Εργατικός Αγώνας

Η Ευρωζώνη πρέπει να προετοιμαστεί για νέους κλυδωνισμούς

του Hugo Dixon (*)

Αυτοί που χαράζουν την πολιτική της Ευρωζώνης ίσως να νοιώθουν ότι έχουν τη δυνατότητα να χαλαρώσουν αυτό το καλοκαίρι. Αυτό θα ήταν ένα τρομερό λάθος. Η κρίση του ευρώ είναι σε ύπνωση, αλλά δεν είναι νεκρή.
Η περιοχή μαστίζεται από στασιμότητα, χαμηλό πληθωρισμό, ανεργία και χρέος. Η κρίση θα μπορούσε εύκολα να αναβιώσει, επειδή η ευρωζώνη δεν είναι σε θέση να αντέξει ένα σοκ.

Ακόμη περισσότερο, δεν είναι δύσκολο να δούμε από πού θα μπορούσε να έρθει ένα τέτοιο χτύπημα. Οι σχέσεις με τη Ρωσία έχουν επιδεινωθεί ραγδαία μετά την κατάρριψη της πτήσης των Μαλαισιανών Αερογραμμών πάνω από την Ουκρανία. Εάν η Ευρώπη επιβάλλει κυρώσεις που θα κάνουν τη Μόσχα να το ξανασκεφτεί, αυτό θα βλάψει την Ευρώπη, πάρα πολύ.
Η ευρωζώνη πρέπει να λάβει μέτρα για να ασφαλιστεί από την καταστροφή: πιο χαλαρή νομισματική πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να αυξήσει τον πληθωρισμόμια νέα μονάδα για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στη Γαλλία και την Ιταλία, αλλά και στη Γερμανία- και κάποια χαλάρωση της δημοσιονομικής τρέλας.
Πρώτα, όμως, ας δούμε το πρόβλημα. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν σχετικά ηρεμήσει για δύο χρόνια από τότε που ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της ΕΚΤ, είπε ότι θα κάνει «ό, τι χρειάζεται» για να διαφυλάξει το ευρώ. Όμως η ευρωζώνη μόλις και μετά βίας αναπτύσσεται. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεψε ότι στις 14 Ιουλίου θα καταγραφόταν αύξηση λίγο μεγαλύτερη από 1% για φέτος. Αυτή είναι θλιβερή ανάκαμψη, με δεδομένη τη σοβαρότητα της ύφεσης.
Υπάρχουν, βεβαίως, κάποια φωτεινά σημεία. Η Ισπανία απολαμβάνει μια μέτρια ανάκαμψη, που οφείλεται κυρίως στις αποτελεσματικές ριζικές αναμορφώσεις της αγοράς εργασίας και του τραπεζικού συστήματος. Ακόμη και η Ελλάδα φαίνεται να είναι στο δρόμο της επιστροφής από τον Άδη.
Αλλά οι μεγάλες οικονομίες δεν πάνε καλά. Η Ιταλία θα έχει ανάπτυξη μόνο 0,3% φέτος, σύμφωνα με το ΔΝΤ- Η Γαλλία θα σέρνεται στο 0,7%.
Η Γερμανία θα τα πάει καλύτερα, στο 1,9 %, αλλά ακόμη και η γερμανική μηχανή φαίνεται να χάνει τη δυναμική της. Ο δείκτης Ifo[1] του γερμανικού επιχειρηματικού κλίματος υποχώρησε τον Ιούλιο για τρίτο συνεχή μήνα.
Εν τω μεταξύ, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη είναι 0,5% πολύ κάτω από το στόχο του περίπου 2% που είχε θέσει η ΕΚΤ. Ένα τέτοιο χαμηλό ποσοστό έχει δύο κακές συνέπειες. Βοηθά να κρατήσει το ευρώ ισχυρό, το οποίο βλάπτει τις προοπτικές για τους εξαγωγείς, και καθιστά το δημόσιο χρέος ακόμα πιο δυσβάσταχτο.
Το χρέος της Ιταλίας, το οποίο αναμένεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να φτάσει το 135% του φετινού ΑΕΠ, είναι το πιο ανησυχητικό. Αν δεν αυξηθούν η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός, τα δάνεια της δεν θα είναι βιώσιμα. Δεδομένου ότι το χρέος της Ιταλίας είναι 2,1 τρισεκατομμύρια ευρώ, ή περίπου 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια, οι επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης προβληματικής κατάστασης θα ήταν τρομακτικές. Η Ιταλία χρειάζεται να επιταχύνει τα σχέδια ιδιωτικοποίησης του για να διαλύσει τους φόβους ότι το χρέος της θα μπορούσε να βγει εκτός ελέγχου.
Ορισμένοι πολιτικοί της ευρωζώνης, κυρίως από τη Γαλλία, φαίνεται να πιστεύουν ότι η λύση είναι να χαλαρώσει η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Ναι, κάπως έτσι.
Τώρα που τα επιτόκια δεν μπορούν να πέσουν περαιτέρω, η ΕΚΤ σίγουρα πρέπει να θεσπίσει ένα καθορισμένο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με την εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων με νεοσυσταθεντα χρήματα. Δεδομένης της μη ανεπτυγμένης κατάστασης μεγάλου μέρους των κεφαλαιαγορών της ευρωζώνης, αυτό σημαίνει αγορά κρατικών ομολόγων σε μεγάλες ποσότητες. Θα πρέπει να υπάρξουν δύο οφέλη: Ο πληθωρισμός θα ανέβει και η συναλλαγματική ισοτιμία θα πέσει.
Υπάρχει επίσης ένα ισχυρό επιχείρημα το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να δώσει σ’ εκείνες τις χώρες που προωθούν σοβαρές διαρθρωτικές αναμορφώσεις επιπλέον χρόνο για να πιάσουν τους στόχους του ελλείμματος τους. Μια τέτοια προσέγγιση έχει λειτουργήσει καλά με την Ισπανία, στην οποία δόθηκε δύο φορές μεγαλύτερη δημοσιονομική ελευθερία κινήσεων κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Αλλά ακόμα και όταν είναι δικαιολογημένος ο επιπλέον χρόνος, αυτός θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί η αύξηση των φόρων, παρά για να σταματούν οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες.
Ακόμη περισσότερο, ένα πρόγραμμα στηριγμένο αποκλειστικά σε χαλαρότερη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική θα είναι μάλλον επιζήμιο παρά χρήσιμο. Θα άρει την πίεση στις κυβερνήσεις να κάνουν αλλαγές. Μια αναζωπύρωση της κρίσης πιθανότατα θα καθυστερούσε, δεν θα προλαμβανόταν. Και όταν θα επέστρεφε, θα το έκανε εκδικητικά.
Η μεγαλύτερη ανησυχία είναι η Γαλλία. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάν έχει κάνει πολύ λίγα για να χαλιναγωγήσει τις δημόσιες δαπάνες ή να απελευθερώσει τις αγορές εργασίας. Ο νέος πρωθυπουργός του, ο Μανουέλ Βαλ, προσπαθεί να αναμορφώσει την οικονομία, αλλά δεν έχει την ολόψυχη υποστήριξη από τον Πρόεδρο του, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τη χώρα. Τουλάχιστον, η Ιταλία γνωρίζει ότι πρέπει να αλλάξει και έχει έναν πρωθυπουργό, τον Ματέο Ρέντσι, ο οποίος είναι αποφασισμένος να το πετύχει αυτό.
Ο κύριος Ολάν τώρα θέλει να εγκαταστήσει τον πρώην υπουργό των Οικονομικών του, τον Πιερ Μοσκοβιτσί, ως νέο Επίτροπο Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Με δεδομένη την ανάγκη να διατηρηθεί η πίεση προς το Παρίσι, θα ήταν λάθος να γίνει ένας λαθροθήρας ο ένας από τους κυνηγούς.
Αντιθέτως, η ιδέα του να γίνει ο Λουίς ντε Γκίντος ο νέος επικεφαλής του Eurogroup, η οποία βρίσκει σύμφωνους τους υπουργούς Οικονομικών της ζώνης, είναι καλό αποτέλεσμα. Ο υπουργός Οικονομικών της Ισπανίας είναι σε ιδανική θέση να εξηγήσει στους συναδέλφους του την αξία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, επειδή έχουν δουλέψει τόσο καλά στη χώρα του.
Αυτό το μάθημα είναι κάτι που η Γερμανία, επίσης, θα μπορούσε να μάθει καλά. Παρά το γεγονός ότι το Βερολίνο ανανέωσε την αγορά εργασίας του στις αρχές του αιώνα, από τότε έχει αναπαυθεί στις δάφνες του. Η προτεραιότητα είναι να απελευθερώσει τις αγορές των υπηρεσιών του. Αυτό θα έχει το διπλό πλεονέκτημα να δίνει περισσότερες επιλογές στους Γερμανούς καταναλωτές και στο άνοιγμα των αγορών σε προμηθευτές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ως εκ τούτου στην αύξηση της ανάπτυξης των χωρών.
Εάν οι κυβερνήσεις είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν με ταχύ ρυθμό τις διαρθρωτικές επισκευές, δεν είναι μόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα έπρεπε να προθυμοποιηθεί να τους δώσει τον περισσότερο χρόνο που χρειάζονται για να μειώσουν τα ελλείμματα τους. Η ΕΚΤ θα έπρεπε επίσης να είναι πιο ευτυχισμένη να εισάγει την ποσοτική χαλάρωση. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα έπρεπε να χρησιμοποιούν τις καλοκαιρινές διακοπές για να συμφωνήσουν σε μια σύμβαση που να περιέχει αυτά τα τρία στοιχεία.

(*) Ο Hugo Dixon είναι συντάκτης του Reuters News.

Πηγή: The New York Times

Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Ζαβουδάκης

 


[1] Ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών Ifo είναι ένας προγνωστικός δείκτης για την οικονομική δραστηριότητα στη Γερμανία, που παρακολουθείται στενά από το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου. (ΣτΜ)

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας