Εργατικός Αγώνας

Το 3ο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (Κ)

Το ΣΕΚΕ γίνεται ΚΚΕ.

Γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1924 ο Ριζοσπάστης ενημέρωνε τους αναγνώστες του ότι λίγες ημέρες πριν είχε ολοκληρώσει τις εργασίες του το Συνέδριο του Κόμματος. Σε σχετική ενημερωτική ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής αναφέρονταν συγκεκριμένα[1]: «Από τις 26 Νοεμβρίου μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου συνήλθε στην Αθήνα το προ καιρού αναγγελλόμενο συνέδριο του Κόμματος. Η ανεπαρκής σύνθεση και η περιοδική μακρά απομάκρυνση μελών της ΚΕ, την οποία εξέλεξε το τελευταίο εθνικό συμβούλιο (Φεβρουαρίου 1924) δεν επέτρεψε την κατάλληλη οργανωτική και πολιτική προπαρασκευή του συνεδρίου. Έτσι το συνέδριο ομόφωνα κηρύχθηκε όχι ως τρίτο τακτικό παρά ως έκτακτο.

Στο συνέδριο αντιπροσωπεύτηκαν όλες οι οργανώσεις του Κόμματος, εκτός από το τμήμα της Κέρκυρας, το οποίον από τεχνικούς λόγους δεν πρόφτασε ν’ αποστείλει τους αντιπροσώπους του. Αντιπροσωπευτικά επίσης στο συνέδριο η κομμουνιστική Διεθνής και η Βαλκανική κομμουνιστική ομοσπονδία. Παρ’ όλη την ανεπάρκεια της προπαρασκευής του, το συνέδριο μπόρεσε με την πολύτιμη των αντιπροσώπων των ανωτέρων οργανώσεων να εξετάση όλα τα ζητήματα αρχών και τακτικής, να δώσει στο κόμμα σαφείς γραμμές κατευθύνσεως στα διάφορα πεδία του αγώνος και να θέση τις γερές βάσεις της μπολσεβικοποιήσεως του κόμματος.

Το συνέδριο αποδέχτηκε ομόφωνα όλες τις αποφάσεις των παγκοσμίων συνεδρίων της Κ.Δ. και των βαλκανικών κομμουνιστικών συνδιασκέψεων και ειδικά τις αποφάσεις του 2ου παγκοσμίου συνεδρίου με τους εικοσιένα όρους για την παραδοχή νέων κομμάτων στην Κ.Δ. Σύμφωνα με τους όρους αυτούς το συνέδριο άλλαξε και το όνομα του κόμματος από Σοσιαλιστικό Εργατικό (Κομμουνιστικό) σε Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδος (ελληνικό τμήμα της κομμουνιστικής Διεθνούς)…». Χωρίς αμφιβολία επρόκειτο για ένα Συνέδριο- Σταθμό στην πορεία της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, της οργάνωσή της δηλαδή σε κόμμα, ικανό να την οδηγήσει στην εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής. Όμως, πριν αναφερθούμε αναλυτικά σ’ αυτό το συνέδριο, οφείλουμε να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν, στα όσα μεσολάβησαν από το προηγούμενο 2ο Τακτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, στο οποίο είχε γίνει το μεγάλο βήμα να προστεθεί στον τίτλο του κόμματος και η λέξη «Κομμουνιστικό).

Η Ελλάδα από το 2ο στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο

Όταν άνοιγε τις εργασίες του το 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ για την Ελλάδα συμπληρώνονταν 11 μήνες περιπέτειας στη Μικρά Ασία. Η απόβαση στη Σμύρνη ήταν γεγονός από τις 2/15 Μαΐου του 1919 και η ελληνική αστική τάξη είχε αναλάβει, πατώντας πάνω στις πλάτες του ελληνικού λαού, να παίξει το ρόλο του χωροφύλακα στην περιοχή με την ελπίδα ότι όπως και να ‘ρχονταν τα πράγματα θα αποκόμιζε μερικά οφέλη. Το Δεκέμβρη του 1924, όταν το 3ο Έκτακτο Συνέδριο του κόμματος έφτανε στο τέρμά του, το μικρασιατικό όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας είχε γίνει εφιάλτης για τα εκατομμύρια του ελληνικού λαού, κυρίως τους πρόσφυγες των μικρασιατικών παραλίων, τον πληθυσμό της παλιάς Ελλάδας αλλά και τον πληθυσμό των περιοχών της Μακεδονίας και της Θράκης που είχαν ενταχθεί στην ελληνική επικράτεια ως αποτέλεσμα των πολέμων της Δεκαετίας 1910- 1920.

Με την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία και την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, υπολογίζεται ότι ξεσπιτώθηκαν περί τα 1,5 εκατομμύρια έλληνες των μικρασιατικών παραλίων οι οποίοι, πρόσφυγες πλέον, διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας αν και το μεγαλύτερο μέρος τους προωθήθηκε κυρίως στη Μακεδονία και στη Θράκη με κύριο στόχο να ενισχύσει πληθυσμιακά τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς έναντι των άλλων εθνικών μειονοτήτων[2].

Οι πόλεμοι και κυρίως η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή προκάλεσαν σημαντικές οικονομικές ανακατατάξεις αλλά και βαθιά πολιτική κρίση στη χώρα. Οι ανακατατάξεις στον τομέα της Οικονομίας έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του Κεφαλαίου, τη συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο όπου πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος της Εθνικής Τράπεζας, την εξάπλωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της γης (και για το λόγο ότι σχεδόν διπλασιάζεται η έκταση της χώρας με την προσθήκη νέων εδαφών), την αύξηση σε έκταση και σε βάθος της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.

Την περίοδο που εξετάζουμε το τραπεζικό κεφάλαιο δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη βιομηχανία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τον Αύγουστο του 1918 ιδρύθηκε η Βιομηχανική Τράπεζα «έχοντας ως κύριο σκοπό την προώθηση και ενίσχυση τη εγχώριας βιομηχανίας»[3]. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει ο Γ. Κορδάτος, το 1917 υπήρχαν στην Ελλάδα 2.213 βιομηχανικές επιχειρήσεις ενώ από το 1921 έως το 1925 ιδρύονται άλλες 470 βιομηχανίες[4]. Όπως όμως σημειώνει ο M. Mazower[5] «η περίοδος της Κυβέρνησης Βενιζέλου από το Καλοκαίρι του 1917 (και ειδικότερα από την υπογραφή της ανακωχής και μετά) μέχρι την ήττα της στα τέλη του 1920 αποτέλεσε ένα σημαντικός στάδιο στην εκβιομηχάνιση της χώρας- καθώς τα πολεμικά κέρδη επενδύθηκαν στην κατασκευαστική βιομηχανία». Εν ολίγοις στο διάστημα της δεκαετίας των πολέμων 1912- 1922 φαίνεται ότι συντελείται στην Ελλάδα η διαδικασία μορφοποίησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Για τη διαμόρφωση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, γράφει ο Ν. Ψυρούκης[6], αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η ύπαρξη ισχυρού τραπεζικού κεφαλαίου μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Από το 1842, χρόνο που λειτούργησε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, μέχρι τις αρχές του XΧου αιώνα εμφανίστηκαν οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας. Οι Τράπεζες αυτές, με κέντρο την Εθνική, στα τέλη της μικρασιατικής εκστρατείας ε την αγορά είχαν ήδη μονοπωλήσει και συγχωνεύσει μέσα στους κόλπους τους όλα τα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου»[7]. Ο MarkMazower επιβεβαιώνει τις παρατηρήσεις του Ψυρούκη. Συγκεκριμένα αναφέρει[8]: «Τα καθαρά κέρδη των έξι κύριων τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης και της Εθνικής Τράπεζας, υπερπενταπλασιάστηκαν σε πραγματικούς όρους μεταξύ του 1919 και του 1922. Αντίθετα με την τόσο τρωτή θέση της Ελλάδας- όσον αφορά τη συναλλαγματική ισοτιμία- φαίνεται πως το τραπεζικό σύστημα αναδύθηκε σώο και αβλαβές από την καταστροφική Μικρασιατική εκστρατεία. Ενώ η Εθνική Τράπεζα επωμίστηκε τη χρηματοδότηση μιας δεκαετίας πολέμων, οι εμπορικές τράπεζες επωφελήθηκαν από την πρωτοφανή εισροή κεφαλαίων και κατόπιν από τις ευκαιρίες που προσφέρθηκαν για συναλλαγματική κερδοσκοπία».

Οι ανακατατάξεις στην ελληνική οικονομία και συνεπώς στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης δέχθηκαν ισχυρή ώθηση από την κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος- οι δύο βαλκανικοί, ο πρώτος Παγκόσμιος και η μικρασιατική εκστρατεία- σε όλο το μήκος και των πλάτος των οικονομικών και ευρύτερα των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων. Η μικρασιατική μάλιστα καταστροφή έφερε κρίση ιδεολογίας για τα κυρίαρχα στρώματα τη κοινωνίας, ιδιαίτερα εκείνα που είχαν επενδύσει στη μεγάλη ιδέα. «Η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας- γράφει Γρ. Δαφνής[9]– ετερματίσθη οριστικώς με την Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Η περίοδος που ήρχισε με την Επανάστασιν του 1821 έκλεισε. Το όνειρον της δημιουργίας μιας νέας Μεγάλης Ελλάδος, που να περιλαμβλανη ένα σημαντικόν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς, που ευρίσκοντο εις τας τουρκικάς επαρχίας που περιέβρεχαν το Αιγαίο και η Προποντίς, έσβησεν». Ο συγγραφέας Γ. Θεοτοκάς, δίνει ακόμη πιο παραστατικά την εικόνα γράφοντας[10]: «Οι πόλεμοι είχαν τελειώσει, η Καταστροφή είχε κλείσει απότομα και βάναυσα τον πρώτο αιώνα της νεοελληνικής ανεξαρτησίας. Ο δεύτερος αιώνας άρχιζε μες στην αναρχία και την ασυναρτησία. Η Ελλάδα βρέθηκε μονομιάς χωρίς πολίτευμα, χωρίς Σύνταγμα, μήτε θεσμούς, μήτε κρατική οργάνωση, χωρίς ιδεολογίες, γιατί όλες είχανε χρεοκοπήσει στη συνείδηση του έθνους». Ο Θεοτοκάς φυσικά αναφέρεται στις κυρίαρχες ιδεολογίες και δεν έχει άδικο.

Η πολιτική κρίση ήταν εμφανής πολύ πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, από την δεκαετία 1910- 1920, με τον λεγόμενο εθνικό διχασμό, τον πολιτικό διχασμό δηλαδή της κυρίαρχης τάξης στους βενιζελικούς και τους κωνσταντινικούς και την προσωρινή επικράτηση των βενιζελικών με τις λόγχες της Ανταντ ούτως ώστε να συρθεί η χώρα στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 η αντιβενιζελική παράταξη, αξιοποιώντας τα αντιπολεμικά αισθήματα του λαού κατάφερε να επανακάμψει στην κυβερνητική εξουσία, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επέστρεψε στη χώρα και ο Βενιζέλος αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Εντούτοις η πολιτική στη χώρα δεν άλλαξε, η μικρασιατική εκστρατεία συνεχίστηκε χάριν των συμφερόντων της Αγγλίας και της Γαλλία στη Μέση Ανατολή και σε λίγο ήρθε η Καταστροφή.

Η καταστροφή στη Μικρά Ασία προκάλεσε κλονισμό στις δομές του συστήματος αλλά και την αντίδραση τμημάτων της κυρίαρχης τάξης που προσπάθησαν να προλάβουν στις επιπτώσεις. Έτσι το Σεπτέμβρη του 1922 εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα από βενιζελικούς στρατιωτικούς (Πλαστήρας, Γονατάς κ.ά.), το οποίο αυτοαποκλήθηκε επανάσταση. Το κίνημα αυτό επέβαλλε στρατιωτικό νόμο στη χώρα και κατάφερε να εκθρονίσει τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, χωρίς όμως να προκαλέσει ανατροπή της Μοναρχίας, κάτι που έγινε αργότερα με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου του 1924. Εντούτοις, το πολιτικό σύστημα της χώρας κάθε άλλο παρά σταθεροποιήθηκε. Στρατιωτικά κίνημα, πραξικοπήματα και βίαιες εναλλαγές στην κυβερνητική εξουσία η χώρα θα γνωρίσει πολλές στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Σχολιάζοντας με εξαιρετική ακρίβεια τη λεγόμενη «Επανάσταση του ‘22» και στη σχέση της με τη μετέπειτα Δημοκρατία ο Σ. Μάξιμος γράφει[11]: «Η ‘‘Επανάστασι του 1922’’ ήτανε μια στιγμή μέσα στη νεώτερη ιστορία. Κράτησε τόσο, όσο ήτανε αναγκαίο για να θέση εκτός μάχης το κομματικό αντίπαλο και τον κοινωνικό εχθρό. Όταν νόμισε πως είχε κατορθώσει να εξουδετερώση και τον πρώτο και τον δεύτερο, όταν είχε στα χέρια της τεκμήρια γι’ αυτό, τότε προκήρυξε εκλογές για Συντακτική, ασπάσθηκε τον καθαρό κοινοβουλευτισμό, επιδιορθωμένο από το εργοστάσιο του Υπουργείου Εσωτερικών που το διηύθυνε ο κ. Γ. Παπανδρέου, απαρνήθηκε τον εαυτό της, είπε πως δεν είναι πια δικτατορία και δέχθηκε να φορέση μανδύα κοινοβουλευτικό. Από σκουλήκι πεταλούδα! Τι ωραία μεταμόρφωσι!».

Το Κόμμα και το εργατικό κίνημα από το 2ο στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο

Η πορεία του ΣΕΚΕ από το 2ο ως το 3ο Έκτακτο Συνέδριό του δεν ήταν καθόλου εύκολη, καθόλου ανώδυνη, καθόλου ευθύγραμμη. Στην πραγματικότητα ήταν μια πορεία κρίσης, που σχετιζόταν άμεσα με το ζήτημα της αποσαφήνισης του χαρακτήρα του. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος αυτής της κρίσης αξίζει να σημειωθεί ότι το κόμμα έφτασε στο 3ο έκτακτο συνέδριό του με ριζική ανανέωση της ηγεσία τους κα με σημαντικές προσωπικότητες που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση του να βρίσκονται εκτός των γραμμών του. Το Σεπτέμβρη του 1920 (16- 19/9 με το παλιό ημερολόγιο και 29/9- 2/10 με το καινούργιο) το ΣΕΚΕ υποχρεώθηκε να πραγματοποιήσει εκλογικό συνέδριο για να καθορίσει τη στάση του στις επικείμενες εκλογές δεδομένου ότι οι βουλευτές του Αλ. Κουριέλ και Αριστ. Σίδερης υποστήριζαν τη συνεργασία με τον βενιζελισμό. Το συνέδριο απέκρουσε τη θέση των δύο βουλευτών, αλλά στις γραμμές του κόμματος έκανε την εμφάνισή της και η αριστερίστικη τάση με επικεφαλής τον δικηγόρο Ευάγγελο Παπαναστασίου ο οποίος τάχθηκε κατά της συμμετοχής του ΣΕΚΕ στις εκλογές[12]. «Στην ηγεσία του κόμματος- γράφει ο Αλ. Κουτσούκαλης[13]– δημιουργούνται τρεις αντιμαχόμενες ομάδες. Η μία με επικεφαλής τον Ε. Παπαναστασίου και τον Ν. Σαργολόγο εμφανίζεται με υπερεπαναστατικά συνθήματα και ζητάει την εφαρμογή ‘‘θαρραλέας κομμουνιστικής τακτικής’’…Η άλλη ομάδα, από τους Αρ. Σίδερη, Ν. Δημητράτο και Α. Κουριέλ ζητάει μια ‘‘δεξιότερη’’ θέση του κόμματος και προτείνει συνεργασία με αστικά κόμματα και την αναστολή της επαναστατικής τακτικής… Η τρίτη ομάδα από τους Γ. Γεωργιάδη, Γ. Κορδάτο, Αβρ. Μπεναρόγια και Π. Δημητράτο ζητούσε τη γενικότερη αναθεώρηση της τακτικής του κόμματος». Σε γενικές γραμμές αυτές οι τάσεις θα δώσουν το στίγμα τους στη πορεία του ΣΕΚΕ ως το 3ο Έκτακτο συνέδριο. Η ύπαρξή τους φαίνεται καθαρά και στην Α’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του κόμματος που συνήλθε στις 6/19 Φεβρουαρίου του 1922 και στο έκτακτο κομματικό συνέδριο που συνήλθε στις 20- 31 Οκτωβρίου (2- 13 Νοεμβρίου) του 1922. Στο πρώτο από τα δύο αυτά κομματικά σώματα εκλέγεται γραμματέας ο Γ. Κορδάτος και στο δεύτερο ο Ν. Σαργολόγος. Επίσης στο έκτακτο συνέδριο διαγράφηκε από το κόμμα ο Γ. Πετσόπουλος για πράξεις αντικομματικές ανάμεσα στις οποίες ήταν και η φραξιονιστική χρησιμοποίηση του Ριζοσπάστη αν και η εφημερίδα από την 1η Αυγούστου του 1921 είχε γίνει επίσημο κομματικό όργανο.

Στα μετέπειτα κομματικά σώματα (Εθνικό Συμβούλιο- Μάης του 1923, έκτακτο εκλογικό συνέδριο- Σεπτέμβρης 1923) αλλά και γενικότερα στην όλη πορεία της κομματικής ζωής εκείνων των χρόνων η πάλη για το χαρακτήρα του κόμματος συνεχίστηκε όπως και η απομάκρυνση από τις γραμμές τους στελεχών και ομάδων που είχαν διαφορετικό προσανατολισμό. Από τις σημαντικότερες ομάδες που δημιουργούνται από πρώην μέλη και ηγετικά στελέχη του κόμματος είναι η «Νέα Εποχή» (Αβρ. Μπεναρόγια, Ν. Δημητράτος, Γιαμογιάννης κ.ά), που εξέδιδε δεκαπενθήμερο ομώνυμο δημοσιογραφικό όργανο, η «Κομμουνιστική Ένωση» (Ευαγ. Παπαναστασίου και στελέχη από την Κ.Ο. του Πειραιά) που εξέδιδε το «Κομμουνιστικό Βήμα» και η «Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση» (Σίδερης, Γεωργιάδης κ.ά) που εξέδιδε εβδομαδιαίο όργανο με τον τίτλο «Φωνή του λαού». Στην οργάνωση αυτή προσχώρησε το Φλεβάρη του 1924 η «Νέα Εποχή» και το περιοδικό της «Νέα Εποχή» έγινε το θεωρητικό όργανο της νέας ενιαίας οργάνωσης. Από την πρωτομαγιά του 1923 κάνει επίσης την εμφάνισή της μια ακόμη ομάδα, η οποία όμως αποκολλάται από το κόμμα αργότερα. Η ομάδα αυτή συσπειρώνεται γύρω από την Επιθεώρηση «Αρχείον Μαρξισμού (Τζουλάτι, Σαραντίδης, Δεδούσης, Αποστόλου) και εμφανίζεται να προτάσσει τη μαρξιστική μόρφωση των μελών του κόμματος και του προλεταριάτου, ως βασική προϋπόθεση για την επαναστατική τους δράση[14].

Η κρίση του κόμματος δεν του στέρησε την δυνατότητα και την ικανότητα να πρωταγωνιστεί στους αγώνες της εργατικής τάξης και του λαού, να σηκώνει το ανάστημά του ενάντια στο μικρασιατικό πόλεμο και να αντιμετωπίζει πλήθος διώξεων από το καθεστώς. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τον Ιούλη του 1922 πιάστηκαν μέλη της ΚΕ του κόμματος κα της διοίκησης της ΓΣΕΕ (Κορδάτος, Γεωργιάδης, Ευάγγελος Ευαγγέλου, Αγγελής κ.ά) με την κατηγορία της Έσχατης προδοσίας, μια κατηγορία- απάντηση στην αντιπολεμική πολιτική που τόσο το ΣΕΚΕ όσο και η ΓΣΕΕ είχαν ξεδιπλώσει. Όταν μάλιστα το Σεπτέμβρη του 1922 η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν γεγονός τα κομματικά και εργατικά αυτά στελέχη κινδύνεψαν να εκτελεστούν[15]. «Οι φυλακίσεις και οι ξυλοδαρμοί των μελών, των στελεχών και των οπαδών του κόμματος- γράφει ο Α. Κουτσούκαλης[16]– γίνονται καθημερινό φαινόμενο, οι επιδρομές στα γραφεία του Ριζοσπάστη και στα γραφεία των κομματικών οργανώσεων οργανώνονται με το γνωστός σύστημα των ‘‘αγανακτισμένων πολιτών’’. Οι φυλακές γεμίζουν από εργάτες αγωνιστές και τα θύματα της αστυνομικής τρομοκρατίας ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες». Ο Δ. Λιβιεράτος συμπληρώνει[17]: «Δεν φτάνει όμως μόνο η κυβερνητική τρομοκρατία κατά των εργατικών οργανώσεων, ούτε ακόμα η δράση των περίφημων αγνώστων… αλλά αυτή την εποχή εμφανίζεται και ένα νέο φρούτο στην ελληνική σκηνή. Είναι μερικές φασιστικές ομάδες κατά το πρότυπο των ιταλικών που δρούνε εκείνη την εποχή, μεταφερμένων στην Ελλάδα και αποτελούμενες από περιμαζέματα μαγκουροφόρων και πιστολάδων που απειλούν κάθε αντιπολιτευόμενο με την κυβερνητική ανοχή».

Μέσα από τέτοιες συνθήκες και εξελίξεις έφτασε το κόμμα στο 3ο Έκτακτο Συνέδρίο του.

Το 3ο Έκτακτο Συνέδριο

Η κρίση του κόμματος είχε φέρει στα ανώτατα ηγετικά κλιμάκια νέα στελέχη με σαφή προσανατολισμό προς την Τρίτη Διεθνή πολλά εκ των οποίων διακρίνονταν για το υψηλό μορφωτικό μαρξιστικό τους επίπεδο τους. Ο Σεραφείμ Μάξιμος, ο Παντελής Πουλιόπουλος, ο Θ. Αποστολίδης, ο Θ. Μάγγος, ο Γ. Κορδάτος, ο Ανδ. Χαϊτάς και άλλοι είναι προσωπικότητες που σφράγισαν με τη δράση τους την μπολσεβικοποίηση του κόμματος, τουλάχιστον σ’ αυτή την πρώτη, αλλά καθοριστική, φάση της. «Η επικράτησις εις το κόμμα των νέων αγωνιστών- γράφει ο Μπεναρόγια[18]– δεν άργησε να φέρη το αποτέλεσμά της. Νέα αναδιοργανωτική προσπάθεια εξεδηλώθη… ένα έκτακτον Συνέδριον του Κόμματος, επονομασθέν συνέδριον ‘‘Μπολσεβικοποιήσεως’’ συγκαλείται τον Νοέμβριον του 1924 εις Αθήνας το οποίον διατυπώνει εις αποφάσεις το συντελούμενον έργον της αναδιοργανώσεως, τον καταρτισμόν της παρανόμου οργανώσεως. Αποφασίζεται η εξαπόλυσις πολιτικής ζυμώσεως… Και πράγματι αρχίζει να περίοδος ζωηράς δράσεως του Κόμματος. Ι πυρήνες φυτρώνουν εδώ κι εκεί, η περιφερειακή οργάνωσις τελειοποιείται. Αι μεγάλαι συγκεντρώσεις προκαλούν και πάλιν την προσοχήν των αρχών. Η εργατική τάξις ξανακινείται».

Το 3ο Έκτακτο συνέδριο, όπως ήδη αναφέρεται σε ντοκουμέντα που παραθέσαμε, συνήλθε στην Αθήνα από τις 26 του Νοέμβρη και μέχρι τις 3 του Δεκέμβρη 1924. ξεκίνησε δε ως τακτικό συνέδριο αλλά επειδή δεν είχε προετοιμαστεί καλά, χαρακτηρίστη­κε, μετά την έναρξη των εργασιών του, ως έκτακτο.

Στο συνέδριο αντιπροσωπεύτηκαν όλες οι κομματικές οργανώσεις, εκτός από το τμήμα της Κέρκυρας που, για τε­χνικούς λόγους, δεν μπόρεσε να στείλει αντιπροσώπους του. Παραβρέθηκαν δε, ο Δ. Μανουήλσκι ως Αντιπρόσωπος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και ο Ρ. Σμέραλντ από τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπον­δία.

Το Συνέδριο ενέκρινε ομόφωνα όλες τις αποφάσεις των συνεδρίων της ΚΔ και των συνδιασκέψεων της ΒΚΟ, κα­θώς και τους 21 όρους για την είσοδο κομμάτων στην Κομιντέρν που είχε ψηφίσει το 2ο Συνέδριο της. Στη βάση της αποδοχής αυτών των όρων το Συνέδριο άλλαξε το όνομα του κόμματος και από Σοσιαλιστικό Εργατικό (Κομμουνιστικό) το μετονόμασε σε Κομμουνι­στικό Κόμμα της Ελλάδας (ελληνικό τμήμα της Κομμουνι­στικής Διεθνούς). Επίσης, αποφάσισε την αναδιοργάνωση του κόμματος με βάση τους πυρήνες και ψήφισε νέο καταστατικό που επα­ναβεβαίωνε το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σαν βασική αρχή της κομματικής συγκρότησης και λειτουργίας.

Στην Έκθεση της ΚΕ για την κατά­σταση του κόμματος που παρουσίασε ο Γραμματέας Θ. Αποστολίδης, τονίστηκαν οι δυσκολίες που αντιμε­τώπισε το κόμμα από την ίδρυσή του. Καταδικάστηκε η στά­ση των δεξιών και αριστερών οπορτουνιστικών στοιχείων, αναγνωρίστηκε η αδυναμία της ηγεσίας να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την κατάσταση αλλά και το γεγονός ότι, «η ΚΕ μπόρε­σε να διαφυλάξει το Κόμμα από τις διαλυτικές επιρροές, να εμπνεύσει στα μέλη την εμπιστοσύνη προς το Κόμμα, να δη­μιουργήσει νέες οργανώσεις, ν’ αντιμετωπίσει τις οικονομι­κές δυσχέρειες και να εξασφαλίσει παρ’ όλες τις δυσχέρει­ες αυτές την έκδοση του Κεντρικού Οργάνου του Κόμμα­τος»[19].

Για το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος έκανε ο Γιάννης Κορδάτος, ο οποίος αναφέρθηκε λεπτομερειακά στην πολι­τική και οικονομική κατάσταση της χώρας και στα καθήκο­ντα του απορρέουν για το κόμμα. Συζητήθηκαν, επίσης, ει­σηγήσεις για το επαγγελματικό, για το κίνημα των παλαιών πολεμιστών, για το προσφυγικό και για την παράνομη οργά­νωση του κόμματος. Το Συνέδριο υιοθέτησε την τακτική του «Ενιαίου Μετώπου» που είχε επεξεργαστεί στα συνέδριά της η Κομμουνιστική Διεθνής και προσανατόλισε το κόμμα στην ορ­γάνωση των καθημερινών αγώνων του λαού για την ικανο­ποίηση των αιτημάτων και τη βελτίωση της άθλιας κατάστα­σής του.

Στο συνέδριο εξετάστηκε και το ζήτημα των αποσκιρτήσεων από το Κόμμα και πάρθηκε απόφαση για το ζήτημα της ενότητας του[20].

Το συνέδριο και το Εθνικό ζήτημα

Τους σύνεδρους απασχόλησε αρκετά- και λόγω των διαφορετικών απόψεων που υπήρχαν- το εθνικό ζήτημα και ειδικότερα η θέση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και της Κομμουνιστικής Διεθνούς για «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θρά­κη» στο πλαίσιο της συγκρότησης μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας κρατών.

Η ΚΕ επικρίθηκε με δριμύτητα από τον αντιπρόσωπο της ΚΔ, γιατί δε δέχτηκε τη θέση αυτή, όπως έκαναν το σερ­βικό και το βουλγαρικό κόμμα. «Πρέπει να πούμε ίσια», τόνι­σε στην ομιλία του, «ότι η ΚΕ αρνήθηκε να παραδεχτεί την άποψη της ΚΔ και της ΒΚΟ επί του εθνικού ζητήματος…». Και σε άλλο σημείο πρόσθεσε: «Η ΚΕ δεν δέχτηκε το σύν­θημα της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας και της Θράκης, δεν έκαμε καμπάνια εναντίον της εθνικιστικής πολιτικής της ελληνικής μπουρζουαζίας»[21].

Απα­ντώντας στις επικρίσεις για μη εκτέλεση των αποφάσεων της ΒΚΟ από την ΚΕ, ο Θ. Αποστολίδης υποστήριξε- μεταξύ άλλων ότι η εθνολογική και κοινω­νική σύνθεση του ελληνικού τμήματος της Μακεδονίας δεν ήταν η ίδια με τα άλλα τμήματα της Μακεδονίας κι ότι η άφιξη και η διασπορά 600 χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας επέφερε μεγάλη εθνολογική μεταβολή.

Ενάντια στην υιοθέτηση της θέσης για «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θρά­κη» στο πλαίσιο της συγκρότησης μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας κρατών τάχθηκε ο Γιάν­νης Κορδάτος. Υπέρ τάχθηκαν ο Πουλιόπουλος, που ήταν εισηγητής και μίλησε επανειλημμένα για να αντικρούσει τις αντίθετες απόψεις, ο Μάξιμος και άλλοι Τελικά, με μεγάλη πλειοψηφία, υιοθετήθηκε η θέση για την «ενιαία και ανεξάρ­τητη Μακεδονία και Θράκη», που έκανε ζημιά στο κόμμα, γιατί έδωσε αφορμή για κατασυκοφάντησή του στις λαϊκές μάζες και για ένταση της τρομοκρατίας κατά των κομμουνι­στών.

Επειδή το θέμα αυτό έχει κακοποιηθεί βάναυσα από κάθε λογής εθνικιστές και εθνικίζοντες ιστορικούς και δημοσιολόγους παραθέτουμε εκτενή αποσπάσματα από την σχετική απόφαση του Συνεδρίου για να μπορεί ο αναγνώστης να έχει σαφή αντίληψη των πραγμάτων: «Άμεσα καθήκοντα του ΚΚΕ επάνω στο εθνικό ζήτημα –αναφέρει μεταξύ άλλων η απόφαση[22]– είναι ο αμείλικτο ς αγώνας εναντίον της καταπιεστικής πολιτικής της ελληνι­κής μπουρζουαζίας στη Μακεδονία και τη Θράκη, αμείλικτος αγώνας εναντίον κάθε μορφής σωβινισμού και εθνικισμού (νασιοναλισμού) της κυβερνώσης ελληνικής μπουρζουαζίας και εναντίον των προσπα­θειών της να μπολιάση τον εθνικισμόν αυτόν στις καθυστερημένες μάζες. Ρίχνοντας ως βασικό πολιτικό σύνθημα το δικαίωμα των λαών της Μακεδονίας και Θράκης για την αυτοδιάθεσή των μέχρι και τον αποχωρισμόν των από την Ελλάδα και της δημιουργίας μαζύ με τα υπόδουλα στην άλλη βαλκανική μπουρζουαζία τμήματα της χώρας των ενιαίου και ανεξαρτήτου κράτους, το ΚΚΕ υποστηρίζει όλες τις εθνι­κές πολιτικές απαιτήσεις των καταπιεζομένων αυτών λαών, (εθνικό σχολείο, εθνική τοπική αυτοδιοίκηση, ελευθερία θρησκευτική, σεβα­σμός των εθνικών λαϊκών εθίμων κλπ.).

Το ΚΚΕ στον αγώνα του αυτόν θα υποστηρίξη με όλας του τας δυνάμεις το εθνικό επαναστατικό κίνημα των καταπιεζομένων λαών της Μακεδονίας και Θράκης για τη δημιουργία ανεξαρτήτων δημοκρατιών και θα πραγματοποιήση μαζύ με όλες τις επαναστατικές οργανώσεις της Μακεδονίας και Θράκης το ενιαίο μέτωπο ελλήνων εργατών, χωρι­κών και των μακεδονικών και θρακικών εργαζομένων μαζών εναντίον του εθνικού και κοινωνικού ζυγού της ελληνικής και βαλκανικής μπουρζουαζίας, για την ένωση όλων των εργαζομένων της Βαλκανικής σε μια Βαλκανική ομοσπονδία.

Επίσης την αποικιστική πολιτική της ελληνικής μπουρζουαζίας στη Μακεδονία και Θράκη, το ΚΚΕ οφείλει να την καταπολεμήση με τον πιο αμείλικτο τρόπο, να ξεσκεπάση εμπρός στις προσφυγικές προπάντων μάζες τον αντιδραστικό και καταπιεστικό χαρακτήρα της πολιτικής αυτής και να συνενώση τις καταπιεζόμενες και απαθλιωμέ­νες αγροτοπροσφυγικές μάζες της Μακεδονίας και της Θράκης κάτω από τα συνθήματά του: «Όλα τα μεγάλα αγροκτήματα, τουρκικά, μοναστηριακά, ιδιωτικά, δημόσια, στους χωρικούς και πρόσφυγες». “Εθνικά συμβούλια των χωρικών και προσφύγων της Μακεδονίας και Θράκης να αποφασίσουν οριστικά και σύμφωνα με τα συμφέροντα των φτωχών και ακτημόνων πληθυσμών για την κατανομή των γαιών και για τη λύση του ζητήματος της προσφυγικής εγκατάστασεως».

Ο κοινός αγώνας του ελληνικού προλεταριάτου, των φτωχών χωρι­κών και των εργαζομένων αγροτοπροσφυγικών μαζών Μακεδονίας και Θράκης, μαζύ με τους εργάτες και χωρικούς των άλλων βαλκανικών χωρών για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας και της Θράκης και για την εγκαθίδρυση της ομοσπονδίας των βαλκανικών λαών, είναι αγώ­νας για την αποτίναξη του ζυγού της βαλκανικής μπουρζουαζίας και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, για τη σωτηρία των προσφυγικών μαζών από την πείνα, τη στέρηση και το βέβαιο θάνατο, για την αποσόβηση του απειλουμένου νέου βαλκανικού πολέμου και για την εξασφάλιση της ειρηνικής συμβιώσεως και οικονομικής ευημερίας όλων των λαών της Βαλκανικής».

Η τότε θέση του ΚΚΕ έχει επικριθεί ως λαθεμένη με το σκεπτικό ότι ο εποικισμός της Μακεδονίας και της Θράκης από έλληνες πρόσφυγες είχε αλλάξει την εθνολογική σύνθεσή του. Ανεξαρτήτως όμως του τι πιστεύει κανείς γι’ αυτή τη θέση οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και τα εξής:

Η τότε θέση του ΚΚΕ ξεκινούσε από την πρόθεση να δοθεί απάντηση στην πολιτική του σωβινισμού, των πολέ­μων, των προσαρτήσεων, των διωγμών και της καταπίεσης των μειονοτήτων που ακολούθησαν οι αστικές τάξεις των βαλκανικών χωρών. Όποιος θέλει να κρίνει αντικειμενι­κά τα πράγματα είναι αδύνατον να μην δει τη σοβινιστική- ­εθνικιστική λαίλαπα που σκόρπισε ο καπιταλισμός στα Βαλκάνια. Επίσης πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα παρακάτω.

Τη Βαλκανική Ομοσπονδία ως λύση για την περιοχή ­δεν την εκτιμούσαν θετικά μόνο οι κομμουνιστές. Εξίσου θετικά την έβλεπαν και αστοί πολιτικοί στο πλαίσιο- βέβαια- του καπιταλισμού.          .

Ο Α.Παπαναστασίου δεν έχανε ευκαιρία να τονίσει ότι ήταν υπέρμαχος αυτής της ιδέας (και με την Τουρκία μέσα) αλλά και ο Ε. Βενιζέλος τόνιζε στα τέλη της δεκαετίας του ’20: «Ή ιδέα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας είναι άριστη και ειργάσθην υπέρ αυτής προπολεμικώς. Αλλά οι βαλκανικοί πόλεμοι και ο ευρωπαϊκός, δεν πιστεύω να επιτρέπουν σήμερον την πραγμάτωσιν της ιδέας ταύτης, καθόσον οι πόλεμοι εχώρισαν τους λαούς δια παθών και εχθροτήτων. Την ιδέα της Ομοσπονδίας, ας αφήσωμεν εις τας νέας γενεάς της βαλκανικής, ημείς δε ας περιορισθώμεν μόνον εις την παγίωσιν της ειρήνης δια συμφώνων…»[23]. Ο Βενιζέλος, στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων είχε επίσης υποστηρίξει και την δημιουργία αυτόνομου θρακικού κράτους[24].

Αντί επιλόγου

Το 3ο έκτακτο Συνέδριο του Κόμματος εξέλεξε 15μελή ΚΕ. Στη νέα ΚΕ εκλέχτηκαν οι Πουλιόπουλος, Σκλάβος, Αποστολί­δης, Μάξιμος, Νικολαίδης, Νικολινάκος, Ευαγγελόπουλος, Ακριβό­πουλος, Κορδάτος, Σταυρίδης, Θέος, Χαϊτάς, Σαρόγλου, Ταχογιάννης και Κοσμάς. Αναπληρωματικά μέλη εκλέχτηκαν οι Παπαδόπουλος, Παπανικολάου, Κωνσταντινίδης, Παπαδόπουλος.

Από τα 15 μέλη της ΚΕ, οι 7 πρώτοι εκλέχτηκαν στην Εκτελεστική Επιτροπή, που συγκροτήθηκε για πρώτη φορά. Γραμματέας εκλέχτηκε ο Πουλιόπουλος.

Στην Εξελεγκτική Επιτροπή εκλέχτηκαν οι Πυλιώτης, Φουλτσάτος, Τζελεπής. Αντιπρόσωπος στη ΒΚΟ εκλέχτη­κε ο Χαϊτάς.

«Το τρίτο Έκτακτο Συνέδριο, παρά τις ελλείψεις και τα λάθη- σημειώνουν οι ιστορικοί του ΚΚΕ[25]– αποτέλεσε σοβαρό βήμα στην παραπέρα ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ανάπτυξη του κόμματος. Αντιμετώ­πισε τις δεξιές και αριστερές οπορτουνιστικές τάσεις και ομάδες και ενίσχυσε τον επαναστατικό χαρακτήρα του κόμ­ματος, αλλάζοντας και τον τίτλο σε Κομμουνιστικό. Αποτέ­λεσε, έτσι, ένα σημαντικό ορόσημο στην ιστορία του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος της χώρας μας. Με το τρίτο Έκτακτο Συνέδριο κλείνει η πρώτη φάση της πορείας του ΚΚΕ. Αρχίζει μια νέα περίοδος σε συνθήκες προσωρινής σταθεροποίησης του καπιταλισμού και μεγαλύ­τερων δυσκολιών για τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα στις κεφαλαιοκρατικές χώρες».

 


[1] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’, σελ. 499- 500 και Ριζοσπάστης 12/12/1924

[2] Αναφορικά με τους αριθμούς των προσφύγων βλέπε: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ’, σελ. 246- 247

[3]MarkMazower, «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου», έκδοση ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, σελ 83

[4] Γιάννη Κορδάτου: «Εισαγωγή εις την Ιστορίαν της Ελληνικής Κεφαλαιοκρατίας», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 75- 76

[5]MarkMazower, στο ίδιο σελ. 83

[6] Ν. Ψυρούκης: «Ο Φασισμός και η 4η Αυγούστου», εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ, σελ. 62- 63

[7] Η Εθνική ιδρύθηκε το 1841, η Ιονική εμφανίστηκε μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, η Τράπεζα Αθηνών ιδρύθηκε το 1893, η Λαϊκή το 1905 και η Εμπορική το 1907. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου οι πέντε αυτές τράπεζες συγκέντρωναν το 90% των διαθέσιμων ελληνικών κεφαλαίων, έλεγχαν το εξωτερικό εμπόριο, την αγροτική και τη βιομηχανική παραγωγή (Ν. Ψυρούκης, στο ίδιο, σελ. 62).

[8]MarkMazower: «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου», έκδοση ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, σελ. 102- 103.

[9] Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1955, τόμος Α’, σελ. 6.

[10] Γ. Θεοτοκάς: «Αργώ», εκδόσεις ΕΣΤΙ, τόμος Α’, σελ. 46

[11] Σεραφείμ Μάξιμου: «Κοινοβούλιο ή δικτατορία;», εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 43.

[12] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’ 1918- 1949, σελ. 115- 116.

[13] Αλέκος Κουτσούκαλης: «Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ 1918- 1928», εκδόσεις Γνώση, σελ. 103

[14] Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 168, Θ. Μπενάκη: «Η άλλη όψη του ελληνικού εργατικού κινήματος 1918- 1930», εκδόσεις ΚΟΥΡΙΕΡ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, σελ. 91- 126 κ.α

[15] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’ 1918- 1949, σελ. 123- 124

[16] Αλέκος Κουτσούκαλης, στο ίδιο, σελ. 101.

[17] Δημήτρη Λιβιεράτου: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918- 1923», εκδόσεις Καρανάση, σελ. 101- 102.

[18] Αβραάμ Μπεναρόγια, στο ίδιο, σελ. 171- 172

[19] «Το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (Κ)- Πρακτικά», Έκδοση του Ιστορικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 53

[20] στο ίδιο σελ. 204- 206

[21] στο ίδιο σελ. 107- 108

[22] στο ίδιο, σελ. 136- 137 και «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’, σελ. 517- 518.

[23] Κ. Σβολόπουλος: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική από τις αρχές του 20ου αιώνα ως τον 20ν Παγκόσμιο πόλεμο», εκδόσεις Σάκουλα, σελ. 192- 193- και 206- 207

[24] : «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ’, σελ. 93

[25] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’ 1918- 1949, σελ. 154

 

Αρχική δημοσίευση: rizospastis.gr

 

Αποθηκεύστε το pdf πατώντας στην εικόνα

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας