Εργατικός Αγώνας

Μεταξύ Μύθου και Ιστορίας

Αντί προλόγου

Ένα από τα πιο διάχυτα γνωρίσματα της εποχής μας, είναι αυτό της απομυθοποίησης. Έτσι και κολλήσει κάτι τη ρετσινιά του μύθου, ενεργοποιείται μια αυτόματη διαδικασία, να το διαγράψουμε σα να μην υπάρχει. Με αυτό τον τρόπο, ιδέες, γνώμες, απόψεις, πεποιθήσεις, ερμηνείες, ακόμα και ολόκληρες σχολές σκέψης, κοσμοθεωρίες, ιδεολογίες, πολιτικές, αλλά και προσωπικότητες, χωρίς δεύτερη σκέψη, περιτυλίγονται στο σελοφάν του μύθου και αποσύρονται στα υπόγεια του μουσείου της ανθρώπινης ιστορίας.

Αν η διάθεση της απομυθοποίησης ήταν ένα γενικό φαινόμενο της κοινωνικής εξέλιξης, τότε κάθε διαμαρτυρία γι’ αυτό, θα ήταν καταδικασμένη στα όρια μιας νοσταλγικής κλάψας. Όμως γνωρίζουμε από την πολιτική πράξη, πως τα πρότυπα σκέψης και τα καλούπια στον τρόπο ζωής, δεν έρχονται από τα κάτω, αλλά από τα πολύ πάνω. Ειδικά στην εποχή μας, όπου ο έλεγχος της πληροφορίας, η μαζική προπαγάνδα, η επικράτηση της εικόνας, της διαφήμισης, των ΜΜΕ και της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αποδομούν τις συνειδήσεις και φτιάχνουν στρατιές σύγχρονων δούλων. Δούλων απολίτικων, ανιστόρητων, χωρίς δυνατότητα άρθρωσης λόγου και ανάπτυξης κριτικής σκέψης. Άρα το πρώτο πράγμα που καλούμαστε να απαντήσουμε, είναι με ποιους ακριβώς «αντικειμενοποιημένους» μύθους, θέλει να αντικαταστήσει η πλανητική εξουσία των πολυεθνικών, τους προηγούμενους μύθους.  

Αυτό δεν σημαίνει πως κάθε παλαιότερος μύθος και μύθευμα, είναι σώνει και ντε κάτι καλό και χρήσιμο στα σημερινά δεδομένα κι’ ότι καλούμαστε να το υπερασπιστούμε, λόγω αντίδρασης και αντίστασης στη λαίλαπα της γενικής αποδόμησης. Στο κάτω κάτω, αυτά τα προβλήματα τα λύνουν οι ανθρώπινες κοινωνίες, μέσα στην καθημερινή πράξη. Εμείς προσπαθούμε απλώς, σε έναν ασύμμετρο αγώνα, να καταδείξουμε τη συστημική ταφόπλακα, των ανθρώπινων κοινωνιών. Το θέμα είναι πολύπλευρο. Γι’ αυτό τον λόγο, δεν χωράει να μπει σε ένα άρθρο. θα προσπαθήσουμε να το κατανείμουμε σε άρθρα με διαφορετικές θεματικές ενότητες.

Μεταϊστορική περίοδος

Σύμφωνα με την επικρατέστερη προσέγγιση για την Ιστορία, τα συμβατικά όρια, για την μετάβαση των ανθρώπινων κοινωνιών, από την προϊστορία στην ιστορία, βρίσκονται στα πρώτα τεκμήρια του γραπτού λόγου. Έστω χονδροειδής και υπεραπλουστευμένη αυτή η προσέγγιση, σε γενικές γραμμές ισχύει, σε ό,τι αφορά την δική μας ιστορική γνώση. Αν λοιπόν η ιστορία ξεκίνησε από τότε που οι άνθρωποι, άρχισαν ‘’να γράφουν τη δική τους ιστορία’’, σήμερα μάλλον θα πρέπει να μιλάμε για το τέλος της ιστορίας, όπως την ξέρουμε, τουλάχιστον εδώ και 3000 χρόνια. Κι’ αυτό γιατί οι άνθρωποι ολοένα και περισσότερο, ξεχνάνε να γράφουν, να μιλάνε ζωντανά και άμεσα, να σκέφτονται και να κρίνουν, να μοιράζονται τη σκέψη και τη δράση τους.

Όταν χάσουμε τα στοιχεία που μας συνέχουν σαν κοινωνία, θα πάψουμε να παράγουμε πολιτική, πολιτισμό και ιστορία. Άρα μιλάμε ήδη για το πέρασμα στην μεταϊστορία του κατακερματισμού και της διάλυσης του ανθρώπου. Ό,τι ακριβώς συνεπάγεται τη ρευστοποίηση των λαών και την υπαγωγή τους, από υποκείμενα της ιστορίας, σε αναλώσιμα αντικείμενα, σε πράγματα.  

Επειδή είναι δύσκολο να εξετάζουμε γεγονότα και καταστάσεις που βιώνουμε καθημερινά, θα προσπαθήσουμε να πάρουμε τις αναγκαίες αποστάσεις, πηγαίνοντας ενίοτε φανταστικά στο παρελθόν ή στο μέλλον, ώστε να καταλαβαίνουμε καλύτερα το δύσκολο παρόν.  

Η ελληνική πραγματικότητα

Επιλέξαμε το πρώτο άρθρο, να καταπιαστεί με την ελληνική πολιτική πραγματικότητα, όπως θα μπορούσε να ειδοθεί από μελλοντικούς παρατηρητές. Βέβαια, όπως συμβαίνει στην ιστορία, η δική μας αγωνία για το τι μάς ξημερώνει, είναι το παρελθόν του αυριανού παρατηρητή. Όμως είναι και ένας τρόπος, να διασκεδάσουμε γεγονότα, που είναι τόσο πικρά από μόνα τους, ώστε δεν χωνεύονται με τίποτα.  

Δεν θα ήταν δυνατό ποτέ, να εργαλειοποιείται η ανθρώπινη ζωή, χωρίς να έχει περάσει πρώτα σε πλήρη έλεγχο, η πολιτική και κυβερνητική εργαλειομηχανή, αναπαραγωγής ζωντανών εργαλείων. Το σύγχρονο μοντέλο του ανθρώπου ως αναλώσιμο εργαλείο, αποτελεί το κύριο μέλημα της συστημικής πολιτικής εξουσίας, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η οικονομική και εργασιακή απορρύθμιση, η κρατική αποδόμηση, το ανακάτεμα λαών, η διάλυση αξιών κ.α. πολλά ακόμα, συνιστούν τα πραγματικά κυβερνητικά προγράμματα, του τεχνοκρατικού φιλελευθερισμού, παλαιού και νέου, δεξιού και αριστερού. Σε ένα προτεκτοράτο με τόσο σημαντική γεωπολιτική-οικονομική και στρατηγική θέση, όπως η Ελλάδα, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Καθόλου τυχαία δεν επιλέχθηκε η Ελλάδα ως το πειραματόζωο εφαρμογής των πιο άγριων νεοφιλελέυθερων εφαρμογών.

Ακυβέρνητες κυβερνήσεις

Καθώς λένε στις αγορές και στα παζάρια, δεν υπήρξε στο Νεοελληνικό κράτος κυβέρνηση που να μην ψηφίστηκε πρώτα από τις μεγάλες δυνάμεις και ύστερα από τον λαό, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε γνήσιο προτεκτοράτο. Σε συνάρτηση με αυτό είναι και το γεγονός, πως υποχρεωθήκαμε να υπερχρεωθούμε με δάνεια, πριν ακόμα συσταθεί το κράτος.

Το ίδιο συνέβη και με τις τελευταίες κυβερνήσεις των μνημονίων. Οι οποίες όμως περιήλθαν σε λαϊκή αμφισβήτηση και πολιτική κρίση, γιατί για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, δεν μπορούσαν να ανταλλάξουν την πολιτική εξαπάτηση, με πελατειακά μικροσυμφέροντα και βολέματα. Κι’ αυτό γιατί το διεθνές κεφάλαιο, στη φάση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίων, πόρων, ελέγχου και εξουσίας, γίνεται πολύ πιο επιθετικό, σκληρό και απάνθρωπο για τους λαούς, γιατί προϋποθέτει τον διαμελισμό κρατών και λαών και τη ρευστοποίηση των κοινωνικών δομών.

Μέσα στην πολιτική κρίση των συστημικών κομμάτων, που εναλλάσσονταν στις κυβερνήσεις εδώ και σαράντα χρόνια, ήρθε ένα λεγόμενο αριστερό κόμμα, που κατάφερε να κερδίσει την κυβερνητική διαχείριση. Η απόσταση μέρας με νύχτα, ανάμεσα σε αυτά που υπόσχονταν και αυτά που πραγματικά έκανε, θα έκανε να το ζηλέψει ακόμα και ένας Χίτλερ, όταν έλεγε πως για να γίνει μαζικά πιστευτό ένα ψέμα, πρέπει να είναι ένα πολύ μεγάλο ψέμα. Ίσως η μόνη αντιστροφή, να βρίσκεται στην προτεραιότητα της καθαγίασης του σκοπού από τα μέσα. Ίσως όμως βρίσκεται ακόμα πιο πέρα, στο γεγονός ότι ο προαναφερόμενος τύπος, είχε ακόμα την ανάγκη ενός είδους καθαγίασης, δηλαδή ηθικής νομιμοποίησης από τον λαό του και όσους λαούς θα τον ακολουθούσαν. Κι’ αυτό γιατί τότε ακόμα είχε ανάγκη από πρόθυμο κρέας. Από οπαδούς που να είναι πρόθυμοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν.

Τώρα δεν χρειάζονται τέτοιου είδους πρόθυμοι, κάτω από έναν υποτιθέμενο ανώτερο κοινό σκοπό. Το αντίθετο, δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα το κοινό και κανένας σκοπός. Πρέπει να υπάρχουν μόνο ατομικιστικές σκοπιμότητες και ωμή χρησιμοθηρία. Είμαστε συστημικά, πολύ πιο χρήσιμα πράγματα, ως απονενοημένοι θύτες και απονευρωμένα θύματα, χαμένοι σε μια ακοινώνητη ζούγκλα. Ο τρόμος δεν πρέπει να είναι ορατός και στοχοποιήσημος, όπως με έναν συντεταγμένο εχθρικό στρατό, αλλά διάχυτος παντού. Η αδιέξοδη απελπισία, πρέπει να είναι το κυρίαρχο αίσθημα. Γι’ αυτό τον λόγο στη χώρα μας, έπρεπε να καταστραφεί κάθε πολιτική ελπίδα διεξόδου, στη λαϊκή μάζα. Κι’ αυτό μπορούσε να το κάνει μόνο μια αδίστακτη αριστερίζουσα κυβέρνηση, ικανή να ξεπουλήσει ακόμα και την ελπίδα, ένα ανθρώπινο ψυχολογικό δικαίωμα, που έχουν ακόμα κι’ όσοι ετοιμάζονται να αποδημήσουν.

Κατά τον ίδιο τρόπο, έπρεπε να τσακιστεί κάθε λαϊκή βούληση, κάθε αίσθημα εθνικής ανεξαρτησίας, υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας. Το σοκ και δέος των πρώτων μνημονιακών κυβερνήσεων, έπρεπε να ολοκληρωθεί, με το σοκ και χάος αυτής της κυβέρνησης. Έτσι γίνεται κατανοητή και η σκοπιμότητα του δημοψηφίσματος του 2015. Έπρεπε να σφυγμομετρηθεί η λαϊκή αντίδραση και σε άμεση συνέχεια να τσακιστεί, ώστε να καθηλωθεί στο αδιέξοδο και τη μαζική κατάθλιψη. Έτσι άνοιξε η λεωφόρος της ανεμπόδιστης ψήφισης και εφαρμογής, όσων ακολούθησαν και εξευτελίστηκε η ανώτερη δημοκρατική προσφυγή στη λαϊκή βούληση, ώστε να περάσει στα αζήτητα, όταν πραγματικά θα χρειάζονταν. Με ένα συνταγματικό πραξικόπημα, μπήκε η οριστική ταφόπλακα στην μεταπολιτευτική, έστω κολοβή, αστική δημοκρατία, ώστε να μετατραπεί η χώρα, σε χώρο εφαρμογής της εικονικής μεταδημοκρατίας, δηλαδή του ληστρικού ολοκληρωτισμού μιας δράκας πολυεθνικών.

Με τα μάτια των ιστορικών του Μέλλοντος

Προκειμένου να μπορέσουμε να πάρουμε την αναγκαία απόσταση, από όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, μήπως και εννοήσουμε καλύτερα, τι έγινε και τι θα πρέπει να αναμένουμε ως εξέλιξη, ας φανταστούμε πώς θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την τελευταία τετραετία, οι ιστορικοί του μέλλοντος.

Ένας ιστορικός του μέλλοντος, θα μπορούσε αδιακινδύνευτα να τιτλοφορήσει την τελευταία κυβέρνηση ως: Η ώρα του Χαμαιλέοντα.

Όχι πως ο χαμαιλεοντισμός είναι πρωτότυπος στην πολιτική σκηνή, ειδικά αυτής της χώρας, κάθε άλλο. Όμως είναι άλλο, το πολιτικό σύστημα να παρουσιάζει έντονα στοιχεία εμπαιγμού, κυνισμού και αμοραλισμού ως μέσα χειραγώγησης και υποταγής του λαού για την δική του εδραίωση στην εξουσία και είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα, αυτά τα στοιχεία να αποτελούν το μόνο πραγματικό κυβερνητικό πρόγραμμα. Είναι άλλο να παραπλανείς έναν λαό, χρησιμοποιώντας τη διάθεσή του για διέξοδο και απαλλαγή από την εξαθλίωσή του, εξασφαλίζοντας τουλάχιστον κάποια οφέλη γι’ αυτόν και άλλο να σκοτώνεις πρώτα τις ελπίδες του και μετά τον ίδιο.

Ένας άλλος μελλοντικός ιστορικός με οικολογικές ευαισθησίες, θα μπορούσε βέβαια να διαφωνήσει με τον όρο του χαμαιλέοντα, γιατί όντως αδικείται το συμπαθές ερπετό, που η φύση του έδωσε αυτή την ασπίδα επιβίωσης, ενώ εδώ μιλάμε για εκούσιο δόλο εξουσίας. Ο χαρακτηρισμός που θα έπρεπε σε αυτή την κυβέρνηση, δεν έχει όμοιό του στο ζωικό βασίλειο. Άρα, προκειμένου να ικανοποιηθεί η πανάρχαια ανθρώπινη ανάγκη της μορφοποίησης πράξεων, οι οποίες, αν και παράγονται από ανθρώπους, δεν εξηγούνται με τα κοινά ανθρώπινα μέτρα, ο μελλοντικός ιστορικός θα πρέπει να καταφύγει σε νέο μυθοπλαστικό εύρημα όντος. Θα μπορούσε για παράδειγμα να προτείνει το εύρημα:

Η ώρα του Οφιλέοντα

Ίσως κάπως έτσι ο μύθος να εμπλέκεται με την ιστορία.

Μόνο που στην περίπτωσή μας, δεν πρόκειται για την εκβολή χαριτωμένων μυθικών τεράτων, στο πολιτικό προσκήνιο. Δυστυχώς έχουμε να κάνουμε με την ανάδυση δηλητηριωδών τεράτων, από τους βάλτους της τυχοδιωκτικής αριστεράς. Γιατί όταν ένα τόσο ευρύ κοινωνικό και πολιτικό κίνημα, όπως αυτό της αριστεράς, βαλτώνει ιστορικά, αναπόφευκτα γεννά τυχοδιωκτικά τέρατα. Τα οποία χρησιμοποιούν τη γνώση τους να εκμεταλλεύονται τις πολιτικές κρίσεις του συστήματος, όχι πλέον για να το ανατρέψουν, αλλά για να βγουν στην επιφάνεια. Δεν υπάρχουν χειρότερα τέρατα, από τους μεταλλαγμένους πρώην επαναστάτες. Το έχουμε δει πολλές φορές το έργο όταν γίνονται αφεντικά ή διευθυντάδες, εκτός εξαιρέσεων. Πόσο μάλλον όταν παίρνουν κυβέρνηση. Γίνονται οι πιο αδίσταχτοι συστημικοί υποβοσκοί, γιατί αυτό που πραγματικά υπέβοσκε μέσα τους, ήταν η ατομική τους ανέλιξη, η εξουσία και ο πλουτισμός. Κι’ αυτό το πράττουν με την πιο κυνική και αναίσθητη ανευθυνότητα για την κοινωνία. Όπως θα έλεγε και ο σχετικός μύθος, τα μεταλλαγμένα τέρατα των βάλτων τρέφονται από την αποσύνθεση και αυτή την αποσύνθεση μεταφέρουν στο κοινωνικό σώμα που κυβερνούν. Αυτή ακριβώς η αποσύνθεση είναι που τους δίνει μια ‘’χυμώδη’’ συγγένεια με το καπιταλιστικό σύστημα.                                                                                                              

Το τραγελαφικό με τις περισσότερες σημερινές ηγεσίες της αριστεράς στον δυτικό κόσμο, είναι ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γίνονται οι λαγοί της πιο άγριας καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, εξαργυρώνοντας αγωνιστικές περγαμηνές και σύμβολα. Έτσι απομονώνονται όλο και περισσότερο από τους λαούς, στερώντας τους όμως την αναγκαία πολιτική συγκρότηση και το ιδεολογικό έδαφος, για αποτελεσματικούς λαϊκούς αγώνες, σε μια ιστορικά κρίσιμη καμπή, για το ανθρώπινο μέλλον όλου του πλανήτη. Παράλληλα με τον τρόπο αυτόν, πριμοδοτούν την ακροδεξιά λαϊκή αντίδραση.

Αυτές οι αριστερές ηγεσίες, έχουν απωλέσει το πιο συστατικό στοιχείο της αριστεράς, πέρα από τις όποιες σημαντικές διαφοροποιήσεις της, την κοινωνικοκεντρικότητά της. Η σημερινή αριστερά στην πλειονότητά της, λειτουργεί αντικοινωνικά και επομένως αυτοαναιρετικά.

Γι’ αυτό όταν ο κόσμος καίγεται, τα ηγετικά αριστερά ανδρείκελα, χτενίζονται για να βγουν στα πάρτι του ατομικιστικού δικαιωματισμού, με χορηγούς και διοργανωτές, τις πολυεθνικές, τις θυγατρικές τους ΜΚΟ, τους υπερεθνικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς και τις πρεσβείες των ιμπεριαλιστών.

Το μόνο που έχουν διατηρήσει από την αριστερά των αγώνων, είναι μια τάχα λαἴκοφιλής και προοδευτική ρητορική, που ξέρουν να τη δουλεύουν αρκετά καλά, ώστε να προκαλούν μαζική ενοχοποίηση, σύγχυση και καθήλωση στις λαϊκές συνειδήσεις, με έναν τρόπο που δεν τον διαθέτει, το παλιό πολιτικό σύστημα. Γιατί λόγω των ιστορικών περγαμηνών, η αριστερά διαθέτει πολύ μεγαλύτερη λαϊκή απήχηση, από τις συντεταγμένες δυνάμεις της. Ειδικά στη χώρα μας, όπου καθυστέρησε σε σχέση με τα δυτικοευρωπικά κράτη να φανεί η ξιπασιά της, αλλά αποδείχτηκε πολλαπλά η συστημική της χρησιμότητα, στις πιο κρίσιμες ώρες.

Έτσι, για να ξαναγυρίσουμε στον ιστορικό του μέλλοντος και τον χαρακτηρισμό του Οφιλέοντα, πράγματι οφείλουμε να υποκλιθούμε στην κυβερνώσα αριστερά, για την εκπληκτική της άσκησή στη διγλωσσία και την διπροσωπία. Μάλιστα ο ψύχραιμος μελλοντικός ιστορικός, θα μπορούσε να προσέξει πως δεν υπήρξε καμμιά απολύτως ασυνέπεια μεταξύ διακηρύξεων και πολιτικών πράξεων, της αριστερής διακυβέρνησης! Ούτε καν με την ιδρυτική της διακήρυξη και τον αυτοπροσδιορισμό της, ως ριζοσπαστικής αριστεράς της προόδου, της ανατροπής, της ελπίδας κ.λ.π. Απλώς δεν βρέθηκε τα χρόνια εκείνα, ούτε ένας υποψιασμένος να τους ρωτήσει, για ποιον ακριβώς λαό και ποια χώρα μιλάνε. Γιατί την ανατροπή, την πρόοδο, την ελπίδα κ.α., πραγματικά τα επανέφερε με τρόπο ριζοσπαστικό, για το σύστημα το οποίο υπηρετούσε. Απλώς «ο λαουτζίκος» πάσχει από την ιστορικά αθεράπευτη αφέλεια, όταν του μιλάνε για αλλαγή, πρόοδο κ.α. τινά, να νομίζει πως μιλάνε γι’ αυτόν. Οι λαοπλάνοι όμως, είναι απολύτως ειλικρινείς, γιατί πολύ απλά μιλάνε για το δικό τους μέλλον, που περνάει μέσα από την εξασφάλιση του μέλλοντος των πραγματικών εργοδοτών τους. Γιατί εργοδότης βέβαια, δεν είναι ποτέ ο λαός που πληρώνει τους αβάσταχτους φόρους, για να ζουν άνετα οι πολιτικοί του άρχοντες. Εργοδότες είναι αυτοί που απεργάζονται τους τρόπους και δίνουν τις εντολές στις κυβερνήσεις, να ξεζουμίζουν τους λαούς με όλο και περισσότερους φόρους. Μάλιστα ο μελλοντικός ιστορικός, θα μπορούσε να παρατηρήσει, πως οι πιο επιρρεπείς στους αριστερούς λαοπλάνους, ήταν τα αριστερά ακροατήρια, τα οποία παρά την οξυμένη κρίση τους για το πολιτικό και οικονομικό σύστημα, παρουσίαζαν μία θρησκευτικού τύπου ακρισία απέναντι στην ηγεσία τους. Είχαν λέει μια ανεξήγητη αφέλεια, να μπερδεύουν στο μυαλό τους, τις επαγγελίες, με τα επαγγέλματα. Κι έτσι έμειναν αποσβολωμένοι, όταν κατάλαβαν ότι η ηγεσία τους, αφού τους χρησιμοποίησε για να αναρριχηθεί στην διακυβέρνηση, τους πέταξε σαν στυμμένες λεμονόκουπες, για να προσεταιριστεί όλα τα κεντροαριστερά και κεντροδεξιά λαμόγια.

Επίλογος

Το πρώτο ερώτημα που έχουμε να λύσουμε ως πολιτικά όντα, είναι «γιατί τσιμπάμε;». Τι είδους βλάβη έχει συμβεί, ώστε τα λόγια του βάλτου να μας φαίνονται νερά τρεχάμενα;

Ως ένα σημείο ευθύνεται η εξαπάτηση, που έχει εξελιχθεί σε επιστήμη μαζικής χειραγώγησης.

Πολλοί αποδίδουν επίσης το φαινόμενο στην ανάθεση, την κομματική πατρωνία, στον σύγχρονο τρόπο εργασίας και ζωής, που δεν αφήνει χώρο και χρόνο στην πολιτική σκέψη και δράση.  

Σίγουρα φταίει και το γεγονός ότι η συγκέντρωση των αποφάσεων για τη ζωή μας, ακόμα και σε τοπικό επίπεδο, συμβαίνει από όλο και πιο απομακρυσμένα κέντρα, χωρίς δυνατότητες ελέγχου και παρέμβασης, από τα κάτω.

Σίγουρα φταίει η πρόσφατη κατασκευή της κρίσης, που θόλωσε τους ανθρώπους του μόχθου, στα οικονομικά τους αδιέξοδα.                                                

Όλα αυτά μας είναι γνωστά, αλλά δεν φτάνουν να ερμηνεύσουν συνολικά το φαινόμενο.

Η κλασική αριστερή αντίληψη, που θέλει τις συνειδήσεις να φτιάχνονται στο δρόμο, δεν ισχύει κατά τη γνώμη μας, με τη στενή έννοια του πεζοδρομίου.

Μάλλον οι συνειδήσεις φτιάχνονται σε κάθε δρόμο που τραβάμε, την κάθε ώρα της ζωής μας, που λειτουργούμε ως κοινωνικά, πολιτικά, ιστορικά και πολιτισμικά όντα που είμαστε.

 

 

ΟΜΑΔΑ ΛΟΓΟΥ ΔΑΙΜΩΝ

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας