Εργατικός Αγώνας

Το 4ο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ

Ο Εργατικός Αγώνας συνεχίζει τα ιστορικά δημοσιεύματα γύρω από τα Συνέδρια του ΚΚΕ της περιόδου 1918-1945. Πρόκειται για τα πρώτα επτά συνέδρια του κόμματος από το ιδρυτικό του έως και το 7ο που ήταν το πρώτο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Η επιλογή να ασχοληθούμε με αυτή την περίοδο της ιστορίας του ΚΚΕ δεν έγινε τυχαία. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ δημοσιεύει τον αναθεωρημένο πρώτο τόμο του δοκιμίου της κομματικής ιστορίας που καλύπτει την περίοδο 1918-1949. Από πλήθος ιστορικών εκδόσεων και αρθρογραφίας, η ηγεσία του ΚΚΕ έχει καταστήσει σαφές ότι αναθεωρεί πλήρως το κομματικό παρελθόν βγάζοντας λάθος όλη την κομματική πολιτική -τακτική και στρατηγική- στο μεσοπόλεμο, στην αντίσταση και στη μεταπολεμική περίοδο. Λαθεμένη, επίσης, θεωρεί και την πολιτική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής.

Το σημερινό δημοσίευμα αναφέρεται στο 4ο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ που έγινε το 1928.

Με τα δημοσιεύματά μας γύρω από τα επτά πρώτα συνέδρια του ΚΚΕ δίνουμε την δική μας γενική προσέγγιση και στάση απέναντι στην κομματική ιστορία εκείνης της εποχής. Στα επόμενα δημοσιεύματα -όπου κρίνουμε απαραίτητο- θα δώσουμε στη δημοσιότητα κι άλλο αρχειακό υλικό διευκολύνοντας το αναγνωστικό κοινό του Εργατικού Αγώνα ώστε να έχει τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση στις πηγές της κομματικής ιστορίας.

 Η Συντακτική Ομάδα του Ε.Α.

Με την ολοκλήρωση των εργασιών του Τρίτου Συνεδρίου όχι μόνο δεν αποκαταστάθηκε η ηρεμία στις τάξεις του ΚΚΕ αλλά αντίθετα η πάλη ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που το απάρτιζαν αναζωπυρώθηκε γνωρίζοντας νέα πρωτόγνωρα επίπεδα οξύτητας. Στη νέα αυτή φάση της εσωκομματικής αντιπαράθεσης η επίδραση των εξελίξεων στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ιδιαίτερα στο μπολσεβίκικο κόμμα υπήρξε καταλυτική. Ο Παντελής Πουλιόπουλος, που στο συνέδριο είχε δηλώσει ότι υποβάλει τον εαυτό του στην κομματική πειθαρχία, διατηρώντας βεβαίως τις διαφορετικές του απόψεις, πολύ γρήγορα πέρασε σε ανοικτή αντιπολιτευτική δράση[1]. «Μετά το Συνέδριο- γράφει ο Α. Στίνας[2]– ο Πουλιόπουλος κυκλοφορεί πρώτα γραφομηχανημένη μία διαμαρτυρία που την υπογράφουν ο Τρότσκι και ο Βούγιεβιτς για τον αυθαίρετο αποκλεισμό του Ζηνόβιεφ από την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Κατόπιν κυκλοφορεί μια μπροσούρα με τον τίτλο ‘‘Νέο Ξεκίνημα’’ και αρχίζει να οργανώνει φράξιες μέσα στο Κόμμα».

Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως πριν αρχίσει ο νέος γύρος της εσωκομματικής πάλης το Π.Γ. της ΚΕ του ΚΚΕ με απόφασή του που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη στις 6/4/1927 επιχειρούσε να θέσει το πλαίσιο της κομματικής πειθαρχίας ως εξής: «Το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος- έλεγε η εν λόγω απόφαση[3]– έχοντας υπόψη και σχετικές αποφάσεις του 3ου Συνεδρίου πάνω στην κρίση του Κόμματος με τις οποίες θέτει τέρμα σ’ αυτήν, αποφασίζει το κλείσιμο της συζητήσεως και τη δημοσίευση των αποφάσεων του Συνεδρίου. Κάθε συζήτηση πάνω στην κρίση μέσα στους οργανισμούς του Κόμματος ή στα δημοσιογραφικά του όργανα τερματίζεται πάνω στη βάση των αποφάσεων του συνεδρίου, καλούνται δε όλα τα μέλη του Κόμματος να πειθαρχήσουν σε αυτές και να εργασθούν για την πραγματοποίηση των». Μια τέτοια έκκληση, υπό άλλες συνθήκες θα ήταν απολύτως φυσιολογική δεδομένου ότι επρόκειτο για έκκληση σε πειθαρχία με βάση τις αποφάσεις συνεδρίου, του ανώτερου δηλαδή κομματικού οργάνου. Όπως όμως αποδεικνύεται από τα γεγονότα που ακολούθησαν, το 3ο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ δεν κατάφερε να δώσει διέξοδο στην κρίση του κόμματος, παρά μόνο μια μικρή ανάπαυλα. Συνεπώς το πρόβλημα δεν μπορούσε να λυθεί με εκκλήσεις για πειθαρχία, παρά μόνο μέσα από την οξύτατη ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση μέρος της οποίας ήταν αναπόφευκτα και η διάσπαση- στον ένα ή τον άλλο βαθμό- των κομματικών γραμμών. Πριν όμως δούμε πως εξελίχθησαν τα πράγματα, οφείλουμε να ρίξουμε μια ματιά στην Ελλάδα εκείνης της περιόδου για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών στο πλαίσιο των οποίων το ΚΚΕ επιχειρούσε να απαλλαγεί από τα προβλήματα του για να ανταποκριθεί στην ιστορική του αποστολή ως επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης.

Από το 3ο στο 4ο Συνέδριο- Η κατάσταση στη χώρα

Μετά τη πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου η χώρα επέστρεψε στην τυπική αστική κοινοβουλευτική της ζωή. Οι πρώτες, μετά Πάγκαλον, εκλογές έγιναν στις 7 Νοεμβρίου του 1926 με το σύστημα της απλής ανα­λογικής, που εφαρμοζόταν για πρώτη φορά, λειτουργούσε αντιπολωτικά και επέτρεπε την εκπροσώπηση στη Βουλή όλων των τάσε­ων της ελληνικής κοινωνίας[4]. Με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών έλαβαν: Η «Ένωση Φιλελευθέρων» των Γ. Καφαντάρη και Α. Μιχαλακόπουλου 303.140 ψήφους, ποσοστό 31,63% και 102 έδρες. Το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη 194.243 ψήφους, ποσοστό 20,27% και 60 έδρες. Οι «Ελευθερόφρονες» του μετέπειτα δικτάτορα Ι. Με­ταξά 151.044 ψήφους, ποσοστό 15,76% και 51 έδρες. Η «Δημοκρατική Ένω­ση» του Α. Παπαναστασίου 62.086 ψήφους, ποσοστό 6,48% και 17 έδρες. Το «Κομ­μουνιστικό Κόμμα Ελλάδας» 41.982 ψήφους, ποσοστό 4,38% και 10 έδρες[5]. Το «Αγροτικό Κόμμα» 28.318 ψήφους, ποσοστό 2,95% και 4 έδρες. Το «Κόμμα Ανε­ξαρτήτων και Προσφύγων» του Αρ. Μητσοτάκη 17.410 ψήφους, ποσοστό 1,82% και 2 έδρες. Το «Φιλελεύθερο Προσφυγικό Κόμμα» του Θ. Σο­φούλης 13.798 ψήφους, ποσοστό 1,44% και 4 έδρες. Η «Σύμπραξις Συντηρη­τικών» του Ν. Τριανταφυλλάκου 12.661 ψήφους, ποσοστό 1,32% και 3 έδρες. Το «Επαρχιακό Κόμμα» του Ρ. Κούνδουρου 9.728 ψήφους, ποσοστό 1,01% και 2 έδρες, Οι υπόλοιπες έδρες πήγαν σε διάφορα μικρά κόμμα­τα και ανεξάρτητους συνδυασμούς. Γενικά, σε σύνολο 286 εδρών, η βενιζελική παράταξη πήρε 143 και η αντιβενιζελική 127 έδρες. Έτσι, καμιά από τις δύο παρατάξεις δε συ­γκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία. Εκτός αυτών των παρατάξεων ήταν το ΚΚΕ, το Αγροτικό και το Εβραϊκό Κόμμα[6].Το ΚΚΕ για πρώτη φορά εξέλεγε 10 βουλευτές κι αυτό χωρίς αμφιβολία ήταν μια σοβαρή εκλογική επιτυχία που οφειλόταν κυρίως στην αντιδικτατορική και γενικότερη φιλολαϊκή δράση του κόμματος.

Στις 4 του Δεκεμβρίου του 1926 η δεξιά και το Κέντρο (δηλαδή οι αντιβενιζελικοί και οι βενιζελικοί) συγκρότησαν Οικουμενική Κυ­βέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαίμη. Στην κυβέρνηση συμμετείχαν οι πολιτικοί αρχηγοί Παναγής Τσαλδάρης, Γε­ώργιος Καφαντάρης, Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, Ιωάννης Μεταξάς και Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Το ΚΚΕ, στις θέσεις του για την οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας, τόνιζε: «Η οικουμενική κυβέρνηση είναι ο συνασπισμός των βενιζελοδημοκρατικών και μοναρ­χικών κομμάτων… Κοινωνική βάση των φιλελεύθερων κομ­μάτων είναι, κυρίως, η εμπορική, εφοπλιστική, τραπεζιτική και βιομηχανική μπουρζουαζία… Η κοινωνική βάση της μο­ναρχικής μπουρζουαζίας είναι τα υπολείμματα του φεου­δαρχισμού και μέρος της εμπορικής και βιομηχανικής μπουρ­ζουαζίας. Η μπουρζουαζία, η μοναρχική και η φιλελευθέρα, στους καθεστωτικούς ανταγωνισμούς της χρησιμοποίησε το σχηματισμένο από τους πολέμου ς μεγάλο σώμα των αξιωματικών. Το σώμα αυτό, επιδιώκοντας τα επαγγελματι­κά του συμφέροντα, συνδέθηκε με τις διάφορες ιμπεριαλι­στικές επιρροές»[7].

Ύστερα από 8 μήνες ζωής της «Οικουμενικής», αποχώρησε απ’ αυ­τήν το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρης, με σκοπό να συγκρατήσει την πολιτική του επιρροή στις μικροαστικές, τις αγροτικές και τις εργαζόμενες μάζες και να τις παρασύρει σε αγώνες για την πολιτική κυριαρχία της μοναρχικής παράταξης και την παλινόρθωση της μοναρχίας. Στις 22 Αυγούστου του 1927 σχηματί­στηκε, η κυβέρνηση του «Ευρέος Συνασπισμού», που ακολούθησε ίδια πολιτική μ’ αυτή της Οικουμενικής, με τη συμμετοχή των υπόλοιπων 4 κομμάτων και με πρωθυπουργό πάλι τον Αλέξαν­δρο Ζαίμη. Τελικά, κι αυτή η κυβέρνηση υπο­χρεώθηκε να παραιτηθεί στις 22 του Μάη 1928, κάτω από το δυσβάσταχτο βάρος των οικονομικών, κυρίως, προβλημά­των.

Η «Οικουμενική» και η κυβέρνηση «Ευρέος Συνασπι­σμού» χειρίστηκαν τις τύχες του τόπου για ενάμισι χρόνο, εφαρμόζοντας σκληρή αντιλαϊκή πολιτική. Για να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό και να σταθεροποιήσουν τη δραχμή, κατέ­φυγαν σε καινούργια εξωτερικά δάνεια (όπως το τριμερές του 1928, ύψους 206 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων), που έδεσαν ακόμα πιο σφιχτά τη χώρα στο άρμα του ξένου κε­φαλαίου, κυρίως του αγγλικού[8]. Οι κυβερνήσεις αυτές έριξαν στις πλάτες του εργαζόμενου λαού και άλλους φόρους ενώ αγνόησαν παντελώς τα λαϊκά αιτήματα. Έτσι, όπως ήταν φυσικό προκάλεσαν τις λαϊκές αντιδράσεις

Στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου του, οι λεωφορειούχοι και οι οδηγοί ταξί κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας κατά της συμφωνίας με την «ΠΑΟΥΕΡ» και του μονοπωλίου αυτοκι­νήτων. Οργάνωσαν διαδήλωση μπροστά στο κτίριο της Βουλής, όπου τους επιτέθηκε η χωροφυλακή. Στις 31 Ιανουαρίου οι ίδιοι οργάνωσαν διαδήλωση και με 1.000 περίπου αυτοκίνητα έφτασαν μπροστά στη Βουλή. Στις 7 Φεβρουαρίου κήρυξαν γενική απεργία κατά της σύναψης συμφωνίας με την «ΠΑΟΥΕΡ» που συζητούσε τότε η Βουλή. Το Φλεβάρη κηρύχθηκε πανελλαδική απεργία καπνερ­γατών με αίτημα τη χορήγηση επιδομάτων στους ανέργους στη Θεσσαλονίκη και στο Αγρίνιο. Η χωροφυλακή χτύπησε τους απεργούς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 5 και να τραυματιστούν αρκετοί.

Στην Αθήνα, το Μάρτη, κατέβηκαν σε γενική απεργία οι επαγγελματοβιοτέχνες και συγκρότησαν συλλαλητήριο κατά της άρσης του ενοικιοστασίου. Κι ενώ οι διαδηλωτές κατευ­θύνονταν προς τη Βουλή για να επιδώσουν το ψήφισμά τους, στη λεωφόρο Πανεπιστημίου τους επιτέθηκαν με πρωτοφα­νή αγριότητα χωροφύλακες και στρατιώτες, πυροβολώντας στο Ψαχνό. Σκότωσαν τρεις (δυο επαγγελματίες και ένα δι­κηγόρο) και τραυμάτισαν δεκάδες διαδηλωτές.

Το τελευταίο δεκαήμερο του Μάη, στη Μακεδονία και τη Θράκη, οι καπνεργάτες, με την καθοδήγηση της Καπνεργα­τικής Ομοσπονδίας (ΚΟΕ) και με αίτημα τις κοινωνικές ασφαλίσεις, κατέβηκαν σε νέα γενική απεργία. Οι καπνοβιο­μήχανοι και οι καπνέμποροι κήρυξαν λοκ άουτ (ανταπεργία) ενάντια σε 40.000 περίπου καπνεργάτες. Στρατός και χω­ροφυλακή χτύπησαν συνελεύσεις και συγκεντρώσεις δια­μαρτυρίας των καπνεργατών, με αποτέλεσμα να τραυματι­στούν πάνω από 70 εργάτες. Η Μακεδονία και η Θράκη στρα­τοκρατούνταν. Διοικήσεις εργατικών κέντρων και συνδικά­των, εργατικά στελέχη και εκατοντάδες καπνεργάτες πιά­στηκαν και φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Ο απεργιακός αγώνας κράτησε 20 μέρες.

Το Νοέμβρη οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Αθήνας κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας και η κυβέρνηση πήρε έκτακτα μέτρα. Ο στρατός κατέλαβε το Πανεπιστήμιο και το γύρω χώρο, στήνοντας πολυβόλα.

Στις 11-18 του Δεκέμβρη, όταν στη Βουλή γινόταν συζή­τηση για την άρση της βουλευτικής ασυλίας και τη δίωξη των κομμουνιστών βουλευτών, στην Αθήνα, το Βόλο, τη Θεσσα­λονίκη, την Καβάλα, τη Δράμα και άλλες πόλεις οργανώθηκαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για την οικονομική πολιτι­κή της κυβέρνησης και τη σχεδιαζόμενη δίωξη των κομμου­νιστών βουλευτών. Συνολικά, στις απεργιακές κινητοποιή­σεις του 1927 πήραν μέρος 50 με 60 χιλιάδες εργάτες[9].

Στις αρχές του 1928 πήρε μεγάλη έκταση ο αγώνας των αγροτών ενάντια στα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης. Στις 18 Ιανουαρίου, στο χωριό Μοίρες του Ηρακλείου Κρή­της πάνω από 700 αγρότες κύκλωσαν τα γραφεία της Εφο­ρίας και έκαψαν τα αρχεία της. Στις 30 του Γενάρη, πάνω από 5.000 ένοπλοι Κρήτες στο Ηράκλειο κύκλωσαν τη Νο­μαρχία και διαδήλωσαν την απόφασή τους να υπερασπι­στούν τη ζωή τους πιο αποφασιστικά, αν η κυβέρνηση απορρίψει τα αιτήματά τους. Στις 12 Φεβρουαρίου, επίσης στην Κρήτη, οι αγρότες κατέβηκαν σε μαζικά ένοπλα συλ­λαλητήρια, με κύριο αίτημα την κατάργηση της βαριάς φο­ρολογίας. Οι διαδηλωτές διακήρυξαν ότι δεν αναγνωρίζουν τις αρχές του νησιού και έταξαν δεκαήμερη προθεσμία για την αποδοχή των αιτημάτων τους. Η κυβέρνηση έστειλε ένοπλες δυνάμεις για να καταπνίξει βίαια την εξέγερσή τους.

Στις 11 Ιουνίου, ύστερα από μια ορισμένη προετοιμα­σία, με βάση το σύνθημα που έριξαν το ΚΚΕ και τα αριστερά συνδικάτα για γενική πανελλαδική απεργία, με αιτήματα την επίλυση οικονομικών προβλημάτων, το σταμάτημα της τρο­μοκρατίας και την απόσυρση από τη Βουλή του φασιστικού νομοσχεδίου κατέβηκαν σε απεργία οι καπνεργάτες, οι αρ­τεργάτες, οι τροχιοδρομικοί και ορισμένοι άλλοι κλάδοι Συ­νολικά κατέβηκαν στην απεργία 60.000 εργάτες. Στην Κα­βάλα και την Ξάνθη η χωροφυλακή χτύπησε τους απεργούς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 6 και να τραυματιστούν πάνω από 60 καπνεργάτες. Τελικά, η απεργία δεν πήρε πανελλα­δικό χαρακτήρα, γιατί οι ρεφορμιστές ματαίωσαν τη συμμε­τοχή σ’ αυτή μιας σειράς βασικών κλάδων.

Στις απεργιακές κινητοποιήσεις του 1928 πήραν μέρος συνολικά γύρω στους 85.000 εργάτες[10].

Η άνοδος του απεργιακού κινήματος ανησύχησε την κυ­βέρνηση του «Ευρέος Συνασπισμού». Γι’ αυτό, σε συνεργα­σία με τη ρεφορμιστική ηγεσία της ΓΣΕΕ, προχώρησαν στην ολοκλήρωση της διάσπασης του εργατικού κινήματος. Στο 4ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, που συνήλθε το Μάη του 1928, οι ρεφορμιστές ηγέτες της, με τη βοήθεια της αστυνομίας, έδιωξαν παράνομα 213 αριστερούς αντιπροσώπους από τους 443 και στη συνέχεια διέγραψαν από τη δύναμη της ΓΣΕΕ τα συνδικάτα που οι διοικήσεις τους ήταν αριστερές[11]. Σε λίγο με την επάνοδο του Βενιζέλου στην κυβερνητική εξουσία τα μέτρα αυταρχισμού θα συμπλήρωνε κι ένας νόμος- έκτρωμα, το περιβόητο ιδιώνυμο.

Η επιστροφή του Βενιζέλου

 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε επιστρέψει, από το εξωτερικό, στην Ελλάδα στις 20 του Απρίλη 1927 και είχε εγκατασταθεί στα Χανιά της Κρήτης. Επισήμως διακήρυττε ότι εμμένει στην απόφαση που είχε πάρει τέσσερα χρόνια νωρίτερα να μην αναμιχθεί στην ενεργό πολιτική. Ωστόσο εκείνο που απηχούσε τις πραγματικές του προθέσεις είναι ότι περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Με την πτώση της Κυβέρνησης «Ευρέος Συνασπισμού», στις 22 του Μάη 1928, η χώρα μπήκε σε προεκλογική περίοδο κι ο Βενιζέλος διέγνωσε πως είχε ξαναέρθει η δική του ώρα για επάνοδο στην κυβερνητική εξουσία. Στις 23 Μαΐου, ανακοίνωσε στον ελληνικό λαό την απόφασή του να αναμιχθεί και πάλι στην πολιτική, δηλώνοντας ότι, μετά την παραίτηση του Γ. Καφα­ντάρη, αναλαμβάνει την αρχηγία των Φιλελευθέρων. Στις 4 Ιουλίου του 1928 ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση με τη συμμετοχή αποκλειστικά στελεχών του κόμματός του και προκήρυξε εκλογές για τις 19 Αυγούστου του 1928, υποσχόμενος πως αν εκλεγόταν πρωθυπουργός θα εξασφάλιζε αύ­ξηση της παραγωγής με τη βοήθεια μεγάλων τεχνικών έρ­γων στην πόλη και την ύπαιθρο. Εξασφάλιση ειρηνικής συ­νύπαρξης κεφαλαίου και εργασίας. Αποκατάσταση του κύ­ρους της διοίκησης. Όμως δεν υποσχέθηκε μόνο αυτά Έναν, περίπου, μήνα πριν τις εκλογές, στην προεκλογική του ομιλία στη Θεσσαλονίκη, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων έδωσε σαφές στίγμα της πολιτικής που θα ακολουθούσε αν κέρδιζε τις εκλογές.

«Το δικαίωμα στη απεργία- είπε ανάμεσα σε άλλα[12]– προς επιδίωξιν των επαγγελματικών συμφερόντων των εργατών καθώς και το αντιστοιχούν δικαίωμα των εργοδοτών όπως σταματούν την βιομηχανικήν των επιχείρησιν δεν εννοούμεν ουδ’ επ’ ελάχιστον να περιορίσωμεν. Πιστεύομεν όμως ότι επιβάλλεται προς το συμφέρον των εργατών, εξ ίσου και των εργοδοτών, καθώς και της όλης κοινωνίας, όπως ρυθμισθή δια νόμου η άσκησις του δικαιώματος τούτου κι ελπίζω βασίμως ότι θα επιτύχω την συναίνεσιν και των εργατών και των εργοδοτών, όπως καθιερωθή δια νόμου η υποχρέωσις και δια τα δύο μέρη, πριν προβαίνουν εις την άσκησιν του δικαιώματός των να ειδοποιούν το υπουργείον Εθνικής Οικονομίας όπως τούτο εντός ευλόγου προθεσμίας προβαίνει επί παρουσία αντιπροσώπων των εργατών και των εργοδοτών περί του βασίμου ή μη των λόγων, οίτινες προκαλούν την απειλούμενην απεργίαν ή το λοκ- άουτ και δημοσιεύη δι’ εκθέσεως το όρισμα της ερεύνης. Μόνον μετά τη δημοσίευσιν της εκθέσεως ταύτης, η κήρυξις της απεργίας ή του λοκ- άουτ θα είναι νόμιμος…. Οι οπαδοί της γ’ διεθνούς θα κραυγάσουν βέβαια κατά της προτάσεως ταύτης… Αλλά επειδή εμνημόνευσα τη γ’ διεθνή να εκθέσω ποία είνε η στάσις του κομμουνισμού. Πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είνε η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία, θα εύρη αντεμέτωπον την πυγμήν του κράτους… Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του δια της αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκάλυπτων ανατρεπτικών ενεργειών των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος». Ήταν φανερό πως τα πράγματα δυσκόλευαν αποφασιστικά για το εργατικό κίνημα και το ΚΚΕ.

Οι εκλογές έγιναν με το πλειοψηφικό σύστημα που επα­νέφερε ο Βενιζέλος με αναγκαστικό διάταγμα. Το Κόμματων Φιλελευθέρων, με τα κόμματα που είχαν συμπράξει μαζί του, πήρε το 61,2% των ψήφων και 223 έδρες. Απ’ αυτές οι Φιλελεύθεροι πήραν 178 έδρες, ο Παπαναστασίου 20, ο Κονδύλης 9, ο Μιχαλακόπουλος 5, ο Ζαβιτσιάνος 5 και οι Ανεξάρτητοι Δημοκρατικοί, που υποστήριξαν κι αυτοί τον Βενιζέλο, πήραν 6 έδρες. Σ’ αυτές το ΚΚΕ συγκέντρωσε 14.325 ψήφους, δηλαδή το 1,41 % των ψηφισάντων και, λόγω πλειοψηφικού, δεν έβγαλε κανένα βουλευτή[13].

Σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό ξανά τον Βε­νιζέλο. Το ΚΚΕ, σε εκτίμησή του για την κυβέρνηση Βενιζέ­λου, τόνιζε: «Ο “ορθόδοξος” φιλελευθερισμός και η κυβέρ­νηση Βενιζέλου είναι μια νέα συγκέντρωση των δυνάμεων της ελληνικής μπουρζουαζίας ύστερα από τις οικουμενικές κυβερνήσεις και ταυτόχρονα η ισχυρή εγγύηση τόσο αυτής, όσο και του αγγλογαλλικού ιμπεριαλισμού για τη συνέχιση της πολιτικής της σταθεροποίησης και υποδούλωσης, για την κατάπνιξη της αντίστασης των εργατοαγροτικών μαζών και την προπαρασκευή του πολέμου κατά της ΕΣΣΔ»[14] .

Το ΚΚΕ στη δίνη της εσωκομματικής πάλης

Τέτοια ήταν σε γενικές γραμμές η κατάσταση στην Ελλάδα την περίοδο που εξετάζουμε και μέσα σ’ αυτή την κατάσταση το ΚΚΕ βίωνε τη δική του εσωτερική κρίση.

Τον Ιούνιο του 1927 ο Παντελής Πουλιόπουλος και ο Παστίας Γιατσόπουλος- και οι δύο κορυφαίες προσωπικότητες της «Αριστερής Αντιπολίτευσης στο ΚΚΕ» που είχαν διατελέσει και Γραμματείς του- κυκλοφόρησαν ανοιχτά ένα φυλλάδιο που το τιτλοφορούσαν «Νέο Ξεκίνημα». Στο φυλλάδιο αυτό δημοσίευαν ένα «γράμμα στα μέλη του ΚΚΕ» κι ένα «Γράμμα στη Διοίκηση του ΚΚΕ», όπου εξέθεταν τις απόψεις τους για την κατάσταση στο κόμμα και τη διέξοδο από την κρίση που αυτοί πρότειναν. Ταυτόχρονα άρχισαν «να οργανώνουν τους οπαδούς της αντιπολίτευσης μέσα στο κόμμα. Ιδιαίτερα την οργάνωση του Πειραιά που έχουν την πλειοψηφία»[15]. Εκείνη την περίοδο το ΚΚΕ είχε οξύτατη αντίθεση και με την ομάδα των αρχειομαρξιστών που είχε αποσπαστεί από τις γραμμές του. Η ομάδα αυτή είχε πλέον αλλάξει χαρακτήρα. Οι διακηρυγμένοι σκοποί της που ήταν η μόρφωση της εργατικής τάξης αν δεν έχουν εγκαταλειφθεί, έχουν τουλάχιστον περάσει σε δεύτερη μοίρα., από το1925, που αποχώρησε ο ιδρυτής και ηγέτης της ομάδας Φρ. Τζουλάτι. Ο νέος ηγέτης των Αρχειομαρξιστών Δ. Γιωτόπουλος τροποποιεί ριζικά τα χαρακτηριστικά της οργάνωσης, επιβάλει αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες, ένα ακραίο συγκεντρωτικό σύστημα λειτουργίας όπου αυτός έχει την απόλυτη εξουσία. Επιπλέον προσανατολίζει την οργάνωση να αντιμετωπίζει το ΚΚΕ με ακραίες αντικομουνιστικές πρακτικές (ατομική τρομοκρατία, ξύλο, επιθέσεις στα κομματικά γραφεία και στις κομματικές συγκεντρώσεις, προσωπικό κουτσομπολιό κ.ο.κ.). Κι όλα αυτά στο όνομα του κομμουνισμού. Ένα νέο στοιχείο στη δράση των αρχειομαρξιστών τη περίοδο που εξετάζουμε είναι ότι η οργάνωση αυτ, αναπτύσσει δράση στα συνδικάτα και επιχειρεί να αμφισβητήσει την επιρροή του ΚΚΕ.

Στις 17 Απριλίου του 1927 ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει ανοικτή έκκληση του Π.Γ. του ΚΚΕ προς τους εργάτες αρχειομαρξιστές, τους οποίους και καλεί να εγκαταλείψουν την οργάνωσή τους και να επιστρέψουν στο κόμμα[16]. Η έκκληση αυτή αλλά και η γενικότερη στάση του κόμματος φαίνεται ότι είχαν αντίκτυπο. Μια ομάδα από το ΑΡΧΕΙΟ, που διαφωνούσε με την τακτική της ηγε­σίας του, αποσπάστηκε απ’ αυτό και εκδήλωσε τη διάθεση επιστροφής στο ΚΚΕ. Η ομάδα αυτή ονομάστηκε «Τρίτη κατάσταση» και στη συνδιάσκε­ψη της τον Ιούνιο του 1927 αποφάσισε κατά πλειοψηφία την προσχώρηση στο Κόμμα. Έτσι ξεκίνησαν συζητήσεις με την κομματική ηγεσία για τους όρους επιστροφής, που όμως γρήγορα πέρασαν στο περιθώριο λόγω της νέας εσωκομματικής κρίσης. Γράφει ο Δ. Λιβιεράτος[17]: «Ενώ συνεχιζόντουσαν οι συζητήσεις για την προσχώρηση, οι Πουλιόπουλος-Γιατσόπουλος αυτόν τον Ιούνιο, κυκλοφόρησαν ένα φύλ­λο που το τιτλοφόρησαν «Νέο ξεκίνημα», προς όλα τα μέλη του κόμμα­τος… Έτσι σταμάτησαν οι συζητήσεις με τα μέλη της «Τρίτης κατάστασης» και άρχισε σ’ όλο το κόμμα, αλλά και έξω απ’ αυ­τό η σύγκρουση αντιπολίτευσης-ηγεσίας του κόμματος. Η ρήξη ήταν πια ανοιχτή και το χάσμα δεν μπορούσε να κλείσει».

Στο παρόν σημείωμα δεν μπορούμε να δώσουμε ολοκληρωμένα το σύνολο των απόψεων που οι Πουλιόπουλος και Γιατσόπουλος διατύπωναν στο «Νέο Ξεκίνημα». Αξίζει όμως να παραθέσουμε τον τρόπο με τον οποίο αιτιολογούσαν την εσωκομματική κρίση την οποία κάθε άλλο παρά αρνούνταν. Ως συμπτώματα της κρίσης ανέφεραν: την «έλλειψη ενός ηγετικού πυρήνα από συντρόφους που να έχουν μια μαρξιστική κατάρτιση και πολιτική Ικανότητα να προσαρμόσουν τι κομμουνιστικές αρχές στις συγκεκριμένες συνθήκες». Την «απαρχής κακή ποιοτική σύνθεση του Κόμματος», 3) τη «δυσαναλογία του αυθόρμητου κινήματος των μαζών, που αριστερο­ποιούνται από τις αντικειμενικές συνθήκες, προς τις ελαττωματικότητες και ανεπάρκειες του Κόμματος». Και πρόσθεταν: «Οι πιο άμεσες αιτίες των κρισίμων αυτών φαινομένων βρίσκονται βέ­βαια στις ιδιαίτερες συνθήκες της ιστορικής εξέλιξης του εργατικού κινή­ματός μας, σε συσχετισμό με την πρόοδο και ύφεση του διεθνούς επανα­στατικού κινήματος. Βασικώς τα αίτια της κρίσης, και σε τελειωτική τους ανάλυση, βρίσκονται φυσικά στις ιδιαίτερες συνθήκες της εξέλιξης του καπιταλισμού στη χώρα μας (Οικονομικοκοινωνική θέση και ψυχο­λογία του ελληνικού προλεταριάτου, μικροαστικός και ειδικότερα εμπο­ρομεσιτικός χαρακτήρας της χώρας και καπιταλιστική καθυστέρησή της, έλλειψη σοσιαλιστική ς παράδοσης και μαρξιστικής καλλιέργειας, εισροή τυχοδιωχτικών στοιχείων μέσα στο κίνημα κ.λπ. κ.λπ.).

Καθήκον των ελλήνων κομμουνιστών είναι να καταπιαστούν πρώτιστα με την αντιμετώπιση εκείνων των όρων της κρίσης του κινήματος, στους οποίους μπορούν να επιδράσουν με τη συνειδητή τους προσπάθεια»[18].

ΤΟ Π.Γ. για να αντιμετωπίσει την κατάσταση εξέδωσε μιαν αναλυτική απόφαση- απάντηση που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 6.7.1927. Κατηγορεί, μεταξύ άλλων την ομάδα Πουλιόπουλου ότι με τις θεωρίες της διαλύει το κόμμα και δεν αφήνει να πραγματοποιηθεί το σύν­θημα για τα 5.000 μέλη που είχε βάλει το 3ο Συνέδριο, ότι εμποδίζει την επιστροφή των μελών της «Τρίτης Κατάστασης» κι ότι επιτίθεν­ται κατά της Κ.Δ. Και η απόφαση καταλήγει: «Το Πολιτικό Γραφείο καλεί τα μέλη του Κόμματος να αντιδράσουν ε­ναντίον της βλαβερής αυτής ομάδος, να καταδικάσουν ομόθυμα τις φρα­ξιονιστικές της εκκλήσεις και όλες της τις αρχές, διότι μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να προστατευθεί το Κόμμα εναντίον τάσεων, οι οποίες εν τω συνόλω των δεν είναι δυνατό παρά να χαρακτηρισθούν ως τάσεις διαλυτικές του ΚΚΕ και του επαναστατικού κινήματος»[19]

Όπως ήταν φυσικό η εσωκομματική πάλη συνεχίστηκε, ο φραξιονισμός οργίαζε και η λύση του προβλήματος όλο και περισσότερο απαιτούσε το μέτρο της διάσπασης. Οι Πουλιόπουλος και Γιατσόπουλος διαγράφονται από το Κόμμα με απόφαση του Π.Γ. που δημοσιεύτηκε στο «Ρ» στις 25/9/1927. Όμως στο πλευρό της αντιπολίτευσης πέρασαν και οι κεντριστές με αποτέλεσμα, το Σεπτέμβρη του 1927 να παραιτηθούν από το Πολιτικό Γραφείο- δημοσιοποιώντας τη διαφωνία τους- οι Σ. Μάξιμος, Κ. Σκλάβος και Τ. Χαΐνογλου. Στις 4 Νοεμβρίου 1927 οι αντιπολιτευόμενοι και οι κεντριστές εμφανί­ζονται με κοινές θέσεις σαν «Ενωμένη Αντιπολίτευση». Από τα μέλη του Π.Γ. και της Κ.Ε. του 3ου Συνεδρίου, υπογράφουν οι Σεραφείμ Μάξιμος, Κώστας Σκλάβος, Τάσος Χαΐνογλου, Βασίλης Νικολινάκος, Π. Χατζη­σταύρος, Γρηγόρης Παπανικολάου. Οι τρεις πρώτοι ήταν μέλη του Πολι­τικού Γραφείου. Ο πρώτος και τρίτος επίσης βουλευτές, του κόμματος. Μαζί υπογράφουν οι Παντελής Πουλιόπουλος και Παστίας Γιατσόπου­λος, γραμματείς του Κόμματος. Η διάσπαση έχει ολοκληρωθεί. Τα ίδια , όμως συμβαίνουν και διεθνώς αφού το Δεκέμβριο του 1927 διαγράφονται τελικά από το μπολσεβίκικο κόμμα οι Τρότσκι, Ζηνό­βιεφ, Κάμενεφ.

Στις 27.12 το Π.Γ. στέλνει ανοιχτό γράμμα προς τους κεντριστές και τους καλεί να διαχωρίσουν τη θέση τους από την αντιπολίτευση και να δουλέψουν μέσα στο κόμμα. Απάντηση από μέρους τους δεν υπήρξε. Τον Ιανουάριο του 1928 η «Ενωμένη Αντιπολίτευση», βρίσκεται έξω πια από το ΚΚΕ και συγκεντρώνεται- γύρω από το περιοδικό «ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ» που κυκλοφόρησε εκείνο το μήνα.

Η υπόθεση της αντιπολίτευσης έκλεισε τυπικά για το ΚΚΕ με τις αποφάσεις που έλαβε η Β’ ολομέλεια της ΚΕ του που συνήλθε στις 15.2.1928 και, ανάμεσα στα άλλα, απάλλαξε τους Κεντριστές από κάθε κομματικό αξίωμα. Το κόμμα είχε δεχτεί ισχυρότατο κλονισμό απ’ όσα είχαν διαδραματιστεί γεγονός που αποδεικνύεται αν λάβει κανείς υπόψη του και μόνο το γεγονός ότι μεταξύ 3ου και 4ου Συνεδρίου βρέθηκαν εκτός κόμματος τα 8 από τα 17 μέλη της Κ.Ε. που είχαν εκλεγεί στο 3ο Συνέδριο. Η ζημιά που είχε προκληθεί στο κόμμα από την εσωκομματική κρίση φάνηκε και στα εκλογικά αποτελέσματα των εκλογών του 1928, τα οποία παραθέσαμε πιο πριν. Έτσι το κόμμα εξουθενωμένο, αδυνατισμένο και βαριά τραυματισμένο οδηγήθηκε στο 4ο Συνέδριό του.

Το 4ο τακτικό Συνέδριο

Το 4ο Συνέδριο του ΚΚΕ συνήλθε στο διάστημα 10 έως 15 Δεκέμβρη του 1928 ενώ ο προσυνεδριακός διάλογος είχε ξεκινήσει από τις 15 Οκτωβρίου του ιδίου έτους. Το συνέδριο του κόμματος χωρίς αμφιβολία είχε σφραγίσει η εσωκομματική κρίση αλλά κι ένα εξίσου μεγάλο γεγονός που συνδεόταν με το διεθνές Κομμουνιστικό κίνημα. Επρόκειτο για το 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το οποίο συνήλθε στη Μόσχα από τις 15 lουλίου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου του 1928 και έμεινε στην ιστορία ως το Συνέδριο που ψήφισε το Προγράμμα της ΚΔ.

Στο Συνέδριο της ΚΔ συμμετείχε και τριμελής αντιπρο­σωπεία του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ. Στην ομιλία του στο Συνέ­δριο της ΚΔ ο Ανδρόνικος Χαϊτάς (Σιφναίος), γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, αναφέρθηκε διεξοδικά στην πολιτική κατά­σταση στην Ελλάδα, στους αγώνες της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, των φοιτητών και της νεολαίας, καθώς και στην εσωτερική κατάσταση του κόμματος.

Σχετικά με την ανάπτυξη των κομματικών δυνάμεων του ΚΚΕ, ο Χαϊτάς τόνισε ότι το Κόμμα αριθμούσε στις γραμμές του 2.291 μέλη, από τα οποία τα 59,4% είναι εργάτες, τα 31 ,9% αγρό­τες και τα 8,7% υπάλληλοι και εκπρόσωποι άλλων κοινωνι­κών στρωμάτων»[20].

Το 4ο Τακτικό Συνέδριο του ΚΚΕ, έκανε μια προσπάθεια να συγκεκριμενοποιήσει τη θέση του Προγράμματος της ΚΔ και να καθορίσει το χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα αλλά δεν ολοκλήρωσε την προσπάθεια μεταθέτοντας το καθή­κον αυτό στο 5ο Συνέδριο. Στη σχετική απόφαση τονίζεται: «Συνδυασμένα με την ανάλυση του Προγράμματος πρέπει να τεθεί και το ζήτημα της επαναστατικής δημοκρατικής δι­κτατορίας των εργατών και των αγροτών σαν σταθμού με­ταβατικού προς τη δικτατορία του προλεταριάτου, εν σχέ­σει με τη χώρα μας, επαφιεμένης της οριστικής λύσεως του ζητήματος αυτού στο 5ο Τακτικό Συνέδριο»[21]

Διαπιστώνοντας τη δύσκολη κατάσταση που είχε δημι­ουργηθεί στο συνδικαλιστικό κίνημα από τη διασπαστική δράση της ρεφορμιστικής ηγεσίας και την ανοιχτή επέμβα­ση του κράτους σ’ αυτό, στην απόφαση του Συνεδρίου του ΚΚΕ για το συνδικαλιστικό τονιζόταν: «Άμεσο κεντρικό κα­θήκον του Κόμματος, από πάνω ως κάτω, είναι η εργασία για τη σύγκληση του ενωτικού πανελλαδικού συνεδρίου, η συ­γκέντρωση των ταξικών δυνάμεων του συνδικαλιστικού κι­νήματος, η επανίδρυση του ταξικού κέντρου των συνδικά­των για την οργάνωση και διεξαγωγή των οικονομικών αγώ­νων της εργατικής τάξης.»[22]. Χαράζοντας την κατεύθυνση σύγκλησης ενός ενωτικού πανελλαδικού συνεδρίου της ΓΣΕΕ, το Συνέδριο του ΚΚΕ έλαβε υπόψη του τον αποκλεισμό ολόκληρης της αριστε­ρής παράταξης από τις εργασίες του τέταρτου Συνεδρίου της ΓΣΕΕ, γεγονός στο οποίο αναφερθήκαμε προηγούμενως. Το Συνέδριο, ενώ τόνιζε ότι επιβάλλεται το Ενιαίο Μέτω­πο όλων των εργατών, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους αντιλήψεις, χαρακτήριζε τους ρεφορμιστές (όπως έκανε και το 6ο Συνέδριο της ΚΔ) «σοσιαλφασίστες». Δεν έκανε καμία διάκριση ανάμεσα στην αστική δη­μοκρατία και το φασισμό και απέκλειε μια αντιιμπεριαλιστική πολιτική εκ μέρους οποιασδήποτε πολιτικής παράταξης της αστικής τάξης, ακόμα και της μικροαστικής.

Το Συνέδριο πήρε επίσης αποφάσεις για τη δουλειά στο χωριό, τη βελτίωση της προπαγάνδας του κόμματος και κα­ταδίκασε για ακόμα μια φορά το λικβινταρισμό και τον «κε­ντρισμό». Αποφάσισε παμψηφεί τη διαγραφή από το κόμμα των Σ. Μάξιμου, Κ. Σκλάβου, Τ. Χαΐνογλου, Π. Χατζησταύρου, Β. Νικολινάκου, Γ. Παπανικολάου, Ν. Νικολαΐδη και Β. Πολυχρονάκη, πρώην μελών της ΚΕ και τόνισε ότι δε χωρεί επανάπαυση απέναντι στο δεξιό κίνδυνο.

Το Συνέδριο εξέλεξε νέα ΚΕ. Γραμματέας της ΚΕ εκλέ­χτηκε ο Ανδρόνικος Χαϊτάς. Στη νέα ΚΕ εκλέχτηκαν οι εξής: Α. Χαϊτάς, Γ. Σιάντος, Κ. Θέος, Α. Χριστοδουλίδης, Δ. Πυλιώτης, Κ. Eυτυχιάδης, Γ. Καραγιάννης, Δ. Παπαρήγας, Β. Ασίκης, Γ. Κολοζώφ, Γ. Ιωαννίδης, Ι. Τσατσάκος, Γ. Φραγκόπουλος και Σταμελάκος.

Το ΠΓ το αποτέλεσαν οι Α. Χαϊτάς, Γ. Σιάντος, Κ. Θέος, Δ. Πυλιώ­της, Δ. Παπαρήγας, Κ. Eυτυχιάδης και Γ. Kαραγάννης.

Η περίοδος 1925-1928 ήταν περίοδος σκλη­ρής δοκιμασίας για το ΚΚΕ. Ήταν η δυσκολότερη που πέρα­σε μέχρι τότε από την ίδρυσή του. Όπως αναφέρεται σε Δελτίο της Εργατικής Βοήθειας, η κυβερνητική τρομοκρατία ενάντια στο εργατικό κίνημα μέχρι το 1928 είχε σαν αποτέλεσμα4.368 συλλήψεις, 330 καταδίκες, 481 εξορισμούς, 427 τραυ­ματισμούς, 22 φόνους και 817 βιασμούς, ενώ 136 στρατιώ­τες στάλθηκαν στον πειθαρχικό ουλαμό στο Καλπάκι[23]. Εντούτοις το 4ο Συνέδριο του κόμματος δεν κατάφερε να θέσει τέρμα στην εσωκομματική κρίση η οποία μετατέθηκε σε ένα νέο επίπεδο και χρειάστηκε για την αντιμετώπισή της η ανοικτή παρέμβαση της Κομουνιστικής Διεθνούς.

Γιώργος Πετρόπουλος

 


[1] «Το Κόμμα- έλεγε ο Πουλιόπουλος σε δήλωσή του προς το 3ο Συνέδριο- δεν πρέπει να απαγορεύσει σε συντρόφους, που τυχαίνει να έχουν τις παραπάνω απόψεις για το κίνημα, να εργαστούν μέσα στις γραμμές του, υποβάλλοντας τον εαυτό τους στην κομματική πειθαρχία» (Βλέπε: ««Το ΚΚΕ από το 1918 έως το 1931», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947, τόμος β’, σελ. 134.

[2] Άγις Στίνας (Σπύρος Πρίφτης το πραγματικό του όνομα): «Αναμνήσεις», εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ, σελ. 126

[3] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος δεύτερος, σελ. 259

[4] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 179

[5]Οι 10 βουλευτές του Ενιαίου Μετώπου Εργατών-Αγροτών και Προσφύγων ήταν οι Σεραφείμ Μάξιμος και Κώστας Θέος (Λάρισα), Ζακ Βεντούρα, Δαυίδ Σουλά και Γρηγόρης Παπανικολάου (Θεσσαλoνίκη), Ελευθέριος Σταυρίδης (Καβάλα), Κώστας Κωσταντινίδης (Δράμα), Αθανάσιος Σινίκας (Ροδόπη), Τάσος Χαΐνογλου (Έβρος) και Ν. Κυριακόπουλος (Φλώρινα).

[6] Γρηγόρης Δαφνής: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, τόμο Α”, σελ. 348.

[7]«Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα» εκδόσεις Σ.Ε., τόμος δεύτερος, σελ 206.

[8]MarkMazower, «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου», έκδοση ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, σελ 147

[9] Δ. Λιβιεράτου: «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα 1927- 1931», εκδόσεις ΚΟΜΜΟΥΝΑ, σελ. 13- 30 και Αλέκος Kουτσούκαλης: «Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ», εκδόσεις ΓΝΩΣΗ σελ. 198.

[10] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 184

[11] Βλέπε: «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 184- 185, Δ. Λιβιεράτου: «Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ», εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ, σελ. 51- 56.

[12] Ελευθερίου Βενιζέλου: «Τα Κείμενα», επιμέλεια Στ. Στεφάνου, Αθήναι 1981, τόμος Γ’, σελ. 467- 468 και «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 21/7/1928

[13] Γρ. Δαφνή, στο ίδιο σελ. 394

[14] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος δεύτερος, σελ 584

[15] Δ. Λιβιεράτου: «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα 1927- 1931», εκδόσεις ΚΟΜΜΟΥΝΑ, σελ. 54

[16] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος δεύτερος, σελ 270- 273

[17] Δ. Λιβιεράτου: «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα 1927- 1931», εκδόσεις ΚΟΜΜΟΥΝΑ, σελ. 53- 54

[18] «Σπάρτακος- Αριστερή Αντιπολίτευση στο ΚΚΕ- Κείμενα 1928», εκδόσεις ΟΥΤΟΠΙΑ, σελ. Ι.

[19] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος δεύτερος, σελ 348- 354.

[20]Αλέκος Kουτσούκαλης: «Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ», εκδόσεις ΓΝΩΣΗ σελ. 218.

[21] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος δεύτερος, σελ 610.

[22] Στο ίδιο, σελ. 593

[23] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος τρίτος, 1929-1933, σελ 609.

 

Αρχική δημοσίευση: rizospastis.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας