [και] σήμερα στα κουρέλια τους [οι σταφιδοπαραγωγοί], σκεβρωμένοι από την πείνα και καμπουριασμένοι από την ελονοσία, καταριώνται τους φταίχτες, που τους έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση. [Όλοι] ξέρουν, πως το μοναδικό έγκλημα [των σταφιδοπαραγωγών] είναι το ότι πάππου προσπάππου ποτίζουν με τον ιδρώτα τους τους κάμπους και τις πλαγιές της Μεσσηνίας και της Κορινθίας, της Αχαΐας και της Ηλείας. Ο ιδρώτας [όμως] τούτος είναι ολόκληρο ποτάμι, που τρέχοντας έγινε χρυσάφι. [Μα] το χρυσάφι αυτό, αντί να πάει στην τσέπη του σταφιδοπαραγωγού, πήγε στις κάσες και στα πορτοφόλια του σταφιδέμπορα, του οινοπνευματοτοβιομήχανου, του τραπεζίτη και του τοκογλύφου. Όλοι τούτοι απόκτησαν μέγαρα, πλούτη και μεγαλεία, ενώ ο σταφιδοπαραγωγός έμεινε με τη ρημαγμένη καλύβα του»[13].

Έτσι, το σταφιδικό πρόβλημα εξακολουθούσε να μη βρίσκει τη λύση του, ενώ οι γνωστές τραγικές συνθήκες, που είχαν διαμορφωθεί στη χώρα από το 1945 και μετά, δεν ήταν δυνατό να εξασφαλίσουν στην προκειμένη περίπτωση οποιαδήποτε θετική λύση αναφορικά με το θέμα της διάθεσης της σταφίδας. Η λύση εντούτοις αυτή υπήρχε και είχε γνωστοποιηθεί από πολλά χρόνια ενωρίτερα, δεν ήταν όμως αρεστή ούτε στους κυρίαρχους του συστήματος, ούτε στους διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας. Βρισκόταν δε η λύση αυτή, διατυπωμένη με σαφή και ολοκληρωμένο τρόπο, σε σχετική πρόταση, που είχε καταθέσει στις 24 του Μάη του 1936 σε ειδική για το σταφιδικό πρόβλημα επιτροπή, συγκροτημένη από την κυβέρνηση του Μεταξά, ως εκπρόσωπος του Παλλαϊκού Μετώπου ο Δημήτρης Γληνός. Όπως είχε τονίσει με την ιδιότητά του ως βουλευτή ο μεγάλος αυτός διανοητής, η λύση βρισκόταν στην αποδοχή και στην εφαρμογή της πολιτικής αρχής, ότι το κράτος έπρεπε να πάψει να είναι υποχείριο των πολυποίκιλων μεγάλων διακινητών των παραγομένων στη χώρα προϊόντων, αλλά να συγκροτηθεί σε κράτος αποκλειστικά και μόνο των παραγωγών[14].

***

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τη βάση της παρέμβασης του ιστορικού Βασίλη Λάζαρη στην εκδήλωση-συζήτηση που πραγματοποίησε πρόσφατα στο Αίγιο το Αγωνιστικό Μέτωπο Πολιτών Αιγιάλειας με θέμα «Αγροτικές εξεγέρσεις για το σταφιδικό ζήτημα στην Αιγιάλεια». Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει ολόκληρο το κείμενο, διατηρώντας, όπως πάντα, την ορθογραφία και το συντακτικό του συγγραφέα.

 


[1] «Ο ΑΣΟ και αι εργασίαι του κατά το πρώτον έτος 1925-1926». Έκθεσις Β. Σιμωνίδη, Αθήναι 1927, σελ.1.

[2] Αριστ. Σταυροπούλου: «Ιστορία της πόλεως του Αιγίου». Πάτραι 1954, σελ. 633-634

[3] Εφημερίδα «Φιλόδημος» (Αιγίου), φ. 3 Νοεμβρίου 1866.

[4] Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα». Αθήνα 1973, σελ. 178-179.

[5] Θεοδ. Βουρλούμη: «Η σταφίς επί τάπητος». Εφημερίδα «Οικονομική Ελλάς», φ. 15 Ιανουαρίου 1903.

[6] Διον. Αρσένη: «Κατά της παρακρατήσεως». ο. π. φ. 12 Φεβρουαρίου 1903.

[7] Εφημερίδα «Πελοπόννησος» (Πατρών), φ. 4 Οκτωβρίου 1895.

[8] Εφημερίδα «Οικονομική Ελλάς», φ. 22 Μαΐου 1903.

[9] ό.π. φ. 7 Μαΐου 1903.

[10] Εφημερίδα «Νεολόγος» (Πατρών), φ. 27 Αυγούστου 1934.

[11] Νίκου Μπελογιάννη: «Τι πρέπει να γίνει για να ζήσουν οι σταφιδοπαραγωγοί». Πάτρα, Ιούλιος 1945, σελ. 7.

[12] ό. π. σελ. 8.

[13] ό. π. σελ. 2.

[14] «Το Παλλαϊκό Μέτωπο δίνει τη σωστή λύση στο σταφιδικό ζήτημα. Ο λόγος του βουλευτή Δημ. Γληνού στη μεγάλη σταφιδική επιτροπή». Αθήνα, Ιούνης 1936.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας