Εργατικός Αγώνας

Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ

Ο Εργατικός Αγώνας ολοκληρώνει σήμερα τα ιστορικά δημοσιεύματα γύρω από τα Συνέδρια του ΚΚΕ της περιόδου 1918-1945. Πρόκειται για τα πρώτα επτά συνέδρια του κόμματος από το ιδρυτικό του έως και το 7ο που ήταν το πρώτο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Η επιλογή να ασχοληθούμε με αυτή την περίοδο της ιστορίας του ΚΚΕ δεν έγινε τυχαία. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ δημοσιεύει τον αναθεωρημένο πρώτο τόμο του δοκιμίου της κομματικής ιστορίας που καλύπτει την περίοδο 1918-1949 αναθεωρώντας πλήρως το κομματικό παρελθόν βγάζοντας λάθος όλη την κομματική πολιτική -τακτική και στρατηγική- στο μεσοπόλεμο, στην αντίσταση και στη μεταπολεμική περίοδο. Λαθεμένη, επίσης, θεωρεί και την πολιτική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής.

Το σημερινό δημοσίευμα αναφέρεται στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ που έγινε το από την 1η ως και τις 6 Οκτώβρη του 1945.

Με τα δημοσιεύματά μας γύρω από τα επτά πρώτα συνέδρια του ΚΚΕ δίνουμε την δική μας γενική προσέγγιση και στάση απέναντι στην κομματική ιστορία εκείνης της εποχής. Στα επόμενα θα δώσουμε στη δημοσιότητα κι άλλο αρχειακό υλικό διευκολύνοντας το αναγνωστικό κοινό του Εργατικού Αγώνα ώστε να έχει τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση στις πηγές της κομματικής ιστορίας.

 Η Συντακτική Ομάδα του Ε.Α.

Από 1 έως 6 Οκτωβρίου του 1945, στην αίθουσα του κινηματοθέατρου ΤΙΤΑΝΙΑ της οδού Πανεπιστημίου, πραγματοποιήθηκε το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ένα συνέδριο- σταθμός στην κομματική ιστορία, από τα σπουδαιότερα κομματικά σώματα που έλαβαν χώρα ως τα σήμερα Ήταν το πρώτο συνέδριο του ΚΚΕ μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και συνήλθε σε συνθήκες τυπικής νομιμότητας, συνθήκες που δεν θα ξαναζούσε το κόμμα παρά μετά από 33 χρόνια αφού το επόμενο τυπικά νόμιμο συνέδριό του ήταν το 10ο που πραγματοποιήθηκε το 1978. Ταυτόχρονα ήταν ένα Συνέδριο που είχε αργήσει πολύ η σύγκλησή του αφού απείχε από το 6ο Συνέδριο δέκα ολόκληρα χρόνια, δεδομένου ότι το τελευταίο πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβρη του 1935. Στο διάστημα αυτών των δέκα χρόνων είχαν μεσολαβήσει πολλά: Η Μεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο ελληνο- ιταλικός πόλεμος, η γερμανική κατοχή, η Εθνική Αντίσταση και η απελευθέρωση της χώρας, η βρετανική επέμβαση και τα Δεκεμβριανά, η συμφωνία της Βάρκιζας και η διάλυση του ΕΛΑΣ, το καθεστώς της Λευκής τρομοκρατίας που τις μέρες του συνεδρίου συνεχιζόταν αμείωτο. Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια το ΚΚΕ είχε καταφέρει από ένα μικρό κόμμα να γίνει η κυριότερη και η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της Ελλάδας.

Το 7ο Συνέδριο συνόψισε με πρωτοποριακό τρόπο, επιστημονικά τεκμηριωμένο, τη δεκάχρονη αυτή πορεία αγώνων του ελληνικού λαού, που αντιπροσώπευε την ηρωικότερη και σπουδαιότερη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας μετά την επανάσταση του 1821. Ακόμη συνέβαλε αποφασιστικά στον επαρκή πολιτικό, ιδεολογικό, επιστημονικό εξοπλισμό του κόμματος σε μια ιστορική στιγμή που το μαζικό- λαϊκό, το επαναστατικό κίνημα ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις του- μετά την ήττα του Δεκέμβρη και τη συμφωνία της Βάρκιζας- περνούσε στο στάδιο της αντεπίθεσης για τη λαϊκοδημοκρατική- σοσιαλιστική αναγέννηση της χώρας. Η σπουδαιότερη βεβαίως προσφορά του συνεδρίου έγκειται στο γεγονός ότι με τις επεξεργασίες του κουρέλιασε τη θεωρία της ψωροκώσταινας και της Μεγάλης Ιδέας και απέδειξε με επιστημονική πληρότητα την δυνατότητα της ανεξάρτητης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής εξέλιξης στην Ελλάδα της προόδου και του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Η έναρξη, η ταυτότητα και η θεματολογία του Συνεδρίου

Τις εργασίες του Συνεδρίου άνοιξε η Χρύσα Χατζηβασιλείου, μέλος του Π.Γ. της ΚΕ του κόμματος, με τούτη τη σύντομη ομιλία: «Σύντροφοι και συντρόφισσες, από μέρους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ να μου επιτρέψετε ν’ ανοίξω το 7ο Συνέδριο του Κόμματος. Την επίσημη τούτη στιγμή ας αφιερώσουμε ενός λεπτού σιγή στα θύματα του αγώνα».

Όλοι οι σύνεδροι σηκώθηκαν όρθιο κράτησαν ενός λεπτού σιγή και ύστερα τραγούδησαν το πένθιμο εμβατήριο: «Επέσατε θύματα…».

«Το αντιπροσωπευτικό τούτο σώμα του Κόμματός μας- συνέχισε, ξαναπαίρνοντας το λόγο, η Χρύσα Χατζηβασιλείου- συγκαλείται σε εξαιρετικά κρίσιμες στιγμές για τη χώρα μας. Γι’ αυτό εξαιρετική είναι η σημασία του. Μια δεκαετία μας χωρίζει απ’ το 6ο Συνέδριο. Τα δέκα όμως αυτά χρόνια με τον παλλαϊκό συναγερμό που ξεσήκωσαν, δημιούργησαν τέτοιες συνθήκες που τράνταξαν συθέμελα την ελληνική ζωή και έφεραν τέτοια αλλαγή στην πολιτική οικονομική και ηθική οργάνωση της κοινωνίας που θ’ απαιτούσε δεκαετίες μιας ομαλής εξέλιξης για να πραγματοποιηθεί. Σ’ όλη τη δεκάχρονη περίοδο ο ελληνικός λαός πάλαιψε κατά της 4ης Αυγούστου, ενάντια στους φασίστες εισβολείς, πάλεψε ενάντια στην ξενική επέμβαση και το κόμμα μας ήταν πάντα στις πρώτες γραμμές αυτής της πάλης αγωνιζόμενο, επικεφαλής και μαζί με το λαό και μέσα στον αγώνα αυτόν ανδρωνόταν πολιτικά, δυνάμωνε οργανωτικά, ρίζωνε στον ελληνικό λαό και απόδειξη είναι το σημερινό αντιπροσωπευτικό μας σώμα.

Το σημερινό μας Συνέδριο θα κάμει τον απολογισμό της δεκάχρονης πολιτικής δράσης. Μα δε θ’ αρκεσθεί στον απολογισμό. Ζούμε μια κρίσιμη καμπή της εθνικής ιστορίας. Ίσως την κρισιμότερη από όλες. Το ελληνικό πρόβλημα σαν ένα πολιτικό ελληνικό πρόβλημα, εσωτερικό αλλά και διεθνές, ζητεί επιτακτικά τη λύση του. Και από το αν θα δοθεί η λύση η Λαϊκοδημοκρατική, εξαρτάται το αν η Ελλάδα θα βαδίσει στο δρόμο της προκοπής ή θα βαλτώσει και θα επακολουθήσει η καταστροφή και η οπισθοδρόμηση. Το Συνέδριό μας θ’ ασχοληθεί και με την μελέτη των προβλημάτων της κρίσιμης αυτής καμπής.

Από τον απολογισμό βγάζουμε τα διδάγματα και την πείρα και τ’ ανάλογα συμπεράσματα και πορίσματα θα φωτίσουν το δρόμο που θα πρέπει ν’ ακολουθήσουμε. Ο δρόμος αυτός είναι ο ιστορικά αναγκαίος, ο δρόμος της Λαϊκής Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού στην Ελλάδα.

Θα ήθελα ν’ αναφέρω- συνέχισε η ομιλήτρια- ένα άλλο κοσμοϊστορικό γεγονός που ζήσαμε στη δεκαετία. Και το γεγονός αυτό είναι η αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η παγκόσμια αυτή οργάνωση της εργατικής τάξης, που ιστορική ανάγκη επέβαλε την ίδρυσή της ύστερα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είναι κείνη που ανασήκωσε το σοσιαλιστικό κίνημα όλου του κόσμου και με τα Κομμουνιστικά Κόμματα όλων των χωρών έδωσε στην εργατική τάξη ένα ξεκάθαρο ιδεολογικό προσανατολισμό, γερή αρματωσιά και στάθηκε ο πιο ισχυρός παράγοντας εναντίον του φασισμού και του χιτλερισμού.

Η οργάνωση αυτή, όταν οι ανάγκες της συνένωσης όλων των προοδευτικών δυνάμεων σ’ ένα αντιφασιστικό μέτωπο ήταν απαραίτητη και η ιστορική στιγμή βροντοφώνησε: ‘‘Όλα για τη συντριβή του Φασισμού’’, δεν δίστασε να αυτοδιαλυθεί.

Εμείς σαν Κόμμα ζήσαμε την ευνοϊκή επίδραση που είχε η διάλυση εκείνο τον καιρό στον αντιφασιστικό πόλεμο. Σήμερα το Συνέδριο μας, καλό θα ήταν, σαν πρώτη ενέργειά του, να εκφράσει μια ευχή για την ενότητα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος».

Στη συνέχεια η Χρύσα Χατζηβασιλείου πρότεινε τα ονόματα των αντιπροσώπων που θα συγκροτούσαν το Προεδρείο για τη διεύθυνση των εργασιών του Συνεδρίου. Η πρόταση εγκρίθηκε και το Προεδρείο απαρτίστηκε από τους: Γιάννη Ιωαννίδη, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Β. Μπαρτζιώτα. Λ. Στρίγγο, Β. Κοτσάβρα, Α. Μπλάνα, Κ. Κολιγιάννη, Β. Βλατά, Ν. Αδαμαντιάδη, Κ. Συρέλη, Κ. Παπανικολάου, Ροδή Κάτου και Ευτυχία Σαράντου[1].

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έκδοση των υλικών του Συνεδρίου που κυκλοφόρησε από την ΚΕ του ΚΚΕ με την ολοκλήρωση των εργασιών του, στο 7ο Συνέδριο έλαβαν μέρος 223 τακτικοί αντιπρόσωποι (απ’ αυτούς 26 ήταν γυναίκες) και 38 αναπληρωματικοί. Η κοινωνική σύνθεση των τακτικών αντιπροσώπων παρουσίαζε την παρακάτω εικόνα: Εργάτες 119, επαγγελματίες 8, αγρότες 22, υπάλληλοι 26, επιστήμονες 29, διανοούμενοι 8, φοιτητές 11. Οι 105 από τους αντιπροσώπους φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή έκαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των κατακτητών συγκεντρώνοντας συνολικά 678 χρόνια φυλακής και εξορίας. Η κομματική ηλικία των συνέδρων ήταν η εξής: Οι 63 ήταν κομματικά μέλη πριν το 1930, 75 ήταν κομματικά μέλη πριν από το 1940 και 85 έγιναν κομματικά μέλη ύστερα από το 1940. Αλλά και η φυσική ηλικία των συνέδρων παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον: Από 20- 30 ετών ήταν 73 Σύνεδροι. Από 31- 40 ετών ήταν 100. Από 41- 50 ήταν 46. Από 51- 60 ετών ήταν 3 και από 67 ετών ήταν ένας σύνεδρος[2].

Ενδιαφέρουσα είναι και η εικόνα των συνέδρων που δίνει ο Ριζοσπάστης την επομένη της έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, αν και ορισμένα στοιχεία που παραθέτει δεν είναι απολύτως ακριβή, προφανώς λόγω αντικειμενικών δυσκολιών. «Χθες το πρωί- γράφει ο Ριζοσπάστης[3]– άρχισε τις εργασίες του το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ στην αίθουσα του κινηματοθέατρου ‘‘ΤΙΤΑΝΙΑ’’ επί της οδού Πανεπιστημίου. Στο Συνέδριο παίρνουν μέρος 235 τακτικοί αντιπρόσωποι που έχουν εκλεγεί από ανάλογες Συνδιασκέψεις οργανώσεων σ’ όλη τη χώρα. Απ’ αυτούς δεν ήλθαν ακόμη 14 λόγω των συγκοινωνιακών δυσκολιών. Οι τακτικοί αντιπρόσωποι κατανέμονται ως εξής κατά περιφέρειες: Οργάνωση περιοχής Μακεδονίας έχει 69 αντιπροσώπους αντί των 74 που έχουν εκλεγεί. Οργάνωση Θεσσαλίας 35 αντί των 40. Πελοποννήσου 20. Ηπείρου 20. Κρήτης 14 αντί των 15. Περιοχής Αιγαίου 8 αντί των 9. Περιοχή Στερεάς 12. Περιοχή Αθήνας 30 και παρευρίσκονται και οι 30 και η περιοχή Πειραιά 15 και είναι παρόντες και οι 15. Από τους αντιπροσώπους οι 198 είνε άνδρες και 25 γυναίκες. Η κοινωνική τους προέλευση είνε εργάτες 119, αγρότες 20, διανοούμενοι μικροαστοί 65, υπάλληλοι 19. Αμερικανοί οπερατέρ κινηματογράφησαν την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, ενώ γάλλοι και άλλοι ξένοι ανταποκριτές πήραν πολλές φωτογραφίες και ρεπορτάζ».

Το συνέδριο απασχολήθηκε με τα εξής ζητήματα:

– Λογοδοσία της ΚΕ. Εισηγητής ο Γ. Σιάντος.

– Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και τα προβλήματα της λαϊκής δημοκρατίας. Εισηγητής ο Ν. Ζαχαριάδης.

– Το αγροτικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Εισηγητής ο Λ. Στρίγκος

– Το πρόγραμμα του ΚΚΕ. Εισηγητής ο Μ. Παρτσαλίδης

– Το καταστατικό του ΚΚΕ. Εισηγητής ο Γ. Ιωαννίδης

– Εκλογής ΚΕ και εκλογή Κεντρικής επιτροπής ελέγχου του ΚΚΕ.

Στο Συνέδριο παραβρέθηκαν και χαιρέτησαν ο Αλκιβιάδης Λούλης εκ μέρους του Δημοκρατικού Ριζοσπαστικού κόμματος, Ο Στέλιος Κρητικάς εκ μέρους της Δημοκρατικής Ένωσης, ο Κώστας Γαβριηλίδης εκ μέρους του ΑΚΕ, ο Γιάννης Πασσαλίδης από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης από τους Αριστερούς Φιλελεύθερους. Επίσης το Συνέδριο χαιρέτησαν με μηνύματά τους ο Χάρυ Πόλιτ γραμματέας του ΚΚ Αγγλίας, ο Παλμίρο Τολιάτι Γραμματέας του Ιταλικού ΚΚ, ο Γκόττβαλντ Πρόεδρος του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας και το Γαλλικό ΚΚ[4].

Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τις εργασίες του Συνεδρίου.

Οι εργασίες του 7ου Συνεδρίου: Ο απολογισμός της ΚΕ

Όπως έχουμε προαναφέρει τον απολογισμό δράσης της ΚΕ του ΚΚΕ στα 10 χρόνια που είχαν περάσει από το 6ο Συ­νέδριο παρουσίασε ο Γιώργης Σιάντος. Αρχικά ο ομιλητής αναφέρθηκε στις διεθνείς εξελίξεις, στην άνοδο του φασισμού και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπογραμμίζοντας το ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στη συντριβή του φασισμού. «Η Σοβιετική Ένωση», τόνισε, «σήκωσε το βάρος της χιτλερικής πολεμικής μηχανής στις πλάτες της, έδωσε θάρρος κι ελπίδες στους υπόδουλους λαούς να ξε­σηκωθούν και να πολεμήσουν ενάντια στον κατακτητή, έδωσε τη δυνατότητα στους συμμάχους Άγγλους και Αμερι­κανούς να προετοιμαστούν για τη συντριβή της χιτλερικής Γερμανίας και Ιαπωνίας»[5].

Κάνοντας ανασκόπηση στις εσωτερικές εξελίξεις, ο Γ. Σιάντος στάθηκε ιδιαί­τερα στο φασιστικό πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του 1936 και στην εγκαθίδρυση της μοναρχομεταξικής δικτατορίας τονίζοντας πως όλα τα κόμματα, εκτός από το ΚΚΕ, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης ή ανοχής στον Μεταξά στη Βουλή του 1936. «Είναι γνωστό- πρόσθεσε- ότι ο ίδιος ο Σοφοκλής Βενιζέλος ήταν σύμφωνος στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Υπήρχε μάλιστα και μία συμφωνία Βενιζέλου-Μεταξά για να γίνει ο Βενιζέλος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και παραπονιότανε έπειτα ο Σοφοκλής που ο Μεταξάς παρέβη τη συμφωνία και δεν του έδωσε αυτή τη θέση. Αυτό ήταν το παράπονό του και όχι οι διώξεις του δημοκρατικού κόσμου, όχι η καταστροφή της Ελλάδας από τον Μεταξά. Κείνο που τον στενοχωρούσε ήταν το ότι ο Μεταξάς δεν τον έκανε αντιπρόεδρο»[6]. Ο εισηγητής υπενθύμισε, επίσης ότι και το σύμφωνο Παλλαϊκού Μετώπου-Κόμματος Φιλελευθέρων παραβιάστηκε από τους δεύτερους κι έτσι το ΚΚΕ δεν ήταν σε θέση μόνο του να αντιμετωπίσει το πραξικόπημα.

Αναφερόμενος στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης ο Σιάντος εξήρε το ρόλο του Κόμματος, καυτηριάζοντας ταυτόχρονα την αστική τάξη που στα μαύρα χρόνια της κατοχής έβαλε το ταξικό της συμφέρον πάνω από το συμφέρον του λαού. Ακόμη, αναφέρθηκε στις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας, της Βάρκιζας, κα­θώς και στη μάχη του Δεκέμβρη, σε αδυναμίες που εμφα­νίστηκαν και σε λάθη που έγιναν, αλλά δεν τα εκτίμησε με αντικειμενικότητα. «Η συμφωνία του Λιβάνου», τόνισε, «δεν ήταν λάθος, γιατί ήταν μέσα στην πολιτική μας της εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής λύσης των εσωτερι­κών ζητημάτων. »[7]. Επίσης για τη συμφωνία της Βάρκιζας είπε: «Κάναμε τη συμφωνία αυτή σαν ίσος προς ίσο με την κυβέρνηση Πλα­στήρα, με επίσημη συμμετοχή και αντιπροσώπων των Άγ­γλων, για να σταματήσει ο πόλεμος ανάμεσα σε μας και τους Άγγλους και για να χρησιμοποιηθούν όλες αυτές οι δυνάμεις ενάντια στον Χίτλερ, που ακόμα τότε ήταν γερός. Κάναμε τη συμφωνία αυτή για να κατοχυρώσουμε ένα μίνι­μουμ των συνταγματικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών του λαού. Κάναμε τη συμφωνία αυτή για να ανοίξει ο δρόμος σε ελεύθερες και γνήσιες εκλογές και δημοψήφισμα, στην εξυγίανση της χώρας από τους προδότες και για να μπει η χώρα στην ανοικοδόμηση.»[8] Η αλήθεια βέβαια είναι εντελώς διαφορετική, αφού η εξέλιξη έδειξε πως τίποτα δεν έγινε απ’ όσα αναφέρει ο Σιάντος ως στοχεύσεις και επιδιώξεις του κινήματος με την υπογραφή της Συμφωνίας στη Βάρκιζα. Αντίθετα, η συμφωνία οδήγησε στο μονόπλευρο αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και αξιοποιήθηκε για να δοθούν νέα πλήγματα στο ΚΚΕ και το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα και να σπρωχτούν οι εξελίξεις στον εμφύλιο πόλεμο.

Στην εισήγηση που παρουσίασε ο Σιάντος αναγνωρίζεται ότι η ΕΑΜική αντιπροσωπεία στο Λίβανο δεν έπρεπε να καταδικάσει το ηρωικό κίνημα ναυτικού και στρατού της Μέσης Ανατολής και ότι στη συμφωνία της Καζέρτας υπήρξε ασάφεια για το σκοπό των αγγλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. «Είναι, λοιπόν, φανερό και από την εισήγηση – εκτιμούν οι ιστορικοί του ΚΚΕ[9]– ότι το 7ο Συνέδριο δεν έκανε μια βαθιά επαναστατική-μαρξιστική ανάλυση της προηγούμενης δράσης του ΚΚΕ, και ιδίως στα χρόνια της κατοχής, δεν είδε κριτικά και αυτοκριτικά τα πολύ σοβαρά λάθη που έκανε η καθοδήγηση, όπως οι απαράδεκτες υποχωρήσεις και συμβιβασμοί στο Λίβανο, στην Καζέρτα και στη Βάρκιζα».

Η πολιτική απόφαση: Ενταφιασμός στη θεωρία της ψωροκώσταινας

Το δεύτερο θέμα του Συνεδρίου με εισηγητή το Ν. Ζαχαριάδη αφορούσε την κατάσταση στην Ελλάδα και τα προβλήματα της λαϊκής Δημοκρατίας  

Στην πολιτική απόφαση που λήφθηκε ύστερα από συ­ζήτηση, τονιζόταν, μεταξύ άλλων: «Μέσα στον πανευρωπαϊκό οργασμό της δημοκρατικής και σοσιαλιστικής αναγέννησης, η Ελλάδα, εξαιτίας της ένοπλης ξε­νικής επέμβασης, αποτελεί την τραγική εξαίρεση… Η ζωή και η ησυχία, η τιμή και η περιουσία, η ελευθερία και τα δικαι­ώματα των Ελλήνων πολιτών είναι στη διάθεση των τρομο­κρατικών ορδών του Μαύρου Μετώπου, του ΣΑΝ, της Χ, του ΕΔΕΣ, της ΒΕΝ (Βασιλικής Ένωσης Νέων) κλπ»[10]

Αναφορικά με την οικονομική κατάσταση, διαπιστωνόταν ότι ήταν τραγική για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Ότι χάος επικρατούσε σ’ όλους τους τομείς. Ότι η ανεργία είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και ότι ο πληθω­ρισμός αυξανόταν συνεχώς. Το Συνέδριο υπογράμμισε, για άλλη μια φορά, ότι η αποκατάσταση της κατεστραμμένης οι­κονομίας του τόπου και η ανασυγκρότησή της είναι αδύνα­τη, όταν αυτή επιδιώκεται σε βάρος των εργαζομένων. Για την εξωτερική πολιτική του καθεστώτος που επιβλή­θηκε στον ελληνικό λαό με τη δύναμη των ξένων όπλων, το Συνέδριο διακήρυξε ότι «η εξωτερική πολιτική της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας ποτέ δεν στάθηκε ανεξάρτητη εθνική ελληνική πολιτική» και ότι «η αχαλίνωτη πατριδοκαπηλία της Μεγάλης Ελλάδας από πάντα και τώρα πάει να κρύψει το χονδρικό ξεπούλημα της Ελλάδας στους ξένους, την απεμπόληση των δικαιωμάτων της σαν ανεξάρτητου κρά­τους και την καταλήστευση του λαού στο εσωτερικό από ντόπιους και ξένους»[11]

Το Συνέδριο καθόρισε σαν βασικούς στόχους μιας πραγματικά εθνικής εξωτερικής πολιτικής τους παρακάτω: «α) Δημο­κρατική συνεννόηση με την Αγγλία, πάνω στη βάση της ισο­τιμίας, του αλληλοσεβασμού, της αναγνώρισης των κυριαρ­χικών δικαιωμάτων του έθνους και της κατάπαυσης κάθε ανάμιξης στα εσωτερικά μας. β) Πολιτική στενής συνεργα­σίας με τη Σοβιετική Ένωση, τη μεγάλη χώρα του σοσιαλισμού και ανιδιοτελή υπερασπιστή της ανεξαρτησίας των μι­κρών κρατών. γ) Επίλυση με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης όλων των διαφορών με τις γειτονικές Δημοκρατίες και απο­κατάσταση ολόπλευρης, ειρηνικής δημιουργικής συνεργα­σίας. δ) Στενή φιλία και συνεργασία, επίσης, με τη μεγάλη Δημοκρατία της Αμερικής και τη Γαλλική Δημοκρατία.»[12]. Επίσης, το Συνέδριο κατάγγειλε το καθεστώς της αγγλι­κής στρατιωτικής κατοχής και ζήτησε την άμεση αποχώρη­ση των αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων, για να σχηματι­στεί αντιπροσωπευτική κυβέρνηση που θα άνοιγε το δρόμο της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης.

H διέξοδος στο ελληνικό ζήτημα το οποίο είχε δραματικά περιπλέξει η ανοικτή ένοπλη αγγλική επέμβαση- με αποτέλεσμα στην εξουσία να βρίσκονται οι αντιδραστικές δυνάμεις της χώρας, στηριγμένες αποκλειστικά στις βρετανικές λόγχες, ενώ η λαϊκή πλειοψηφία συσπειρωμένη γύρω από το ΕΑΜ επιθυμούσε και απαιτούσε τη λαϊκοδημοκρατική αναγέννηση της χώρας- συνοψίστηκε στα ντοκουμέντα του συνεδρίου ως εξής: Δύο ήταν οι δρόμοι για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη της χώρας.

Από την μια ήταν ο δρόμος που έδειχνε το μέτωπο της πλουτοκρατίας, της χρηματιστικής ολιγαρχίας, του δωσιλογισμού και της μοναρχοφασιστικής αντίδρασης. Το μέτωπο αυτό που πολύ εύστοχα χαρακτηρίστηκε μαύρο μέτωπο, στηριζόταν στη δύναμη του αγγλικού ιμπεριαλισμού, είχε ταυτότητα συμφερόντων μαζί του, δεν είχε λαϊκό έρεισμα, ήθελε να κρατήσει αναλλοίωτο το εκμεταλλευτικό καθεστώς στη χώρα και την εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό.

Από την άλλη πλευρά ήταν το μέτωπο της λαϊκής δημοκρατίας που συσπειρωνόταν γύρω από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, αποτελούσε το πλειοψηφικό λαϊκό ρεύμα στη χώρα, αγωνιζόταν για την εθνική ανεξαρτησία, την ανεξάρτητη κοινωνικοοικονομική και πολιτική ανάπτυξη της χώρας, για την κατοχύρωση και την διεύρυνση των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, για ένα νέο τύπο δημοκρατίας με επικεφαλής την εργατική τάξη και τους συμμάχους της κι όλα αυτά ενταγμένα στην προοπτική του σοσιαλισμού.

Στην πολιτική απόφαση γίνεται αναφορά στο πρόγραμ­μα της Λαϊκής Δημοκρατίας που κατάρτισε ο πολιτικός συ­νασπισμός των κομμάτων του ΕΑΜ και τονίζεται ότι ένα από τα μέτρα που ανοίγουν το δρόμο για το πέρασμα από τη Λαϊκή Δημοκρατία στη σοσιαλιστική, είναι η εθνικοποίηση του πιστωτικού κεφαλαίου, των μεγάλων μεταφορών, των βασι­κών βιομηχανιών που έχουν πρωταρχική εθνική σημασία.                          

Η μεγάλη προσφορά του 7ου Συνεδρίου δεν είναι μόνο ότι προσδιόρισε στην γενική τους έκφραση τις προοπτικές που ξανοίγονταν για την χώρα. Το 7ο Συνέδριο κατάφερε να αποδείξει ότι ήταν δυνατή η ανεξάρτητη, λαϊκοδημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας. Πέραν του εσωτερικού και διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, σημείο κλειδί που έπρεπε να διευκρινιστεί ήταν το αν και ποιες δυνατότητες είχε η χώρα να αναπτύξει βαριά βιομηχανία. Το Συνέδριο απάντησε καταφατικά στο θέμα αυτό. «Στοιχεία παρ­μένα από τους αστούς επιστήμονες και ειδικούς», αναφέ­ρεται στην πολιτική απόφαση του Συνεδρίου, «επιβεβαιώνουν τη διαπίστω­ση πως η Ελλάδα κατέχει ό,τι χρειάζεται για τη δημιουργία στέρεης βαριάς βιομηχανίας, στηριγμένης στις εσωτερικές πηγές και δυνατότητες»[13]. Με επιστημονικό τρόπο, αξιοποιώντας στο έπακρο τα επιστημονικά πορίσματα διακεκριμένων προοδευτικών αλλά και αστών επιστημόνων, το 7ο Συνέδριο τίναξε στον αέρα την θεωρία της ψωροκώσταινας και κατάφερε συντριπτικό χτύπημα στη θεωρία της μεγάλης ιδέας και των σοβινιστικών βλέψεων που προέβαλε η άρχουσα τάξη με το επιχείρημα πως η χώρα για να ξεφύγει από τη φτώχεια και την υπανάπτυξη έπρεπε να κατακτήσει νέα εδάφη, να μεγαλώσει την εσωτερική της αγορά. Για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός πληροφορούνταν ότι η Ελλάδα μπορούσε ν’ αλλάξει όψη, ότι δεν ήταν καταδικασμένη να μένει στην οικονομική, πολιτική και στρατιωτική εξάρτηση που την είχε καταδικάσει η σύμφυση της ντόπιας ολιγαρχίας με το ξένο κεφάλαιο, ότι η φτώχεια και η υπανάπτυξη δεν ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης εδαφών και νέων αγορών. Ο λαός μάθαινε πως η χώρα του μπορούσε ν’ αναπτυχθεί αποκτώντας την ανεξαρτησία της, αξιοποιώντας τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές, που μέχρι τότε λυμαίνονταν ο ξένοι, στηριγμένη σε σχέσεις φιλίας και ισότιμης συνεργασίας με τις άλλες χώρες.

Καινοτόμες επεξεργασίες της στρατηγικής του κόμματος

Όπως, αναφέραμε στην αρχή στο 7ο Συνέδριο ασχολήθηκε και με το ζήτημα του προγράμματος του ΚΚΕ. Είχε κατατεθεί προσυνεδριακά σχέδιο προγράμματος, στο συνέδριο έγινε αρκετή συζήτηση γύρω από το θέμα, χωρίς όμως να υπάρξει κατάληξη σε ένα νέο προγραμματικό κείμενο. Χαράχτηκαν όμως κεντρικές προγραμματικές κατευθύνσεις και αποφασίστηκε στο επόμενο κομματικό συνέδριό να υπάρξει κατάληξη σε οριστικό πρόγραμμα[14].

Στο σχέδιο προγράμματος που υποβλήθηκε στο Συνέδριο γινόταν ένα ουσιαστικό βήμα μπροστά όσον αφορά το χαρακτήρα της επανάστασης, σε σχέση με τις επεξεργασίες της 6ης ολομέλειας της ΚΕ του 1934. Η διαπίστωση εκείνης της ολομέλειας για δύο επαναστάσεις, μία αστικοδημοκρατική και μία σοσιαλιστική, εγκαταλείπονταν και στη θέση της έμπαινε η εκτίμηση για μία επανάσταση με δύο φάσεις αλληλοδιαπλεκόμενες: Η μία φάση ή σταθμός, όπως λεγόταν, θα ήταν η Λαϊκή Δημοκρατία και η άλλη φάση ή σταθμός θα ήταν ο Σοσιαλισμός. Το πέρασμα δε από την Λαϊκή Δημοκρατία στο σοσιαλισμό, υπήρχε η εκτίμηση πως θα γινόταν ειρηνικά, χωρίς την ανάγκη εξέγερσης και μάλιστα ένοπλης. Συγκεκριμένα υπογραμμιζόταν: «Το δρόμο προς το σοσιαλισμό ανοίγει η Λαϊκή Δημοκρατία, ο πρώτος σταθμός προς τη σοσιαλιστική κοινωνική απολύτρωση των ελλήνων εργαζομένων. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε, στην Ευρώπη κυρίως, ορισμένες αλλαγές που ανοίγουν την προοπτική για δυνατότητα ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό»[15]. Η θέση αυτή για δυνατότητα ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό καμιά σχέση δεν έχει με την γνωστή δεξιά οπορτουνιστική αντίληψη αντιπαράθεσης των μορφών πάλης στην επανάσταση, περί ειρηνικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και βαθμιαίας εξέλιξης του σε σοσιαλισμό. Η θέση αυτή σήμαινε ότι δεν χρειάζονταν δύο επαναστάσεις- μια αστικοδημοκρατική και στη συνέχεια μία σοσιαλιστική- για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, αλλά μία επανάσταση στα πλαίσια της οποίας οι αστικοδημοκρατικές και σοσιαλιστικές αλλαγές δεν θα χωρίζονταν από σινικό τείχος αλλά θα αλληλοδιαπλέκονται.

Ο Ν. Ζαχαριάδης μίλησε εκτενώς στο Συνέδριο γι’ αυτό το ζήτημα. Σημείωσε ότι ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας όπως τον καθόρισε η 6η ολομέλεια του 1934 δεν έχει διαφορές επί της ουσίας, από τη Λαϊκή Δημοκρατία. Και πρόσθεσε: «Ο χαρακτήρας των προβλημάτων που θα λυθούν δηλαδή α) το ξεκαθάρισμα της αγροτικής οικονομίας από τα μισοφεουδαρχικά κατάλοιπα και β) η απαλλαγή της χώρας από την ξενική οικονομική και πολιτική εξάρτηση και από τις ξενικές επιδράσεις, είνε αστικοδημοκρατικός, δηλαδή αυτά είνε καθήκοντα, που θα έπρεπε να τα λύσει, είτε να παλαίψει για να τα λύσει, η αστική τάξη, αν έμενε συνεπής στη δημοκρατική αποστολή της. Μα η τάξη αυτή πρόδωσε και έτσι τα καθήκοντα αυτά πέφτουν σήμερα στις καινούργιες τάξεις, που θα πρέπει να τα λύσουν παλεύοντας και ενάντια στην αστική τάξη. Υπάρχει όμως τώρα και μια άλλη διαφορά, διαφορά βασική, ουσιαστική, πολιτικοκοινωνική στον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό όπως πραγματοποιείται σήμερα. Ενώ η μεταβολή αυτή από τη φύση των προβλημάτων που έχει να λύσει είνε αστικοδημοκρατική, από τις κινητήριες δυνάμεις της είνε εργατοαγροτική. Αυτή είναι βασική διαφορά γιατί αυτές οι κινητήριες δυνάμεις προκαθορίζουν και την παραπέρα εξέλιξη αυτής της μεταβολής. Δηλαδή, το γεγονός ότι οι κινητήριες δυνάμεις είνε η εργατική τάξη, η αγροτιά και οι άλλοι εργαζόμενοι, προκαθορίζει το σταθμό αυτό σαν μεταβατικό προς ανώτερες κοινωνικές μεταβολές, προς το σοσιαλισμό, που τελικά θα κατοχυρώσει την πλέρια κοινωνική απελευθέρωση του εργαζόμενου λαού.

Εδώ μπαίνει το ζήτημα ακριβώς του περάσματος από τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό, από τη λαϊκή δημοκρατία, στη σοσιαλιστική δημοκρατία. Πρώτα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως πρόκειται για δύο ριζικές επαναστάσεις, ας πούμε μεταβολές, χωρίς συζήτηση, αλλά όχι για δύο ένοπλες εξεγέρσεις, είτε για δύο φορές κατάληψη της αρχής, για δύο φορές άνοδο στην εξουσία. Εφ’ όσον η εξουσία περνάει στα χέρια της λαϊκής δημοκρατίας, το ειρηνικό μετά πέρασμα στο σοσιαλισμό βασικά εξασφαλίζεται, μια και οι τάξεις αυτές που παίρνουν την εξουσία συνεχίζουν μετά την πορεία τους προς το σοσιαλισμό, με όχι βασικές ανακατατάξεις στις κοινωνικές δυνάμεις που χειρίζονται την εξουσία»[16].

Το συνέδριο για το κόμμα

Το 7ο Συνέριο εξέτασε και τα προβλήματα της κομματικής ανοικοδό­μησης, διαπιστώνοντας ότι από τις σοβαρότερες αδυναμίες της κομματικής δουλειάς εξακολουθούσαν να εί­ναι η απόσπαση της καθοδήγησης από τη βάση, πράγμα που έδειχνε γραφειοκρατικοποίηση των μεθόδων καθοδήγησης μέσα στο κόμμα, η δασκαλίστικη γραφειοκρατική καθοδήγη­ση, ο κομματικός έμμισθος υδροκεφαλισμός, ο κομματικός παραγοντισμός. Οι ρίζες των αδυναμιών αυτών εντοπίζο­νται «στις μικροαστικές επιδράσεις, στη μεταφορά μέσα στο κόμμα όχι κομματικών μεθόδων καθοδήγησης, στη χα­λάρωση του ελέγχου της κολεκτιβίστικης δουλειάς και της γόνιμης κριτικής και αυτοκριτικής, στο χαμηλό ιδεολογικό κομματικό επίπεδο των μαζών»[17]

Για τη βελτίωση της κομματικής δουλειάς, το Συνέδριο αποφάσισε να καταβληθεί προσπάθεια για να εξαλειφθεί η απόσπαση της καθοδήγησης από τη βάση. Να συνεχιστεί και να βελτιωθεί η οργανωμένη και καθοδηγημένη αυτομόρ­φωση και η εσωκομματική μόρφωση. Να αναπτυχθεί η εσω­κομματική δημοκρατία, ώστε το κομματικό μέλος να γίνει ικανό ν’ αποφασίζει, να κρίνει την κομματική γραμμή και δρά­ση, να παίρνει ενεργό μέρος στη διαμόρφωσή τους, να ελέγχει προς τα πάνω και προς τα κάτω. Να βελτιωθεί η κοι­νωνική σύνθεση του Κόμματος.

Το Συνέδριο χάραξε τα καθήκοντα του Κόμματος σ’ όλους τους τομείς της κομματικής και μαζικής δουλειάς, το­νίζοντας ότι «ο συνδυασμός της παράνομης και νόμιμης δουλειάς με βάση το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, θα κά­νει το Κόμμα ικανό να συνεχίσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες τη δουλειά και το έργο του»[18]. Βασικός πολιτικός κρίκος στον τομέα της μαζικής δουλειάς καθορίστηκαν οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες για τις άμεσες διεκδικήσεις των εργα­ζομένων, του λαού. Επίσης, υπογραμμίστηκε ξανά η άμεση και ζωτική ανάγκη της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας ενάντια στην τρομοκρατία και την πολιτική καταπίεση.

Για να διαφυλαχθεί και να αναπτυχθεί παραπέρα η πολι­τική ενότητα που πραγματοποιήθηκε με το ΕΑΜ στο χωριό και για να μη διασπαστεί η ενότητα δράσης της αγροτιάς με την ύπαρξη δύο κομμάτων (του ΑΚΕ και του ΚΚΕ), αποφασί­στηκε να εφαρμοστεί η απόφαση του 6ου Συνεδρίου για την ένταξη όλων των κομμουνιστών του χωριού στο ΑΚΕ.

Το 7ο Συνέδριο ψήφισε νέο καταστατικό του Κόμματος. Με το καταστατικό αυτό κα­θιερώθηκε ο θεσμός των δόκιμων μελών και η εκλογή Κε­ντρικής Επιτροπής Ελέγχου.

Το Συνέδριο απηύθυνε Διακήρυξη προς τον ελληνικό λαό, καλώντας τον να συσπειρωθεί στον αγώνα για την ομα­λή δημοκρατική λύση του εσωτερικού ζητήματος, δίχως ξε­νικούς παρεμβατισμούς. Επίσης, πήρε απόφαση για το αγροτικό πρόβλημα, υπο­στηρίζοντας τα δίκαια αιτήματα των αγροτών και ενέκρινε μια σειρά Ψηφίσματα, όπως το ψήφισμα για τη διεθνή πολιτι­κή ενότητα της εργατικής τάξης. Στο ψήφισμα αυτό εκτίμη­σε θετικά το ιστορικό έργο της ΚΔ και εξέφρασε την ευχή«να ενσωματωθούν το γρηγορότερο όλα τα εργατικά κόμ­ματα του κόσμου, που πιστεύουν στο σοσιαλισμό, ανεξάρ­τητα από αποχρώσεις, σε μια ενιαία διεθνή πολιτική οργά­νωση της εργατικής τάξης»[19].

Το Συνέδριο έβαλε το καθήκον να αυξηθεί ο αριθμός των γυναικείων μελών μέσα στο κόμμα, ώστε να φτάσει το 50%. Και αποφάσισε να συγκροτηθούν δίπλα σε κάθε όργανο, από τηv Κεντρική Επιτροπή και κάτω γραφεία για τη δουλειά στις γυναίκες. Με βάση αυτή την απόφαση, η νέα Κεντρική Επιτροπή συ­γκρότησε Γραμματεία της ΚΕ για τη δουλειά στις γυναίκες, με επικεφαλής τη Χρύσα Χατζηβασιλείου.

Τέλος, εκλέχτηκε νέα Κεντρική Επιτροπή, με Γενικό Γραμ­ματέα τον Ν. Ζαχαριάδη και για πρώτη φορά Κεντρική Επι­τροπή Ελέγχου. Στη νέα ΚΕ εκλέχτηκαν τακτικά μέλη: Αναστασιάδης Στέργιος, Αραμπατζής Νίκος, Βασιλειάδης Αρίστος, Βατουσιανός Μήτσος, Βα­φειάδης Μάρκος, Βλαντάς Δημήτριος, Γκρόζος Απόστολος, Ερυθριά­δης Γιώργης, Ζαγουρτζής Νίκος, Ζαχαράτος Μιλτιάδης, Ζαχαριάδης Νίκος, Ζεύγος Γιάννης, Ζωγράφος Ζήσης, Ιωαννίδης Γιάννης, Κοτσά­βρας Βασίλης, Μαρκεζίνης Βασίλης, Μαυρομάτης Παναγιώτης, Μουζε­νίδης Αδάμ, Μπαρτζιώτας Βασίλης, Μπλάνας Αχιλλέας, Παρτσαλίδης Μήτσος, Πλουμπίδης Νίκος, Πορφυρογένης Μιλτιάδης, Ρούσος Πέ­τρος, Σιάντος Γιώργης, Σουκαράς Σωτήρης, Στρίγκος Λεωνίδας, Τσι­τήλος Γιώργης, Χατζηβασιλείου Χρύσα, Χατζής Θανάσης.

Αναπληρωματικά μέλη εκλέχτηκαν οι Βασβανάς Βαγγέλης, Βέτας Φώκος, Βovτίτσιoς Γιώργης, Γυφτοδήμος Κώστας, Δημητρίου Γιώρ­γης, Θέος Κώστας, Καπέτα Αλέγρα, Κάτου Ροδή, Κολιγιάννης Κώ­στας, Λουλές Κώστας, Μακρίδης Θεόδωρος, Μαχαιρόπουλος Χρή­στος, Παρτσαλίδου Αύρα, Ρουμελιώτης Νίκος, Τσάντης Μιχάλης. Στην Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου εκλέχτηκαν οι Δανιηλίδης Πολύ­δωρος, Καραγκίτσης Παντελής, Παπαρήγας Μήτσος, Σινάκος Μιχά­λης και Φαρμάκης Κώστας.

Στη Γραμματεία της ΚΕ εκλέχτηκαν οι Γ. Σιάντος, Γ. Ιωαννίδης, Μ. Παρτσαλίδης και Χρύσα Χατζηβασιλείου. Η νέα ΚΕ συνήλθε στις 7 του Οκτώβρη στην πρώτη Ολο­μέλειά της και εξέλεξε νέο ΠΓ και Γραμματεία της ΚΕ. Το νέο ΠΓ αποτέλεσαν οι Νίκος Ζαχαριάδης, Γ. Σιάντος, Γ. Ιωαννίδης, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Μήτσο Παρτσαλίδης, Βασίλης Μπαρ­τζιώτας, Τάσος Πετρίδης (Στέργιος Αναστασιάδης) τακτικά μέλη και Λ. Στρί­γκος, Γιάννης Ζέβγος και Πέτρος Ρούσος, αναπληρωματικά. Επίσης, αποφάσισε ο Ριζοσπάστης και η Κομμουνιστική Επιθεώρηση να διευθύνονται από συντακτικές επιτροπές. Επικεφαλής της Συντακτικής Επιτροπής του Ριζοσπάστη ορ­ίστηκε ο Κ. Καραγιώργης (Γυφτοδήμος)[20].

Γιώργος Πετρόπουλος

 


[1] Ριζοσπάστης Τρίτη 2/10/1945

[2] «Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1945, τεύχος Α’, σελ. 11- 12

[3] Ριζοσπάστης Τρίτη 2/10/1945

[4] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 527, Ριζοσπάστης Τρίτη 2/10/1945, «Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1945, τεύχος Α’, σελ. 11- 12, κ.α.

[5] «Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος έκτος, σελ. 398.

[6] Στο ίδιο, σελ. 399.

[7] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος έκτος, σελ. 411.

[8] 3. Στο ίδιο, σελ. 409-410

[9] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 529

[10] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος έκτος, σελ. 77.

[11] Στο ίδιο, σελ. 79.

[12]2. Στο ίδιο, σελ. 84-85.

[13]1. Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμος έκτος, σελ. 82.

[14] «Είναι φανερό- έλεγε ο Μ. Παρτσαλίδης στην εισήγηση του- πως δεν μπορούμε στο σημερινό συνέδριο να καταλήξουμε σ’ ένα οριστικό πρόγραμμα. Εδώ θα χαράξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές για ένα τέτοιο πρόγραμμα, θα καταλήξουμε δηλαδή, με τη συζήτηση που θα γίνει, σε μερικές βασικές αρχές για την επεξεργασία του προγράμματος του κόμματος. Το οριστικό σχέδιο του προγράμματος μπορεί να υποβληθεί μόνο στο 8ο Συνέδριο» («Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, τεύχος Ε’, Αθήνα 1945, σελ. 3)

[15] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος 6ος, σελ. 421. Ολόκληρο το σχέδιο στις σελίδες 416- 430

[16] «Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, τεύχος Ε, σελ. 18- 19.

[17]2. Στο ίδιο, σελ. 85.

[18]1. Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμος έκτος, σελ 86.

[19] 1. Στο ίδιο, σελ 113.

[20] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 534

 

Αρχική δημοσίευση: rizospastis.gr

 

 

 

 
Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας