Εργατικός Αγώνας

Ποιων οι ζωές αξίζουν; Οι περιορισμοί του Μπέρνι Σάντερς

του Ben Reynolds.

Καθώς πλησιάζουν οι επόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ένα σημαντικό τμήμα της αμερικανικής αριστεράς -συμπεριλαμβανομένων των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής, της Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής και του σοσιαλιστικού εκδοτικού Jacobin– δείχνουν την υποστήριξή τους στην προεδρική εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς. Αν και προβλέψιμες, αυτές οι συμπεριφορές είναι συμπτώματα της αμερικανικής αριστεράς που της λείπει εντελώς μια συγκεκριμένη στρατηγική για τη ριζική αλλαγή και έχει χρεωκοπήσει ηθικά σε ό,τι αφορά τις αρχές της αλληλεγγύης.

Οι αρχές που διακυβεύονται δεν είναι ανησυχίες περιθωριακών. Αν μη τι άλλο, είναι οι καθοριστικές εξετάσεις της δέσμευσης κάθε ατόμου προς το σοσιαλισμό και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το γεγονός ότι ο Σάντερς απέτυχε σ’ αυτές τις εξετάσεις θέτει ένα βασικό ερώτημα: Γιατί μια μεγάλη μερίδα της αριστεράς προωθεί έναν υποψήφιο ο οποίος δεν είναι ούτε αντιιμπεριαλιστής, ούτε εναντίον των διαχωρισμών, ούτε καν σοσιαλιστής;

Λόγοι για να παραμένουμε δύσπιστοι

Σε ό,τι αφορά τις πραγματικές πολιτικές του προτάσεις, ο Μπέρνι Σάντερς είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας νερόβραστος σοσιαλδημοκράτης. Δεν είναι αντικαπιταλιστής, πιστεύει στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στην παραγωγή για το κέρδος. Σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα, τα μέσα παραγωγής ανήκουν και ελέγχονται από την εργατική τάξη. Ο Σάντερς ούτε λίγο ούτε πολύ απορρίπτει ρητά αυτή την άποψη υποστηρίζοντας στη θέση της μια αμερικανική εκδοχή της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας: ένα μονόπλευρα πληρωμένο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση, έναν αξιοπρεπή κατώτατο μισθό, και κεϋνσιανά οικονομικά κίνητρα για τη στήριξη της απασχόλησης.

Αυτές οι πολιτικές αρχές είναι οι βασικές θετικές προτάσεις που διατυπώνονται από την εκστρατεία του Σάντερς με τις οποίες κέρδισε την υποστήριξη πολλών σοσιαλιστών στις ΗΠΑ. Όμως, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να παραμένουμε εξαιρετικά δύσπιστοι για την υποψηφιότητα του Σάντερς.

Κατ’ αρχάς, ο Σάντερς είναι ένας ιμπεριαλιστής του οποίου η εξωτερική πολιτική μοιάζει περισσότερο με εκείνη του Μπαράκ Ομπάμα παρά με οποιασδήποτε αντιπαρεμβατικής αριστεράς. Στην ομιλία όπου παρουσίασε την πλατφόρμα του, ο Σάντερς μίλησε για μια νέα «οργάνωση όπως το ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση των απειλών κατά της ασφάλειας στον 21ο αιώνα». Στο Κογκρέσο, ο Σάντερς ήταν ένθερμος υποστηρικτής του φοβερά σπάταλου προγράμματος F-35[1], επιλέγοντας να υποστηρίξει μεγαλύτερη χρηματοδότηση για το στρατό των ΗΠΑ, παρά τη φαινομενική δέσμευση του για μείωση των αμυντικών δαπανών.

Επίσης, ο Σάντερς είναι εδώ και πολύ καιρό υποστηρικτής του Ισραήλ, ακόμη και μέχρι του σημείου να εγκρίνει την απρόκλητη επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα το 2014 κατά την οποία σκοτώθηκαν πάνω από 1.600 άμαχοι Παλαιστινίοι. Τον Οκτώβριο, το επιτελείο του Σάντερς έδιωξε μια ομάδα ακτιβιστών από μια προεκλογική εκδήλωση του επειδή κρατούσαν μια ακαθόριστα φιλοπαλαιστινιακή επιγραφή. Αν αυτό δεν ήταν αρκετό, ο Σάντερς δηλώνει σαφώς ότι ο ίδιος εγκρίνει και θα συνεχίσει το πρόγραμμα του Ομπάμα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών για στοχευμένες δολοφονίες το οποίο έχει δολοφονήσει πάνω από 3.300 άτομα μόνο στο Πακιστάν από το 2004.

 Διόρθωση του Εκδότη: Ο Μουρτάτζα Χουσεΐν έχει ενημερώσει την αρχική ιστορία που παρατίθεται στο Intercept, γράφοντας: «Ο Τζεφ Γουήβερ, διευθυντής της εκστρατείας του Σάντερς έχει δηλώσει πως τα άτομα της εκστρατείας που ευθύνονται για την εκδίωξη [των ακτιβιστών] έχουν απομακρυνθεί από τη θέση τους, και επανέλαβε πως η απόφαση της απομάκρυνσης των μαθητών δεν εκπροσωπεί την πολιτική του επιτελείου της καμπάνιας».

 

Ακόμη και πέρα ​​από το ζήτημα του ιμπεριαλισμού, ο Σάντερς επιδεικνύει παντελή έλλειψη διεθνιστικών αρχών. Ο Σάντερς περιγράφει τα ανοιχτά σύνορα ως «μια πρόταση των αδελφών Κοχ[2] … που λέει ότι ουσιαστικά δεν υπάρχουν Ηνωμένες Πολιτείες», υποστηρίζοντας ότι τα ανοιχτά σύνορά θα γεμίσουν τη χώρα με μετανάστες που θα καταστρέψουν την αγορά εργασίας και θα πάρουν τις θέσεις εργασίας «των αμερικανών». Μ’ αυτό το είδος της προπαγάνδας θα πρέπει να είναι εξοικειωμένος κάθε αριστερός. Είναι ακριβώς το ίδιο που χρησιμοποιούν οι δεξιοί εθνικιστές για να δικαιολογήσουν τη βία και τις διακρίσεις ενάντια στους μετανάστες.

Το γεγονός ότι ο Σάντερς επενδύει σε τέτοιες εθνικιστικές φαντασιώσεις είναι ιδιαίτερα άθλιο. Μ’ αυτό τον τρόπο αυτό, ο ίδιος παρέχει αξιοπιστία σε μια ρητορική που μετατοπίζει την οργή της εργατικής τάξης μακριά από τον καπιταλισμό, ο οποίος στην πραγματικότητα ευθύνεται για τη φτώχεια και την ανεργία των εργατών σε όλες τις χώρες. Στην πραγματικότητα, ο Σάντερς υπαινίσσεται ότι θα χαιρόταν να συνεχίσει την καταστροφική μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα που έχει σπάσει τα προηγούμενα ρεκόρ απελαύνοντας πάνω από δύο εκατομμύρια ανθρώπους.

Μια ευρύτερη πολιτική μετατόπιση

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η επιτυχία του Σάντερς είναι το σύμπτωμα μιας εν εξελίξει πολιτικής μεταστροφής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καταρρέει η λαϊκή υποστήριξη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για «Τρίτο Δρόμο», όπως αυτές εκφράστηκαν από τους Κλίντον. Τα κινήματα Occupy[3] και BlackLivesMatter[4]έχουν αρχίσει να επαναφέρουν τη ριζοσπαστική σκέψη στην πολιτική συνείδηση των αμερικανών. Πιο συγκεκριμένα, οι νέοι αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι ο καπιταλισμός είναι ένα βαθιά προβληματικό σύστημα και ψάχνουν εναλλακτικές λύσεις.

Τώρα είναι η ώρα να διατυπώσουμε ένα συνεκτικό όραμα για ριζική αλλαγή και την οργάνωση των τμημάτων της εργατικής τάξης ώστε να μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε αυτό το όραμα. Ωστόσο, η δραστηριοποίησή μας υπέρ του Σάντερς δεν είναι ο ρεαλιστικός τρόπος για να οικοδομήσουμε ένα ριζοσπαστικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τα επιχειρήματα για την υποστήριξη της εκστρατείας του Σαντερς δεν είναι καθόλου πειστικά. Σε ένα πρόσφατο άρθρο της στο Jacobin, η Νιβεντίτα Μαζουμντάρ υποστηρίζει ότι η εκστρατεία του Σάντερς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την οργάνωση του λαού γύρω από την ιδέα του σοσιαλισμού. Επιπλήττει τους εξ αριστερών επικριτές του Μπέρνι χαρακτηρίζοντάς τους «οπαδούς του απομονωτισμού» και «απολιτικούς» που εμφανώς ενδιαφέρονται πιο πολύ να ασκήσουν κοινωνικές πιέσεις μέσω μικρών ομάδων ακτιβιστών παρά να γίνουν συνδιαμορφώσουν πολιτική. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Λανς Σίλφα, η στρατηγική της οργάνωσης μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα με την ελπίδα της οικοδόμησης ενός μεγαλύτερου κινήματος δεν υπήρξε ποτέ επιτυχημένη, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των αριστερών μεταρρυθμιστών γι’ αυτό το σκοπό.

Η άποψη της Μαζουμντάρ βασίζεται σε μια ανάλυση που θεωρεί την αμερικανική αριστερά ακρωτηριασμένη και αδύναμη. Ισχυρίζεται ότι το θέμα του επαναστατικού μετασχηματισμού απλά «δεν τίθεται επί τάπητος» κι αυτό την οδηγεί στην υποστήριξη του Σάντερς παρά τα πολλά ελαττώματά του. Το πρόβλημα μ’ αυτή την ανάλυση είναι ότι αποδέχεται την ήττα πριν καν αρχίσει ο αγώνας. Αν η αμερικανική αριστερά είναι τόσο αδύναμη ώστε θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με τη στήριξη κάθε αριστερο-φιλελεύθερου υποψηφίου, πώς ακριβώς σχεδιάζουμε να οικοδομήσουμε τη [λαϊκή] στήριξη για τις ριζικές αλλαγές που πραγματικά χρειαζόμαστε; Δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε τη [λαϊκή] στήριξη για ένα σοσιαλιστικό μέλλον παραπλανώντας το λαό σχετικά με το τι είναι ο σοσιαλισμός. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα κερδίσουμε αν αποδεχτούμε την άποψη ότι η επαναστατική αλλαγή είναι αδύνατη.

Η αμερικανική σοσιαλιστική αριστερά φαίνεται να γνωρίζει πολλούς από τους περιορισμούς του Σάντερς: την έλλειψη γνήσιας σοσιαλιστικής πολιτικής εκ μέρους του, τον ιμπεριαλισμό του και τις απαράδεκτες θέσεις του για τη μετανάστευση. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι γιατί τόσοι σοσιαλιστές επιλέγουν να υποστηρίξουν την καμπάνια του ούτως ή άλλως. Αν οι θέσεις σχετικά με τα μέσα παραγωγής, το ΝΑΤΟ, την ισραηλινή κατοχή, τις επιθέσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών και τους συνοριακούς ελέγχους είναι όλες διαπραγματεύσιμες, τότε ποιες θέσεις είναι μη διαπραγματεύσιμες;

Δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι μπορούν να αγνοηθούν όλες αυτές οι ελλείψεις απλά και μόνο επειδή ο Σάντερς έχει σοσιαλδημοκρατικές πεποιθήσεις. Επιλέγοντας να υποστηρίξει τον Σάντερς, η ρεφορμιστική αριστερά παραδέχεται ότι είναι αποδεκτό να υποστηρίζει πολιτικές που λένε πως οι έγχρωμοι βλάπτονται σοβαρά από τους παράνομους μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους αθώους αμάχους στη Μέση Ανατολή.

Πρόβλημα αριστερής στρατηγικής

Κι ακόμα, τίθεται ένα ηθικό δίλημμα: η εκστρατεία του Σάντερς δείχνει ότι η αμερικανική αριστερά έχει πρόβλημα στρατηγικής. Η ρεφορμιστική συμμετοχή στην εκλογική εκστρατεία είναι ελκυστική επειδή ο δρόμος προς την εξουσία φαίνεται να είναι αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης προεκλογικής εκστρατείας. “Αν μπορεί να το πετύχει ο Σαντερς, γιατί δεν το μπορεί κι ένα πραγματικό σοσιαλιστικό κόμμα στο άμεσο μέλλον;” υποστηρίζουν.

Το πρόβλημα με αυτή την αντίληψη είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι συνταγματικά αντιδημοκρατικές -το πολιτικό τους σύστημα έχει ρητά σχεδιαστεί για να ματαιώνει ριζικές αλλαγές. Μέσα από τη Γερουσία οι εκπρόσωποι μόνο του 11% του πληθυσμού της χώρας –που είναι συγκεντρωμένο στις πιο αγροτικές, συντηρητικές πολιτείες της χώρας- μπορούν να ασκήσουν βέτο σε οποιαδήποτε εθνική νομοθεσία. Οποιεσδήποτε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις θα αντιμετωπίσουν άμεσα τις συνταγματικές προκλήσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο που απαρτίζεται από κληρονομικά και εφ’ όρου ζωής διορισθέντες των οποίων οι πολιτικές απόψεις είναι στην καλύτερη περίπτωση φιλελεύθερες και στη χειρότερη περίπτωση αντιδραστικές.

Η συμμετοχή στην εκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ δεν είναι η ρεαλιστική στρατηγική που θα φέρει ριζική κοινωνική αλλαγή. Είναι εύκολο να πιστεύουμε ότι μπορούμε σταδιακά να περάσουμε στο σοσιαλισμό, κερδίζοντας κάμποσες εκλογές. Είναι πολύ δυσκολότερο να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός ο δρόμος δεν θα φέρει την αλλαγή που επιθυμούμε γιατί αυτή η πραγμάτωση απαιτεί από εμάς να ακολουθήσουμε στρατηγικές πέρα ​​από την κάλπη.

Αντί να διοχετεύουμε τη λαϊκή οργή στη θεσμοθετημένη πολιτική, οφείλουμε να αρθρώσουμε ένα όραμα για την ριζική ανασυγκρότηση των πολιτικών και οικονομικών δομών της κοινωνίας. Πρέπει να αφοσιωθούμε στην σκληρή δουλειά της οργάνωσης των τμημάτων της εργατικής τάξης, να αντλήσουμε δύναμη από τους δρόμους και τους χώρους δουλειάς, παρά από τις αίθουσες του Κογκρέσου. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ριζοσπαστική αριστερά είναι ισχυρή όταν αποτελεί λαϊκό κίνημα από τη βάση και αδύναμη όταν προσπαθεί να διαπραγματευτεί με τις θεσμικές δυνάμεις.

Δεν πρέπει να υποκύψουμε στους οπορτουνιστές που είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να θυσιάσουν βασικές αρχές για νομικές σκοπιμότητες και εκλογικές φαντασιώσεις. Είναι οδυνηρό να βλέπουμε αυτή την τάση στη σημερινή αριστερά, παρά τα μυριάδες μαθήματα που μας πρόσφεραν οι πρόσφατες αποτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ. Μια αριστερά που βάζει τα οικονομικά κέρδη πάνω από τους ανθρώπους δεν είναι αντάξια του ονόματός της. Είναι μια αριστερά που ηττήθηκε από μόνη της πριν καν αρχίσει να αγωνίζεται.

Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι ένα κίνημα που θα είναι και διεθνιστικό και ικανό για τη νίκη. Η μόνη μας ελπίδα για ένα τέτοιο κίνημα βρίσκεται στη συλλογική οργάνωση της εργατικής τάξης. Κι αυτή σίγουρα δεν θα έρθει από τον Μπέρνι Σάντερς.

 

O Ben Reynolds είναι συγγραφέας και ακτιβιστής που ζει στη Νέα Υόρκη. Αρθρογραφεί στο CounterPunch και σε άλλες ιστοσελίδες.

 

 

 

Πηγή: ROAR

Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Ζαβουδάκης

 


[1] Το F-35 Lightning II είναι μονοθέσιο, μονοκινητήριο, χαμηλής παρατηρησιμότητας μαχητικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς. Κατασκευάζεται από μια κοινοπραξία εταιριών της οποίας ηγείται η Lockheed Martin με σημαντικότερους εταίρους τις Northrop Grumman και BAe Systems. Στο πρόγραμμα, εκτός από τις ΗΠΑ, συμμετέχουν ως συνχρηματοδότες το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Ολλανδία, ο Καναδάς, η Τουρκία, η Αυστραλία, η Νορβηγία και η Δανία. Ως παρατηρητές συμμετέχουν το Ισραήλ και η Σιγκαπούρη. Το F-35 Lightning II είναι το ακριβότερο μαχητικό που κατασκευάστηκε ποτέ. Το κόστος του κυμαίνεται από 148 εκατομμύρια δολάρια για τον απλό τύπο μέχρι 337 εκατομμύρια δολάρια για τον τύπο που θα χρησιμοποιεί το ναυτικό.

[2] Αναφέρεται στους αδελφούς Charles και David Koch ιδιοκτήτες της Κoch Ιndustries, του δεύτερου μεγαλύτερου κολοσσού στις ΗΠΑ, με ετήσια έσοδα περίπου 100 δισ. δολάρια. Η προσωπική τους περιουσία ανέρχεται σε 35 δις δολάρια. Οι αδερφοί Κοχ είναι η οικονομική αιχμή του δόρατος της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ, Ίδρυσαν το κίνημα «Αμερικανοί υπέρ της Ευημερίας», έχουν κηρύξει πόλεμο κατά του Ομπάμα που θεωρούν «σοσιαλιστή» και ενέπνευσαν το διαβόητο Τea Ρarty Μovement.

[3] Το κίνημα Occupy (Κατάληψη) αυτοπροσδιορίζεται ως διεθνές κίνημα διαμαρτυρίας κατά της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας, με πρωταρχικό στόχο του να κάνει τις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις σε όλες τις κοινωνίες λιγότερο κάθετες ιεραρχικά και με λιγότερα στεγανά όσον αφορά την κινητικότητα και την διανομή του παραγόμενου πλούτου. Τα διάφορα τοπικά Occupy συχνά έχουν διαφορετικές εστίες και αιτίες δημιουργίας, αλλά συμφωνούν μεταξύ τους ότι κύριο ζήτημα του κινήματος είναι η πεποίθηση ότι οι μεγάλες εταιρείες και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ελέγχου σε όλο τον κόσμο, ωφελεί με τον τρόπο του δυσανάλογα μια μειονότητα πλουσίων, υπονομεύει τη δημοκρατία και είναι ασταθές. Το πρώτο Occupy ήταν το Occupy Wall Street στο Zuccotti της Νέας Υόρκης στις 17 Σεπτεμβρίου 2011. Τα επόμενα χρόνια υπήρξαν διαμαρτυρίες και καταλήψεις Occupy σε πολλές χώρες σε όλες τις ηπείρους.

 [4] Το κίνημα «Οι Ζωές των Μαύρων Αξίζουν» (Black Lives Matter) είναι ένα ακτιβιστικό κίνημα στις ΗΠΑ που ξεκίνησε στον απόηχο της αθώωσης του Τζωρτζ Ζίμερμαν τον Ιούλιο του 2013 στη Φλόριντα ο οποίος είχε σκοτώσει τον αφροαμερικανό έφηβο Τρέιβον Μάρτιν. Οργανώνει συλλαλητήρια ενάντια στην αστυνομική βία κατά των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Το Κίνημα ιδρύθηκε από τρεις μαύρες ακτιβίστριες: την Αλίσια Γκάρζα, την Πατρίς Κούλορς και την Όπαλ Τομέτι. Είναι ένα αποκεντρωμένο δίκτυο χωρίς επίσημη ιεραρχία ή δομή. Η ομάδα απέκτησε απήχηση σε εθνικό επίπεδο από το 2014, μετά τους φόνους δύο άοπλων αφροαμερικανών, του έφηβου Μάικλ Μπράουν στο Φέργκιουσον του Μιζούρι και του 43χρονου Έρικ Γκάρνερ στη Νέα Υόρκη. Και στις δύο περιπτώσεις, οι δικαστικές αρχές δεν απήγγειλαν κατηγορίες στους αστυνομικούς και αυτοί δεν διώχθηκαν. Έχει διοργανώσει διαδηλώσεις για πολλούς άοπλους αφροαμερικανούς που πέθαναν στα χέρια των δυνάμεων καταστολής όπως του Ταμίρ Ράις, του Έρικ Χάρρις, του Γουόλτερ Σκοτ και του Φρέντι Γκρέι τπου οποίου ο ο θάνατος πυροδότησε τις διαμαρτυρίες της Βαλτιμόρης το 2015. Αρκετές οργανώσεις και μέσα ενημέρωσης το χαρακτηρίζουν ως «ένα νέο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα». Ωστόσο, αρκετοί συντηρητικοί αναλυτές το αποκαλούν «ομάδα μίσους».

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας