Εργατικός Αγώνας

Να παρέμβει πολιτικά η συλλογική συνείδηση της εργατικής τάξης

Του Παναγιώτη Θέμελη.

Η τελευταία πενταετία ήταν δραματική για τους εργαζόμενους της χώρας μας, αλλά και όλης της Ευρώπης. Τέσσερα μνημόνια με διαφόρων ειδών υπογραφές, και με διάφορα είδη εκτελεστών. Πογκρόμ ενάντια σε συντάξεις, μισθούς και εργασιακά δικαιώματα. Ορυμαγδός φορολογίας και ξεπούλημα δημοσίων επιχειρήσεων. Ο λαός αντέδρασε. Κατέβηκε στους δρόμους, και στις πλατείες με το μόνο πράγμα που του είχε απομείνει:

«μιά παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτό πουκάμισο, μέ τίς μαῦρες τρίχες καί τό σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου είχε κράτος ἡ Ἄνοιξη.»

Και απεργία έκανε, και διαδήλωση και συλλαλητήρια μεγάλα. Και πολιτική ελπίδα ανέθεσε στο ΣΥΡΙΖΑ. Και «Όχι» τρανταχτό στα χέρια του ‘δωσε. Μα αποτέλεσμα δεν είδε. Όλα τα χτυπήματα ίσια στο κορμί του πέσανε και κανένα δεν λάθεψε. 

Και τι μπορώ να κάνω εγώ τώρα; Πώς να το σταματήσω αυτό;

Αυτή η ερώτηση έρχεται σαν βέλος στη καρδιά και το μυαλό κάθε Μαρξιστικά σκεπτόμενου ανθρώπου. Κάτι δεν έχουμε κάνει σωστά. Κάτι δεν έχουμε μελετήσει ή εκτιμήσει σωστά. Πρέπει να τα ξαναδούμε από την αρχή. Είναι ανάγκη τώρα να μπορέσουμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα. Είναι ανάγκη να αναπροσανατολίσουμε τη δράση μας.

Σ’ αυτόν τον καπιταλισμό κάποιοι περισσεύουν

Η μεταφορά του κέντρου βάρους του καπιταλισμού στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο, δεν είναι μια εξέλιξη που έγινε από κάποια υποκειμενική επιλογή. Αντίθετα, οι ανάγκες του καπιταλισμού στη δεκαετία του ‘80 περίπου τον οδήγησαν, σχεδόν νομοτελειακά, να μεταφέρει το όλο και μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης από την παραγωγική του βάση υπεραξίας σε χρηματοπιστωτικά «προϊόντα» όπως δάνεια, ασφάλειες δανείων κλπ.

Καθώς ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής γινόταν όλο και μεγαλύτερος από τον ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης, μια κρίση υπερπαραγωγής φαινόταν στον ορίζοντα να έρχεται με γρήγορο ρυθμό. Η αντιμετώπιση της δεν είχε άλλη διέξοδο από την αύξηση της ζήτησης και κατανάλωσης με κάποιο τρόπο. Η ανάγκη αύξησης του ρυθμού κατανάλωσης για να αποφευχθεί η κρίση οδήγησε στην μεταφορά αξιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ώστε να δοθούν κατόπιν με μορφή δανείων στην ενίσχυση της ζήτησης. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας δημιούργησε δανειακά «προϊόντα» τόσο λιανικού χαρακτήρα για οικογένειες και φυσικά πρόσωπα (καταναλωτικά δάνεια, δάνεια κατοικίας, διακοποδάνεια, κ.λπ.) όσο και δανειακά «προϊόντα» χονδρικού χαρακτήρα για μεγάλες επιχειρήσεις, είτε ιδιωτικές είτε κρατικές.

 Έτσι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια το ένα μετά το άλλο. Τράπεζες για καταναλωτικά δάνεια, τράπεζες για αγρότες, τράπεζες για εμπόρους, τράπεζες για επιχειρήσεις, τράπεζες νομών, τράπεζες τραπεζών, ασφαλιστικοί οίκοι, οίκοι αξιολόγησης κλπ. Με τα δάνεια αυτά δημιουργήθηκαν πολιτικές «κρατών πρόνοιας», προγράμματα οικολογίας, πράσινης ενέργειας κ.λπ. και πάνω τους στηρίχτηκε η εκπόνηση πολιτικών ενσωμάτωσης των εργαζομένων στο καπιταλιστικό σύστημα και η αλλοίωση του περιεχόμενου επικίνδυνων για το σύστημα εννοιών, όπως για παράδειγμα η αλλοίωση της έννοιας σοσιαλισμός και κοινωνικοποίηση.

Όμως, όπως είναι απόλυτα φυσικό η διαδικασία αυτή παρότι αναγκαία για τον καπιταλισμό, δεν μπορούσε να έχει προοπτική παραπάνω από μια 25ετία.

Σύντομα, η δανειοληπτική αγορά έφτασε στο όριο αντοχής της. Κάποια στιγμή άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα μαύρα σύννεφα στον ορίζοντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σήμερα τα νοικοκυριά που έχουν μια κάποια δανειοληπτική ικανότητα είναι μικρά τμήματα του πληθυσμού πολύ λίγων χωρών της υδρογείου. Το χρέος του μεγαλύτερου ποσοστού των παραγωγικών επιχειρήσεων έχει φτάσει ή πλησιάζει στα όρια του «βιώσιμου» η «μη βιώσιμου» με αποτέλεσμα και στον επιχειρηματικό παραγωγικό τομέα η δανειοληπτική ικανότητα να πέφτει ραγδαία.

Τα περισσότερα κράτη του κόσμου έχουν χρέος που άλλοτε ισούται με το ΑΕΠ τους, άλλοτε το υπερβαίνει και άλλοτε το υπερβαίνει κατά πολύ (Ελλάδα, Ιταλία κλπ) με αποτέλεσμα η δανειοληπτική τους ικανότητα να είναι από μηδαμινή έως μηδενική. Η Ελλάδα ανήκει στα κράτη εκείνα που κανένας τομέας της δεν έχει δανειοληπτική ικανότητα. Ούτε τα νοικοκυριά, ούτε επιχειρήσεις, ούτε κράτος.

Από το σημείο αυτό αρχίζει ένας κύκλος χωρίς τέλος.

Η πτώση της δανειοληπτικής ικανότητας οδηγεί σε μείωση της ζήτησης και αυτή με τη σειρά της σε μείωση του όγκου της παραγωγής και της παραγόμενης υπεραξίας. Η μείωση της παραγωγής έχει ως αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να αδυνατούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους και έτσι άλλες να χρεοκοπούν και άλλες να βρίσκονται στο όριο της χρεοκοπίας. Τα χρέη των κρατών πλησιάζουν ή και υπερβαίνουν τα όρια της βιωσιμότητας τους με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ικανότητα τους να πληρώνουν τις δανειακές τους δόσεις.

Στο χρηματοπιστωτικό σύστημα εμφανίζονται τώρα οι εξής επιπτώσεις:

α) Δάνεια κοκκινίζουν με πολύ γρήγορους ρυθμούς και διάφορα ασφαλιστικά και δανειακά προϊόντα μένουν στον αέρα. Για παράδειγμα, η Deutche Bank κατέχει «προϊόντα» αξίας 53 περίπου τρισ. ευρώ όταν το ΑΕΠ της Γερμανίας είναι περίπου στα 2,5 τρισ.

β) Τεράστια ποσά συγκεντρωμένα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα χάνουν την κεφαλαιακή τους αξία αφού δεν βρίσκουν διέξοδο επένδυσης σε παραγωγικό κεφάλαιο. Υπεραξία παράγει μόνο η εργασία του εργαζόμενου ανθρώπου και κατά συνέπεια μόνο αυτή μπορεί να πραγματοποιήσει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Έτσι τα ποσά που μένουν συγκεντρωμένα χωρίς να μπορούν να επενδυθούν σε παραγωγή παύουν να αποτελούν κεφάλαιο (ας δοκιμάσω την έκφραση «αποκεφαλαιοποιούνται»).

Οι επενδύσεις που γίνονται με τη βοήθεια της τεχνολογίας (υπολογιστές, ρομποτική κλπ) σε άεργη παραγωγή δεν μπορούν να δώσουν διέξοδο γιατί δεν παράγουν υπεραξία. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση των δανείων που δίνονται για αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων των χρεών διαφόρων κρατών. Για την αποπληρωμή αυτών των τελευταίων δανείων εκπονούνται πολιτικά προγράμματα (μνημόνια) που καταργούν τις όποιες κρατικές κοινωνικές παροχές και βάζουν αβάσταχτους φόρους στους εργαζόμενους. Είναι αδύνατον όμως να παράγουν υπεραξία και το μόνο που καταφέρνουν είναι να μεταφέρουν κι άλλα μεγάλα ποσά αξιών στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο, να τα βγάζουν από την διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου και να τα αχρηστεύουν.

Στην αρχή αυτής της διαδικασίας η δανειακή αγορά όπως είναι φυσικό ήταν μεγάλη και περιείχε πολλαπλές δυνατότητες πώλησης δανείων. Δημιουργήθηκαν νέες τράπεζες και τράπεζες τραπεζών με γρήγορους ρυθμούς, ασφαλιστικοί οίκοι, οίκοι δανειοληπτικών αξιολογήσεων, διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Ο ανταγωνισμός των χρηματοπιστωτικών οίκων και οργανισμών είχε χαρακτήρα ανταγωνισμού κατάκτησης μεγαλύτερου μεριδίου στην δανειοδοτική αγορά. Στην λογική αυτή σχηματιζόντουσαν τα διάφορα συγκροτήματα κοινών συμφερόντων και επιδιώξεων όπως η νομισματοπολιτική Ευρωζώνη, οι BRICS, κλπ.

Το σύγχρονο φρακάρισμα της διαδικασίας αυτής και η αναντιστοιχία των υπαρχόντων χρηματοπιστωτικών προϊόντων με την παραγωγική βάση και τους ρυθμούς παραγωγής υπεραξίας από αυτήν, έχει δημιουργήσει μια νέα κατάσταση στον ανταγωνισμό. Η κατάρρευση της Lehman Brothers αλλά και άλλων μεγάλων ή μικρότερων τραπεζών (και στη χώρα μας δεκάδες τράπεζες που δημιουργήθηκαν στη δεκαετία του ’80 και ’90 κατέρρευσαν) δείχνει ότι ο χρηματοπιστωτικός χώρος δεν μπορεί να χωρέσει όλους τους υπάρχοντες οίκους και άρα μόνο μερικοί από αυτούς θα μπορέσουν να επιζήσουν. Αυτό παρασύρει και τον παραγωγικό τομέα. Όλα δείχνουν ότι η ποσότητα της παγκόσμια παραγόμενης υπεραξίας μπορεί να συντηρήσει όλο και λιγότερες παραγωγικές επιχειρήσεις και θέτει επί τάπητος θέμα μείωσης τους.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι πλέον ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός έχει πάρει χαρακτήρα ανταγωνισμού επιβίωσης. Στη λογική σχηματισμού των συγκροτημάτων κοινών συμφερόντων (τραστ), πλέον επικρατεί το πώς θα μπορέσουν να επιβιώσουν στην σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα. Ένας αδυσώπητος οικονομικός και πολιτικός πόλεμος μαίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο που προς το παρόν μόνο σε τοπικό επίπεδο αποκτά στρατιωτικό πολεμικό χαρακτήρα. Με κύριο όπλο του το ΔΝΤ, το βορειοαμερικανικό χρηματοπιστωτικό μπλόκ προσπαθεί να αδυνατίσει οικονομικά και πολιτικά την Γερμανοκεντρική Ευρωζώνη για να κρατήσει σταθερά τις θέσεις του στην χρηματοπιστωτική αγορά.

Ταυτόχρονα, αναπτύσσοντας τις στρατιωτικές του δυνάμεις γύρω από την Ευρώπη και προκαλώντας στρατιωτικές επεμβάσεις σε χώρες γύρω από αυτήν, προσπαθεί να περιορίσει το χώρο λειτουργίας του ευρώ αφαιρώντας του τη δυνατότητα να αναπτυχτεί στις αντίστοιχες χρηματοπιστωτικές τους αγορές. Η εμπλοκή στον πόλεμο αυτό τού ρωσικού, του κινεζικού και του ιαπωνικού κεφαλαίου που με τη σειρά τους μάχονται για την επιβίωση των επιχειρήσεων τους, του προσδίδει όλο και πιο βάρβαρο χαρακτήρα.

Αργά ή γρήγορα αυτός ο πολεμικός ανταγωνισμός θα έρθει η στιγμή που θα φτάσει στο σημείο να απαιτήσει και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και υλικής παραγωγής. Όχι πως δεν το κάνει και τώρα με τους τοπικούς πολέμους (πχ Συρία). Μα σύντομα θα μας φέρει στην κατάσταση μιας πολύ ευρύτερης και γενικότερης καταστροφής.

Η ευρωζώνη φοράει την πανοπλία της και στο βάθος φασισμός…

Η μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους της παραγόμενης υπεραξίας στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο, έχει ως αποτέλεσμα το κέντρο βάρους της οικονομίας να μετατοπίζεται όλο και περισσότερο εκεί, με συνέπεια ο χώρος αυτός να γίνεται και το επίκεντρο παραγωγής της αστικής πολιτικής. Τα στελέχη (διευθυντές και golden boys) του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προσπαθούν να βάλουν κάποιο φρένο στην αδρανοποίηση κεφαλαίων που γίνεται με ολοένα και πιο γρήγορο ρυθμό και ταυτόχρονα να κρατήσουν οικονομικά ζωντανό το δικό τους «μαγαζί» μέσα στον αδυσώπητο καπιταλιστικό ανταγωνισμό επιβίωσης. Το ίδιο πρόβλημα με κάπως διαφορετικό ίσως τρόπο, αντιμετωπίζουν και τα στελέχη του τομέα των παραγωγικών επιχειρήσεων (διευθύνοντες σύμβουλοι και σχεδιαστές) αναγκασμένοι να επιχειρούν να παράγουν ίδιες υπεραξίες με μικρότερα διαθέσιμα κεφάλαια.

Οι παραπάνω γενικές ανάγκες αποτελούν τη μήτρα που γεννά τις πολιτικές που παράγουν και εφαρμόζουν οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου.

Στη σύγχρονη πραγματικότητα οι ανάγκες αυτές ωθούν την παγκόσμια οικονομία και πολιτική στη δημιουργία ζωνών εκτεταμένης καπιταλιστικής πειθαρχίας, με επίκεντρο κάποιο χρηματοπιστωτικό τραστ, που θα διεκδικήσει την επιβίωση του σε σκληρό ανταγωνισμό με τα άλλα. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ευρωζώνης που συγκροτείται γύρω από το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τα δομικά προβλήματα κρίσης που έχει και οι ανάγκες που προκύπτουν, αποτελούν τη μήτρα που γεννά την ευρωπαϊκή πολιτική με άξονα τη γερμανική πολιτική ηγεσία.

Το τραπεζικό της σύστημα μαστίζεται από δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων που κοκκινίζουν με γρήγορους ρυθμούς και από κρατικά χρέη που ταλαντεύονται στα όρια του «βιώσιμου» ή «μη βιώσιμου» και γίνονται αντικείμενο χρηματιστηριακού τζόγου μεγάλων χρηματιστικών εταιρειών συμμετοχής. Η καταστροφή και υποβάθμιση των αποθεματικών τους απαιτεί συνεχώς όλο και ευρύτερες ανακεφαλαιοποιήσεις. Η ανάγκη να πουλήσουν δάνεια σε μια φθίνουσα δανειοληπτική αγορά σπρώχνει στην δημιουργία δανείων εξυπηρέτησης του χρέους και αποπληρωμής δόσεων προηγούμενων δανείων, που συνοδεύεται από προγράμματα – μνημόνια αποπληρωμής τους.

Ταυτόχρονα, οι ανάγκες που προκύπτουν από την προσπάθεια του παραγωγικού καπιταλιστικού τομέα να παράγει ίδια ποσά υπεραξίας με περιορισμένα διαθέσιμα προς τούτο κεφάλαια, ωθεί σε πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας και πιο εντατικής εκμετάλλευσης.

 Έτσι, με επίκεντρο το γαλλογερμανικό πολιτικό άξονα παράγεται μια πολιτική που έχει ως στόχο της την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική πειθαρχία στον ευρύτερο ευρωπαϊκό πολιτικοκοινωνικό χώρο με κύρια χαρακτηριστικά:

·  Την κρατική δημοσιονομική πειθαρχία με οικονομικούς ισολογισμούς ισοσταθμισμένους ή και πλεονασματικούς.

·      Την εκτεταμένη κατάργηση κρατικών κοινωνικών παροχών που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν.

·        Την διεύρυνση και αύξηση της φορολογίας των λαϊκών στρωμάτων.

·        Την συμπίεση των αποδοχών των εργαζομένων και των συντάξεων προς το κατώτατο δυνατό επίπεδο.

·        Κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων για διευκόλυνση των επιχειρήσεων να αναδιατάσσουν την εργασία ώστε να αποδίδει την μέγιστη δυνατή υπεραξία.

Η πειθαρχία σε πολιτικό επίπεδο έχει ως χαρακτηριστικά της:

           ·        Την απομάκρυνση του κέντρου που παράγεται η πολιτική από αστικούς δημοκρατικούς θεσμούς, στους οποίους υπάρχει λαϊκή πρόσβαση και υφίστανται λαϊκές πιέσεις. Οι πολιτικές αποφάσεις όλο και περισσότερο λαμβάνονται από όργανα που βρίσκονται μακριά από αστικές δημοκρατικές διαδικασίες. Όλο και περισσότερες, όλο και σοβαρότερες πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται στο Eurogroup, στην Κομισιόν και στη σύνοδο των αρχηγών κρατών.

·        Την δημιουργία κρατικών κυβερνήσεων που θα έχουν την ικανότητα να μπορούν να επιβάλλουν και να εφαρμόζουν την αποφασισμένη πολιτική χωρίς παρεκκλίσεις και αλλοιώσεις.

·        Την ανάδειξη αστικών κοινοβουλίων που θα μπορούν να περιορίζονται απλά να υπερψηφίζουν και να στηρίζουν τις κυβερνήσεις που καλούνται να εκτελέσουν τις αντιλαϊκές πολιτικές.

·        Την ύπαρξη ενός υπερεθνικού πολιτικού αρχηγικού κέντρου υπακοής όλων των πολιτικών που στην περίπτωση της ευρωζώνης τον έχει «αναλάβει» η γερμανική πολιτική ηγεσία.

Στο επίπεδο της κοινωνικής πειθαρχίας η πολιτική δεν μπορεί παρά να έχει ως στόχο την υποταγή των αναγκών όλων των κοινωνικών στρωμάτων στις ανάγκες του ευρωζωνικού καπιταλισμού και την αναγνώριση της προτεραιότητας τους στην παραγωγή και εφαρμογή της πολιτικής. Η ευρωπαϊκή εργατική τάξη πρέπει να αποδέχεται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ότι το βιοτικό της επίπεδο είναι απόλυτα συναρτημένο από την πορεία εκπλήρωσης των αναγκών του κεφαλαίου υπό την ηγεσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πρέπει να υποτάσσει την δράση της στο ξεπέρασμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η καπιταλιστική κρίση και στις ανάγκες επιβίωσης του «δικού της» κεφαλαίου στον ανταγωνισμό.

Κάπου εδώ θα πρέπει να επισημανθεί, ότι από όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι η επιβολή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής λιτότητας που με απαρέγκλιτο τρόπο επιβάλλει το γερμανικό πολιτικό κέντρο της Ευρωζώνης, δεν είναι μια επιλογή της «κακιάς» Μέρκελ και του «αντιπαθητικού» Σόιμπλε, αλλά αναγκαιότητα για την υπεράσπιση της ευρωζώνης. Παύση της πολιτικής αυτής θα σημάνει ταχύτατη διάλυση του χρηματοπιστωτικού της οικοδομήματος. Το «μαγαζί» θα φάει φούντο. Γι αυτό και αποτελεί ουτοπία και δεν έχει καμιά τύχη η όποια πολιτική διακηρύσσει σταμάτημα της λιτότητας στην Ευρωζώνη.

Η οικονομική, κοινωνική και πολιτική πειθαρχία δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα και απρόσκοπτα να εφαρμοστεί. Όσο περισσότερο εντείνεται τόσο περισσότερο αναγκάζεται να παρακάμπτει ακόμα και να εκφυλίζει τους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς. Γίνεται όλο και πιο ξεδιάντροπα αντιλαϊκή και βίαιη και δεν αφήνει καθόλου χώρο για πολιτικές ομαλής και κοινωνικά ειρηνικής ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων.

Αυτή είναι και η μήτρα που γεννά τη φασιστική λογική. 

Η νομοτελειακή εξέλιξη της ευρωζώνης πολύ σύντομα θα είναι η σταδιακή ανάληψη των κυβερνήσεων των κρατών από κόμματα ή πολιτικές συνεργασίες τεχνοκρατών οικονομολόγων τύπου Μακρόν ή και χειρότερα, που θα έχουν την δυνατότητα να ξεπερνούν πιο εύκολα τα προβλήματα και εμπόδια που προέρχονται από τους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς (κοινοβούλια, συνδικαλισμός κλπ). Η αμέσως επόμενη φάση που πολύ σύντομα θα αρχίσει θα είναι η κατάργηση των αστικοδημοκρατικών θεσμών και η πλήρης και ανοιχτή φασιστικοποίηση των κρατών με ταυτόχρονη εμφάνιση ενός σύγχρονου ευρωπαίου Χιτλεράκου.

Ταυτόχρονα όμως στα οικονομικά επιτελεία τόσο του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο και των παραγωγικών επιχειρήσεων εμφανίζονται εκτιμήσεις που αμφισβητούν την ικανότητα της ευρωζώνης να ανταπεξέλθει με αυτή τη μορφή στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό επιβίωσης. Οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν υπόβαθρο του πολιτικού ευρωσκεπτικισμού, που φυσικά εδράζεται σε τμήματα των στελεχών της αστικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων και όχι της εργατικής τάξης. 

Τμήματα του παραγωγικού κεφαλαίου κυρίως και στελέχη επιχειρήσεων, διαπιστώνοντας ότι στο πλαίσιο της ευρωζώνης μπορεί να υποστούν οικονομική καταστροφή, στρέφονται στην ιδέα να δημιουργήσουν άλλες μικρότερες ίσως χρηματοοικονομικές συμμαχίες στο πλαίσιο των οποίων η επιβολή πλήρους καπιταλιστικής πειθαρχίας θα είναι πιο εύκολη και οι πιθανότητες επικράτησης στον ανταγωνισμό μεγαλύτερες. Από αυτήν την μήτρα ξεπηδούν ένα – ένα τα φασιστικά σχήματα της Ευρώπης (πχ Λεπέν) που πολιτικά ζητούν την έξοδο από την ευρωζώνη και την σταδιακή εφαρμογή μιας νεοφασιστικής πολιτικής.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν πως από πολιτική άποψη όλα τα ενδεχόμενα δεν είναι ανοιχτά. Αντίθετα όλα τα ενδεχόμενα κλείνουν και μάλιστα πολύ γρήγορα και ουσιαστικά αφήνουν μόνο ένα ενδεχόμενο. Το φασισμό!

Η αντιμετώπιση του, δηλαδή η ανακοπή και ακύρωση της παραπάνω διαδικασίας, είναι αδύνατον να επιτευχθεί μέσα από αστικοδημοκρατικές διαδικασίες με υπεράσπιση αστικοκοινοβουλευτικών θεσμών. Στο πλαίσιο των θεσμών αυτών η πολιτική πρωτοβουλία ανήκει στα οικονομικά και πολιτικά επιτελεία του κεφαλαίου που έχουν την δυνατότητα να καταργούν αυτούς τους θεσμούς πριν να υπάρξει έστω και μικρή πιθανότητα να αποτελέσουν εμπόδιο στην υλοποίηση των σχεδίων τους. Άλλωστε η γέννηση και η επέλαση του φασισμού πολιτικά γίνεται μέσα στους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς και όχι κάπου έξω από αυτούς. Ο φασισμός με «δημοκρατικό» τρόπο καταργεί την αστική δημοκρατία.

Το μόνο άλλο πιθανό ενδεχόμενο που θα μπορούσε να υπάρξει, προϋποθέτει να εμφανιστεί στο πολιτικό επίπεδο η εργατική τάξη και να λειτουργήσει ως τάξη με πολιτικό στόχο την ανατροπή της Ευρωζώνης και της ΕΕ.

«… και λάβανε τήν ἀπόφαση νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες, μέ τό μόνο πρᾶγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά πήχη φωτιά κάτω ἀπ’ τά σίδερα, μέ τίς μαῦρες κάνες καί τά δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθός, δάκρυο ποτέ δέν ἔβγαλαν.»

Και τι μπορώ να κάνω εγώ; Πώς να το σταματήσω;

Όλες οι παραπάνω πολιτικές οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πειθαρχίας της ευρωζώνης ισχύουν με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση και για τη χώρα μας, από την στιγμή που η εγχώρια κεφαλαιοκρατία αποφάσισε να συνδέσει τις τύχες της με αυτήν. Κύριος μοχλός επιβολής τους στην ελληνική οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή τα τελευταία χρόνια αποτελεί το χρέος της και οι προκύπτουσες από αυτό ανάγκες εξυπηρέτησης και πληρωμής δόσεων.

Είναι περίπου μια οκταετία που η χώρα μας έχει πάψει να είναι πελάτης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πάψαμε να «αγοράζουμε» κι αυτό όχι γιατί αποκτήσαμε κάποια αντικαπιταλιστική κυβέρνηση. Η δανειοληπτική ικανότητα των νοικοκυριών είναι στο μηδέν αφού ό,τι απόθεμα είχε απομείνει, είτε το σάρωσαν τα μνημόνια και οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών είτε κρύφτηκε για να γλυτώσει από αυτά σε σεντούκια, θυρίδες κλπ. Τα χρέη των παραγωγικών επιχειρηματικών μονάδων κοκκίνισαν και συνεχίζουν να κοκκινίζουν με γρήγορους ρυθμούς καθημερινά ενώ σε άλλες η δανειοληπτική τους ικανότητα υποβιβάζεται. Το κρατικό χρέος έχει φτάσει το 170% του ΑΕΠ και η βιωσιμότητα ή μη βιωσιμότητα του παίζεται μπαλάκι, τόσο στον ανταγωνισμό της ευρωζώνης με το ΔΝΤ, όσο και στο χρηματιστηριακό τζόγο των μεγάλων funds.

Το πρόβλημα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στη χώρα μας συνίσταται στο ότι τόσο ο κρατικός όσο και ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας αδυνατούσαν πλέον να μεταφέρουν αξίες στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο, με αποτέλεσμα να αποτελούν τον πιο αδύνατο κρίκο της ευρωζώνης ως προς την συνεισφορά τους. Για να επανέλθει ο μηχανισμός μεταφοράς αξιών ήταν αναγκαίο αφενός μεν να αναδιαταχτεί, αφετέρου δε να του δοθεί μια επανεκκίνηση.

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έστειλε τους τεχνοκράτες του (τρόικα, κουαρτέτο) και σε συνεργασία με τις ελληνικές κυβερνήσεις εκπόνησαν πολιτικά προγράμματα με την κωδική ονομασία «μεταρρυθμίσεις» για να αποκαταστήσουν έναν καλύτερο μηχανισμό μεταφοράς αξιών (πχ ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, πλεονασματικούς κρατικούς ισολογισμούς, εκτεταμένη κατάργηση κοινωνικών παροχών, μείωση συντάξεων και μισθών, εκτεταμένη φορολογία κλπ) και να επιβάλλουν την απαιτούμενη οικονομική και πολιτική πειθαρχία. Ταυτόχρονα με μικρές δόσεις νέων δανείων (για αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων παλαιότερων δανείων) προσπαθούν να δώσουν την απαραίτητη ώθηση επανεκκίνησης, ώστε νέα ποσά παραγόμενης υπεραξίας να διοχετευθούν προς το χρηματοπιστωτικό τομέα.

Αναπάντεχα μεγάλη συνεισφορά στην προσπάθεια επιβολής κοινωνικής πειθαρχίας βρήκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε όχι μόνο να «περάσει» με πολιτική πειθαρχία τα «μεταρρυθμιστικά» μέτρα που εκπονήθηκαν αλλά τους προσφέρει και έναν εξ αριστερών προερχόμενο μηχανισμό, που καταφέρνει να υποτάσσει τις ανάγκες της εργασίας και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στις ανάγκες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και να επιβάλλει τις προτεραιότητες του. Και μάλιστα με τέτοια σταθερότητα, που η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είναι εντελώς αμφίβολο αν θα το κατάφερναν. Τέτοιο δώρο ούτε που το φανταζόντουσαν οι Ευρωζωνικοί κύκλοι πριν δυόμισι χρόνια. Γι’ αυτό και τους αφήνουν να κυβερνούν μέχρι την τελική τους φθορά που θα τους αχρηστεύσει εντελώς ως εφεδρεία, οπότε θα τους πετάξουν στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας.

Η ΝΔ και η ΠΑΣΟΚογενής Δημοκρατική Συμπαράταξη καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες να βρουν ένα πρόγραμμα που θα πείθει ότι μπορούν να καταφέρουν να συνεχίσουν με την ίδια επιτυχία. Όμως όσο η κρίση βαθαίνει και ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός για την επικράτηση γίνεται πιο σκληρός και πιο βάρβαρος, τα πολιτικά καθήκοντα που θα πρέπει να διεκπεραιωθούν, θα γίνουν απαγορευτικά ακόμα και για μια αυτοδύναμη κυβέρνηση ΝΔ. Σύντομα η ανάγκη μιας κυβέρνησης οικονομολόγων τεχνοκρατών που θα σχεδιάσουν και θα επιβάλλουν την καπιταλιστική πειθαρχία, θα επικρατήσει και θα επιβληθεί. Η συνέχεια φυσικά δεν μπορεί να είναι άλλη από την άνοδο του φασισμού και την φασιστική εκτροπή.

Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο φασισμός στην Ελλάδα δεν μπορεί να επιβληθεί μέσω της Χρυσής Αυγής. Ο φασισμός δεν είναι μια ομάδα από αλήτες δολοφόνους που πατάνε τατουάζ στο μπράτσο την σβάστικα και υψώνουν την παλάμη σε ναζιστικό χαιρετισμό. Ο φασισμός θα έρθει από «σοβαρά» στελέχη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που θα αποφασίσουν να μπουν στην πολιτική, θα διεκδικήσουν «δημοκρατικά» και θα κατακτήσουν την εξουσία για να επιβάλλουν καπιταλιστική πειθαρχία, καταργώντας το εμπόδιο της αστικής δημοκρατίας. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να είναι όργανο εκτέλεσης σε ένα τέτοιο φασιστικό σχήμα, αλλά δεν είναι αυτή που μπορεί να φέρει το φασισμό. Γι’ αυτό και όταν θέλουμε να δείξουμε το φασισμό στην Ελλάδα είναι πιο σωστό να δείχνουμε προς τον Στουρνάρα και όχι τον Κασιδιάρη.

Όπως και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, έτσι και στην Ελλάδα λοιπόν δεν είναι ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση ένα μόνο ενδεχόμενο είναι ανοιχτό προς το παρόν. Η σταδιακή φασιστικοποίηση. Η εμφάνιση ενός άλλου αντίπαλου ενδεχόμενου που θα αμφισβητήσει αυτό που εξελίσσεται στην πολιτική σκηνή, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσει η εργατική τάξη. Ποιος είναι όμως ο τρόπος αυτός;

Η αντίδραση των εργαζομένων μέσω του συνδικαλιστικού κινήματος αποδείχτηκε τελείως ανεπαρκής. Αντιλαϊκά μέτρα τεσσάρων μνημονίων μπόρεσαν να εκπονήσουν και να εφαρμόσουν οι κυβερνήσεις σε συνεργασία με την τρόικα και το συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση. Οι ηγεσίες του (ΓΣΕΕ, Εργατικά Κέντρα κλπ) κηρύσσουν 24ωρες και 48ωρες απεργίες που το μόνο το οποίο προσφέρουν είναι να εντείνουν την απογοήτευση των εργαζομένων και να τους παροπλίζουν πολιτικά στέλνοντας τους στην αδράνεια και στην αναζήτηση ατομικών λύσεων.

Οι εκκλήσεις των αριστερών ταξικών παρατάξεων για αντικατάσταση των συμβιβασμένων ηγεσιών από συνεπείς ταξικές, αποδείχτηκαν κι αυτές αναποτελεσματικές και ανεφάρμοστες. Όμως, πέρα και πάνω απ’ όλα αυτά η βαθύτερη αιτία βρίσκεται στο γεγονός ότι σήμερα η υπεράσπιση ακόμα κι ενός ευρώ από το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων απαιτεί πλατφόρμα πολιτικών αιτημάτων και πολιτικών διεκδικητικών αγώνων. Απαιτεί διαχωρισμό των αναγκών του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων από το βαθμό ικανοποίησης των αναγκών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, και άρνηση της προτεραιότητας τους. Αυτήν την εξύψωση των εργασιακών αιτημάτων σε πολιτικό επίπεδο είναι αδύνατον να την εκπληρώσει το συνδικαλιστικό κίνημα.

Το ΚΚΕ αντιλήφθηκε έγκαιρα την ανάγκη υπέρβασης των συνδικαλιστικών ηγεσιών για να μπορέσει να υπάρξει πολιτική έκφραση των εργασιακών διεκδικήσεων και προσπάθησε μέσω του ΠΑΜΕ να πείσει τους εργαζόμενους να του αναθέσουν την πολιτική έκφραση των αιτημάτων τους. Η προσπάθεια αυτή όπως είναι φυσικό δεν μπορούσε να δώσει αποτέλεσμα αφού η τελική επιλογή που άφηνε στον εργαζόμενο ήταν είτε να κάτσει σπίτι του, είτε να ενταχθεί στον πολιτικό σχεδιασμό του ΚΚΕ και να αυξάνει τον όγκο των ξεχωριστών του συγκεντρώσεων και την εκλογική του βάση, αφήνοντας την υπεράσπιση του βιοτικού του επιπέδου σε μια ασαφή και απροσδιόριστα μελλοντική «λαϊκή εξουσία».

Αυταπάτη ελπίδας δημιούργησε στους εργαζόμενους ο ΣΥΡΙΖΑ. Έπεισε μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων ότι θα μπορούσε να μπει στα πολιτικά κέντρα της ευρωζώνης και να αντιπαραβάλλει σε πολιτικό επίπεδο τις ανάγκες των εργαζομένων στις ανάγκες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Οι εργαζόμενοι σε μεγάλη πλειοψηφία ανέθεσαν στο ΣΥΡΙΖΑ την πολιτική τους έκφραση με τα γνωστά τραγικά για το βιοτικό επίπεδο αποτελέσματα, που για κάθε ταξικά και χωρίς αυταπάτες σκεπτόμενο άνθρωπο ήταν απολύτως αναμενόμενα πολύ πριν την εκλογή του και τον σχηματισμό της κυβέρνησης.

 Ούτε το Eurogroup, ούτε η κομισιόν, ούτε το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ούτε η σύνοδος των αρχηγών κρατών … κανένα ευρωζωνικό ή ευρωενωσιακό πολιτικό όργανο δεν επέτρεψε να διεξαχθεί ούτε καν λεκτική αντιπαράθεση τέτοιου χαρακτήρα. Το να μπει η εργατική πολιτική σε κέντρο σχεδίασης και εφαρμογής πολιτικών χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου… μόνο σε ανέκδοτο θα το άκουγαν. Πέρα από αυτό βέβαια φρόντισε και ο ΣΥΡΙΖΑ να πάει στα λημέρια αυτά γυμνός …δηλαδή αφήνοντας πίσω του το εργατικό κίνημα, πλήρως αποκομμένος από αυτό. Υποτίθεται ότι έδινε μάχες στο Eurogroup και αντί να ζητάει την υποστήριξη και κινητοποίηση των εργαζομένων, αναζητούσε υποστήριξη στον Ολάντ και στον Ομπάμα.

Η ΛΑΕ κάνει μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια να πείσει τους εργαζόμενους ότι αυτός ο χώρος μπορεί να υπηρετήσει με συνέπεια την πολιτική έκφραση των αναγκών τους. Η διαβεβαίωση προς τους εργαζόμενους ότι δεν αποτελούν μια νέα έκφραση του ΣΥΡΙΖΑ, εκπορεύεται από την ορθή θέση τους για έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη και διακοπή της σύνδεσης του οικονομικού της μέλλοντος από το μέλλον της τελευταίας (αν και η θέση αυτή είναι ημιτελής όταν δεν συμπεριλαμβάνει την ΕΕ στο σύνολο της). Η πολιτική άποψη ότι είναι αδύνατη η προβολή εργατικής πολιτικής σε συνθήκες 3υρωζώνης, είναι φυσικά σωστή και αποδείχτηκε περίτρανα. Όμως γιατί οι εργαζόμενοι δεν στρέφουν το βλέμμα τους στη ΛΑΕ; Γιατί δεν της αναθέτουν την πολιτική τους εκπροσώπηση;

Η ΛΑΕ επιδιώκει την εφαρμογή του πολιτικού της προγράμματος διεκδικώντας την εκλογή της στις αστικές εκλογές. Το λαϊκό ένστικτο όμως φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι στο πλαίσιο του αστικού κοινοβουλίου, με τις εκλογές του, δεν είναι δυνατόν να μπορέσει να σχηματιστεί κυβέρνηση που η πολιτική της να έρχεται σε αντιπαράθεση με τις ανάγκες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Φαίνεται λοιπόν ότι το λαϊκό ένστικτο δεν αμφισβητεί την συνέπεια της ΛΑΕ, αλλά την δυνατότητα της να διεκπεραιώσει την αποκοπή της οικονομίας από το ευρωζωνικό κεφάλαιο.

Στο ίδιο περίπου πολιτικό μοντέλο με μικρές ποιοτικά διαφορές εντάσσεται και η δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα με στόχο την μαζικοποίηση και τον ταξικό του αναπροσανατολισμό από τη μια και ανάθεση της πολιτικής του έκφρασης σε μια Αντικαπιταλιστική μαχητική Αριστερά από την άλλη, που θα έχει την ικανότητα από πλευράς προγράμματος και οργάνωσης να φτάσει μέχρι το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Καθοδηγούμενη από αυτό το πολιτικό μοντέλο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε να οργανώσει λαϊκή αντίσταση σε καμία περίπτωση. Ούτε στο συνδικαλιστικό κίνημα μπόρεσε να παρέμβει σε βαθμό που να του προσδώσει ένα ταξικό αναπροσανατολισμό, ούτε την αντικαπιταλιστική αριστερά μπόρεσε να συγκροτήσει. Έμειναν μόνο κάποιες προσπάθειες για δημιουργία πολιτικών σχημάτων κοινής καθόδου σε εκλογές με άλλες αριστερές οργανώσεις, που είχαν περισσότερο παραγοντικό χαρακτήρα. Η ίδια η πείρα έδειξε πως το σχήμα Αριστερά – συνδικαλιστικό κίνημα ή αντίστροφα δεν μπορεί να λειτουργήσει κινηματικά για την εργατική τάξη.

Βλέπει κανείς πως σε καμία από τις παραπάνω πολιτικές προτάσεις που παρήχθησαν στους κόλπους της Αριστεράς, δεν υπήρξε έστω ως υποψία η ιδέα ότι η εργατική τάξη θα μπορούσε να οργανώσει η ίδια την πολιτική της έκφραση αυτοτελώς, συσπειρώνοντας γύρω απ αυτήν και τη φτωχή αγροτιά και τα άλλα λαϊκά στρώματα.

Όπως αναλύθηκε παραπάνω, η ανακοπή του μόνου εν εξελίξει πολιτικού ενδεχομένου που δεν είναι άλλο από την πορεία προς την φασιστική βαρβαρότητα που εκπορεύεται από τον ανταγωνισμό του κεφαλαίου, εξαρτάται από το κατά πόσο η εργατική τάξη θα μπορέσει να αποσυνδέσει τις ανάγκες του βιοτικού της επιπέδου από τις ανάγκες των χρηματοπιστωτικών κέντρων στον ανταγωνισμό τους.

Η μόνη δυνατότητα να δημιουργηθεί ένα δεύτερο πολιτικό ενδεχόμενο σε αντίθετη κατεύθυνση από τον εκφασισμό των κοινωνιών, είναι να μπορέσει η εργατική τάξη να εκφράσει τις ανάγκες της εργασίας σε πολιτικό επίπεδο αυτοτελώς χωρίς ανάθεση σε κάποια a priori αριστερή πρωτοπορία.

Η ενεργοποίηση αυτής της δυνατότητας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.

· Προϋποθέτει, μέσα από συλλογικές διαδικασίες που θα ξεκινούν από τα κάτω, να παραχθεί μια πλατφόρμα πολιτικών διεκδικήσεων που θα αντιστοιχούν στην ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών αναπαραγωγής της εργασίας. Ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα τείνει στην αναστροφή της υπάρχουσας σχέσης μισθών – κερδών προς όφελος των μισθών, που θα μειώνει το ποσοστό εκμετάλλευσης και θα αναβαθμίζει το μερίδιο των μισθών και το τμήμα του κοινωνικού πλούτου που κατευθύνεται στους παραγωγούς του, που θα αντιστέκεται στην φασιστική ολοκλήρωση της ΕΕ και της ελληνικής πολιτικής. Η αφετηριακή του αρχή θα είναι η αποσύνδεση των αναγκών της εργασίας από την έκβαση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού υπέρ ή κατά των συμφερόντων του ευρωζωνικού κεφαλαίου.

· Θα πρέπει να αποφασίσει ένα πρόγραμμα αγωνιστικής διεκδίκησης και επιβολής του προγράμματος των πολιτικών της διεκδικήσεων. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να βρεθεί τρόπος ξεπεράσματος και υπέρβασης των συνδικαλιστικών ηγεσιών και των εμποδίων που θα προσπαθήσουν να προβάλλουν σε μια τέτοια προσπάθεια.

· Θα πρέπει, παράλληλα με τα παραπάνω, να δημιουργήσει μια αυτοτελή οργανωτική δομή που θα εξασφαλίζει: Α) Την ελεύθερη έκφραση όλων των εργαζομένων και των απόψεων που θα θέλουν να διατυπώσουν είτε ατομικά είτε ομαδικά μέσω πολιτικών σχηματισμών. Β) Την λήψη των προγραμματικών και των αγωνιστικών αποφάσεων με τον πιο δημοκρατικό τρόπο. Γ) Τον έλεγχο και την κριτική αποτίμηση της πείρας που θα προκύπτει από την προσπάθεια εφαρμογής τόσο του πολιτικού όσο και του αγωνιστικού προγράμματος.

· Τέλος, όλα τα παραπάνω θα πρέπει να αποτελούν έκφραση της συλλογικής συνείδησης της εργατικής τάξης. Η εμφάνιση της συλλογικής συνείδησης δεν είναι ένα άθροισμα συγκεντρωμένων, συναθροισμένων ατομικών συνειδήσεων. Είναι μια κατάσταση που δημιουργείται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, υπερβαίνει τις ατομικές συνειδήσεις που συμμετέχουν στην εμφάνιση της και επιδρά πάνω τους και τις διαμορφώνει. Αυτή η συλλογική βούληση των εργαζομένων είναι εκείνη που δια μέσου της παραπάνω διαδικασίας μπορεί να εμποδίσει τον επελαύνοντα φασισμό και να αρθεί στο επίπεδο αμφισβήτησης της ίδιας της αστικής εξουσίας, μέχρι την ανατροπή της και την αντικατάσταση της.

Η αρχή δεν μπορεί να είναι άλλη από μια πρώτη ομάδα πρωτοπόρων εργαζομένων, που θα αντιλαμβάνονται την ανάγκη μιας πολιτικής που θα πηγάζει και θα ασκείται από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Η ομάδα αυτή θα πάρει την πρωτοβουλία να κάνει μια έκκληση – κάλεσμα προς όλους τους εργαζόμενους και θα οργανώσει μια πρώτη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για μια εργατική πολιτική. Εννοείται ότι στις αποφάσεις αυτής της πρώτης προσπάθειας θα εκφράζονται όλες οι αυταπάτες και αντιφάσεις που υπάρχουν στις σκέψεις των εργαζομένων. Όμως, όσες αυταπάτες κι αν υπάρχουν στις αποφάσεις της, η προσπάθεια αυτή θα περιέχει μια εσωτερική δυναμική που προέρχεται από το γεγονός ότι θα αποσυναρτά τις ανάγκες της εργασίας από την επιτυχή ή όχι έκβαση της πολιτικής του κεφαλαίου στον ανταγωνισμό.

 Στο βαθμό που αυτή θα είναι αναγνωρίσιμη από το λαϊκό πολιτικό ένστικτο, θα επιδρά και θα διαμορφώνει τις σκέψεις και τις συνειδήσεις.

Διαλεκτικά συνδεμένος σε μια τέτοια διαδικασία, ένας μαρξιστικός πυρήνας σταδιακά θα συγκροτείται σε επίπεδο στρατηγικής αλλά και οργανωτικά στο βαθμό που θα κατορθώνει να καθοδηγεί την εμπειρία στη διάλυση των αυταπατών και στο ανέβασμα του επιπέδου της πολιτικής παρέμβασης. Η επεξεργασία του πολιτικού του προγράμματος, τόσο σε επίπεδο τακτικών στόχων όσο και στη στρατηγική του, από ένα αρχικό μαρξιστικό επαναστατικό πυρήνα, θα πρέπει αρχικά να έχει προηγηθεί.

Η τελική όμως επιβεβαίωση και αναδιαμόρφωση δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο, παρά από την αλληλεπίδραση του με τη διαδικασία ανάδειξης της συλλογικής συνείδησης της εργατικής τάξης, σε υποκείμενο πολιτικών και κοινωνικών μετασχηματισμών.

 Η διαδικασία αυτή θα είναι τεθλασμένη με νίκες και ήττες, που όμως που δεν θα απογοητεύουν τους εργαζόμενους. Μέχρι το σημείο που η παρεμβατική λαϊκή αντίσταση θα φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, που η κεφαλαιοκρατία να μη μπορεί πια να εφαρμόσει καμία πολιτική. Εκεί, η εργατική τάξη φτάνει σε επαναστατικές συνθήκες και έρχεται μπροστά στην εκπλήρωση του ιστορικού της ρόλου.

 

«Αφού είσαι εργάτης, εργάτη
το δίκιο σου δε θα βρεις πουθενά
μονάχη της η εργατιά
κερδίζει την ελευθεριά»

(B. Brecht)

Πηγή: kommon.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας