Εργατικός Αγώνας

Οι σχέσεις πολιτικής και οικονομίας

Γράφει ο Στωικός

Η οικονομία βρίσκεται μακράν στην πρώτη θέση της πολιτικής αντιπαράθεσης στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και όχι μόνο.

Τα θέματα που κυριαρχούν είναι αυτά που αφορούν τη συνέχιση ή όχι του οικονομικού προγράμματος (μνημόνια), τη διαγραφή ή όχι του κρατικού χρέους, αν θα πληρωθούν και πως τα ομόλογα που λήγουν τον προσεχή Μάρτη και τον Ιούνη, αν είναι ρεαλιστική η εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ή αν αυτή θα μας οδηγήσει εκτός του ευρώ, τι θα γίνει με το χαράτσι στα ακίνητα, τους μισθούς, τις συντάξεις, τους άνεργους, τις εργασιακές σχέσεις κλπ.

Εν ολίγοις, η προεκλογική αντιπαράθεση που διεξάγεται ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, το ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, επικεντρώνεται στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας, με μία προϋπόθεση. Ότι και τα δύο κόμματα αποδέχονται, ότι, οι όποιες λύσεις δοθούν, δεν θα αμφισβητήσουν τη θέση της χώρας στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Ότι το ευρώ θα συνεχίσει να είναι το νόμισμα της χώρας.

Οι σχέσεις της πολιτικής με την οικονομία έχουν μια διαλεκτική δυναμική. Η οικονομία, το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, διαμορφώνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο δρα το πολιτικό υποκείμενο. Από την άλλη, η οικονομική πολιτική επιδρά στις οικονομικές σχέσεις και επιταχύνει ή επιβραδύνει τις οικονομικές νομοτέλειες.

Η πολιτική υπηρετεί την οικονομία, σε τελική ανάλυση, η όποια οικονομική πολιτική καλείται να συμβάλει στην αναπαραγωγή του συνόλου των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων του παραγωγικού σχηματισμού. Στη μεταξύ του σχέση κυρίαρχη θέση έχει η οικονομία, το σύνολο των  παραγωγικών σχέσεων. Από την άλλη η πολιτική διατηρεί θέση σχετικής αυτονομίας ως προς την οικονομία.

Ένα οικονομικό πρόγραμμα μπορεί να θέσει άλλες προτεραιότητες, σε σχέση με ένα άλλο προηγούμενο, να διαχειριστεί με ένα διαφορετικό τρόπο τις σχέσεις κεφαλαίου – εργασίας, δεδομένου ότι το πολιτικό υποκείμενο επηρεάζεται άμεσα από το επίπεδο της ταξικής πάλης, στην οποία αντανακλούν οι συσχετισμοί ισχύος του συνόλου των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων.

Τα όρια της οικονομικής πολιτικής, στο βαθμό που αυτή, σε όλες τις εκδοχές της, υπηρετεί τις υπάρχουσες οικονομικές, παραγωγικές σχέσεις και την αναγκαιότητα αναπαραγωγής τους, τα θέτει η ίδια η οικονομία. Όταν ένα οικονομικό πρόγραμμα ξεπεράσει τα όρια αυτά, τότε παύει να υπηρετεί την αναγκαιότητα αναπαραγωγής των υφιστάμενων οικονομικών, παραγωγικών σχέσεων, και στο βαθμό που αντανακλά συμφέροντα κοινωνικών ομάδων και τάξεων που  αμφισβητούν τις δοσμένες οικονομικές, παραγωγικές σχέσεις και μετασχηματίζεται έτσι σε υλική δύναμη, έρχεται σε αντίθεση μαζί τους, αμφισβητεί την υλική τους ύπαρξη και αναγκαιότητα.

Η παρέμβαση αυτή κρίνεται αναγκαία, γιατί αφορά άμεσα τη σημερινή προεκλογική αντιπαράθεση και τη προσέγγιση του οικονομικού προβλήματος της χώρας από τα δύο κόμματα που διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία.

Ποιες επομένως είναι οι αναγκαιότητες της οικονομίας σήμερα και τι θέση παίρνουν στο θέμα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ με τα οικονομικά τους προγράμματα;

Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου

Το ζητούμενο κάθε οικονομικής πολιτικής, είναι η συμβολή της στη διαδικασία αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου σε διευρυμένη κλίμακα. Με απλά λόγια, αν υποθέσουμε ότι όλα τα σκόρπια κεφάλαια μίας χώρας ή μιας περιφερειακής ένωσης κρατών συγκροτούνται σε ένα και μοναδικό κεφάλαιο  (κοινωνικό κεφάλαιο), το βασανιστικό ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι οικονομολόγοι και κατ΄ επέκταση η οικονομική πολιτική, είναι πως αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο Α θα το μεγαλώσουν κατά τι και θα το μεταβάλουν σε Α+α (διευρυμένη αναπαραγωγή).

Έχουμε μπει ήδη στα πεδία της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, στη μεγέθυνση του κοινωνικού κεφαλαίου.

Πρόκειται για μια δυναμική και ανατρεπτική διαδικασία, στη διάρκεια της οποίας υπεισέρχονται παράγοντες, όπως η χρήση των νέων τεχνολογιών που ανατρέπουν την αναλογία της κατανομής του κεφαλαίου σε αγορά νέων μέσων παραγωγής και σε αγορά εργατικής δύναμης. Η άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, αυξάνει πρώτα και κύρια την παραγωγικότητα της εργασίας, με αποτέλεσμα μία μάζα εργατικών δυνάμεων να είναι σε θέση να χειρίζεται ένα μεγαλύτερο όγκο μέσων παραγωγής. Αυτό πρακτικά γίνεται κατανοητό, όταν με την εισαγωγή πιο σύγχρονων μηχανών στην παραγωγική διαδικασία, εκτοπίζονται εργατικά χέρια. Αν π.χ με την παλιά τεχνολογία, η επίτευξη ενός οικονομικού αποτελέσματος απαιτούσε 100 εργαζόμενους, με την είσοδο νεότερης τεχνολογίας, το ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα το φέρουν εις πέρας 70 εργάτες ή και λιγότεροι. Η μείωση όμως των εργατών, περιορίζει και την πηγή παραγωγής υπεραξίας, δεδομένου ότι υπεραξία παράγει μόνο η ζωντανή εργασία. Άρα για να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα η μάζα της υπεραξίας ή και να διευρυνθεί, απαιτείται διεύρυνση του κεφαλαίου  (νέες επενδύσεις).

Η ανατροπή της παλιάς τεχνολογικής βάσης προκαλεί αντίστοιχες ανατροπές και στα υφιστάμενα κεφάλαια. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, οδηγεί σε μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος. Αν η παραγωγικότητα της εργασίας αυξηθεί κατά 10% αυτό σημαίνει, ότι στον ίδιο χρόνο, ο ίδιος αριθμός εργαζομένων, με την ίδια εντατικότητα των εργατικών τους δυνάμεων,  θα παράγει 10% περισσότερα εμπορεύματα, άρα μειώνεται κατά 10% η αξία του κάθε ξεχωριστού εμπορεύματος, παρά το γεγονός ότι η μάζα των εμπορευμάτων έχει αυξηθεί κατά 10%.

Αυτό οδηγεί τις επιχειρήσεις που συνεχίζουν να εργάζονται με την ξεπερασμένη τεχνολογία – παράγουν δηλαδή ακριβά εμπορεύματα, η αξία των οποίων δεν ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες της αγοράς – είτε να οδηγηθούν σε συρρίκνωση των εργασιών και να χάσουν μερίδια αγοράς, είτε να εξαναγκαστούν και αυτές να χρησιμοποιήσουν νέες και πιο σύγχρονες τεχνολογίες. Από την άλλη, οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν σύγχρονο εξοπλισμό, είναι σε θέση να πωλούν φθηνότερα από τους ανταγωνιστές τους και να αποσπούν μεγαλύτερα μερίδια από την υπεραξία που παράγεται σε ένα συγκεκριμένο κλάδο, ή στο σύνολο της οικονομίας.

Ο κεφαλαιοκρατικός αυτός ανταγωνισμός αναμοχλεύει όλη την παραγωγική βάση και οδηγεί σε καταστροφή και απαξίωση του κεφαλαίου των καθυστερημένων παραγωγικών μονάδων και στην επικράτηση των κεφαλαιοκρατών που χρησιμοποιούν σύγχρονη τεχνική παραγωγική βάση.

Παραγωγικότητα εργασίας και ποσοστό κέρδους

Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας είναι ο βασικός εκείνος παράγοντας που οδηγεί σε πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

Το μέσο ποσοστό κέρδους μίας χώρας, είναι ο δείκτης της αποδοτικότητας του κοινωνικού κεφαλαίου και αποτελεί τη βάση του μοιράσματος της υπεραξίας στις διάφορες μερίδες των κεφαλαιοκρατών.

Όσο ποιο χαμηλό είναι το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μίας χώρας, τόσο ποιο υψηλό είναι το μέσο ποσοστό κέρδους. Και αντίστροφα. Όσο ποιο αναπτυγμένο είναι το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, τόσο ποιο χαμηλό είναι το μέσο ποσοστό κέρδους.

Οι υπερώριμες σήμερα καπιταλιστικές κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με την όξυνση των συνεπειών της επενέργειας του νόμου της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει. Και εκεί εν πολλοίς οφείλεται η βίαιη πολιτική που ασκείται σε διεθνές επίπεδο κατά των λαϊκών στρωμάτων. Οι καπιταλιστές στίβουν τους εργαζόμενους, μέχρι να τους πάρουν και την τελευταία σταγόνα υπεραξίας.

Ενδεικτικό της σοβαρότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει η διεθνής καπιταλιστική οικονομία, είναι, ότι μετά τις δεκαετίες του 50 και του 60, όταν όντος το ποσοστό κέρδους είχε διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, από τη δεκαετία του 70 άρχισε να κινείται καθοδικά και έως και σήμερα δεν κατάφερε να ανακάμψει. Παρά τις τεράστιες ανθρωποθυσίες που προκάλεσε στους λαούς η λεγόμενη νεοφιλελεύθερη ρύθμιση.

Ένα χαμηλό ποσοστό κέρδους αποθαρρύνει τις νέες επενδύσεις, κάνει διστακτικούς τους κατόχους κεφαλαίων να αναλάβουν νέες πρωτοβουλίες. Και αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές  σήμερα στην ευρωπαϊκή οικονομία. Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της  ευρωζώνης από την ίδρυση της ως σήμερα, είναι μόλις 0,8%.  

Όλος ο πλανήτης ψάχνει επενδύσεις και επενδυτές, κόσμος και κοσμάκης καταθέτει τα διαπιστευτήρια του στη «WallStreet» και το «City» του Λονδίνου, αλλά οι μεγάλοι χρηματιστές κρατούν επίζηλα τα κεφάλαια τους κλειδωμένα στα θησαυροφυλάκια.

Τη δεκαετία του 90 ο τότε υπουργός Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου, έτρεχε στις ΗΠΑ να πείσει τους Αμερικάνους κεφαλαιούχους να επενδύσουν στα Βαλκάνια με την Ελλάδα σε ρόλο ντίλερ. Μάταια.

Μετά το 2010, όταν είχε αρχίσει η καταστροφή της χώρας από τις μνημονιακές πολιτικές, ο «ΓΑΠ» έστελνε τον Παμπούκη στους Άραβες εμίρηδες για να τους πείσει να επενδύσουν σε «φιλέτα» που ξεπουλούσε το Δημόσιο, σε τιμή ευκαιρίας. Ακόμα τους περιμένουνε. Δεν είχε καλύτερη τύχη και ο Σαμαράς, ο οποίος, ως πρωθυπουργός της χώρας, το 2012 έτρεχε και αυτός στα διάφορα αραβικά εμιράτα διαφημίζοντας τους χαμηλούς μισθούς στην Ελλάδα, το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς  και τα προκλητικά προνόμια που ισχύουν για τις ξένες επενδύσεις. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συγκινούσε τους Άραβες κεφαλαιούχους.

Η κρίση

Στην περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού  (ιμπεριαλισμός), επέρχονται σημαντικές αλλαγές στον οικονομικό κύκλο. Η ακτίνα δράσης των μονοπωλιακών εταιριών επεκτείνεται και καλύπτει πλέον την παγκόσμια αγορά, η κυκλοφορία των κεφαλαίων γίνονται πλέον με ασύλληπτες ταχύτητες, οι σύγχρονες μεταφορές εκμηδενίζουν τις αποστάσεις ανάμεσα στις ηπείρους, ο καπιταλισμός έχει πλέον δημιουργήσει τις υλικές δυνάμεις πάνω στις οποίες θα στηριχτεί το νέο κοινωνικό σύστημα που θα τον αντικαταστήσει.  

Η θεωρία του Λένιν για τον «ιμπεριαλισμό», όχι απλώς είναι επίκαιρη και παραμένει  ζωντανή, αλλά στις ημέρες μας επιβεβαιώνεται δραματικά από την ίδια τη δυναμική των γεγονότων.

Οι πολύ πλούσιες και πολύ ισχυρές χώρες που έχουν μοιράσει τις αγορές και, μέσω των ιμπεριαλιστικών πολέμων, επιχειρούν το ξαναμοίρασμα των εδαφών και των πλουτοπαραγωγικών πηγών,  μετρούνται  στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, έχουν θέσει υπό καθεστώς εξάρτησης την συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του πλανήτη. Αλλά και ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες της G7, έχουν δημιουργηθεί ιδιόμορφες σχέσεις εξάρτησης. Οι Αμερικάνοι διατηρούν ισχυρές στρατιωτικές βάσεις στην Ιαπωνία και τη Γερμανία, που κατέχουν την τρίτη και την τέταρτη κατά σειρά πιο ισχυρή οικονομία του πλανήτη.

Το ξέσπασμα των οικονομικών κρίσεων στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, δεν έχει καμία σχέση με τις οικονομικές κρίσεις που με περιοδικότητα ξεσπούσαν τον 19ο αιώνα.

Η συσσώρευση του κεφαλαίου που έχει επιτευχθεί σήμερα κινείται σε ασύλληπτες διαστάσεις, το ίδιο και η παραγωγικότητα της εργασίας και ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Οι ίδιες οι αντιθέσεις του συστήματος ( κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, ατομική ιδιοποίηση του παραγόμενου κοινωνικού εμπορεύματος, συσσώρευση πλούτου και δύναμης στον ένα πόλο της αντίθεσης και  εξάπλωση της απόλυτης και σχετικής εξαθλίωσης στον άλλο), εμφανίζονται σήμερα με ιδιαίτερη οξύτητα.

Γι’ αυτό και το ξέσπασμα των οικονομικών κρίσεων (βίαιη επίλυση των αντιθέσεων που έχουν συσσωρευτεί στο εσωτερικό του συστήματος και απειλούν τις ισορροπίες  του) , είναι σήμερα περισσότερο καταστρεπτικό, βίαιο και μακροχρόνιο σε σχέση με το παρελθόν.

Η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929, δεν ξεπεράστηκε παρά με τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τον καταστρεπτικότερο πόλεμο που υπήρξε ποτέ στον πλανήτη, ένα πόλεμο που άφησε πίσω του 50 εκατομμύρια νεκρούς και μία τεραστίων διαστάσεων  καταστροφή κεφαλαίου και υποδομών, ειδικά στην ευρωπαϊκή ήπειρο, στο έδαφος της οποίας εξελίχθηκαν οι μεγαλύτερες πολεμικές συγκρούσεις.

Η σημερινή κρίση που εκδηλώθηκε το καλοκαίρι του 2007 στις ΗΠΑ και εξαπλώθηκε στη συνέχεια κατά παλιρροϊκά κύματα σε όλο τον κόσμο, οκτώ χρόνια μετά, δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί. Ιδιαίτερα πλήττεται η ευρωπαϊκή οικονομία – με τις χώρες της νότιας Ευρώπης να αποτελούν τα μεγάλα θύματα της κρίσης και της πολιτικής του Βερολίνου να εξάγει την κρίση σ΄ αυτές – καθώς και οι Βραζιλία, Ρωσία, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας παρουσιάζουν σαφή υποχώρηση.

Η μόνη εξαίρεση στον κυκεώνα της κρίσης παρουσιάζεται σήμερα στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας, το γ΄ τρίμηνο του 2014, σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο του 2013, η οικονομία της χώρας εμφάνισε εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης 5%.

Το θέμα σίγουρα θέλει παρακολούθηση, για να διαπιστωθεί αν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο, ή αν έχει μονιμότερα χαρακτηριστικά. Από την άλλη μεριά ο «διαφορετικός» τρόπος διαχείρισης της κρίσης στις δύο πλευρές του ατλαντικού, έχει μπει στη διελκυστίνδα της προεκλογικής αντιπαράθεσης, με το ΣΥΡΙΖΑ να τάσσεται υπέρ της οικονομικής πολιτικής που χαράσσει η αμερικανική κυβέρνηση και τη ΝΔ να παραμένει προσκολλημένη στο γερμανικό οικονομικό δόγμα της λιτότητας.

Πρέπει όμως να σημειώσουμε και ετούτο. Επί τέσσερα και πλέον χρόνια, η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed), παρέμβαινε σε μηνιαία βάση στην αγορά ομολόγων ρίχνοντας 85 δις. δολάρια για να «αγοράσει» από τις τράπεζες «τοξικά» ομόλογα, η ομόλογα σκουπίδια.

Ουσιαστικά πρόκειται για κοπή νέου χρήματος, το οποίο κατέληξε στα θησαυροφυλάκια των  τραπεζών, με τις τελευταίες να «πωλούν » στη Fed ομόλογα που στην αγορά δεν άξιζαν ούτε σεντς . Η τεραστίων διαστάσεων αυτή κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, με τη μορφή της πριμοδότησης των τραπεζών, ξεπέρασε τα 5 τρις. δολάρια, τα οποία μετακυλήθηκαν στο κρατικό χρέος των ΗΠΑ και άρα στους Αμερικάνους εργαζόμενους. 

Αυτό επισημαίνει στην παρέμβαση του στον «Εργατικό Αγώνα» και ο Αμερικάνος μαρξιστής οικονομολόγος Andrew Kliman, ο οποίος επισημαίνει ότι οι παρεμβάσεις της Fedοδήγησαν σε εκτίναξη του κρατικού χρέους των ΗΠΑ στα 19,5 τρις. δολάρια και με ένα τόσο υψηλό κρατικό χρέος, η όποια αναπτυξιακή δυναμική, καθίσταται επισφαλής.  

Με λίγα λόγια, η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, δεν αφορά τους εργαζόμενους. Χρησιμοποιήθηκε για τη στήριξη του ποιο επιθετικού τμήματος του αμερικανικού χρηματιστικού κεφαλαίου, των «επενδυτικών» τραπεζών, οι οποίες χρεοκόπησαν το 2007 – 2008, και μετά την πολιτική της «κάθαρσης» που ακολούθησε η κυβέρνηση Ομπάμα, ξανάπιασαν πάλι τη δουλειά που ξέρουν να κάνουν καλά. Την κερδοσκοπία στο συνάλλαγμα, τα ομόλογα και τις μετοχές στα ανά την υφήλιο χρηματιστήρια.

Αντίθετα, η κατάσταση της εργατικής τάξης των ΗΠΑ, παραμένει δραματική. Κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, σπαστά ωράρια, εργοδοτική αυθαιρεσία, συνεχίζουν να αποτελούν την καθημερινότητα δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικάνων εργατών.

Η όποια οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ, έχει ως θεμέλιο λίθο τις διαλυμένες εργασιακές σχέσεις.

Σύμφωνα με μια μερίδα οικονομολόγων,  ο λόγος για τον οποίο δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα η οικονομική κρίση, είναι, ότι η καταστροφή κεφαλαίου που έχει σημειωθεί όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι επαρκής. Ενώ η πολιτική της σωτηρίας των τραπεζών, με χρηματικές ενέσεις τρισεκατομμυρίων, απλώς μετέθεσε το πρόβλημα, γιατί τα χρήματα αυτά μεταφέρθηκαν  και αύξησαν το κρατικό χρέος.

Επίλογος

Βρισκόμαστε στην εποχή κατά την οποία ο καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τις τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις που έχουν γεννηθεί στους κόλπους του. Η περαιτέρω διατήρηση των ήδη ξεπερασμένων και γερασμένων παραγωγικών σχέσεων, απαιτεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα, την καταστροφή της «πλεονάζουσας» παραγωγικής δύναμης, πρώτα και κύρια της εργατικής δύναμης, αλλά και των κεφαλαίων που δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του οξύτατου διεθνούς ανταγωνισμού.

Βρισκόμαστε στην εποχή όπου το σάπισμα του καπιταλισμού έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις. Τη στιγμή που δισεκατομμύρια άνθρωποι του πλανήτη αντιμετωπίζουν διατροφικό πρόβλημα και υποσιτίζονται, δεν έχουν πόσιμο νερό και υποφέρουν από μολυσματικές ασθένειες, μία χούφτα μεγιστάνες του χρήματος, λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, κατέχει περιουσιακά στοιχεία που μετρούνται σε τρισεκατομμύρια.

Βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπου οι αναγκαιότητες αναπαραγωγής της καπιταλιστικής οικονομίας, υπαγορεύουν την συντριβή των εργασιακών σχέσεων, τη διάλυση των δημόσιων υποδομών σε παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση, τη συντριβή των μισθών και των συντάξεων, τη βίαιη υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.

Από την σκοπιά αυτή, η οικονομική πρόταση της ΝΔ, ότι θα συμφωνήσουμε με τους δανειστές, θα πάρουμε τα χρήματα της δόσης του δανείου και μετά θα βγούμε στο ξέφωτο, σαφώς και δεν λέει την αλήθεια.

Τα προπαγανδιστικά επιτελεία της ΝΔ, μπροστά στις εκλογές της 25 Γενάρη, προσπαθούν να εξοβελίσουν από την προεκλογική αντιπαράθεση, το διάλογο, όχι μόνο για το mailΧαρδούβελη, αλλά και ότι έχουν συμφωνήσει με την τρόικα για επίτευξη πλεονάσματος 4,5% του ΑΕΠ στον κρατικό προϋπολογισμό για τα επόμενα δέκα χρόνια. Αν γίνει αυτό, η ελληνική επικράτεια σε λίγα χρόνια, θα μετατραπεί σε έρημο Σαχάρα. Δεν θα μείνει τίποτα όρθιο.  

Από την άλλη η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, περί αντιμετώπισης της «ανθρωπιστικής κρίσης», διατήρησης του επιπέδου της λιτότητας στα σημερινά επίπεδα, διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, και γενικότερα διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης ( δεν προχωρούμε σε ιδιωτικοποιήσεις, αλλά δεν αμφισβητούμε και όσες έγιναν), παρ’ ότι συντηρητική στο σύνολο της, δεν έχει το στοιχείο του ρεαλισμού.

Και δεν είναι ρεαλιστική, όχι γιατί είναι πολύ τολμηρή, αλλά γιατί η ηγετική του ομάδα πιστεύει ότι θα την εφαρμόσει σε συνθήκες ταξικής συνεργασίας, τάσσεται δηλαδή υπέρ της συνεργασίας των τάξεων στο εσωτερικό της χώρας και της παροχής δεσμεύσεων προς το «ευρωπαϊκό ιερατείο», ότι η πολιτική της πρόταση θα κινηθεί αυστηρά εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, της ευρωζώνης και του ευρώ. Κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, ότι οι ηγετικοί κύκλοι της ΕΕ, δεν επιβάλλουν πολιτικές σκληρής λιτότητας σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς, επειδή είναι χαιρέκακοι και αιμοδιψείς, αλλά επειδή η συγκεκριμένη πολιτική, είναι η μόνη ρεαλιστική για τη διατήρηση της συνοχής της ΕΕ και της ανταγωνιστικής της θέσης της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονομίας στο διεθνή στίβο. Είναι οι αναγκαιότητες της καπιταλιστικής οικονομίας, που απαιτούν τη συνέχιση των ανθρωποθυσιών. Από την άλλη πλευρά, ως αθεράπευτοι ευρωλάτρες, «δεν κατανοούν», ότι η σημερινή Ε.Ε βρίσκεται σε βαθιά παρακμή και σήψη, ότι είναι ένας κοινωνικός και οικονομικός – πολιτικός οργανισμός που πεθαίνει με αργούς και βασανιστικούς ρυθμούς. Και ότι στην αρρώστια αυτή δεν υπάρχει γιατρειά. Όσοι επομένως συνεχίζουν να μιλάνε για μια διαφορετική ΕΕ με δημοκρατία και ευημερία για τους λαούς της, ή βρίσκονται σε αδικαιολόγητη σύγχυση, ή εξαπατούν συνειδητά τους λαούς, προσπαθώντας να παρατείνουν τη ζωή ενός οργανισμού που βρίσκεται σε προχωρημένη αποσύνθεση.

Για τα λαϊκά στρώματα της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένας μόνο δρόμος υπάρχει. Αυτός της δημιουργίας του Κοινωνικού – Πολιτικού Μετώπου πάλης σε Αντιμονοπωλιακή – Αντιιμπεριαλιστική – Δημοκρατική κατεύθυνση,  για την αποδέσμευση από την ΕΕ, τη μεγάλη αυτή φυλακή των ευρωπαϊκών λαών. Αίτημα το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο με τη σοσιαλιστική προοπτική του κάθε λαού.

Ο Σοσιαλισμός είναι η απάντηση στη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας