Εργατικός Αγώνας

Η εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα

Γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος

Στις 20 Ιούλη του 1889, το ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς κατέληξε σε μια απόφαση που σφράγισε την ιστορία του εργατικού κινήματος σε ολόκληρο τον κόσμο. «Σκοπός μας – έλεγε η απόφαση1– είναι να οργανωθεί μια μεγαλειώδης διαδήλωση σε συγκεκριμένη ημερομηνία, με τέτοιο τρόπο ώστε ταυτόχρονα σ’ όλες τις χώρες και σ’ όλες τις πόλεις, την ίδια συμφωνημένη ημέρα, οι εργάτες να απαιτήσουν απ’ τις δημόσιες αρχές να μειώσουν με νόμο την εργάσιμη ημέρα στις οκτώ ώρες και να εφαρμόσουν στην πράξη τις υπόλοιπες αποφάσεις του Συνεδρίου του Παρισιού.

Εχοντας υπόψη το γεγονός ότι μια παρόμοια διαδήλωση έχει ήδη αποφασιστεί για την 1η Μαΐου 1890 από την Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας στο Συνέδριό της, το οποίο συνήλθε στο Σαιντ Λούις τον Δεκέμβριο του 1888, η ημερομηνία αυτή υιοθετείται και για την διεθνή διαδήλωση. Οι εργάτες των διαφόρων χωρών θα πρέπει να οργανώσουν την διαδήλωση αυτή σύμφωνα με τις συνθήκες που τους έχουν επιβληθεί απ’ την συγκεκριμένη κατάσταση κάθε χώρας». Ετσι γεννήθηκε η Εργατική Πρωτομαγιά. Ομως δε γεννήθηκε τυχαία, ούτε αυθαίρετα επιλέχθηκε η 1η Μάη κάθε έτους να είναι η μέρα όπου η εργατική τάξη σε όλο τον πλανήτη θα απεργεί και θα διεκδικεί μαχητικά την ικανοποίηση των αιτημάτων της. Λίγα χρόνια πριν το συνέδριο του Παρισιού, η εργατική τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών σφράγιζε ανεξίτηλα την Πρωτομαγιά με τα χρώματα της ταξικής πάλης που διεξάγει το προλεταριάτο κατά των αστών.

Το 1884, στο συνέδριό της η νεοσύστατη, τότε, Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας αποφάσισε ότι η 1η Μάη του 1886 θα είναι μέρα ενός εκτεταμένου απεργιακού αγώνα των εργατών, με σκοπό την καθιέρωση του Οκταώρου. Την απόφαση αυτή, στη συνέχεια, την πήρε στα χέρια της η ίδια η εργατική τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών και την έκανε πράξη. Οσο, δε, πλησίαζε η εν λόγω ημερομηνία, τόσο περισσότερο ζούσαν οι Αμερικανοί εργάτες τον πυρετό της μάχης.

Στην Πρωτομαγιάτικη απεργία του 1886 στις ΗΠΑ γύρω στο μισό εκατομμύριο εργάτες παράτησαν τη δουλιά τους και συνενώθηκαν στους δρόμους του αγώνα. Σημαντικές απεργίες και διαδηλώσεις έγιναν στις περισσότερες από τις μεγάλες πόλεις, αλλά και στις μικρές πόλεις και κωμοπόλεις. Επίκεντρο, όμως, του αγώνα αναδείχτηκε το Σικάγο, με 90.000 διαδηλωτές στους δρόμους. Ηταν τόσο μεγάλη και τόσο επιβλητική η κινητοποίηση της εργατικής τάξης του Σικάγο που οι καπιταλιστές θεώρησαν πως έπρεπε να επιβληθούν δυναμικά. Ετσι πραγματοποίησαν ένα από τα πιο επαίσχυντα εγκλήματά τους σε βάρος των εργατών. Στις 3 Μάη, η αστυνομία πυροβόλησε εν ψυχρώ εναντίον εργατών που διαδήλωναν – κατά των απεργοσπαστών – έξω από το εργοστάσιο θεριστικών μηχανών Μακ Κόρμικ. Το αποτέλεσμα ήταν να δολοφονηθούν εν ψυχρώ 4 διαδηλωτές και να τραυματιστούν αρκετοί. Την επομένη, 4 Μάη, η εργατική τάξη του Σικάγο πραγματοποίησε διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Χέιμαρκετ, όπου κάποιος προβοκάτορας έριξε βόμβα, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας πάνω από 70 αστυνομικούς. Οι υπόλοιποι αστυνομικοί ανασυγκροτήθηκαν κι άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του πλήθους, προκαλώντας πλήθος τραυματιών και τουλάχιστον έναν νεκρό. Τις επόμενες μέρες πέθαναν άλλοι έξι τραυματίες αστυνομικοί, αλλά ο θάνατός τους ήταν συνέπεια τραυματισμών που υπέστησαν από τους αδιάκριτους πυροβολισμούς των συναδέλφων τους.

Η, από κάθε άποψη, τραγωδία του Χέιμαρκετ έδωσε την ευκαιρία στο αστικό κράτος να προχωρήσει σε συλλήψεις εργατών ηγετών. Συγκεκριμένα, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε σκηνοθετημένη δίκη οκτώ άνθρωποι που είτε δε βρίσκονταν στην πλατεία του Χέιμαρκετ όταν ρίχτηκε η βόμβα είτε δεν ήταν σε θέση έμμεσα ή άμεσα να έχουν την παραμικρή εμπλοκή σ’ αυτήν την υπόθεση. Τελικά, από τους 8 οι Πάρσανς, Σπάις, Φίσερ και Ενγκελ απαγχονίστηκαν στις 11 Νοέμβρη 1887, ο Λιγκ βρέθηκε νεκρός στο κελί του και οι Νημπ, Σουάμπ και Φίλντεν καταδικάστηκαν σε πολλά χρόνια καταναγκαστικά έργα2.

Η πρωτομαγιάτικη απεργία του 1886 είχε ως αποτέλεσμα 185.000 εργάτες να κερδίσουν το 8ωρο και τουλάχιστον 200.000 εργάτες να μειώσουν το χρόνο εργασία τους από τις 12 στις 10 και 9 ώρες. Σε πολλές επίσης περιοχές αναγνωρίστηκε η ημιαργία του Σαββάτου, ενώ αρκετές βιομηχανίες σταμάτησαν την κυριακάτικη εργασία. Ηταν λογικό, επομένως, να υιοθετηθεί στη συνέχεια η Πρωτομαγιά ως η παγκόσμια μέρα της εργατικής τάξης. Αρχισε δε να γιορτάζεται ως τέτοια από το 1890. Ας δούμε όμως πότε άρχισε να γιορτάζεται και στην Ελλάδα.

Η πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα – Η προετοιμασία…

Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε το 1893, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, που ιδρύθηκε από τον τελευταίο στις 20 Ιούλη του 1890, ενώ από τις 3 Ιούνη του ιδίου έτους ο Καλλέργης εξέδωσε την εφημερίδα «Σοσιαλιστής»3. Ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος ήταν βεβαίως μια οργάνωση ουτοπικού σοσιαλιστικού προσανατολισμού, πράγμα καθόλου παράξενο για εκείνη την εποχή, αφού και το ελληνικό εργατικό κίνημα ήταν σε νηπιακή μορφή και η διάδοση του μαρξισμού απελπιστικά περιορισμένη. «Ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος – γράφει ο Γιάννης Κορδάτος4– ήταν, σα να πούμε η κεντρική διοίκηση των ομίλων και των τμημάτων. Πολλά από τα τμήματα και τους ομίλους είχαν διάφορες ονομασίες. Στην Αθήνα ο σοσιαλιστικός όμιλος λεγόταν ΚΟΣΜΟΣ. Αλλού τα τμήματα είχαν τον τίτλο της Λέσχης και της Αδελφότητας». Την Πρωτομαγιά του 1891 ο Καλλέργης και 12 Σοσιαλιστές φωτογραφήθηκαν όλοι μαζί και μ’ αυτή τη συμβολική χειρονομία θέλησαν να δείξουν τη συμμετοχή και την αλληλεγγύη τους στην παγκόσμια ημέρα των εργατών. Ενα χρόνο αργότερα, ο Καλλέργης και μια ομάδα συντρόφων του συγκεντρώθηκαν στο χώρο του Σταδίου και διαμαρτυρήθηκαν κατά του «πλουτοκρατικού Αθλίου συστήματος»5. Το 1893, όμως, ο γιορτασμός της Πρωτομαγιάς και μαζικός ήταν – αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος και το βαθμό ωριμότητας του ελληνικού προλεταριάτου – και αισθητός έγινε. Φυσικά, υπήρξε κατάλληλη προετοιμασία και η σοσιαλιστική κίνηση είχε αναπτυχθεί αρκετά σε σχέση με το παρελθόν.

Η απόφαση για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1893 πάρθηκε στη συνεδρίαση του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου στις 21 Φλεβάρη του ιδίου έτους. «Απεφασίσθη – αναφέρεται στο πρακτικό της συνεδρίασης – όπως εκλεγή επιτροπή και επιδοθή αποκλειστικώς διά της εορτής της 1ης Μαΐου, γενομένης δε μυστικής ψηφοφορίας εξελέγησαν ως εξής: Καλλέργης, Νάγος, Συνοδινός και Χριστόπουλος». Λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Μάρτη 1893, σε συνεδρίαση της Επιτροπής, ο Καλλέργης πρότεινε να εκδοθεί για την οικονομική ενίσχυση του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς ένα βιβλίο «το οποίον θα περιέχει την Σοσιαλιστικήν πολιτικήν … και θα τιμηθεί 25 λεπτά έκαστον». Πρόκειται για την γνωστότερη ίσως μπροσούρα του Σταύρου Καλλέργη που φέρει τον τίτλο «Εγκόλπιον Εργάτου»6. Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι επειδή η 1η Μάη του 1893 έπεφτε ημέρα Σάββατο, οι διοργανωτές αποφάσισαν να γιορτάσουν την Παγκόσμια ημέρα της Εργατικής Τάξης την επομένη 2 Μάη που ήταν Κυριακή «όπου οι εργάται θα δυνηθώσι να λάβωσι μέρος σ’ αυτήν»7. Ετσι, από τα μέσα Απρίλη ο «Σοσιαλιστής» ενημέρωσε για την εκδήλωση, δημοσιεύοντας ταυτόχρονα και το διεκδικητικό της πλαίσιο. Εγραφε, για παράδειγμα, στο φύλλο αρ. 23: «Δύο Μαΐου, ημέρα Κυριακή 5 μ.μ. εις το Αρχαίον Στάδιον όπισθεν του Ζαππείου, εις την γέφυραν όπου είνε απέναντι εις τα αγγλικά μνημεία με Κυπαρίσσια. Ολοι οι σοσιαλισταί και οι υπό μισθόν πάσχοντες θα συναθροισθώσι να υπογράψωσι ψήφισμα προς τη Βουλή, διά του οποίου θα ζητώσι πρώτον τας Κυριακάς όλα τα καταστήματα γενικώς να ήναι κλειστά προς ανάπαυσιν των πολιτών. β΄ τον περιορισμόν των εργάσιμων ωρών εις 8 καθ’ εκάστην κατ’ ανώτατον όριον και ολιγώτερον διά τας κοπιώδεις και ανθυγιεινάς εργασίας και διά τους παίδας και τας γυναίκας. γ΄ απονομήν συντάξεως εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των και εις τας οικογενείας των εν τη εργασία φονευομένων».8

Η προετοιμασία για τον πρωτομαγιάτικο γιορτασμό δεν περιοριζόταν στην κινητοποίηση των σοσιαλιστών της πρωτεύουσας και του Πειραιά, αλλά και άλλων πόλεων, όπου υπήρχαν σχετικές οργανώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να πάρουν ανάλογες πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, από τον Καλλέργη και τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο στάλθηκαν επιστολές – με οδηγίες – όπως αυτή που ακολουθεί9: «Συνάδελφε Δημητρακόπουλε, την 1η Μαΐου, σκοπόν έχομεν όπως οι ενταύθα σοσιαλισταί συνέλθομεν εις το Στάδιον, όπισθεν του Ζαππείου, και εορτάσωμεν όσον το δυνατόν πανηγυρικώτερον, την επέτειον εορτήν του παγκοσμίου σοσιαλισμού. Καλόν επομένως θεωρώ, όπως προς επίδειξιν, καθ’ όσον ουδέν μέσον πρέπει να παρορώμεν, όπερ τείνει εις την εξάπλωσιν των αρχών ημών και εις την ευόδωσιν του επιδιωκομένου σκοπού, συνέλθετε και υμείς αυτόθι, την ημέραν εκείνην όσοι ασπάζεσθε τας αρχάς του σοσιαλισμού και εορτάσετε είτε διασκεδάζοντες, είτε φωτογραφούμενοι, είτε δι’ οιουδήποτε άλλου τρόπου και μετά ταύτα συντάξητε τηλεγράφημα απευθυνόμενον εις το καθ’ ημάς κεντρικόν συμβούλιον όπου θα αγγέλετε ότι εορτάσατε την σοσιαλιστικήν 1η Μαΐου και έχον περίπου ως εξής: Σοσιαλιστικόν Συμβούλιον Αθήνας, Πανηγυρικώτατα εορτάσαμεν σοσιαλιστικήν Πρωτομαγιά. Αν τις κωλύεται να θέση την υπογραφήν του ας θέσει ψευδώνυμον. Το τηλεγράφημα τούτο, καταχωρηθήσεται εν τω ημετέρω φύλλω ο Σοσιαλιστής. Μην σας εμποδίσει ο μικρός αριθμός του να πράξετε και δύο πρέπει να εορτάσετε οπωσδήποτε. Διότι το τοιούτον, όπως και αν έχει πράγμα, ωφέλειαν θα παράσχει και ουχί βλάβην».

…και ο εορτασμός

Οπως ακριβώς είχε καθοριστεί, στις 2 Μάη του 1893, ημέρα Κυριακή και ώρα 5μ.μ. οι Σοσιαλιστές της ομάδας Καλλέργη και εργαζόμενοι συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο – και όχι στους στύλους του Ολυμπίου Διός που από λάθος, προφανώς, πληροφόρηση γράφει ο Κορδάτος10– όπου και γιόρτασαν αγωνιστικά την παγκόσμια ημέρα της Εργατικής Τάξης. Οι πληροφορίες στον Τύπο της εποχής παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση αναφορικά με τον αριθμό των συγκεντρωμένων, οπότε και δεν είναι εύκολο να αποφανθεί κάποιος σήμερα με ακρίβεια πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Ο «Σοσιαλιστής» του δευτέρου 15ήμερου του Μάη 1893 κάνει λόγο για πάνω από 2 χιλιάδες συγκεντρωμένους. Γράφει συγκεκριμένα: «Εις τας δύο Μαΐου ώρα 5 μ.μ. παρά το αρχαίον Στάδιον, τα μέλη του “Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου” και μέγα πλήθος εκ των πασχουσών εργατικών τάξεων των ευρισκομένων υπό τον ζυγόν του μισθού, ακολουθούντες τον διεθνή των πασχουσών τάξεων αγώνα, συνηθροίσθησαν προς διαμαρτύρησιν εναντίον του σημερινού αθλίου συστήματος, όπου δυστυχούν οι πολλοί κοπιωδώς εργαζόμενοι και ευτυχούν οι ολίγοι οκνηροί, πλούσιοι, μη εργαζόμενοι και απολαμβάνοντες τον ιδρώτα των πολλών εργαζομένων… συνήλθον πλέον των 2 χιλιάδων ατόμων…»11.

Αντίθετα, η «Εφημερίς» παρουσίασε ένα κοινό που δεν ήταν πάνω από 200 άτομα. «Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον»12. Τέλος, η «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη σημείωνε στο δικό της ρεπορτάζ στις 3 του Μάη 1893: «Είχομεν χθες και συλλαλητήριον σοσιαλιστών εις το αρχαίον στάδιον. Συνήχθησαν πλείστοι εργατικοί άνθρωποι και άλλοι κύριοι εμφορούμενοι υπό των σοσιαλιστικών αρχών, φέροντες όλοι ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης των και ήκουσαν τον σοσιαλιστήν κ. Καλλέργην, όστις υπεστήριξεν την αργίαν της Κυριακής διά τους εργάτας, τον περιορισμόν των εργασίμων ωρών εις οκτώ και την αλληλοβοήθειαν των εργατών. Εις το συλλαλητήριον επεκράτησε πλήρης τάξις»13.

Οπως ήδη αναφέρεται στα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, ομιλητής στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση του 1893 ήταν ο Σταύρος Καλλέργης, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε: «Ο σκοπός της συναθροίσεώς μας ενταύθα είναι να υπογράψωμεν ψήφισμα διά να δοθή εν καιρώ εις την Βουλήν. Το ψήφισμα δε έχει ως εξής: Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του “Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου” και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν:

Α) Την Κυριακήν να κλείωσι τα καταστήματα, καθ’ όλην την ημέραν, και οι πολίται ν’ αναπαύωνται.

Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν.

Γ) Ν’ απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.

Δ) Το συμβούλιον του “Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου” να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν.

Οι παραδεχόμενοι το ψήφισμα ας υπογράψουσιν αυτό. Δεν πιστεύω δε να υπάρχη τις ενταύθα ο οποίος να μη παραδέχεται τας σοσιαλιστικάς ιδέας και το ψήφισμα. Η συνάθροισίς μας ενταύθα σήμερον έχει παγκόσμιον χαρακτήρα…». Ο Καλλέργης αναφέρθηκε ακόμη στο ζήτημα της ιστορίας του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα και διεθνώς, σημείωσε την πρόοδο που είχε κάνει το σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και υπογράμμισε ως άμεσους στόχους πάλης του κινήματος τη βελτίωση της θέσης των εργατών και τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών. Υστερα από την ομιλία του Καλλέργη – πάντα κατά το ρεπορτάζ του «Σοσιαλιστή» – συγκεντρώθηκαν μέσα σε μισή ώρα 500 υπογραφές κάτω από το ψήφισμα14.

Η συγκέντρωση των υπογραφών συνεχίστηκε και στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν περί τις 2.000 και το ψήφισμα κατατέθηκε στη Βουλή την 1η του Δεκέμβρη του 1893. Το ιστορικό της παράδοσης του ψηφίσματος στη Βουλή το περιγράφει ο ίδιος ο Καλλέργης στο φύλλο 30 του «Σοσιαλιστή», που κυκλοφόρησε στις 2 του Γενάρη του 1894. Γράφει ο Καλλέργης: «Εις τας αρχάς Δεκεμβρίου (σ.σ. του 1893) υπέβαλον ψήφισμα εις τον πρόεδρον της Βουλής κατ’ εντολήν του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου, το οποίον είχον εγκρίνει την 2αν Μαΐου 1893 οι σοσιαλισταί και εν γένει οι υπό μισθόν πάσχοντες Αθηνών -Πειραιώς, ζητούντες δι’ αυτού μικράν βελτίωσιν της αθλίας αυτών ζωής. Μετά την επίδοσιν του ψηφίσματος ανήλθον εις το θεωρείον των δημοσιογράφων και ανέμενον μετ’ ανυπομονησίας την ανάγνωσιν αυτού. Αλλά το προεδρείον ησχολείτο εις την ανάγνωσιν ετέρων αναφορών προερχομένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγματευομένων κατά το μάλλον και ήττον περί ανέμων και υδάτων. Αμα είδον εγώ την πράξιν αυτήν του προέδρου και μάλιστα ότε παρετήρησα να δεικνύη το περί ου ο λόγος ψήφισμα εις τους περί το προεδρείον βουλευτάς εμπαικτικώς, ωργίσθην και ανεφώνησα λέξεις τινάς διά να ελκύσω την προσοχήν των βουλευτών και των δημοσιογράφων. Αμα τη αναφωνήσει των λέξεων εκείνων οργίζεται ο πρόεδρος, κρούει ακαταπαύστως τον κώδωνα, διατάσσει την σύλληψίν μου. Οι στρατιώτες της φρουράς έρχονται αμέσως, με συλλαμβάνουν και κτυπούντες με αγρίως διά των κοπάνων των όπλων των με οδήγησαν εις το δεύτερον αστυνομικόν τμήμα, ένθα επί δύο ημέρας και δύο νύκτας παρέμεινα»15. Μετά τη «φιλοξενία» του στην αστυνομία, στις 9 του Δεκέμβρη του 1893, ο Καλλέργης δικάστηκε και καταδικάστηκε να εκτίσει ποινή φυλάκισης 10 ημερών στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα.

Ετσι έληξε και τυπικά ο πρώτος γιορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα, που από κάθε άποψη αποτελεί σταθμό στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Ο προσανατολισμός εκείνης της εκδήλωσης ήταν σαφής και αφορούσε στην ανάπτυξη της πάλης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εργατών και τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών, των ιδεών δηλαδή για μια ανώτερη, δικαιότερη κοινωνία. Ο προσανατολισμός αυτός εμπλουτίστηκε τα επόμενα χρόνια, έγινε πιο σαφής, πιο ουσιαστικός και σ’ ό,τι αφορά στις ιδέες της νέας κοινωνίας πέρασε από το πεδίο της ουτοπίας και των συγχύσεων στο πεδίο της επιστήμης με τη διάδοση του επιστημονικού σοσιαλισμού. Εντούτοις ποτέ δεν άλλαξε κατεύθυνση αφού το δίκιο του εργάτη και η καινούρια κοινωνία, που θα υπερβαίνει τον καπιταλισμό, είναι έννοιες αξεχώριστες.

Ας δούμε όμως πώς γιορτάστηκε η δεύτερη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, ούτως ώστε να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα εκείνων των πρώτων βημάτων του ελληνικού προλεταριάτου προς την κατεύθυνση της αυτοσυνειδητοποίησής του.

Η Πρωτομαγιά του 1894

Μετά τον επιτυχή γιορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1893 και τα όσα επακολούθησαν με την επίδοση του ψηφίσματος, τη σύλληψη και την καταδίκη του Καλλέργη, κυριάρχησε ενωτικό πνεύμα στις τάξεις των σοσιαλιστικών ομάδων της εποχής. Είτε από πολιτικό υπολογισμό, είτε γιατί ήταν πλέον φανερό πως ο αντίπαλος ήταν κοινός, οι ομάδες αυτές κινήθηκαν στην κατεύθυνση ενός ενωτικού γιορτασμού της παγκόσμιας μέρας της εργατικής τάξης, κάτι που – παρά τις διαφορές τους – κατάφεραν να φέρουν σε πέρας στις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις του 1894. «Η κίνηση που έγινε από τους σοσιαλιστικούς ομίλους για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς – γράφει ο Γιάννης Κορδάτος16– έβαλε την αστυνομία και την εισαγγελία σε τρεχάματα». Οντως έτσι είχαν τα πράγματα κι αυτό φάνηκε ιδιαίτερα τη μέρα του γιορτασμού, όπου οι αστυνομικές δυνάμεις βρέθηκαν σε κινητοποίηση.

Η Πρωτομαγιά του 1894 γιορτάστηκε την 1η του Μάη στο Στάδιο και οι εφημερίδες εκείνης της μέρας ανήγγειλαν τη συγκέντρωση που είχε προγραμματιστεί για τις 5 μ.μ. Η «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη έγραφε στο πρωτομαγιάτικο φύλλο της: «Σήμερον την 5 μ.μ. εν τω Σταδίω η συγκέντρωσις των εν Αθήναις και Πειραιεί Σοσιαλιστών. Την ανάπτυξιν των αρχών του σοσιαλισμού θα κάμη ο κ. Π. Δρακούλης. Από χθες εκυκλοφόρησεν εις τας οδούς μακροσκελής έκκλησις προς τους εργάτας εν η δι’ επαναστατικού ύφους καλείται και ο λαός να συμμετάσχη της διαδηλώσεως. Μία τοιαύτη έκκλησις περιελθούσα εις τας χείρας του Φρουράρχου απεστάλη εις την εισαγγελίαν. Η αστυνομία αφ’ ετέρου έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς “ήρεμον” διεξαγωγήν της συγκεντρώσεως»17.

Την 1η του Μάη του 1894 ο κόσμος άρχισε να προσέρχεται στο Στάδιο από τις 4 μ.μ. Η εικόνα που δίνει ο Τύπος της εποχής είναι χαρακτηριστική: «Χθες – γράφει η “Εφημερίς”18– από της 4ης ώρας μ.μ., ως προεκηρύχθη, ήρξαντο να συναθροίζωνται εν τω παρά τω Σταδίω, οι αποτελούντες το σοσιαλιστικόν σώμα εν Ελλάδι. Με τους σοσιαλιστάς προσήρχοντο και απλοί θεαταί, πολλαί δε οικογένειαι κατέλαβον τας διασπαρμένας τραπέζας του μικρού καφενείου. Η πληθώρα του ωραίου φύλου εδείκνυεν ότι δεν υπήρχε φόβος ταραχών αλλ’ η αστυνομία και η μοιραρχία παραβλέπουσαι το οιωνοσκόπιον έθεσαν αστυφύλακας υπό αστυνόμους και έφιππον δύναμιν χωροφυλάκων. Περί την 6ην ώραν μ.μ. άπας ο χώρος του Σταδίου εκαλύφθη υπό ποικίλου κόσμου ανδρών, γυναικών και παίδων, μεταξύ των οποίων διεκρίνοντο 50- 60 περίπου σοσιαλισταί, πάντες τίμιοι και φιλόπονοι εργάται, φέροντες ερυθράς κονκάρδας επί του στήθους. Κατά τον χρόνον της συναθροίσεως εθεάθησαν αστυφύλακες τινές εκ των διαταχθέντων, όπως επιβλέψωσι την τάξιν, διανέμοντες κρυφίως διακηρύξεις εις το πλήθος των θεατών, ερωτώμενοι δε περί τούτων απήντων σιγανά, ώστε να μη δύναται να τους ακούη τρίτος “τι να κάνωμε, μπλέξαμε και ‘μεις”. Το γεγονός παρήγαγε βαθείαν αίσθησιν».

Στη συγκέντρωση μίλησε ο Πλάτωνας Δρακούλης πάνω στο ιστορικό της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Στ. Καλλέργης, του οποίου η ομιλία ήταν σε πολεμικό τόνο και γεμάτη «μίσος κατά της πλουτοκρατίας»19 και, τέλος, το λόγο έλαβαν ο φοιτητής νομικής Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος και ο Δ. Γραμματικός.

Στο τέλος η συγκέντρωση κατέληξε στο παρακάτω ψήφισμα20:

«Οι διεθνείς σοσιαλισταί και οι εργάται Αθηνών – Πειραιώς

Προς την κυβέρνησιν της Ελλάδος

Συνελθόντες σήμερον την 1η Μαΐου του 1894 έτους, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. πάντες οι διεθνείς Σοσιαλισταί και εν γένει πάντες οι υπό μισθόν ευρισκόμενοι και πάσχοντες εργάται Αθηνών – Πειραιώς, αποφασίζομεν και ψηφίζομεν τα εξής:

α) Την Κυριακήν να κλείωνται τα καταστήματα καθ’ όλην την ημέραν και οι εργάται ν’ αναπαύωνται.

β) Οι εργάται να εργάζωνται επί 8 ώρας την ημέραν και ν’ απαγορευθή η εργασία εις τους ανηλίκους.

γ) Να απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανίκανους προς συντήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.

δ) Να καταργηθώσιν αι θανατικαί εκτελέσεις.

ε) Ανατίθεται εις τους διευθυντάς των σοσιαλιστικών εφημερίδων η επίδοσις του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν, επί τη βάσει του οποίου παρακαλείται αύτη να συντάξη νομοσχέδιο και υποβάλη τούτο εις την Βουλήν προς ψήφισιν κατά την αμέσως συγκληθησομένην αυτής σύνοδον.

Αθήναι, 1η Μαΐου 1894».

Το πέρασμα στην ωριμότητα

Μετά το 1894 – και για αρκετό χρονικό διάστημα – δε φαίνεται να υπήρξαν γιορτασμοί της Εργατικής Πρωτομαγιάς με συγκεντρώσεις. Τα πολιτικά γεγονότα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η χώρα παράδερνε στη δίνη μιας οξύτατης κοινωνικοπολιτικής κρίσης (ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η κρίση του αστικοτσιφλικάδικου καθεστώτος, η ανάγκη του αστικού εκσυγχρονισμού και ο αστικός εθνικισμός με το Μακεδονικό, το κίνημα στο Γουδί και όσα επακολούθησαν), σε συνδυασμό με την καθυστέρηση του εργατικού κινήματος, που και στα πιο πρωτοπόρα τμήματά του έμενε πολύ πίσω από το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, μακριά από τον επιστημονικό σοσιαλισμό και χωρίς να είναι σε θέση να ξεφύγει από το πλαίσιο του ουτοπικού σοσιαλισμού, εξηγούν το φαινόμενο.

Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, το ελληνικό εργατικό κίνημα οργανώνεται σε καλύτερη βάση με την υποχώρηση των μικρών ομίλων και την εμφάνιση μεγάλων εργατικών οργανώσεων. Τα Εργατικά Κέντρα του Βόλου, της Λάρισας και της Αθήνας εμφανίζονται προς το τέλος αυτής της δεκαετίας, ενώ το 1908 ο Πλ. Δρακούλης ιδρύει το «Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων Ελλάδος» και το 1909 το «Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα». Την ίδια χρονιά (1909) με πρωταγωνιστές τους Α. Μπεναρόγια και Σαμουήλ Γιονά ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη η σημαντικότερη σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση, η σοσιαλιστική «Φεντερασιόν», που θα σφραγίσει τις εξελίξεις στο ελληνικό εργατικό κίνημα εκείνη την περίοδο. Μέσα στην ίδια δεκαετία, ιδρύθηκε (1907) και η «Κίνηση των Κοινωνιολόγων» που βοήθησε σημαντικά στη διάδοση των προοδευτικών ιδεών. Παράλληλα, στην αυγή του νέου αιώνα, ανάπτυξη γνωρίζει το κίνημα των δημοτικιστών, αλλά και το αγροτικό κίνημα, το οποίο φτάνει σε μετωπικές συγκρούσεις με το καθεστώς με αποκορύφωμα την εξέγερση στο Κιλελέρ (1910).

Η δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα σφραγίζεται από μεγάλες ανακατατάξεις στη διεθνή πολιτική σκηνή και στο διεθνές εργατικό κίνημα με κορυφαίες εκδηλώσεις: τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική πραγματικότητα, τη χρεοκοπία της Β` Διεθνούς, τη διάσπαση στα εργατικά κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο με τη διακριτή εμφάνιση της επαναστατικής και της ρεφορμιστικής πτέρυγας και, φυσικά, τη νίκη της μεγάλης Σοσιαλιστικής Οχτωβριανής Επανάστασης. Σ’ αυτήν τη δεκαετία, το ελληνικό εργατικό κίνημα ωριμάζει με μεγάλες ταχύτητες. Το 1911 ιδρύεται με πρωτοβουλία του Ν. Γιαννιού το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας, ενώ γρήγορα αναπτύσσονται οι τοπικοί σοσιαλιστικοί όμιλοι στη χώρα και ισχυροποιούνται οι ήδη υπάρχουσες εργατικές και σοσιαλιστικές οργανώσεις. Ετσι εκ των πραγμάτων τίθεται στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής και συνδικαλιστικής ενοποίησης της εργατικής τάξης.

Η πρώτη προσπάθεια στην κατεύθυνση της ενοποίησης καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1911 και στόχο έχει την ίδρυση Πανελλήνιας Εργατικής Ομοσπονδίας, όταν το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας ανέλαβε την πρωτοβουλία για συνένωση όλων των εργατικών οργανώσεων της χώρας σε μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση. Η προσπάθεια εκείνη, όπως μας πληροφορεί ο Κορδάτος21, έμεινε στα χαρτιά, αλλά η ιδέα της πανελλαδικής εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν εγκαταλείφθηκε. Η υλοποίησή της, μάλιστα, απέκτησε επιτακτικό χαρακτήρα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, από τους οποίους νέες περιοχές προστέθηκαν στην ελληνική επικράτεια, φέρνοντας μαζί τους πλούσια εργατική κίνηση, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης όπου δρούσε η «Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία», η «Φεντερασιόν», στην οποία αναφερθήκαμε πιο πριν.

Μια νέα προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας για Πανελλαδική Εργατική Ομοσπονδία έγινε στα 1914 με πρωτοβουλία των καπνεργατών που οργάνωσαν συνδικαλιστική συνδιάσκεψη στην Αθήνα, όπου και ελήφθησαν οι σχετικές αποφάσεις αλλά δεν έμελλε να υλοποιηθούν. Την ίδια τύχη είχε και μια τρίτη απόπειρα, στα 1916, με πρωτοβουλία αυτή τη φορά του Εργατικού Κέντρου Πειραιά22.

Ολες αυτές οι προσπάθειες, όπως και όσες ακολούθησαν στη συνέχεια, για ενοποίηση του εργατικού κινήματος σε συνδικαλιστικό επίπεδο, είχαν το χαρακτηριστικό ότι συνοδεύονταν, συνδυάζονταν ή αποτελούσαν μέρος μιας έντονης κινητικότητας για ενοποίηση και των πολιτικών εργατικών οργανώσεων σε ένα ενιαίο εργατικό κόμμα. Τις προσπάθειες αυτές, στο σύνολό τους, και στο συνδικαλιστικό και στο πολιτικό επίπεδο, σφράγισε η Ρωσική Επανάσταση, τόσο η αστικοδημοκρατική του Φλεβάρη, αλλά πολύ περισσότερο η Σοσιαλιστική του Οκτώβρη 1917.

Από το καλοκαίρι του 1917, δόθηκε νέα ώθηση στην προσπάθεια ενοποίησης των ελληνικών εργατικών οργανώσεων, δεδομένου ότι είχε συγκροτηθεί μια οργανωτική επιτροπή για τη διοργάνωση Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου. Το συνέδριο αυτό ορίστηκε για τις 4 Αυγούστου του ίδιου έτους, αλλά δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί. Στις αρχές όμως του 1918 – και υπό την επίδραση της νίκης των μπολσεβίκων στη Ρωσία – το ζήτημα της ενοποίησης των εργατικών οργανώσεων, πολιτικών και συνδικαλιστικών, μπήκε στην τελική ευθεία. Το Φλεβάρη αυτού του έτους, με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής οργάνωσης «Φεντερασιόν», συγκλήθηκε μυστικά στη Θεσσαλονίκη η Β` Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, όπου συμμετείχαν, εκτός της «Φεντερασιόν», σοσιαλιστικές οργανώσεις της Αθήνας, του Πειραιά, του Βόλου και της Κέρκυρας. Η Συνδιάσκεψη εκείνη αποφάσισε τη διοργάνωση νέας Συνδιάσκεψης για τον Ιούλη του 1918. Ετσι, στα τέλη Ιουλίου η Γ` Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη κατέληξε να συγκληθεί τον Οκτώβρη του 1918 Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο για την ίδρυση κόμματος της εργατικής τάξης. Παράλληλα, εργατική συνδικαλιστική συνδιάσκεψη – που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο με τη συμμετοχή αντιπροσώπων από τα Εργατικά Κέντρα Θεσσαλονίκης, Αθήνας, Πειραιά και το συνδικάτο «Η Πρόοδος» – αποφασίζει τη σύγκληση Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου για τη συνένωση των συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Και οι δύο συνδιασκέψεις όρισαν από μία επιτροπή για την προετοιμασία του καθενός από τα δύο συνέδρια23. Το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από τις 21 έως τις 28 Οκτώβρη (3-10 Νοέμβρη) του 1918 και το ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας στο διάστημα από 4 έως 10 (17 έως 23) Νοέμβρη του ίδιου έτους.

Η εργατική τάξη της Ελλάδας είχε ξεκινήσει πλέον την περίοδο της ωριμότητας και της αυτοσυνείδησης του ιστορικού της ρόλου και η Πρωτομαγιά του 1919 γιορτάστηκε σε ολόκληρη τη χώρα, στις μεγάλες πόλεις, παρά τις αντιδράσεις του καθεστώτος και της κυβέρνησης Βενιζέλου. Σ’ εκείνο το γιορτασμό του ’19 σημειώθηκε και η πρώτη διάσπαση της ΓΣΕΕ. Τα 5 από τα 11 μέλη της διοίκησής της πρόσκεινταν στο ΣΕΚΕ, ενώ τα υπόλοιπα 6 ήταν με το κυβερνητικό κόμμα του Βενιζέλου. Η σύγκρουση των δύο πλευρών ξεκίνησε με το περιεχόμενο του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς: Η τάση του ΣΕΚΕ σε αντίθεση με την πλειοψηφία ήθελε να προσδώσει στο γιορτασμό αντικυβερνητικό περιεχόμενο, ενώ αντίθετα οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές επιδίωκαν την πρόσδεση του εργατικού κινήματος στο άρμα της κυρίαρχης πολιτικής και τον ταξικό συμβιβασμό. Στη συνέχεια, η σύγκρουση επεκτάθηκε και τον Ιούνιο του 1919 η κυβερνητική πλειοψηφία στη Γενική Συνομοσπονδία καθαίρεσε αυθαίρετα τους 5 της μειοψηφίας, ενώ στη συνέχεια η κυβέρνηση του Βενιζέλου τους έστειλε εξορία στη Φολέγανδρο. Ενα χρόνο αργότερα, το Εθνικό Συμβούλιο της ΓΣΕΕ καθαίρεσε τους ρεφορμιστές και ανέθεσε τη διοίκηση στους συνδικαλιστές του ΣΕΚΕ24. Η πάλη για τον προσανατολισμό του εργατικού κινήματος προς την κατεύθυνση της ταξικής πάλης ή την κατεύθυνση του ταξικού συμβιβασμού είχε ήδη αρχίσει.

1. Φίλιπ Φόνερ: «Εργατική Πρωτομαγιά 1886-1986», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 55, Ουίλιαμ Φόστερ: «Η Ιστορία των τριών Διεθνών», Αθήνα 1975, σελ. 175 και αλλού.

2. Ουίλ. Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Συνδικαλιστικού Κινήματος», τόμος Α`, σελ. 144-145, Φ. Φόνερ, στο ίδιο σελ. 37-52 και Γ. Κορδάτου: «Η Κόκκινη Πρωτομαγιά», περιοδικό «ΝΕΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ», Απρίλης 1932.

3. Αρχείο Σταύρου Καλλέργη, βλέπε: Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 96, 104, 150.

4. Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 64.

5. Μιχάλης Δημητρίου: «Το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα – Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές», εκδόσεις «ΠΛΕΘΡΟΝ», σελ. 141.

6. Αρχείο Σταύρου Καλλέργη, βλέπε: Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 155.

7. Στο ίδιο, σελ. 159.

8. Στο ίδιο, σελ. 159-160.

9. Στάθη Δρομάζου: «Θητεία», Εκδόσεις «Δίφρος», 1966, σελ. 203.

10. Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 65.

11. «Σοσιαλιστής», αρ. φύλλου 24 και Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 161.

12. «Εφημερίς», 3/5/1893 και Μιχάλης Δημητρίου: «Το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα – Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές», εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ, σελ. 143.

13. Στάθη Δρομάζου: «Θητεία», Εκδόσεις «Δίφρος», 1966, σελ. 205.

14. «Σοσιαλιστής», αρ. φύλου 24 και Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 161-162.

15. Σταύρος Καλλέργης: «Ανέκδοτα κείμενα», έκδοση της ΓΣΕΕ, Μάης 1982, σελ. 28-29.

16. Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 65.

17. Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 66.

18. «Εφημερίς» 2/5/1894, Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 66-67.

19. Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 67.

20. Δημήτρη Λιβιεράτου: «Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα (1890-1999), εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 29, Μιχάλης Δημητρίου: «Το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα – Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές», εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ, σελ. 152 κ.α.

21. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος XIII, σελ. 503.

22. Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 503.

23. Κ. Μοσκώφ: «Εισαγωγή στην Ιστορία του κινήματος της Εργατικής τάξης», εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 397-398, ΚΜΕ Θεσσαλονίκης: «Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 234-235, Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 294, 299 κ.α.

24. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α` (1918-1949), σελ. 97-98.


Πρώτη Δημοσίευση: Ριζοσπάστης 29 Απρίλη 2007

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας