Εργατικός Αγώνας

Η ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης

του Γιώργου Πετρόπουλου.

«Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: Μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Οπου είχε κράτος κι εξουσία η Ανοιξη».

Οδυσσέας Ελύτης1

Από τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα το ζήτημα της επιστράτευσης ελληνικού πληθυσμού για τη χρησιμοποίησή του έμμεσα ή άμεσα υπέρ των πολεμικών σκοπών του άξονα απασχόλησε τόσο τις κατοχικές δυνάμεις όσο και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Δύο περίπου μήνες από την πτώση της Αθήνας ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης των κουίσλιγκ, υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου, πρότεινε απευθείας στους Γερμανούς το σχηματισμό ελληνικής λεγεώνας που θα πολεμούσε στο πλευρό των γερμανικών στρατευμάτων και κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως προκύπτει από τα γερμανικά αρχεία, στις 14 του Ιούλη του 1941 ο επιτετραμμένος της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα φον Γκρέβενιτς τηλεγραφούσε στο Βερολίνο, στον πρεσβευτή Αλτενμπουργκ, που εκείνες τις μέρες βρισκόταν στη γερμανική πρωτεύουσα, τα παρακάτω: «Ο Έλληνας υπουργός Εθνικής Άμυνας γερμανόφιλος στρατηγός Μπάκος μου ανακοίνωσε σήμερα, ότι η ιδέα συγκροτήσεως λεγεώνας με Έλληνες, που θα πολεμήσουν κατά της Ρωσίας, βρίσκει απήχηση σε ευρείς κύκλους του λαού. Σαν υπουργός του πολέμου επιθυμεί να πάρει αυτή την υπόθεση στα χέρια του…»2. Η πρόταση Μπάκου δεν έμελλε τότε να καρποφορήσει για πολλούς λόγους, ένας εκ των οποίων ήταν και η άρνηση της Ιταλίας να δεχτεί τη συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων στο πλευρό του άξονα, φοβούμενη προφανώς ότι αυτό θα επηρέαζε αρνητικά τους δικούς της σχεδιασμούς στο ελληνικό έδαφος. Πάντως, οι κουίσλιγκ δεν έπαψαν ούτε στιγμή να βρίσκονται σε ετοιμότητα προς εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού και για το λόγο αυτό, τη στρατολογία δηλαδή των Ελλήνων για τους πολεμικούς σκοπούς του φασισμού, δεν άργησαν να συγκροτηθούν και οι πρώτες φασιστικές οργανώσεις. Τέτοιες οργανώσεις ήταν η ΟΕΔΕ (Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος), ΕΣΠΟ (Εθνική Σοσιαλιστική Πολιτική Οργάνωσις) κ.ά.3.

Η απειλή της επιστράτευσης επανέρχεται

Από τις αρχές του ’43 το ζήτημα της επιστράτευσης απέκτησε επείγουσα σημασία για τους χιτλερικούς, δεδομένου ότι οι απώλειές τους στο σοβιετογερμανικό μέτωπο ήταν πολύ μεγάλες. Η χειμερινή επίθεση του Κόκκινου Στρατού είχε στεφθεί με επιτυχία και είχε κορυφωθεί με τη νίκη στο Στάλινγκραντ το Φλεβάρη του ’43, με αποτέλεσμα τα γερμανικά στρατεύματα να χρειάζονται νέες δυνάμεις που μπορούσαν να αναζητηθούν στις κατακτημένες χώρες ή με την αποδέσμευση γερμανικών δυνάμεων που απασχολούνταν στα μετόπισθεν στον τομέα της παραγωγής ως εργάτες, υπό την προϋπόθεση ότι την εργατική τους δύναμη στα εργοστάσια θα αναπλήρωνε επιστρατευμένη εργατική δύναμη από τις χώρες που βρίσκονταν υπό κατοχή.

Στις 30 του Γενάρη του 1943 ο αντιστράτηγος Αλεξάντερ Λερ, στρατιωτικός διοικητής των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων ΝΑ Ευρώπης, εξέδωσε μία διαταγή η οποία μεταξύ άλλων έγραφε4:

«1. (…) Κάθε κάτοικος της Ελλάδας ηλικίας 16-45 χρόνων είναι υποχρεωμένος, όταν το απαιτήσουν οι συνθήκες, να αναλάβει δουλιά για γερμανικές ή ιταλικές υπηρεσίες που του υποδείχτηκε. Ανδρικές εργατικές δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να εργαστούν κι έξω από τον μόνιμο τόπο κατοικίας τους, αν χρειαστεί σε κοινότητες στρατοπέδευσης. 2. Η πρόσκληση για την ανάληψη της δουλιάς γίνεται άμεσα από τις γερμανικές υπηρεσίες ή μέσω των εντεταλμένων απ’ αυτές ελληνικών υπηρεσιών, ιδιαίτερα των επιθεωρήσεων εργασίας και των δημάρχων… 4. Όποιος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις παραγράφους 1 και 2 τιμωρείται με χρηματική ποινή απεριορίστου ύψους, φυλάκιση ή ειρκτή ή με στρατόπεδο αναγκαστικής εργασίας».

Το ζήτημα ήταν πάρα πολύ σοβαρό. Οι κάτοικοι της χώρας υποχρεώνονταν – εφόσον εφαρμοζόταν η διαταγή – να παρέχουν στις δυνάμεις κατοχής υπηρεσίες αδιευκρίνιστου περιεχομένου, χωρίς να αποκλείεται η χρησιμοποίησή τους για εργασία εκτός Ελλάδας.

Στις 19 του Φλεβάρη του ίδιου έτους ο Γκέμπελς δήλωνε: «Ο γερμανικός λαός δίνει το αίμα του, η υπόλοιπη Ευρώπη ας δώσει την εργασία της». Την επομένη, 20 του μηνός, στη γερμανική εκπομπή για την Ελλάδα υπήρχε η εξής ανακοίνωση: «Ο αρχηγός του τρίτου Ράιχ, Αδόλφος Χίτλερ, εκτιμών την γενναιότητα του ελληνικού λαού, την οποίαν επέδειξεν εις το πεδίον της μάχης, επιθυμεί να έχει τούτον συμπαραστάτην του εις την ιστορικήν πορείαν την οποίαν εχάραξεν διά την δημιουργίαν ενός νέου κόσμου και ζητεί προς τούτο την βοήθειάν του η οποία πρέπει να εκδηλωθή κατά τρόπον ενεργητικόν και θετικόν»5.

Οι παραπάνω δηλώσεις φανέρωναν πως δεν ήταν πολύ μακριά η στιγμή που η επιστράτευση θα αποτελούσε, πλέον, γεγονός. Κι όντως, δεν άργησε να γίνει κάτι τέτοιο. Το σχετικό διάταγμα της επιστράτευσης, στηριγμένο στη διαταγή του αντιστρατήγου Αλεξάντερ Λερ, προέβλεπε την επιστράτευση Ελλήνων πολιτών για εργασία στην υπηρεσία των κατακτητών. Επρόκειτο για την αποκαλούμενη εργατική επιστράτευση, συνέχεια της οποίας, φυσικά, θα ήταν η αποστολή επιστρατευμένων Ελλήνων εκτός συνόρων της Ελλάδας. Το διάταγμα, που έφερε την υπογραφή του στρατηγού Σπάιντελ, έλεγε:

«ΔΙΑΤΑΞΙΣ

30 Ιανουαρίου 1943

Περί γενικής υποχρεωτικής εργασίας του ελληνικού πληθυσμού

Επί τη βάσει της υπό του Φύρερ και Ανωτάτου Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων χορηγηθείσης μοι εξουσιοδοτήσεως διατάσσω τα ακόλουθα:

Αρθρον 1ον. Εκαστος κάτοικος της Ελλάδος, ηλικίας από 16 μέχρι 45 ετών είναι υποχρεωμένος, εάν το απαιτήσουν αι περιστάσεις, ν’ αναλάβη υποδεικνυομένην εις αυτόν εργασίαν διά γερμανικάς ή ιταλικάς υπηρεσίας. Ιδίως είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζεται με ακρίβειαν εις την εργασίαν, να τηρή τας ώρας εργασίας και να παρέχη απόδοσιν εργασίας, ανταποκρινομένην προς τας σωματικάς του δυνάμεις. Οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται έξω του τόπου της μονίμου κατοικίας των συγκεκροτημένοι εις συμβιωτικάς ομάδας στρατοπέδου, εάν απαιτηθή το τοιούτον.

Αρθρον 2ον. Η πρόσκλησις προς ανάληψιν εργασίας γίνεται υπό των γερμανικών αρχών απ’ ευθείας ή υπό των εντεταλμένων προς τούτο ελληνικών αρχών, ιδίως, Επιθεωρήσεων εργασίας, δημάρχων.

Αρθρον 3ον. Αι γερμανικαί υπηρεσίαι παρέχουν ανάλογον προς τας συνθήκας αποζημίωσιν και, εφ’ όσον τούτο είναι δυνατόν, και τροφήν.

Αρθρον 4ον. Ο μη συμμορφούμενος προς τας εκ των άρθρων 1 και 2 απορρέουσας υποχρεώσεις, τιμωρείται με: 1) χρηματικήν ποινήν απεριορίστως ή 2) φυλάκισιν ή ειρκτήν ή 3) στρατόπεδον καταναγκαστικών έργων.

Αρθρον 5ον. Η παρούσα διάταξις τίθεται εν ισχύι από της ημέρας της κοινοποιήσεως αυτής.

Εφ’ όσον έχουν εκδοθεί υπό υφισταμένων υπηρεσιών όμοιαι διατάξεις διά περιοχάς της αρμοδιότητος αυτών, αντικαθίστανται υπό της παρούσης.

Το άρθρον 2 δεν ισχύει διά τον διοικητήν του φρουρίου της Κρήτης

Ο Ανώτερος Στρατιωτικός Διοικητής της Νοτιανατολικής εντεταλμένος ταυτοχρόνως με την αρχηγίαν του στρατού»6.

Η οργάνωση της αντίστασης

Όταν το διάταγμα στάλθηκε, το βράδυ της 22ης του Φλεβάρη, για να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, οι οργανώσεις των εργατοϋπαλλήλων του Εθνικού Τυπογραφείου ειδοποίησαν την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ7. Έτσι το ΕΑΜικό κίνημα βρέθηκε σε ετοιμότητα ούτως ώστε να αποτρέψει τον τεράστιο κίνδυνο που απειλούσε το λαό.

Όλες οι ΕΑΜικές εφημερίδες ξεκίνησαν καμπάνια ενημέρωσης, το ίδιο και οι ΕΑΜικές οργανώσεις, από τη νεο-ιδρυμένη ΕΠΟΝ ως το Εργατικό ΕΑΜ, που έπαιξε κορυφαίο ρόλο στην κινητοποίηση των εργαζομένων.

Η μάχη ενάντια στη χιτλερική επιστράτευση άρχισε με τη συντονισμένη απεργία και διαδήλωση στις 24 του Φλεβάρη, όταν οι εργατοϋπάλληλοι σταμάτησαν την εργασία τους και χιλιάδες λαού κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνας για να διαδηλώσουν μπροστά στο πολιτικό γραφείο του κατοχικού πρωθυπουργού, Κ. Λογοθετόπουλου, στο Εργατικό Κέντρο και στο υπουργείο Εργασίας.

Η ορμή του λαού ήταν ασυγκράτητη εκείνη τη μέρα, όπως άλλωστε και τις επόμενες. Ομάδες διαδηλωτών εισέβαλαν στα παλαιά ανάκτορα και κατέκλυσαν τα κυβερνητικά γραφεία, ενώ ο κύριος όγκος της διαδήλωσης κατευθύνθηκε στο υπουργείο Εργασίας – που τότε ήταν στη διασταύρωση των οδών Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα. «Στη διαδήλωση – γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας8 – πήραν μέρος 60-70 χιλιάδες αθηναϊκού λαού. Οταν αυτή έφτασε έξω από το υπουργείο Εργασίας μίλησαν αντιπρόσωποι του ΕΑΜ. Ανάμεσά τους και η ΕΠΟΝίτισσα Νίκη (πριν μία μέρα είχε ιδρυθεί η ΕΠΟΝ), η πρώτη ομιλήτρια της ΕΠΟΝ που ενθουσίασε τους νέους».

Μετά τις ομιλίες οι διαδηλωτές κατέλαβαν το υπουργείο κι έβαλαν φωτιά στα αρχεία του με τους καταλόγους των υποψηφίων προς επιστράτευση. Αυτό ήταν η αρχή. Την άλλη μέρα το πρωί ο «Ριζοσπάστης» σε έκτακτη έκδοσή του καλούσε το λαό να συνεχίσει τον αγώνα για να ματαιώσει τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης. Στο κύριο άρθρο της εφημερίδας, υπό τον τίτλο «Κάτω η πολιτική επιστράτευση!» αναφερόταν χαρακτηριστικά:

«Η χθεσινή μαχητική διαδήλωση της Αθήνας, που εκφράζει πιστότατα το φρόνημα ολάκερου του ελληνικού λαού, ανεβάζει τον ελευθερωτικό αγώνα του σε ανώτερο σκαλοπάτι. Ο αγώνας αυτός είναι κείνος που έδωσε στο λαό μας ψωμί, που ματαίωσε ως τώρα την επιστράτευση. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος να ματαιώσει τα δολοφονικά σχέδια των τυράννων μας. Αυτοί με τη βοήθεια των εξωμοτών Λογοθετόπουλων, μη έχοντας άλλο δρόμο δεν θα παραιτηθούν από τα σχέδιά τους. Θέλουν να πεθάνουμε δούλοι για να τους δώσουμε τη νίκη. Κερδίσαμε μια μάχη, μα ο κίνδυνος της επιστράτευσης παραμένει απειλητικός. Χρέος, λοιπόν, του λαού είναι όχι μόνο να μη λύσει την επιφυλακή του, παρά να την εντείνει ακόμα πιο πολύ!»9.

Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν απεργίες εργαζομένων, υπαλλήλων του δημοσίου (όπως των υπαλλήλων της Τηλεφωνικής Εταιρίας) ενώ η νεολαία έδωσε το δικό της ξεχωριστό «παρών» με τους μαθητές στην πρώτη γραμμή, οι οποίοι συνέχιζαν την πολυήμερη αποχή τους από τα σχολεία, που την είχαν αρχίσει στις 22 του Φλεβάρη.

Στις 25 του Φλεβάρη – γράφει ο Π. Ανταίος10 – συνεχίστηκαν οι συγκεντρώσεις κατά ομάδες σχολείων. Το απόγευμα μετά από συγκέντρωση 6-7 σχολείων στο λόφο του Παγκρατίου τα παιδιά ξεκίνησαν τραγουδώντας τον ύμνο με συνθήματα κατά της επιστράτευσης, κρατώντας σε συναγερμό τη γειτονιά. Τότε τους ρίχτηκαν οι “γκλοριόζοι” με προτεταμένα τα περίστροφα και με φωνές – βία! βία! Μπροστά προχωρούσε ο μικρός μαθητής του 5ου Γυμνασίου Γιάννης Δρακόπουλος. Οι καραμπινιέροι ρίχτηκαν με λύσσα απάνω του μα το παιδί δε δείλιασε. Τότε τον πυροβόλησαν. Το αγόρι έπεσε στο δρόμο πληγωμένο βαριά. Τα άλλα παιδιά όρμησαν ασυγκράτητα πάνω στους Ιταλούς φασίστες που το ‘βαλαν στα πόδια ντροπιασμένοι. Το ίδιο βράδυ στο Πολιτικό Νοσοκομείο που τον είχαν μεταφέρει, ο μικρός αγωνιστής ξεψύχησε. Ο πρώτος νεκρός μαθητής της Αντίστασης. Στις 26 του Φλεβάρη, μέρα Σάββατο, οι μαθήτριες της “Λεύτερης Νέας”, ΕΠΟΝίτισσες τώρα, πήγαν συνταγμένες στο σπίτι του Δρακόπουλου στην οδό Ερεσού, κρατώντας στις αγκαλιές τους τα πρώτα λουλούδια της Άνοιξης. Ο κόσμος είχε βγει στα παράθυρα κι έκλαιγε. Άλλοι μαθητές εκείνη τη μέρα έγραψαν σε πολλά σημεία της οδού Ερεσού: Οδός Γιάννη Δρακόπουλου».

Κάθε μέρα η κατάσταση γινόταν όλο και πιο τεταμένη κι ο λαός αντί να κάμπτεται, μέρα με τη μέρα πολλαπλασίαζε τις εκδηλώσεις αντίδρασής κατά του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. Έτσι το καθεστώς της ξένης κατοχής κατέφυγε ανοιχτά στη βία. Ο κατοχικός υπουργός Εσωτερικών, Α. Ταβουλάρης, ανακοίνωσε ότι οι συγκεντρώσεις θα διαλύονται με τη χρήση όπλων, το ιταλικό φρουραρχείο προειδοποιούσε ότι οι διαδηλωτές θα τιμωρούνταν με βαρύτατες ποινές και η γερμανική διοίκηση σε μια προσπάθεια να σπείρει τον τρόμο πραγματοποίησε στις 3 του Μάρτη παρέλαση μιας θωρακισμένης ταξιαρχίας. Λίγες ώρες μετά ο λαός και η νεολαία θα έδιναν σ’ όλους αυτούς ένα μοναδικό μάθημα. Η δυναμική αναμέτρηση πραγματοποιήθηκε στις 5 του Μάρτη.

Η 5η του Μάρτη

«Η Επιτροπή Πόλης της ΚΟΑ – γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας11 – είχε την πληροφορία ότι στις 5 του Μάρτη 1943 ο Λογοθετόπουλος θα αναγγείλει επίσημα από το ραδιοφωνικό σταθμό ότι αποφασίστηκε η πολιτική επιστράτευση. Η ΕΠ της ΚΟΑ, που συνεδρίασε το πρωί της 4 του Μάρτη, αποφάσισε να απαντήσει επίσημα στους κατακτητές με την παλλαϊκή πανεθνική διαδήλωση της Αθήνας. Ο Νίκος Πλουμπίδης, μέλος τότε του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, έκανε την εισήγηση-πρόταση στη συνεδρίαση αυτή της ΕΠ της ΚΟΑ και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην οργάνωση και καθοδήγηση της ιστορικής διαδήλωσης της 5ης του Μάρτη 1943». Χωρίς αργοπορία, τα όργανα του αντιστασιακού κινήματος, οι ΕΑΜικές οργανώσεις, οι οργανώσεις του Εργατικού ΕΑΜ, της Πανυπαλληλικής, οι οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ κινητοποιήθηκαν για να ξεσηκώσουν το λαό. Ηδη από τις κινητοποιήσεις των προηγούμενων ημερών φαινόταν πως το σύνθημα της γενικής απεργίας είχε ωριμάσει σ’ όλη την κατεχόμενη Ελλάδα και σε σύσκεψη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με τους γραμματείς των Οργανώσεων Αθήνας- Πειραιά, αφού έγιναν οι σχετικές με την κατάσταση διαπιστώσεις, δόθηκε η ανάλογη κατεύθυνση: Γενική πολιτική απεργία και παλλαϊκή διαδήλωση για τις 5 του Μάρτη με κεντρικό αίτημα τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης. «Από το μεσημέρι της Τρίτης 4 του Μάρτη – γράφει ο Ν. Πλουμπίδης σε σημείωμά του γραμμένο μέσα στη φυλακή στις 5/3/1954 – δεκάδες χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές βρίσκονταν σε πυρετώδη κίνηση. Τα τυπογραφεία και οι πολύγραφοι δούλευαν αδιάκοπα. Πλακάτ, σημαίες, συνθήματα ετοιμάστηκαν. Τα σχέδια πορείας του κάθε κλάδου καταστρώθηκαν. Χιλιάδες προκηρύξεις και τρυκ μοιράστηκαν. Οι συνδέσεις των διαφόρων κρίκων κανονίστηκαν. Τα χωνιά τότε εφευρέθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή. Όλοι οι τομείς, όλα τα γρανάζια της πολύπλοκης και πολύπλευρης μηχανής τέθηκαν σε κίνηση κι άρχισαν ταχύτατα και κανονικά»12.

Στις 5 του Μάρτη ξέσπασε η θύελλα. Η γενική απεργία υπήρξε καθολική. Ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά βρίσκεται στους δρόμους. Τα πλακάτ υψώνονται με σύνθημα «Κάτω η επιστράτευση!». Οι δρόμοι γεμίζουν με χιλιάδες προκηρύξεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Ο «Ριζοσπάστης» εκείνη τη μέρα θα κυκλοφορήσει δύο φορές καλώντας το λαό σε συναγερμό έως τη νίκη.

Οι διαδηλωτές, που υπολογίζονται πάνω από 300 χιλιάδες, κατέλαβαν και πάλι το υπουργείο Εργασίας κι έκαψαν τις καταστάσεις εργατών που ήταν για επιστράτευση. Ο «Ριζοσπάστης» σε έκτακτη έκδοσή του την επομένη δίνει το κλίμα γράφοντας: «Αξέχαστος θα μείνει ο χθεσινός εθνικός συναγερμός του λαού μας στην Αθήνα και τον Πειραιά για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης. Κυριολεκτικά δεν έμεινε άνθρωπος που έτσι είτε αλλιώς να μην πήρε μέρος. Οι εργάτες σταμάτησαν τις δουλειές, ενώθηκαν με τους απεργούς δημοσίους υπαλλήλους. Οι καταστηματάρχες κλείσανε τα μαγαζιά και όλοι οι Έλληνες ξεχύθηκαν από το πρωί στο δρόμο κουρελιάζοντας τις απαγορεύσεις των κατακτητών και των Λογοθετόπουλου-Ταβουλάρη… Από την πλατεία Κάνιγγος ίσαμε το δημαρχείο κι από το δημαρχείο ίσαμε το Σύνταγμα, από το Σύνταγμα ίσαμε το υπουργείο Εργασίας και μέχρι την Πλατεία Βάθης, σ’ όλο αυτό τον τεράστιο χώρο – αληθινό θέατρο επιχειρήσεων – ατέλειωτες φάλαγγες διαδηλωτών εκινούνταν κι επάλευαν κι εσυγκρούονταν. Ασύλληπτες σκηνές μεγαλείου! Κατακτητές και προδότες, τάγματα καραμπινιέρων, λόχοι της Γκεστάπο, όλες οι δυνάμεις της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας με αφάνταστη αγριότητα προσπαθούσαν να διαλύσουν τις διαδηλώσεις. Μα ο ασυγκράτητος χείμαρρος παρέσυρε κάθε εμπόδιο. Οι ζώνες των αστυνομικών, ντόπιων και ξένων, έσπαζαν η μία ύστερα από την άλλη. Κι από παντού ξεμύτιζαν διαδηλώσεις. Οι αντλίες στάθηκαν ανίκανες να μετακινήσουν τους ακίνητους όγκους της ανθρωποθάλασσας. Και χρησιμοποιήθηκαν όλα τα σύνεργα του θανάτου. Θωρακισμένα αυτοκίνητα, τανκς, πολυβόλα, όλμοι, χειροβομβίδες, τουφέκια, περίστροφα. Πάνω από μία ώρα άνοιξαν θεριστική βολή σ’ όλο το χώρο από την οδό Σταδίου – πλατεία Κάνιγγος – υπουργείο Εργασίας – πλατεία Βάθης. Βαρούσαν στον ψαχνό με λύσσα ύαινας. Πολλά, πάρα πολλά τα θύματα»13. Ο «Ριζοσπάστης», σ’ αυτή την έκτακτη έκδοση μιλούσε για 12 νεκρούς και πάνω από εκατό τραυματίες. Λίγες μέρες αργότερα στη δική της έκδοση η εφημερίδα του ΕΑΜ «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ» έδινε τον εξής απολογισμό14: «Οι δρόμοι της Αθήνας και του Πειραιά βάφτηκαν με αίμα. Κορμιά παλικαριών σωριάστηκαν κάτω. Δεκαεφτά νεκροί και εκατόν εξήντα πληγωμένοι καθιέρωσαν ακόμα μια φορά το αναφαίρετο της ζωής και της ελευθερίας ενός λαού που ξέρει να αγωνίζεται και να θυσιάζεται γι’ αυτό και το επισφράγισαν ακόμα μία φορά με τη σφραγίδα του αίματος». Οι υπολογισμοί αυτοί όσον αφορά στις απώλειες των διαδηλωτών δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Νεότεροι, μάλιστα, μελετητές – μη προσκείμενοι στην ΕΑΜική πλευρά – αναφέρουν ότι οι νεκροί υπερέβαιναν τους 18 και οι τραυματίες υπολογίζονταν σε 13515.

Στη μάχη της 5ης του Μάρτη ξεχωριστή ήταν η παρουσία της ΕΠΟΝ, που της ανήκει μεγάλο μερίδιο από τη νίκη. «Στις διαδηλώσεις στις 5 του Μάρτη – γράφει η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ στο πρώτο της φύλλο16 – είχαμε άπειρα παραδείγματα της μαχητικότητας, του ηρωισμού, της αυτοθυσίας της νέας γενιάς». Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας αναφέρονται θύματα που είχε η ΕΠΟΝ στη διαδήλωση ενώ εκφράζεται η εξής εκτίμηση για τη δράση της οργάνωσης σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα κατά της πολιτικής επιστράτευσης: «24 Φλεβάρη και 5 Μάρτη! Να δύο ημερομηνίες που θα μείνουν ιστορικές. Κι αξέχαστες. Δυο μέρες που ο αθηναϊκός και πειραιώτικος λαός με τα νιάτα του αγωνίστηκε και σάρωσε τα σχέδια των καταχτητών και επέβαλε τη θέλησή του. Η νέα γενιά συμμετείχε σε πρωτοφανή όγκο και μαχητικότητα σ’ αυτές τις μάχες. Η 5 του Μάρτη ακόμα αποτέλεσε το πρώτο βάφτισμα της “Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων”, ΕΠΟΝ. Μια μεγάλη διαδήλωση νέων κοριτσιών και παιδιών διέσχισε τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας με κραυγές “ΚΑΤΩ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ – ΕΠΟΝ, ΕΠΟΝ”».

Παρόμοιος λαϊκός ξεσηκωμός με αυτόν της Αθήνας και του Πειραιά πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στην Καλαμάτα, στη Σπάρτη, στην Κόρινθο και αλλού. Επρόκειτο για πραγματική πανελλαδική λαϊκή εξέγερση που είχε ως αποτέλεσμα η επιστράτευση τελικά να ματαιωθεί.

Τα μεσάνυχτα 5 προς 6 του Μάρτη ένα αυτοκίνητο της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα παρέδωσε στις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν νόμιμα και υπό τον έλεγχο των δυνάμεων κατοχής μια χαρακτηριστική ανακοίνωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού, ο οποίος αναλάμβανε – ύστερα από συνεννόηση με τις γερμανικές αρχές κατοχής – να κατευνάσει τη λαϊκή έκρηξη, διαβεβαιώνοντας ότι θέμα πολιτικής επιστράτευσης δεν υπήρχε17. Διαβεβαίωση ότι «η επιστράτευσις αυτή δεν πρόκειται να γίνη» έδωσε και ο κουίσλιγκ Λογοθετόπουλος. Ο άνθρωπος που από το Νοέμβρη του 1942, όπως ο ίδιος παραδέχεται στα απομνημονεύματά του18, διαπραγματευόταν με τους κατακτητές τους όρους της πολιτικής επιστράτευσης, το απόγευμα της 6ης του Μάρτη 1943 δήλωνε στον Τύπο: «Η κομμουνιστική οργάνωσις ΕΑΜ, παρασύρασα δυστυχώς και πολλούς δημοσίους υπαλλήλους και φοιτητάς, μη εισακούσαντας τας θερμάς μου συστάσεις, προκάλεσεν αναρχικάς συγκεντρώσεις ανά την πόλιν με σκοπόν να παρακωλύση την ελευθέραν κίνησιν και λειτουργίαν των δημοσίων καταστημάτων και του εμπορίου. Το αποτέλεσμα της άφρονος αυτής ενεργείας υπήρξεν η σύγκρουσις των τρομοκρατικών ομάδων με τα όργανα της τάξεως, τα οποία εκτελούντα τας δοθείσας αυστηράς εντολάς της κυβερνήσεως επανέφερον την τάξιν. Υπάρχουν, δυστυχώς, θύματα και πολλοί τραυματίαι. Διεπιστώθη ότι οι προκαλέσαντες τας χθεσινάς ταραχάς λεηλάτησαν καταστήματα, εισέδυσαν μέχρι και ιδιωτικών κατοικιών, τρομοκρατήσαντες τους ενοίκους… Αι αναρχικαί αυταί συγκεντρώσεις… οργανώθησαν με την πρόφασιν διαμαρτυρίας εναντίον της πολιτικής επιστρατεύσεως. ΕΔΗΛΩΣΑ ΗΔΗ ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΛΑΟΝ ΟΤΙ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΓΙΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΣΤΑΛΟΥΝ ΠΡΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΝ ΕΞΩ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»19. Ηταν φανερό πως κάτω από τη λαϊκή έκρηξη ο εχθρός υποχωρούσε ατάκτως ελπίζοντας προφανώς ότι θα είχε την ευκαιρία, σε ευνοϊκότερες συνθήκες στο μέλλον, να επανέλθει στα σχέδιά του. Δεν το κατάφερε ποτέ.

1. Οδυσσέα Ελύτη: «Ποίηση», εκδόσεις «Ικαρος», σελ. 149. Οι στίχοι που παρατίθενται εδώ προέρχονται από το «Αξιον Εστί»

2. Βάσου Μαθιόπουλου: «Η ελληνική Αντίσταση (1941-1944) και οι “Σύμμαχοι” όπως καταξιώνεται από τα επίσημα γερμανικά αρχεία», εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 74-75

3. Π. Ρούσου: «Η Μεγάλη Πενταετία», τόμος Α΄ σελ. 277 κ.α.

4. Μάρτιν Ζέκεντορφ: «Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό – Ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 165

5. «Ιστορία της Αντίστασης 1940- ’45», εκδόσεις ΑΥΛΟΣ, τόμος 2ος, σελ. 676

6. «Ριζοσπάστης» 3/3/1943, «Ριζοσπάστης περίοδος 1941-1945 – Κατοχή-Δεκεμβριανά», Εκδόσεις «Ριζοσπάστης»-«Σύγχρονη Εποχή», σελ. 65. Επίσης, Τ. Βουρνά: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1940-1945», εκδόσεις Τολίδη, σελ. 264-265, Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τόμος Α΄ σελ. 292-293 κ.α. Στο προαναφερόμενο φύλλο του «Ριζοσπάστη» της Κατοχής αναφέρεται ότι το διάταγμα για την πολιτική επιστράτευση πρωτοδημοσιεύτηκε στον Τύπο της Θεσσαλονίκης στις 13/2/1943.

7. Σπ. Κωτσάκη: «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 106

8. Β. Μπαρτζιώτα: «Η Εθνική αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 122

9. «Ριζοσπάστης» 25/2/1943, «Ριζοσπάστης περίοδος 1941-1945 – Κατοχή-Δεκεμβριανά», Εκδόσεις «Ριζοσπάστης»-«Σύγχρονη Εποχή», σελ. 63

10. Πέτρος Ανταίος: «Συμβολή στην ιστορία της ΕΠΟΝ», εκδόσεις Καστανιώτη, τόμος β΄ σελ. 29

11. Β. Μπαρτζιώτα, στο ίδιο σελ. 123

12. «Ριζοσπάστης» 5/3/1978

13. «Ριζοσπάστης» 6/3/1943, στο ίδιο, σελ. 67

14. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ, αρ. φύλλου 14, 12 του Μάρτη 1943

15. Σπύρου Γασπαρινάτου: «Η Κατοχή», εκδόσεις Σιδέρη, τόμος 1ος, σελ. 344

16. ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ, 22/3/1943, ανατύπωση «Ρ», 23/2/2003

17. Ηλία Βενέζη: «Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός – Οι χρόνοι της δουλείας», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», σελ. 259

18. Κ. Λογοθετόπουλου: «Ιδού η Αλήθεια», Αθήνα 1948

19. Εφημερίδες 7/3/1943.


Αρχική δημοσίευση: Ριζοσπάστης, Κυριακή 22 Φλεβάρη 2004

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας