Εργατικός Αγώνας

Για τη μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων

Γράφει η Δώρα Μόσχου.

Βρισκόμαστε στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο 18ος έχει τελειώσει με τη συντριβή των ελπίδων που γέννησε στους λαούς του κόσμου η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση: η Επανάσταση, που με τον πληβειακό ενθουσιασμό των μεγάλων λαϊκών μαζών, γκρέμισε τις φεουδαρχικές δομές και τους φεουδαρχικούς θρόνους. Όμως, η ήττα της πιο επαναστατικής, ριζοσπαστικής μερίδας της, των γιακωβίνων, στα 1794, κατέδειξε τα ιστορικά όρια της αστικής τάξης που υπήρξε η πρωτοπορία της επανάστασης και αποτέλεσε το πρώτο επεισόδιο στην προσπάθεια των αντιδραστικών δυνάμεων της εποχής να ξαναπάρουν την εξουσία.

Παρόλο που ο Ναπολέων, παιδί της επανάστασης, είχε προδώσει τα ιδανικά της με τη στέψη του σαν αυτοκράτορας, η ήττα του στο Βατερλώ, στα 1815, αποτελεί την ιστορική ρεβάνς των αντιδραστικών αυτών δυνάμεων. Οι τρεις χώρες – προπύργια της φεουδαρχίας στην Ευρώπη (Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία) ιδρύουν την «Ιερά Συμμαχία»: έναν αντεπαναστατικό οργανισμό που χαρακτηρίζει τα λαϊκά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της εποχής ως «εκπορευόμενα από το Σατανά» και επιβάλλει την καταστολή κάθε είδους εξέγερσης. Στη Συμμαχία αυτή, θα συμμετάσχει αργότερα και η «δημοκρατική» (υπό την έννοια ότι είχε κοινοβουλευτικό πολίτευμα) Αγγλία και η Γαλλία, στην οποία επιβάλλεται ξανά η μοναρχία.

«Το Αύριο όμως εκτελεί ανεμπόδιστα τη δουλειά του και την εκτελεί από σήμερα.», όπως γράφει ο μεγάλος Βίκτωρ Ουγκώ. Οι κοινωνικές δυνάμεις που ωριμάζουν και απελευθερώνονται με τη Γαλλική Επανάσταση δεν έχουν πάψει να υπάρχουν και να δρουν στα υπόγεια της ιστορίας, ακόμα και μέσα σ` αυτό το διεθνές περιβάλλον όπου «όλα τάσκιαζ` η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Κοινωνικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα εξακολουθούν να εκδηλώνονται στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο: στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην υπό ισπανική κυριαρχία Λατινική Αμερική. Ένα όμως μόνο από αυτά θα κατορθώσει να νικήσει και να επιβάλει το ιστορικό του δίκαιο, στο όνομα των λαών και των εθνών του κόσμου: αυτό που θα εκδηλωθεί στις παρυφές της Ευρώπης, με φορέα ένα λαό που έχτισε την εθνική του αυτοσυνειδησία ανάμεσα σε δυο ξένους αφεντάδες και σ` ένα χώρο κατάφορτο από ιστορικές μνήμες, ανάμεσα στην ανατολή και στη δύση, ανάμεσα στην Ιωνία και στο Ιόνιο: η μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων.

Το ελληνικό έθνος διαμορφώνεται μέσα στις συνθήκες της κατάκτησης του ελλαδικού χώρου από δύο επικυρίαρχους, τους οθωμανούς τούρκους και τους λατίνους (δηλαδή τους δυτικοευρωπαίους), φράγκους, γενοβέζους, κυρίως βενετούς. Μεγάλωσε «ανάμεσα στην Πόλη και τη Βενετιά», στις δυο μυθικές πόλεις που με το όραμά του πλούτου τους νανούριζαν οι μανάδες τα παιδιά τους για αιώνες. Μεγάλωσε όμως και με τις πλούσιες ιστορικές μνήμες του ελλαδικού χώρου, με την ελληνική γλώσσα, φορέα παλαιότατου πολιτισμού, στην εξελιγμένη λαϊκή της μορφή. Μεγάλωσε ακόμη με την αίσθηση της «διαφορετικότητας» από τους επικυρίαρχους, που αποτυπωνόταν στη θρησκεία –στον οθωμανοκρατούμενο χώρο– και στο δόγμα, στις υπό βενετική κυριαρχία περιοχές.

Με άλλους όρους, αλλά με την ίδια σκληρότητα, οι δυο επικυρίαρχοι θα αναμετρηθούν για αιώνες πάνω στο σώμα της Ελλάδας, θα λεηλατήσουν, θα επιβάλουν φεουδαρχικά δεσμά, θα εισπράξουν δεκάτες και χαράτσια. Ταυτόχρονα όμως, στις οθωμανοκρατούμενες χώρες, δημιουργούνται αντικειμενικά οι προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στην εθνική αυτοσυνειδησία και χειραφέτηση, κυρίως μέσα από την ανάπτυξη αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων, του εμπορίου και της ναυτιλίας που βρισκόταν, σχεδόν αποκλειστικά, στα χέρια των ελλήνων. Οι έλληνες έμποροι και καραβοκύρηδες διασχίζουν τους θαλασσινούς δρόμους αλλά και τους δρόμους των ορεινών καραβανιών, για να μεταφέρουν εμπορεύματα στη δύση και ιδέες στην Ελλάδα: ιδέες που βοηθούσαν να ωριμάσει το αίτημα της χειραφέτησης του έθνους. Οι ίδιες ιδέες θα βρουν απήχηση και στους αγροτικούς πληθυσμούς, που πάνω τους βαραίνει όλο το πλέγμα των εθνικών και κοινωνικών καταπιέσεων και εξαρτήσεων και, για τούτο, θα αποτελέσουν τη μαγιά και την αιχμή του δόρατος της επανάστασης.

Το αίτημα των ελλήνων για εθνική ελευθερία αποκρυσταλλώνεται στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, μέσα από τα κηρύγματα και τη δράση των ελλήνων διαφωτιστών, του Κοραή, του γιακωβίνου –και πρωτομάρτυρα– Ρήγα, του «Ανώνυμου Έλληνα» που άφησε παρακαταθήκη ένα ιδιαίτερα ριζοσπαστικό κείμενο, την «Ελληνική Νομαρχία» και που εικάζεται ότι είχε οργανωτική σχέση με το ιταλικό επαναστατικό κίνημα των Καρμπονάρων.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, ιδρύονται από έλληνες των παροικιών του εξωτερικού συνωμοτικές επαναστατικές εταιρείες, από τις οποίες ιστορικά σπουδαιότερη αποδεικνύεται η «Φιλική Εταιρεία», που προετοίμασε και οργάνωσε την Επανάσταση.

Το Φεβρουάριο του 1821, εκδηλώνεται η πρώτη απόπειρα για εξέγερση, υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Το κίνημά του θα συντριβεί μέσα σε λίγους μήνες από τον οθωμανικό στρατό. Η επανάσταση θα ξεσπάσει και θα εδραιωθεί το Μάρτη του ίδιου χρόνου, με κοιτίδα το Μοριά και, σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα απλωθεί και θα ριζώσει σε όλο το νότιο ελλαδικό χώρο. Στις λοιπές περιοχές του ελληνισμού, οι συνθήκες δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη και διατήρηση του επαναστατικού κινήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η επανάσταση των ελλήνων υπήρξε το πρώτο επαναστατικό γεγονός, μετά την ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας, που έδειξε από την αρχή ότι έχει τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί νικηφόρα. Για τούτο και στο πλευρό της τάχθηκαν εξ αρχής τα πιο ριζοσπαστικά πνεύματα της εποχής, διαμορφώνοντας ένα ισχυρό πολιτικό κίνημα με έντονα διεθνιστικά χαρακτηριστικά που, ακριβώς επειδή ο 19ος αιώνας είναι η εποχή της συγκρότησης της εθνικής ιδέας, πήγαινε ένα βήμα πιο μπροστά από τον καιρό του: τον φιλελληνισμό. Ταυτόχρονα όμως, μέσα στο ίδιο το σώμα του επαναστατημένου έθνους, οι διάφορες κοινωνικές του δυνάμεις, δεν μπήκαν στον αγώνα με τους ίδιους σκοπούς: τα παλαιά κοινωνικά στρώματα, μαζί και ο ανώτερος και ανώτατος κλήρος, δεμένα στενά με τα συστήματα ιεραρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επεδίωκαν να διατηρήσουν την εξουσία τους και στο υπό σύσταση κράτος. Αντίστοιχα, η πρωτοπόρα ιδεολογικά αστική τάξη, αφενός επεδίωκε τη συγκρότηση ενός συντάγματος κατά τα πρότυπα των γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων, αφ` ετέρου όμως, επεδίωκε τη στενή σύνδεση του υπό σύσταση κράτους με τη Μεγάλη Βρετανία, με την οποία τα μέλη της διατηρούσαν στενές οικονομικές σχέσεις. Τέλος, η αγροτιά, φτωχή και ακτήμων, μπήκε στην επανάσταση με «προίκα» την ένδεια και τον πληβειακό ενθουσιασμό της, το θάρρος και την απελπισία εκείνου που δεν έχει τίποτα να χάσει, αλλά μπορεί να κερδίσει τα πάντα. Το δικό της αίμα πότισε το δέντρο της ελευθερίας, ο δικός της αγώνας, αποκρυσταλλωμένος στα πρόσωπα της κλεφτουριάς και των καπεταναίων έχτισε το ελεύθερο ελληνικό κράτος και αποτυπώθηκε ως θρύλος στο λαϊκό υποσυνείδητο.

Η διαπάλη ανάμεσα στα κοινωνικά αυτά στρώματα βρίσκεται στη βάση των εμφυλίων πολέμων και των πολιτικών συγκρούσεων που ταλάνισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα την επανάσταση και όχι, οπωσδήποτε, κάποια υποτιθέμενη «κατάρα της φυλής». Και, όσο και αν η διαπάλη αυτή είχε αρνητικές επιπτώσεις στη διεξαγωγή του αγώνα, σε καμιά περίπτωση δεν αμαυρώνει τον ηρωισμό και τις θυσίες του ελληνικού λαού, τα πολεμικά και πολιτικά του επιτεύγματα που ήρθαν, μεταξύ άλλων, και με τη χρήση της επαναστατικής βίας απέναντι σε κυριάρχους και προδότες.

Στο διπλωματικό πεδίο, το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος κατόρθωσε να «παίξει» με τις αντιθέσεις των μεγάλων δυνάμεων σε σχέση με τα συμφέροντά τους στην περιοχή, ακόμα και με τις αντιθέσεις μέσα στην ίδια την Ιερά Συμμαχία. Σε αυτό, διευκόλυνε και η ανεκτική πολιτική της Ρωσίας απέναντι στο ελληνικό ζήτημα και η μεταστροφή της –μέχρι τότε φιλικής προς την Οθωμανική αυτοκρατορία– πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας, από το 1823 και μετά. Ωστόσο, τα στενά οικονομικά και ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης –της καθοδηγητικής πάντως δύναμης της επανάστασης– οδήγησαν στη μονομερή πρόσδεση του αγωνιζόμενου έθνους στο πολιτικό άρμα της Μεγάλης Βρετανίας, που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις συνολικές ιστορικές τύχες του κράτους που προέκυψε από την επανάσταση. Η πρόσδεση αυτή ξεκίνησε από τη σύναψη δανείων από τη Μεγάλη Βρετανία και αποτυπώθηκε με τον πιο έντονο τρόπο στην επονομαζόμενη «Πράξη της Υποτέλειας», που η Γ` Εθνοσυνέλευση υπέγραψε το 1825, στην Πιάδα της Επιδαύρου. Σύμφωνα με την πράξη αυτή, οι έλληνες, θορυβημένοι από την προέλαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, εναπέθεσαν την προστασία του έθνους στην αποκλειστική ευθύνη της Μεγάλης Βρετανίας, επιδιώκοντας μάλιστα να γίνει η Ελλάδα αγγλικό προτεκτοράτο!

Η επανάσταση πέτυχε το βασικό της σκοπό, την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους. Ωστόσο, το μέλλον του νεοσύστατου κράτους ήταν εξ αρχής υπονομευμένο και υποθηκευμένο: τόσο από τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις που προέκριναν το δικό τους στενό ταξικό συμφέρον από το συμφέρον του έθνους, όσο και από τις μεγάλες δυνάμεις, κυρίως την Αγγλία. Ο πρώτος κυβερνήτης του ελληνικού κράτους, ο Ιωάννης Καποδίστριας, αυτός ο αριστοκράτης στην καταγωγή που αγαπήθηκε από τον ελληνικό λαό ως «Μπάρμπα–Γιάννης» φυσιογνωμία οπωσδήποτε αντιφατική αλλά και τραγική, πάλεψε και με τα δύο αυτά κέντρα εξουσίας, για να στήσει ένα σύγχρονο, για τα δεδομένα της εποχής του, κράτος – και το πλήρωσε με τη ζωή του.

Ακολούθησε η επιβολή της μοναρχίας από τις «προστάτιδες» δυνάμεις, η βαυαροκρατία που συνόδευσε τη βασιλεία του Όθωνα, η απολυταρχική διοίκηση, η τραγική μοίρα των αγωνιστών του `21. Μια μακρά ιστορία εξάρτησης, οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής που την πλήρωσαν ιστορικά με το αίμα τους οι υποτελείς τάξεις της πατρίδας μας και που, όταν συγκροτήθηκε η εργατική τάξη και το Κόμμα της, την αντιπάλεψαν ηρωικά.

Ωστόσο, η μεγάλη επανάσταση των ελλήνων δεν πήγε χαμένη. Το σημαντικότερο και το πιο επίκαιρο δίδαγμά της είναι τούτο: όταν οι λαοί είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν και να νικήσουν, τίποτε δεν μπορεί να στρεβλώσει και να αποτρέψει τις νομοτέλειες της ιστορίας. Η επανάσταση του ‘21, ανατρέποντας τους συσχετισμούς δυνάμεων και καταργώντας στην πράξη την Ιερά Συμμαχία, άνοιξε την πλατειά πύλη της ιστορίας, μέσα από την οποία πέρασαν τα επόμενα λαϊκά κινήματα, κοινωνικά και εθνικοαπελευθερωτικά. Κινήματα που κατέγραψαν νίκες, ήττες και τραγωδίες και που ο απόηχος — αλλά και η επικαιρότητα τους — φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, διδάσκοντας ότι ο μεγάλος πρωταγωνιστής στην επώδυνη πορεία της ανθρωπότητας προς την πραγματική ελευθερία, είναι πάντα ο λαός.

 

Αντί επιλόγου:

 

Μνήμες Μάρτη – Μνήμες Δεκέμβρη

(…)

Ω! είναι από πέτρα όποιος για σε δε νιώθει, ωραία Ελλάδα,
ό,τι εραστής όπου θεωρεί μπρος του νεκρή ερωμένη,
κι αναίσθητη έχει την καρδιά που αβούρκωτη απομένει,
μετόπες, τείχη και βωμούς βλέποντας σκόνη, αράδα
να σου τα γδύνουν Βρετανοί, που θα ‘πρεπε ταμένοι
να στέκουν φυλακάτορες στα λείψανα τεμένη.
Ανάθεμά τη τη στιγμή κουρσάροι που αρμενίζαν
απ’ το νησί τους, κι έσκιζαν τα στήθη σου ξανά
τα πληγωμένα, αρπάζοντας να παν στα βορινά
και μισητά τους κλίματα, θεούς που ανατριχιάζαν.

(Απόσπασμα από το ποίημα του Λόρδου Μπάϊρον: «Το προσκύνημα του Τσάϊλντ Χάρολντ», – μετ. Στεφανου Μύρτα – γραμμένο για την κλοπή των Μαρμάρων από το λόρδο Έλγιν).

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας