Εργατικός Αγώνας

Η αλήθεια για την εθνική γιορτή της 28ης Οκτώβρη

Στο Ριζοσπάστη της 28ης Οκτωβρίου 2015 δημοσιεύεται ένα άρθρο υπό τον τίτλο «Πείρα για το σήμερα από την περίοδο της ιταλικής φασιστικής εισβολής», στο οποίο ευθύς εξαρχής διαβάζουμε: «Την 28η Οκτώβρη η αστική τάξη την καθιέρωσε ως ‘‘εθνική γιορτή’’».

Πρόκειται για παραχάραξη της ιστορίας του κομμουνιστικού και λαϊκού μας κινήματος, για προσβολή απέναντι στον ίδιο τον εργαζόμενο ελληνικό λαό. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ παραδίδει στην αστική τάξη τα πάντα στο όνομα ενός κάλπικου επαναστατισμού. Την 28η Οκτωβρίου ως Εθνική Γιορτή την καθιέρωσε το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, ο αγωνιζόμενος ελληνικός λαός στα μαύρα χρόνια της τριπλής φασιστικής κατοχής. Αυτή την αλήθεια κανείς δεν μπορεί να την παραχαράξει.

Ο Εργατικός Αγώνας τιμώντας την επέτειό της 28ης Οκτωβρίου αναδημοσιεύει από τον Ριζοσπάστη της 27ης Οκτωβρίου 2007 το άρθρο του Γιώργου Πετρόπουλου για τον πρώτο γιορτασμό της 28ης Οκτωβρίου μέσα στην κατοχή. Ο αναγνώστης θα βρει σ’ αυτό το άρθρο όλα τα στοιχεία για το ποιος καθιέρωσε την 28η Οκτωβρίου ως εθνική γιορτή.

 

28 ΟΚΤΩΒΡΗ 1941

Ο γιορτασμός της πρώτης επετείου του ΟΧΙ

Η πρώτη επέτειος της «28ης Οκτωβρίου 1940» βρήκε την Ελλάδα υπό τριπλή φασιστική κατοχή. Συγκεκριμένα η χώρα είχε χωριστεί σε τρεις ζώνες κατοχής: τη γερμανική, την ιταλική και τη βουλγάρικη. Η γερμανική ζώνη περιλάμβανε την Κρήτη (εκτός της Σητείας), την Αττική και τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τα νησιά του αρχιπελάγους, τα 2/3 του Νομού Έβρου την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία (Νομοί: Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Πέλλης, Φλώρινας, Χαλκιδικής πλην του Αγίου Όρους, 1/2 του Νομού Καστοριάς, 2/3 του Νομού Κοζάνης, μια λωρίδα του Νομού Πιερίας, 1/5/ του Νομού Σερρών). Η ιταλική ζώνη περιλάμβανε τα νησιά του Ιονίου, την Πελοπόννησο, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία (εκτός από τις Β. Σποράδες, τη Στερεά και την Εύβοια, τμήμα της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας (νομός Πιερίων πλην μίας λωρίδας βορείως του Αλιάκμονα, 1/2 του νομού Καστοριάς, 1/3 του νομού Κοζάνης) και την περιοχή της Σητείας στην Κρήτη. Τέλος, η βουλγάρικη ζώνη περιλάμβανε τη Θράκη (νομοί Ροδόπης, Ξάνθης κι του 1/3 του νομού Έβρου), την Ανατολική Μακεδονία (νομοί Καβάλας, Δράμας και 4/5 του νομού Σερρών)[1]. Μια ιδιαιτερότητα στις ζώνες κατοχής υπήρχε στην Αθήνα όπου μαζί με τις γερμανικές, υπήρχαν και ιταλικές δυνάμεις και υπηρεσίες[2].

Ο ελληνικός λαός αφέθηκε μόνος του να αντιμετωπίσει την τριπλή σκλαβιά, αφού ο αστικός κόσμος- η πολιτική και οικονομική ολιγαρχία- κοίταξε να διασφαλίσει το δικό του τομάρι . Ας δούμε πως.

Η αστική προδοσία

Στις 23 Απριλίου 1943 που ο στρατηγός Τσολάκογλου και μετέπειτα κατοχικός πρωθυπουργός, υπέγραφε την οριστική συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού, ο Βασιλιάς Γεώργιος με τον πρωθυπουργό Εμμ. Τσουδερό, τον πρίγκιπα Πέτρο και τον Άγγλο πρεσβευτή σερ Μάικλ Πάλαιρετ εγκατέλειπαν την Ελλάδα μ’ ένα υδροπλάνο «Σάντερλαντ». Δυο μέρες πριν, στις 21 Απριλίου, έφυγε το ζεύγος των διαδόχων Παύλος και Φρειδερίκη. «Την νύχτα της 22ας προς 23ην– γράφει ο Ναύαρχος Σακελαρίου[3]– ανεχώρησαν επιβαίνοντες των αντιτορπιλικών ‘‘Βασίλισσα Όλγα’’, ‘‘Πάνθηρ’’ και ‘‘Ιέραξ’’ άπαντες οι υπουργοί, ο διοικητής και ο υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδας, και μερικοί κρατικοί, επίσημοι και μη, λειτουργοί, οι πλείστοι με τας οικογενείας των- γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες- και τας αποσκευάς των- μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τζάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των… Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου δια πολεμικά πλοία φορτίου, και δη εν καιρώ πολέμου,, εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί του ‘‘Βασίλισσα Όλγα’’, του προσωπικού απαιτήσαντος να μην επιβή κανείς πλέον. Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογίαν όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που κανένας τους δεν εγνώριζε που και πως άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Έλληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά…».

Τα υπόλοιπα τμήματα της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας ή είχαν φροντίσει να φύγουν νωρίτερα ή έμειναν πίσω και συνεργάστηκαν με τον κατακτητή ή γενικά κράτησαν μία στάση σιωπής, αποστασιοποίησης από τα πράγματα που στο «δια ταύτα» ήταν στάση εξασφάλισης του υλικού πλούτου και των συμφερόντων τους- πολιτικών και οικονομικών- με κάθε πρόσφορο τρόπο, χωρίς να θυσιάσουν τίποτα για τη χώρα. Για τις θυσίες υπήρχε ο λαός. Και φυσικά οι κομμουνιστές που ο βασιλιάς και η κυβέρνηση του από ταξική αλληλεγγύη φρόντισαν να παραδώσουν ανυπεράσπιστους στις δυνάμεις κατοχής. Υπολογίζεται ότι οι εξόριστοι κομμουνιστές που παραδόθηκαν στον εχθρό ήταν περίπου 1600 ενώ υπήρχαν και μερικές εκατοντάδες ομοϊδεάτες τους πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές.

Την προαναφερόμενη εικόνα συμπληρώνουν δύο ακόμη, αυτή της παράδοσης της Αθήνας στους Γερμανούς κι εκείνη της απεγνωσμένης προσπάθειας που κατέβαλλε ο αστικός Τύπος να πείσει τον ελληνικό λαό να δεχτεί την κατοχή

Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941. Τους προϋπάντησαν και τους παρέδωσαν κάθε εξουσία ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας στρατηγός Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Πεζόπουλος, ο Δήμαρχος Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς, ο Δήμαρχος Πειραιά Μιχ. Μανούσκος και ο συνταγματάρχης Κανελλόπουλος ως διερμηνέας. Αργότερα, την ίδια μέρα, με διάγγελμά του ο Πλυτάς- που οι Γερμανοί τον άφησαν στη θέση του- συνιστούσε στον ελληνικό λαό «απόλυτον πειθαρχίαν εις τα διαταγάς των αρχών» και καλούσε τους πολίτες που είχαν όπλα (κυνηγετικά, πολεμικά, πιστόλια ή οτιδήποτε άλλο) να τα παραδώσουν στις αρχές κατοχής. «Όπου υψούται ελληνική σημεία- έλεγε επίσης στο διάγγελμα του ο Πλυτάς- πρέπει δεξιά της να υψούται και η Γερμανική.».

Στάση υποταγής στις δυνάμεις κατοχής συνιστούσε και ο αστικός τύπος της εποχής. Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ» του Λαμπράκη έγραφε στο κύριο θέμα του στις 29/4/1941:«Εντός εικοσιτετραώρων η κατάληψις της χώρας μας θα έχει συμπληρωθή. Έτσι η Ελλάς βγαίνει από τον πόλεμο- και βγαίνει οριστικώς από τον πόλεμον, καθ’ ον τρόπον εβγήκαν όλαι σχεδόν αι χώραι της ηπειρωτικής Ευρώπης. Δεν είνε μόνη η Ελλάς που ευρίσκεται εις αυτήν την θέσιν. Από της Νορβηγίας μέχρι του Ταινάρου και από των Πυρηναίων μέχρι των παρυφών της Ουκρανίας υπάρχει δι’ όλους τους λαούς τη Ευρώπης απόλυτος ταυτότης εις τας πολιτικάς και άλλας συνθήκας της υπάρξεώς των. Αυτό δεν το λέγομεν προς παρηγορίαν μας. Τα λέγομεν δια να τονίσωμεν την βασικήν κατά την γνώμην μας αλήθειαν που δεν πρέπει ποτέ να φεύγη από τα μάτια μας, ότι δηλαδή τα ελληνικά προβλήματα που εδημιουργήθησαν από της 27ης Απριλίου δεν ημπορούν να αντιμετωπισθούν παρά εις το πλαίσιο της Νέας Ευρωπαϊκής πραγματικότητος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εφεξής αποτελούμεν μέρος ενός εκτεταμένου ηπειρωτικού συνόλου του οποίου όλα τα τμήματα θα έχουν αναποφεύκτως κοινότητα κατευθύνσεων και προπαντός κοινότητα συμφερόντων, οικονομικών και άλλων. Αυτή η ηπειρωτική σύλληψις της υποστάσεώς μας πρέπει να αποτελέση το πλαίσιον μέσα εις το οποίον θα κινηθούμε. Η τύχη μας είναι εφεξής άρρηκτως συνδεδεμένη προς την τύχη της γηραιάς Ηπείρου της οποίας αποτελούμεν την νοτιοανατολικήν εσχατιάν».

Στο ίδιο μήκος κύματος η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ίδιας ημέρας έγραφε: «Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, δια τη Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος… Η θέλησις των Ελλήνων , όπως εντός του ειρηνικού πλαισίου, το οποίο εξασφαλίζει εις αυτούς ο τερματισμός του πολέμου, αναπτύξουν όλας των τας ικανότητας και όλας των τας πρωτοβουλίας, θα δώση ασφαλώς αφορμήν δια να εκδηλωθούν όλαι εκείναι αι κεκρυμμέναι αρεταί της φυλής μας, αι οποίαι είτε εξ αδιαφορίας, είται εξ αισθημάτων ηλαττωμένης αλληλεγγύης δε είχον ανέλθει εις την επιφάνειαν τους τελευταίους καιρούς… Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν- περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν και η «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» στο φύλο της 28/4/1941 ενώ δύο μέρες αργότερα ανακοίνωνε: «ΑΠΟ ΑΥΡΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ ΧΙΛΙΕΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΔΙΑ ΝΑ ΔΕΥΚΟΛΥΝΘΗΤΕ ΕΙΣ ΤΑΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΑΣ ΣΑΣ ΜΕ ΤΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ».

Η ΒΡΑΔΥΝΗ, στο κύριο άρθρο της, στο φύλο της 28/4/1941, εκτιμούσε ότι η κατοχή της χώρας δεν ήταν και τόσο κακό πράγμα. Επικαλούνταν μάλιστα και το ρητό των αρχαίων «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Μερικές μέρες αργότερα, στις 2/5/1941 η ίδια εφημερίδα, στο κύριο πάλι άρθρο της διαπίστωνε: «Εφόσον περνούν αι ημέραι, τόσον αυξάνει η ευμένεια και η φιλική διάθεσις του ελληνικού λαού απέναντι των Γερμανών, πράγμα το οποίον ανταποκρίνεται εις τα προς την Ελλάδα αισθήματα του Ράιχ και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, επερχομένης της πλήρους συνεννοήσεως θα ανασυνδεθή τάχιστα η παλιά φιλία που ενώνει τας δύο χώρας».

Η λαϊκή αντίσταση

Παρά την εγκατάλειψη από τους αστούς και την προσπάθειά τους να πείσουν για το «ουδέν κακόν αμιγές καλού» της φασιστικής κατοχής, ο ελληνικός λαός δεν υποτάχθηκε. Αντίθετα, με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές οργάνωσε την αντίστασή του στον κατακτητή. Σε πολλά μέρη της χώρας, από τον Μάη- Ιούνη, ακόμη, του ’41 με πρωτοβουλία των κομμουνιστών και άλλων πατριωτών δημιουργήθηκαν πλατιές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις: στη Μακεδονία η οργάνωση «Ελευθερία», στην Ήπειρο το «Πατριωτικό Μέτωπο», στη Καλαμάτα η «Νέα Φιλική Εταιρεία», στον Πύργο το «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» κ.ο.κ. Η πρώτη όμως πανελλαδική Εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ήταν η ΕΘΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 28 Μάη του 1941.

Την 1η Ιουλίου του 1941 σ’ ένα μικρό σπιτάκι στον Υμηττό πραγματοποιήθηκε η 6η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ όπου αποφασίστηκε ότι: «το βασικό καθήκον των Ελλήνων κομμουνιστών είναι η οργάνωση της πάλης του ελληνικού λαού για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης και την αποτίναξη του φασιστικού ζυγού». Ταυτόχρονα η ολομέλεια απηύθυνε έκκληση προς «τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις του, σ’ ένα εθνικό μέτωπο απελευθέρωσης: α) Για το διώξιμο της γερμανοϊταλικής κατοχής από την Ελλάδα. β) Για την ανατροπή της κυβέρνησης- οργανέτου τους. γ) Για την καθημερινή υποστήριξη και υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης. δ) Για την υποστήριξη κάθε συνεπούς αντιφασιστικής δύναμης με όλα τα μέσα. ε) Για το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα, που θα αποκαταστήσει τις δημοκρατικές ελευθερίες του λαού, θα του εξασφαλίσει ψωμί και δουλειά, θα συγκαλέσει συντακτική εθνοσυνέλευση και θα υπερασπίσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ελλάδας από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική δύναμη.»[4]. Στο πλαίσιο αυτής της απόφασης, είτε αυθόρμητα, από το Καλοκαίρι του ‘41 κομμουνιστές και άλλοι πατριώτες συγκροτούν ένοπλες αντιστασιακές ομάδες και αντάρτικα τμήματα σε διάφορα μέρη της χώρας. Στα τέλη Ιουνίου του ’41 η οργάνωση Λάρισας του κόμματος έδωσε εντολή στους καταδιωκόμενους κομουνιστές του Αλμυρού Θεσσαλίας μ’ επικεφαλής τον Μήτσο Τσαρδάκα να οργανωθούν σε ανταρτοομάδες και να συγκεντρωθούν στην Όθρη. Τον Ιούλη με απόφαση του Γραφείου Μακεδονίας- Θράκης του ΚΚΕ συγκροτείται στην περιφέρεια της Νιγρίτας η ανταρτοομάδα «Οδυσσέας Ανδρούτσος» με επικεφαλής τον κομμουνιστή δάσκαλο Θ. Γκένιο (Λασάνη) και στην περιφέρεια του Κιλκίς η ανταρτοομάδα «Αθανάσιος Διάκος» μ’ επικεφαλής τον Χρ. Μόσχο (καπετάν Πέτρο). Το ίδιο διάστημα εμφανίστηκαν αντάρτικες ομάδες στη Δυτική Μακεδονία με το όνομα «Ομάδες Ελευθερίας». Επίσης στα μέσα Ιούλη με πρωτοβουλία του κόμματος οργανώθηκαν οι πρώτες ομάδες ενόπλων της οργάνωσης «Πατριωτικό Μέτωπο» στην Ήπειρο (επαρχία Παραμυθιάς- Ηγουμενίτσας) και το Νοέμβρη στην περιφέρεια της Άρτας οργανώθηκε ένα στρατιωτικό τμήμα του ΕΑΜ από αξιωματικούς και πολιτικά στελέχη με στόχο την οργάνωση του αντάρτικου στην περιοχή. Τέλος, ένοπλες ομάδες εμφανίστηκαν στη Ρούμελη, στη Βοιωτία, στην Πελοπόννησο κ.α.[5]

Την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα προώθησε ακόμη περισσότερο η 7η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ που έγινε στις αρχές Σεπτέμβρη του 1941 ενώ λίγο νωρίτερα στις 16 Ιουλίου, ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά την επιβολή της Χιτλεροφασιστικής κατοχής, ιδρύθηκε στη χώρα το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ). Η κορυφαία όμως στιγμή της εθνικής αντίστασης ταυτίζεται με την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941. Αμέσως μετά, από τις πρώτες ημέρες του Οκτώβρη άρχισαν να συγκροτούνται στην Αθήνα και στον Πειραιά οι Επιτροπές Πόλης και οι τοπικές Οργανώσεις του ΕΑΜ.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες έφτασε η πρώτη επέτειος του «ΟΧΙ» στο φασισμό του Μουσολίνι και ο ελληνικός λαός ανταποκρίθηκε επάξια στο μήνυμα του έπους της Αλβανίας.

28η Οκτωβρίου 1941: η προετοιμασία (EAMKKEOKNE)

Στις 10 Οκτωβρίου του 1941 η Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή του ΕΑΜ απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις καλώντας τους να ενωθούν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και να παλέψουν για την επιβίωση, για τη λευτεριά και την κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας με το σχηματισμό, ύστερα από την απελευθέρωση προσωρινής κυβέρνησης που θα έχει καθήκον να προκηρύξει εκλογές για Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Ταυτόχρονα στο διάγγελμα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην πρώτη επέτειο της «28ης Οκτωβρίου 1940».

«Το ΕΑΜ, έλεγε, το Διάγγελμα[6]– ορίζει το χρονικό διάστημα απ’ τα σήμερα ως τις 28 Οκτωβρίου, την πρώτη επέτειο της άνανδρης επιδρομής των Ιταλών φασιστών ενάντια στη χώρα μας, περίοδο του νέου εθνικού απελευθερωτικού ξεκινήματος. Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, ας ανεβάσουμε τις μορφές της πάλης μας. Στις 28 Οκτωβρίου με κάθε είδους εκδήλωση, αγωνιστείτε για το εθνικό ξεκίνημα. Το ΕΑΜ ορίζει σύγχρονα για έμβλημά του το ηρωικό ΤΣΑΡΟΥΧΙ. Το ΤΣΑΡΟΥΧΙ είναι το ελληνικό «V». To Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο καλεί όλους τους Έλληνες και Ελληνίδες στις 28 Οκτωβρίου στο σπίτι τους, στον τόπο της δουλειάς τους, στο καφενείο, στο τραμ, στον κινηματογράφο, στο θέατρο να χαιρετισθούν με τις λέξεις «ΤΣΑΡΟΥΧΙ- ΕΑΜ». Απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα μας δύο λέξεις πρέπει ν’ αντηχήσουν τη μέρα της 28 Οκτωβρίου. Οι λέξεις: «ΤΣΑΡΟΥΧΙ- ΕΑΜ».

ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΣΕΣ

Μέρες φρικτές, ακόμα πιο φρικτές κι απαίσιες μας περιμένουν. Από μας όμως εξαρτάται να ζήσουμε ξανά ελεύθεροι. Ο αγώνας δε θάναι εύκολος, μα το έπαθλό του αξίζει κάθε θυσία. Και το έπαθλο αυτό θα είναι μια Νέα Ελλάδα, ελεύθερη και ανεξάρτητη, κτήμα του λαού της.

Αδέλφια μας, Έλληνες και Ελληνίδες, νεολαία της Ελλάδας!

Μπρος για το νέο εθνικό ξεκίνημα!

Μπρος για τον εθνικό συναγερμό της 28 Οκτωβρίου

Μπρος για να κατακτήσουμε την ελευθερία της χώρα μας!

Μπρος για μια ελεύθερη Ελλάδα!

Οσεσδήποτε δοκιμασίες κι αν περάσουμε, οσεσδήποτε δοκιμασίες κι αν χρειασθούν, ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!».

Χωρίς αμφιβολία, το χρονικό διάστημα, από την ίδρυση του ΕΑΜ μέχρι την πρώτη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου δεν ήταν μεγάλο με αποτέλεσμα να μην επαρκεί για την οργάνωση και την προετοιμασία των εκδηλώσεων που είχαν κατά νου οι ηγέτες του κινήματος. Η αδυναμία αυτή- όπως σημειώνει ο Θανάσης Χατζής- διαπιστώθηκε σε μία συνεδρίαση της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας του Μετώπου. «Έγινε φανερό- γράφει[7]– ότι τα χρονικά διαστήματα που ορίστηκαν για την προετοιμασία εκδηλώσεων στις 28 Οκτωβρίου, ήταν μικρά κι έτσι το έργο ήταν πάνω από τις δυνάμεις της Επιτροπής Πόλης. Με πρόταση του αντιπροσώπου του ΚΚΕ αποφασίστηκε η 28 του Οκτώβρη να γιορταστεί με ξεχωριστές εκδηλώσεις στις συνοικίες. Στον κεντρικό τομέα να μετάσχουν οι δυνάμεις των φοιτητών και σπουδαστών, των τραυματιών και αναπήρων, των δημοσίων υπαλλήλων, των επιστημόνων, των επιστημόνων, καθώς και των τραπεζικών υπαλλήλων. Η οργάνωση και καθοδήγηση αυτής της εκδήλωσης και η έκδοση κατάλληλου διαφωτιστικού υλικού ανατέθηκε στις αντίστοιχες οργανώσεις του ΚΚΕ που διέθεταν τις περισσότερες δυνάμεις και πείρα. Κυκλοφόρησαν χιλιάδες προκηρύξεις και φέιγ βολάν. Γράφτηκαν συνθήματα στους τοίχους. Για πρώτη φορά ακούστηκαν τις νύχτες τα ‘‘ραδιόφωνα του ΕΑΜ’’. Δηλαδή τα χωνιά- τηλεβόες, με τα οποία μεταδίδονταν τα νέα απ’ το μέτωπο».

Οι ΕΑΜίτες με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές προετοίμασαν την εκδήλωση με κάθε μέσο και τρόπο που διέθεταν στις συνοικίες, στους χώρους δουλειάς, στην καθημερινή επαφή με τους πολίτες. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να δούμε το πολιτικό πλαίσιο πάνω στο οποίο στήθηκε η προπαγάνδιση της εκδήλωσης. Στην εφημερίδα ΛΕΥΤΕΡΙΑ, όργανο της Επιτροπής Πόλης (σ.σ. ΚΟΑ) της ΚΕ του ΚΚΕ, που κυκλοφόρησε λίγες μέρες πριν την πρώτη επέτειο του «ΟΧΙ» διαβάζουμε[8]: « Στις 28 Οχτώβρη του 1940, οι Ιταλοί φασίστες, απρόκλητα, ύπουλα, πριν ακόμα λήξει το δίωρο τελεσίγραφο που επέδωσε ο πρεσβευτής τους στις 2 τα ξημερώματα, εισέβαλλαν στη χώρα μας. Σύσσωμος ο Ελληνικός Λαός, σ’ έναν υπέροχο εθνικό- απελευθερωτικό συναγερμό, τους απέκρουε, τους τσάκιζε στη Πίνδο, τους έριχνε πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Πρωτόγονα οπλισμένοι, με σκισμένες αρβύλες, πεινασμένοι, μέσα στις βροχές, τα χιόνια και τις παγωνιές των άγριων Ηπειρωτικών και Αλβανικών βουνών, οι Έλληνες φαντάροι, οι τσολιάδες, οι εθελοντές της Κύπρου και της Δωδεκανήσου, κράτησαν τους θρασύδειλους Ιταλούς φασίστες μακριά απ’ τα ιερά Ελληνικά χώματα, κέρδισαν μια σειρά νίκες, πρόστεσαν νέες σελίδες δόξας στην ιστορία της χώρας μας. Κι αν στο τέλος υποδουλωθήκαμε είναι γιατί σ’ ενίσχυση του Ιταλού φασίστα επιδρομέα ήρθε ο Γερμανός πάτρωνάς του. Είναι ακόμα γιατί σ’ όλο το διάστημα του ιταλοελληνικού πολέμου κι έπειτα του γερμανοϊταλοελληνικού συνεχίσαμε να κρατιόμαστε υπόδουλοι εσωτερικά, απ’ το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, ενώ οι προδότες πεμπτοφαλαγγίτες, οι διάφοροι Τσολάκογλου, Μπάκοι και Σια, κρατιόντουσαν στις πιο υπεύθυνες θέσεις.

Απ’ τις 27 τ’ Απρίλη, με την κατάληψη της Αθήνας απ’ τους Γερμανούς ο λαός μας ζει σκλάβος. Χιλιάδες είναι οι δολοφονημένοι. Δεκάδες χιλιάδες οι κλεισμένοι στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο εξάμηνο αυτό διάστημα. Η πείνα, η αθλιότητα, η φυματίωση βασιλεύουν απ’ τη μίαν άκρη της Ελλάδας μας ως την άλλη. Τίποτα δεν μας αφήνουν οι φασίστες επιδρομείς. Στάρι, λάδι, όσπρια, ρύζι, σταφίδα, σύκα, ρούχα, έπιπλα, όλα μας τα παίρνουν. Οι υπόδουλοι λαοί πρέπει να απομυζηθούν στο έπακρο για να ικανοποιηθούν οι επισιτιστικές και άλλες ανάγκες της Γερμανίας και Ιταλίας και να συγκρατηθεί το εσωτερικό μέτωπο του άξονα. Κοντά σ’ αυτό ο ελληνικός και κάθε άλλος λαός πούχει υποδουλωθεί στον άξονα πρέπει με μια πρωτοφανή εξαθλίωση να οδηγηθεί σ’ ένα τέτοιο βαθμό εξάντλησης που νάναι ανίκανος για οποιαδήποτε αντίσταση.

Απέναντι στον κίνδυνο αυτόν εξόντωσης της φυλής μας, άλλη διέξοδος δεν υπάρχει απ’ τη συγκέντρωση όλων των εθνικών δυνάμεων στο Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο και τον οργανωμένο αγώνα άμεσα για ψωμί, λάδι, όσπρια, γάλα, αυγά για τα παιδιά, για συσσίτια στις επιχειρήσεις και τις εργατικές συνοικίες, για το σταμάτημα της ληστείας του τόπου μας από τις φασιστικές δυνάμεις κατοχής κλπ.

Στον αγώνα αυτόν γύρω απ’ τα καθημερινά αυτά ζητήματα, απ’ τα οποία κυριολεκτικά σήμερα εξαρτιέται η ύπαρξη της φυλής μας θα πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση των εθνικών δυνάμεων και συγχρόνως θα ετοιμασθεί το νέο μαχητικό πνεύμα εξόρμησης για το εθνικό ξεσκλάβωμα. Στον αγώνα αυτόν τον κοινό εμείς οι κομμουνιστές δίνουμε όλες μας τις δυνάμεις.

Η Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή του ΕΑΜ όρισε σύγχρονα το διάστημα ως τις 28 του Οχτώβρη του 1941 σαν περίοδο του νέου Εθνικο- Απελευθερωτικού ξεκινήματος. Η απόφασή της αυτή πρέπει να γίνει πράξη. Ανεβάζοντας από μέρα σε μέρα το απεργιακό κίνημα που αρχίνησε, κινητοποιώντας με την κάθε δυνατή, για την κάθε περίπτωση, μορφή τα λαό μας, πρέπει στις 28 του Οχτώβρη με απεργίες, σταμάτημα της δουλειάς, επιβράδυνση των ρυθμών, πεταχτές συγκεντρώσεις κλπ. Να δείξουμε ότι κι αν υποδουλωθήκαμε δεν υποταχτήκαμε όμως στον κατακτητή. Ότι κρατάμε ακμαίο το εθνικοαπελευθερωτικό μας φρόνημα. Ότι αν θέλουμε να ζήσουμε, το θέλουμε για να καταχτήσουμε τη λευτεριά μας και να γίνουμε αφέντες στο σπίτι μας. ΚΙ αυτό θα γίνει γιατί το θέλουμε. Θα γίνει γιατί είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη φυλή μας».

Ξεχωριστός ήταν και ο ρόλος της ΟΚΝΕ στην προετοιμασία και την οργάνωση των εκδηλώσεων για την πρώτη επέτειο του «ΟΧΙ». Ο Γιώργης Τρικαλινός- ανώτατο ηγετικό στέλεχος, τότε, της ΟΚΝΕ- αναφέρει στις αναμνήσεις του ότι η Κομμουνιστική Νεολαία ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα. «Ήταν- γράφει[9]– τέλη του Σεπτέμβρη , με αρχές του Οκτώβρη του 1941 στην Αθήνα. Σ’ ένα σπιτάκι της Κυψέλης συγκεντρωθήκαμε τα μέλη του Προσωρινού Γραφείου της Νεολαίας για να συζητήσουμε το πώς θα ‘πρεπε να γιορτάσουμε την επέτειο της 28 του Οχτώβρη. Έγινε πολλή συζήτηση. Κράτησε, απ’ όσο θυμάμαι, πάνω από τέσσερις ώρες. Και ήταν δικαιολογημένη αυτή η παράταση της συζήτηση. Ήταν η πρώτη φορά που θα ‘‘γιορτάζαμε’’ τη μέρα αυτή στην Αθήνα κάτω από καθεστώς κατοχής και η πρώτη ανοιχτή εκδήλωση ενάντια στους γερμανοϊταλούς καταχτητές. Και οι δυνάμεις του άξονα εκείνη την εποχή ήταν πανίσχυρες. Κατείχαν όλη σχεδόν την Ευρώπη. Στο ανατολικό μέτωπο προχωρούσαν με γρήγορους ρυθμούς. Είχαν καταλάβει ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής Ρωσίας και προχωρούσαν να καταλάβουν την Μόσχα. Ακόμα από την πρώτη μέρα που οι γερμανοϊταλοί φασίστες είχαν καταλάβει την Ελλάδα δεν σταμάτησαν με τον ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας της Αθήνας, τις ‘‘ελληνόφωνες’’ εφημερίδες τους και με τα άλλα μέσα που διέθεταν, να μεταδίδουν ανακοινώσεις, τα διάφορα απαγορεύεται: η κυκλοφορία, οι συγκεντρώσεις, η κατοχή όπλων κ.λπ., για να σπάσουν το φρόνημα του λαού και της νεολαίας. Και όλα αυτά ήταν φυσικό να έχουν κάποια επίδραση στο λαό, να είναι στην αρχή λίγο φοβισμένος, λίγο μουδιασμένος. Γι’ αυτό κι εμείς ήμασταν λίγο διστακτικοί, λίγο επιφυλακτικοί σε σχέση με την εκδήλωση, λίγο προσεκτικοί στην οργάνωσή της. Αλλά τελικά αποφασίσαμε ομόφωνα να την κάνουμε στην Πλατεία Συντάγματος, στον Άγνωστο στρατιώτη. Και την ευθύνη για την οργάνωσή της να την αναλάβουν οι οργανώσεις της Κομμουνιστικής Νεολαίας των Φοιτητών, μια και στους φοιτητές είχαν δημιουργηθεί οργανώσεις της ΟΚΝΕ, που λειτουργούσαν κανονικά και είχαν αρχίσει να καταπιάνονται με τα προβλήματα των φοιτητών, να μαζικοποιούνται. Υπήρχαν τέσσερις αχτιδικές οργανώσεις: στο Πανεπιστήμιο, στο Πολυτεχνείο, στην Ανωτάτη Εμπορική και στην Πάντειο. Υπήρχε και καθοδηγητικό όργανο για όλους τους φοιτητές, που το ονομάζαμε Γραφείο της Σπουδάζουσας της ΟΚΝΕ ».

Η ΟΚΝΕ- και ειδικότερα η ΟΚΝΕ της Σπουδάζουσας νεολαίας- ανέλαβε την καθημερινή συστηματική δουλειά για τον γιορτασμό της επετείου ενώ σε κεντρικό επίπεδο η Οργάνωση, συνδυάζοντας την έκκληση του ΕΑΜ για το νέο απελευθερωτικό ξεκίνημα, συγκεκριμενοποίησε αυτό το κεντρικό ζήτημα πάλης στο χώρο της Νεολαίας προβάλλοντας το στόχο της δημιουργίας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου των Νέων. Το βασικό θέμα της εφημερίδας «Νεολαία», δημοσιογραφικού οργάνου της ΟΚΝΕ, λίγες ημέρες αργότερα έφερε τον τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΘΝΙΚΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ», ενώ αναλόγου περιεχομένου ήταν και αρθρογραφική ανάλυση που το συνόδευε. Επίσης, στην τρίτη σελίδα του ιδίου φύλλου υπήρχε άρθρο αφιερωμένο στην επέτειο του ΟΧΙ, όπου αναλυόταν η σημασία του ξεσηκώματος του ελληνικού λαού ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι τον Οκτώβρη του 1940 και προσδιοριζόταν η σύγχρονη σημασία εκείνου του ξεσηκωμού στην πρώτη του επέτειο η οποία θα γιορταζόταν σε συνθήκες κατοχής. Διαβάζουμε[10]: «28 οχτώβρη 1941. Το έθνος μας βρίσκεται κάτω από τη χιτλερική μπότα και μαζί μας ολάκερη η Ευρώπη. Στο ανατολικό μέτωπο οι δυνάμεις της φασιστικής αντίδρασης προσπαθούνε να πνίξουνε στο αίμα την ακρόπολη της λευτεριάς, τη Σοβιετική Ένωση. Σήμερα κρίνεται η τύχη της ανθρωπότητας. Μα ο τροχός της ιστορίας δεν γυρίζει πίσω. Η υπόδουλη Ευρώπη αρχίζει την έφοδο. Πολυποίκιλα σαμποτάζ παντού, σχηματισμός ανταρτικών σωμάτων σε πολλές χώρες. Αυτή είναι η αρχή. Συστηματική εξόντωση των φασιστικών συμμοριών στο ανατολικό μέτωπο απ’ τους λαούς της Σοβ. Ένωσης. Και η Ελληνική Νεολαία βρίσκεται στις επάλξεις. Μα ότι γίνεται δεν είναι αρκετό και τούτο γιατί δεν είμαστε ενωμένοι. Η Κ.Ν. πρώτη ρίχνει το μαχητικό εθνικό σύνθημα: Εμπρός για ένα ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ Της ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ: για την υπεράσπιση του ψωμιού, της υγείας, της μόρφωσης, της λευτεριάς της νεολαίας μας, για την σωτηρία των αγωνιστών μας που αργοπεθαίνουν στα στρατόπεδα και στις φυλακές, για το άγριο σαμποτάζ του κατακτητή, για την υπεράσπιση της Σοβ. Ένωσης και όλων των λαών που παλεύουν για τη συντριβή του φασισμού, για την εθνική μας λευτεριά. Αυτό αποτελεί και τον ελάχιστο φόρο τιμής για τους ήρωές μας που άφησαν τα κόκκαλά τους στην Αλβανία ή που γυρίζουν σακάτηδες στους δρόμους».

Η επέτειος και οι αστικές οργανώσεις

Στην αστική ιστοριογραφία η πρώτη επέτειος του ΟΧΙ έχει περάσει με τρόπους που να αποσιωπάται ή τουλάχιστον να υποβαθμίζεται ο ρόλος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στο γιορτασμό της. Το μεγάλο πρόβλημα των ιστοριογράφων αυτής της κατηγορίας είναι ότι ενώ εμφανίζουν τον ΕΔΕΣ- στο πολιτικό του σκέλος- να έχει ιδρυθεί στις 9 Σεπτεμβρίου του 1941, δηλαδή πριν από το ΕΑΜ, δεν έχουν το παραμικρό έγγραφο, που να εμφανίζει την υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα Οργάνωση να συμβάλει με κάποιο τρόπο στο γιορτασμό της πρώτης επετείου της «28ης Οκτωβρίου 1940». Έτσι καταφεύγουν σε διάφορα εφευρήματα για να καλύψουν το κενό. Ο Σπ. Γασπαρινάτος ισχυρίζεται πως «ο εορτασμός αυτός … μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η τελευταία αντιστασιακή εκδήλωση που είχε την αυθόρμητη συμμετοχή ολόκληρου του λαού και κίνητρα εθνικά και όχι πολιτικά»[11]. Με άλλα λόγια υποστηρίζει πως ο λαός συμμετείχε στις εκδηλώσεις από δική του θέληση και μόνο, και καθόλου παρακινούμενος από τη δράση των όποιων αντιστασιακών οργανώσεων. Η θέληση του λαού δεν αμφισβητείται γιατί είναι η πρώτη προϋπόθεση ώστε να βρει ανταπόκριση η οποιαδήποτε οργανωμένη δράση. Αλλά το να κρύβεται κανείς πίσω από τη λαϊκή θέληση για να εξαφανίσει τις οργανώσεις μάλλον είναι παραλογισμός αν δεν είναι προσπάθεια να αποκρυβεί ο ρόλος συγκεκριμένων οργανώσεων δεδομένου ότι δεν μπορεί να προβληθεί ο ρόλος άλλων. Ο Αλέξανδρος Ζαούσης αν και αναφέρεται στο ρόλο του ΕΑΜ στο γιορτασμό, προσπαθεί να μεγεθύνει το ρόλο που έπαιξαν κάποιες προσωπικότητες του συντηρητικού χώρου[12]. Έτσι αναφερόμενος στις προκηρύξεις που κυκλοφόρησαν τότε θεωρεί σκόπιμο να παρουσιάσει μόνο εκείνη που έστειλε μέσω ταχυδρομείου, στους γνωστούς του, ο τότε δικηγόρος Χρ. Χριστίδης. Η προκήρυξη απευθυνόταν στις ελληνίδες και τις καλούσε τη μέρα της επετείου να καταθέσουν λουλούδια στον άγνωστο στρατιώτη[13]. Ακόμη αναφέρεται στην περίπτωση του καθηγητή της Νομικής και μετά την μεταπολίτευση Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Τσάτσου, ο οποίος στις 27 Οκτωβρίου 1941 έβγαλε μπροστά στους φοιτητές του ένα λόγο ανύψωσης του φρονήματος και για το λόγο αυτό από τις κατοχικές αρχές διατάχτηκε η σύλληψη του- την οποία διέφυγε κρυπτόμενος- και παύτηκε από καθηγητής με ταυτόχρονη στέρηση των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων. Τέλος κάποιοι άλλοι ιστοριογράφοι προτάσσουν κάποιες προκηρύξεις συντηρητικών ομάδων, όπως του «Εθνικού Κομιτάτου»[14], ή της «Στρατιάς Σκλαβωμένων Νικητών»[15].

Πρόθεσή μας ασφαλώς δεν είναι να αμφισβητήσουμε τα αισθήματα κανενός που σε κείνες τις συνθήκες αγανακτούσε βλέποντας τη χώρα του να βρίσκεται υπό κατοχή και έκανε ή σκεπτόταν να κάνει κάτι για να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του. Όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δεχτούμε είτε τη μονομερή προβολή κάποιων μεμονωμένων πρωτοβουλιών ατόμων ή ομάδων και την απόκρυψη της δράσης του ΕΑΜ ή την υπέρμετρη προβολή αυτών των πρωτοβουλιών ώστε να μοιάζει ισάξια ή ισοδύναμη της εαμικής δράσης. Επιπλέον θα άξιζε τον κόπο να συγκρίνει κανείς τις διακηρύξεις των ΕΑΜικών δυνάμεων με αυτές των διαφόρων συντηρητικών ομάδων και ατόμων. Από την μια μεριά, την ΕΑΜική, βλέπει κανείς ένα σαφές πρόγραμμα δράσης, ένα αδιαμφισβήτητο κάλεσμα σε ενεργητική αντίσταση σε όλα τα ζητήματα με σαφή τελικό στόχο την απελευθέρωση της Ελλάδας κι από την άλλη, από τις μη εαμικές ομάδες, στην καλύτερη των περιπτώσεων το μήνυμα αφορά τη διατήρηση του φρονήματος, την μη υποταγή και μ’ αυτό τον τρόπο μια αντίσταση άκρως παθητική. Η «Στρατιά Σκλαβωμένων Νικητών» για παράδειγμα στην προκήρυξή της για τις 28 Οκτωβρίου 1941, πέρα από τα γενικόλογα εθνικιστικά κηρύγματα του τύπου «Η Ελλάς είναι πνεύμα αιωνίας ακαταβλήτου δυνάμεως… κλπ, κλπ, κλπ», κατέληγε με την εξής φράση: «Ελληνες, Ελληνίδες, Ελληνόπουλα, Ελληνοπούλες να είμαστε πάντα έτοιμοι και να μην ξεχνάμε ότι είμαστε ‘‘οι σκλαβωμένοι Νικηταί’’»[16]. Στο ίδιο πνεύμα το «Εθνικό Κομιτάτο» στη δική του προκήρυξη κατέληγε: «Ελληνες ανανεώστε τον όρκο σας στη Σημαία μας. Κάτω από’ τις πτυχές της θα βρεθούμε σύντομα πάλι. Ζήτω το έθνος!- Ζήτω ο λαός!»[17]. Αλλά μήπως ο Τσάτσος μετά τον αντιστασιακό του λόγο που είχε σαν αποτέλεσμα τη απόπειρα σύλληψής του και την παύση του, άδραξε την ευκαιρία να περάσει στην ενεργητική αντίσταση; Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του γράφει: «Μετά τα γεγονότα αυτά έμεινα λίγο καιρό φρόνιμος και ύστερα συνέχισα ανενόχλητος της ρουτίνα της ζωής και τις τακτικές συναντήσεις μου με τους επίλεκτους μαθητές μου». Προσθέτει ακόμη πως λίγο αργότερα διαπίστωσε μεταξύ των φοιτητών του που έβλεπε πως ήταν χωρισμένοι σε δύο «φανατικά αντιμαχόμενες μερίδες». Και καταλήγει: «από τότε κατάλαβα ότι ο αγώνας μου γινότανε διμέτωπος. Και διμέτωπος έμεινε μέχρι σήμερα. Δεν συμβιβάστηκα ποτέ ούτε με τον αριστερό, ούτε με τον δεξιό ολοκληρωτισμό»[18]. Ο διμέτωπος αγώνας του πάντως δεν τον εμπόδισε, λίγα χρόνια αργότερα, να υμνήσει το κολαστήριο της Μακρονήσου!!!

Κλείνοντας την αναφορά αυτή, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε πως στάθηκε απέναντι στην πρώτη επέτειο του «ΟΧΙ» η αυτοεξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Εμμ. Τσουδερού για τη δραπέτευση της οποίας από τη χώρα ήδη αναφερθήκαμε, εν συντομία, στην αρχή. Η κυβέρνηση αυτή απηύθυνε ένα μήνυμα προς τον ελληνικό λαό υπογραμμένο από τον αντιπρόεδρό της και υπουργό των Ναυτικών Αλ. Σακελαρίου, στο οποίο δεν υπάρχει η παραμικρή έκκληση για αντίσταση στον κατακτητή. Αντίθετα πρόκειται για ένα μήνυμα που στην ουσία καλεί τους Έλληνες να κάτσουν στ’ αυγά τους γιατί όλα βαίνουν καλώς αφού για όλα έχει φροντίσει η κυβέρνηση Τσουδερού. «Σήμερα- λέει, μεταξύ άλλων, το μήνυμα στον ελληνικό λαό[19]– σκλαβωμένος όπως είσαι δεν θα ειμπορέσης ούτε να εορτάσης την πλέον ένδοξον ημέραν της νεωτέρας ιστορίας Σου, ούτε να τιμήσης τους ηρωϊκούς σου νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου. Το καθήκον αυτό το εκάμαμεν εμείς εδώ. Το χυθέν αίμα των παιδιών και αδελφών μας και αι υλικαί καταστροφαί που υφίσταται ακόμη η χώρα μας δεν επήγαν εις μάτην. Ουδέποτε αι εθνικαί μας βλέψεις ατενίζονται προσεκτικώτερα κι ευνοϊκώτερα από τους ισχυρούς της γης. Ουδέποτε αι ελευθερίαι Σου εξασφαλίζονται ουσιαστικώτερα. Θα νικήσουμε διότι όλαι αι ηθικαί και υλικαί δυνάμεις του κόσμου τούτου πολεμούν μαζί μας κατά του ψεύδους της τυραννίας. Τότε ελεύθερος εξωτερικώς και εσωτερικώς θα μπορέσης να δημιουργήσης το μέλλον Σου, όπως εις Σε συμφέρει, όπως Σου ανήκει δικαιωματικώς»!!! Τι να πει κανείς διαβάζοντας ένα τόσο θλιβερό κείμενο…

Ο γιορτασμός

Ο γιορτασμός έγινε. Ο λαός και η νεολαία δεν κάθισαν ήσυχα. Ανάμεσα στις καλύτερες των συστάσεων από τους αστούς να εσωτερικεύσουν το αντιστασιακό τους φρόνημα και στο κάλεσμα των ΕΑΜικών οργανώσεων να το εξωτερικεύσουν, διάλεξαν το δεύτερο. Τη νύχτα 27 προς 28 Οκτωβρίου, ψηλά στον Υμηττό άναψαν βεγγαλικά και μέσα στο σκοτάδι άστραψε η επιγραφή «ΕΑΜ» και κάτω από αυτήν η ιστορική ημερομηνία: 28 Οκτώβρη 1940.

Ο Θανάσης Χατζής γράφει ότι το ΕΑΜ είχε καλέσει τους Αθηναίους την ημέρα της επετείου το πρωί να μείνουν στα σπίτια τους και μετά το μεσημέρι να ξεχυθούν στους δρόμους καις στους τόπους των συγκεντρώσεων που είχαν καθοριστεί, με φανερά τα εθνικά χρώματα στη περιβολή τους[20]. Ο Γιώργης Τρικαλινός, που ως ανώτατο ηγετικό στέλεχος της ΟΚΝΕ είχε άμεση αντίληψη της προετοιμασίας της εκδήλωσης στο χώρο της νεολαίας αναφέρει ότι η κεντρική εκδήλωση στο Σύνταγμα είχε οριστεί για τις 11π.μ. και οι προσυγκεντρώσεις για τις 10.15’ με 10.30’π.μ. Εν πάση περιπτώσει, είναι αποδεδειγμένο ότι οι αποφάσεις του ΕΑΜ έκαναν λόγο για ποικιλία στις μορφές εορτασμού, που ούτως η άλλως θα διαρκούσαν ολόκληρη τη μέρα.

Στο χώρο των προσυγκεντρώσεων ο κόσμος πήγαινε με προφυλάξεις, σκορπούσε σε παρέες και περπατούσε φαινομενικά αμέριμνος έως την στιγμή που δινόταν το σύνθημα. Τότε όλες οι παρέες συγκεντρώνονταν μαζί και σχημάτιζαν ένα αρκετά μεγάλο πλήθος, που άκουγε για λίγο τον ομιλητή και κατόπιν όλοι μαζί διαδηλώνοντας κατευθυνόταν προς την κεντρική συγκέντρωση ξεδιπλώνοντας τις ελληνικές σημαίες[21]. Έτσι σχηματίστηκε στο Σύνταγμα μια μεγάλη συγκέντρωση, που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες που υπάρχουν, ήταν πάνω από 5.000 άτομα. Κατατέθηκαν στεφάνια στον άγνωστο στρατιώτη, ακούστηκαν συνθήματα για τη λευτεριά και της ανεξαρτησία της Ελλάδας, έγιναν ομιλίες και για πρώτη φορά ακούστηκε το σύνθημα «Θάνατος στο Φασισμό- λευτεριά στο λαό» που στη συνέχεια έγινε ένα από τα βασικά καθημερινά συνθήματα πάλης του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού[22].

Αρχικά, οι δυνάμεις κατοχής (καραμπινιέροι και χαφιέδες) δεν τόλμησαν να χτυπήσουν τη διαδήλωση. Ωστόσο όταν κατέφθασε η ιταλική καβαλαρία με καραμπιέρους επιχειρήθηκε η διάλυση της συγκέντρωσης. Ο κόσμος τους υποδέχτηκε με συνθήματα και φωνάζοντας «Αέρα». Ξετυλίχθηκαν οδομαχίες στους γύρω δρόμους[23]. Ο λαός έπαιρνε το βάπτισμα του πυρός. Το νέο απελευθερωτικό ξεκίνημα- όπως το είχε ζητήσει το ΕΑΜ στο διάγγελμά του- είχε ήδη πραγματοποιηθεί.

Την επομένη 29 Οκτωβρίου, πάλι με οργανωτή το ΕΑΜ, έγινε πορεία των αναπήρων του αλβανικού μετώπου που κατεληξε στον Άγνωστο στρατιώτη. Ένας ανάπηρος απευθύνθηκε στους νεκρούς στρατιώτες. «Αδέρφια, εσείς δεν είστε άγνωστοι, είστε οι πατεράδες των πεινασμένων παιδιών, οι άνδρες των μαυροφορεμένων γυναικών σας, αδέρφια δικά μας που όταν εσείς πέφτατε νεκροί, εμείς δίπλα σας αφήναμε τα κομμάτια από τη σάρκα μας. Δώσαμε μαζί το αίμα μας. Αναπαυθείτε ήσυχοι. Γιατί θα δώσουμε κι αυτό που μας έμεινε και θα νικήσουμε! Αιώνια η μνήμη σας αδέρφια!»[24]. Τον όρκο αυτό το ΕΑΜ τον έκανε καθημερινό ιερό καθήκον και τον τήρησε μέχρι τέλους.-

Γιώργος Πετρόπουλος

Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στον Ριζοσπάστη, 27-10- 2007

 


[1] Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941- 1974», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 1ος, σελ. 107- 108

[2] «Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940- 45», εκδόσεις Αυλός, τόμος 1ος, σελ. 139

[3] Αλ. Σακελαρίου: «Η θέσις της Ελλάδος εις τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον», σελ. 222

[4] «ΤΟ ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Ε’, σελ. 35- 40

[5] Βλέπε αναλυτικά για το θέμα: Θ. Χατζή: «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις Δωρικός, τόμος Α’, σελ. 135- 141

[6] «Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’, σελ. 20

[7] Θανάση Χατζή: «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις Δωρικός, τόμος Α’, σελ.. 161

[8] ΛΕΥΤΕΡΙΑ, Όργανο της Επιτροπής Πόλης της Κ.Ε. (Νέας) του ΚΚΕ, αρ. φύλλου 3, Αθήνα 23/10/41

[9] Γιώργη Τρικαλινού: «Δρόμος μακρύς και δύσκολος», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 31- 32

[10] ΝΕΟΛΑΙΑ- Όργανο της ΟΚΝΕ, νέα περίοδος, αρ. φύλλου 2, Αθήνα 20 Οχτώβρη 1941

[11] Σπύρου Γασπαρινάτου: «Η Κατοχή» Εκδόσεις Ι. Σιδέρη, τόμος Α’, σελ. 89

[12] Αλέξανδρος Ζαούσης: «Οι δύο όχθες», εκδόσεις Παπαζήση, μέρος Β (I), σελ. 44- 47

[13] Αναλυτικά γι’ αυτό το θέμα βλέπε: Χρ. Χριστίδη: «Χρόνια κατοχής 1941- 1944- Μαρτυρίες ημερολογίου», Αθήνα 1871, σελ. 156- 163- Πρωτότυπο της προκήρυξης στις αρχειακές συλλογές του ΕΛΙΑ

[14] Δημήτρη Γατόπουλου: «Ιστορία της Κατοχής», εκδόσεις Μέλισσα, σελ. 233

[15] Αχιλ. Α. Κύρου: «Σκλαβωμένοι Νικηταί», εκδόσεις ΑΕΤΟΣ Α. Ε., Αθήναι 1945, σελ. 61

[16] «ΠΕΑΝ- Μυστικός τύπος της κατοχής» Εκδόσεις Διογένης, σελ. 6- Πρωτότυπο της προκήρυξης στις αρχειακές συλλογές του ΕΛΙΑ

[17] Δημήτρη Γατόπουλου: «Ιστορία της Κατοχής», εκδόσεις Μέλισσα, σελ. 233- Πρωτότυπο της προκήρυξης στις αρχειακές συλλογές του ΕΛΙΑ

[18] Κωνσταντίνου Τσάτσου: «Λογοδοσία μιας ζωής», «Οι Εκδόσεις των Φίλων», τόμος Α’ σελ. 293- 295

[19] Το κείμενο του μηνύματος υπάρχει ολόκληρο στις αρχειακές συλλογές του ΕΛΙΑ

[20] Θανάση Χατζή: «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις Δωρικός, τόμος Α’, σελ.. 161

[21] Γιώργη Τρικαλινού: «Δρόμος μακρύς και δύσκολος», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 34

[22] Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Συνοπτική Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1941- 1945», εκδόσεις Καπόπουλος, σελ. 99

[23] Γιώργη Τρικαλινού: «Δρόμος μακρύς και δύσκολος», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 35

[24] Πέτρου Ρούσου: «Η Μεγάλη Πενταετία», τόμος Α’, σελ. 166 και Θανάση Χατζή: «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις Δωρικός, τόμος Α’, σελ.. 163- 164

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας