Εργατικός Αγώνας

Το αριστερό παρελθόν μιας επιφανούς ναζίστριας

Γράφειο Γιώργος Πετρόπουλος

Ο εργάτης

Και λες σκλάβο τον είχανε αγοράσει
όλα του αφέντη τα χρυσά του δώρα
ξεκίναγε σκυφτός, δειλός στη χώρα
τα μπράτσα, τη ζωή να του κεράση.

 Μα όντας μοναχός στα πυκνά τα δάση
δαρμένος απ’ της έννοιας του τη μπόρα
έκοψε ξύλα με περίσσια φόρα
νεκρόκασσα τ’ αφέντη του έχει φκιάσει.

Και μέσα στου μεσημεριού τη λάβρα
σταζοβολά απ’ το κούτελο κανάλι
ο ιδρώτας, και τη γης οργώνει αγάλι.

Θεριέβει, ποταμός, ρέμματα μαύρα
που τάβαζαν καιρών και χρόνων μίση
τ’ αφέντη πάει τον πύργο να γκρεμίση.

Σμύρνη Σίτσα Κ.

Το μικρό αυτό στιχούργημα δημοσιεύτηκε, στις 17/4/1920 (30/4 με το νέο ημερολόγιο – παραμονή Πρωτομαγιάς), στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», που τότε εκδιδόταν ακόμα ως «Εφημερίς Σοσιαλιστική», με διευθυντή τον Γιάννη Πετσόπουλο. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στο δεύτερο Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (5-12/4/1920) είχε αποφασιστεί η εφημερίδα να περάσει υπό τον έλεγχο του κόμματος αυτού, του μετέπειτα δηλαδή ΚΚΕ.

Μετά 14 χρόνια, το 1934, το ίδιο πρόσωπο θα έκανε την επανεμφάνισή του στην ελληνική φιλολογία με δύο βιβλία που προωθούσαν απροκάλυπτα τη ναζιστική ιδεολογία. Το ένα έφερε τον τίτλο «Εβραίοι και Κομμουνισμός» και το άλλο «Ψυχικό και πνευματικό δηλητήριο – Η ουσία και το πνεύμα του Μπολσεβικισμού».

Το πρόσωπο αυτό ήταν η Σίτσα Καραϊσκάκη, η κατεξοχήν ναζίστρια στη χώρα μας στη δεκαετία του 1930 και στην περίοδο της κατοχής. Εζησε και σπούδασε στη Γερμανία από το φθινόπωρο του 1923. Από το 1933 υπήρξε σύμβουλος του γερμανικού υπουργείου Προπαγάνδας (γραμματέας του Γκέμπελς). Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, στο Βερολίνο, είχε αναλάβει τη φιλοξενία της ελληνικής αποστολής.

Επέστρεψε στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά υπήρξε υπεύθυνη διαφώτισης της ΕΟΝ για τις φαλαγγίτισσες και τακτική αρθρογράφος των περιοδικών του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου «Νεολαία» και «Νέα Πολιτική». Μερικά κείμενά της δημοσιεύτηκαν και στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πνευματική Ζωή».

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής δούλεψε στο Γραφείο Τύπου της γερμανικής πρεσβείας, επόπτευε τη λογοκρισία στο θέατρο και συνεργάστηκε με την κατοχική ραδιοφωνία, ενώ λίγο πριν από την απελευθέρωση, μαζί με άλλους ντόπιους φιλοναζιστές διέφυγε στο εξωτερικό όπου συνέχισε τη δράση της στη Βιέννη κοντά στην ψευτοκυβέρνηση του δωσίλογου Έκτωρα Τσιρονίκου.

Για τη δωσιλογική δράση της η μεταπολεμική ελληνική Δικαιοσύνη την καταδίκασε τρεις φορές σε θάνατο, χωρίς βεβαίως να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της ποινής. Το 1963, αφού είχαν παραγραφεί τα αδικήματά της και είχε σταματήσει η δίωξη εναντίον της, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη και έζησε τα περισσότερα χρόνια της υπόλοιπης ζωής της στις Θερμές Μυτιλήνης ασχολούμενη με πλευρές της αρχικής της κλίσης, δηλαδή τη λογοτεχνία. Απεβίωσε το 1987.

 

Όταν η νιότη έδειχνε πως θα γινόταν άλλη

Η Σίτσα Καραϊσκάκη -όπως υπονοείται στο στιχούργημα που παραθέσαμε στην αρχή- δεν ξεκίνησε από συντηρητικές αντιλήψεις για να καταλήξει στον ναζισμό. Ο αρχικός προσανατολισμός της, από νεαρή ηλικία, ήταν προς το σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής, τις ιδέες των οποίων ασπάστηκε μ’ έναν μάλλον δικό της τρόπο – αλλά πάντως τις ασπάστηκε.

Σύμφωνα με το δημοτολόγιο του Δήμου Μυτιλήνης, γεννήθηκε το 1897 στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας. Τα νεανικά της χρόνια τα έζησε στη Σμύρνη, όπου άρχισε να ασχολείται από μικρή με τη λογοτεχνία ασκούμενη σε στιχουργήματα που δημοσίευε στο λογοτεχνικό περιοδικό της πόλης «Νέα Ζωή». Στη Σμύρνη φαίνεται πως προσέγγισε το εργατικό κίνημα της εποχής και προσεταιρίστηκε τις ιδέες του.

Η Μικρασιατική Καταστροφή την έφερε στη Μυτιλήνη, όπου συνδέθηκε με τον λογοτεχνικό κύκλο του Στράτη Μυριβήλη, δημοσιεύοντας, μάλιστα, ποιήματά της στη βδομαδιάτικη αντιμιλιταριστική εφημερίδα που έβγαζε ο ίδιος με τον τίτλο «Καμπάνα». Στην εφημερίδα του Μυριβήλη δούλευε και ο Ασημάκης Πανσέληνος, ο οποίος, εκεί, γνώρισε για πρώτη φορά τη Σίτσα Καραϊσκάκη. «Ετούτη πάλι η Σίτσα Καραϊσκάκη -γράφει ο Πανσέληνος- ήταν ένα περίεργο ψυχολογικό χαρμάνι όπου ο ρομαντισμός και ο ρεαλισμός είχαν βάλει τα αρνητικά τους στοιχεία.

Έβγανε μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο “Το ταίρι που αμάρτησε”. Μηδέ ταίρι μηδέ αμαρτία υπήρχε, μόνο σκαντάλιζε τους νοικοκυραίους ο τίτλος. Ηταν αριστερή και μιλούσε πάντα από περιωπής. Με τους βασιβουζούκους (σ.σ.: την ομάδα του Μυριβήλη) δεν ταίριασαν τα χνώτα της. Τη βοήθησε ο Αλέξανδρος Στάινμετς, ο νεοελληνιστής του Μονάχου, κι έφυγε για την Γερμανία» (Ασ. Πανσέληνος: «Τότε που ζούσαμε..», Κέρδος 1975, σελ. 112).

Η Καραϊσκάκη δημοσιεύει στην «Καμπάνα» από το τρίτο δεκαήμερο Απριλίου του 1923, πράγμα που σημαίνει ότι περίπου τότε συνδέθηκε με τον κύκλο του Μυριβήλη, ενώ από το φύλλο 32 (30-10-1923) οι δημοσιεύσεις ποιημάτων της αναφέρουν ως τόπο γραφής και αποστολής το Μόναχο. Συνεπώς, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι για τη Γερμανία έφυγε αρχές Οκτωβρίου του 1923.

Στη Μυτιλήνη φαίνεται πως ήταν γνωστή για τις αριστερές ιδέες της, τις οποίες μάλλον δεν ενδιαφερόταν να κρύψει.

Στο φύλλο 34 (13-11-1923) της εφημερίδας «Καμπάνα», δημοσιεύεται μια ανοιχτή επιστολή της -σταλμένη από το Μόναχο- προς τον επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης Κ. Χριστοδουλόπουλο, στον οποίο διαμαρτύρεται επειδή δεν διόρισε την αδελφή της (αν και είχε, όπως λέει, τα προσόντα που απαιτούσε ο νόμος), με το αιτιολογικό ότι αν είχαν οικονομικές ανάγκες, η ίδια (η Σ. Καραϊσκάκη δηλαδή) δεν θα πήγαινε για σπουδές στη Γερμανία.

Μάλιστα ο επιθεωρητής φέρεται να έκανε λόγο, εν είδει κατηγορίας, για «επαναστατικά μυαλά». Κι η «κερά Σίτσα, η Αϊβαλιώτισα», όπως την αποκαλούσε αργότερα ο Πανσέληνος, του απάντησε: «Η επανάσταση, κύριε είναι ζωή. Τα στεκούμενα νερά γίνουνται βάλτα που μόνο βατράχια μπορούν να κράζουν μέσα. Γίνονται βούρκος και γενούν τις λοιμικές και τις αστένειες».

 

Επαναστάτρια εκ Μονάχου

Τον Γενάρη του 1924 «βγήκαν» στην Αθήνα δύο νέα λογοτεχνικά περιοδικά. Το ένα είχε τον τίτλο «Νέα Τέχνη» και το άλλο «Νέοι Βωμοί». Το πρώτο ανέφερε ότι «εκδίδεται και διευθύνεται από συντροφιά νέων». Το δεύτερο, μόνο ότι «εκδίδεται από συντροφιά νέων».

Η «Νέα Τέχνη» δημοσίευε κυρίως λογοτεχνικά κείμενα και άρθρα-μελέτες γύρω από το έργο λογοτεχνών, ενώ οι «Νέοι Βωμοί» είχαν και θεωρητικά κείμενα για την τέχνη με μαρξιστική κατεύθυνση.

Πολύ γρήγορα η «Νέα Τέχνη» έγινε το περιοδικό των καβαφιστών και της προβολής του έργου του Κ. Καβάφη, ενώ οι «Νέοι Βωμοί», από την αρχή, ήταν το ανεπίσημο λογοτεχνικό περιοδικό του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ).

Ο «Ριζοσπάστης» διαφήμισε την έκδοση του περιοδικού από την πρώτη στιγμή κι εκείνο διαφήμιζε στις σελίδες του έντυπα του κόμματος όπως η Κομμουνιστική Επιθεώρηση.

Η Σίτσα Καραϊσκάκη συνεργάστηκε και με τα δύο αυτά περιοδικά. Στη «Νέα Τέχνη», στα δύο πρώτα τεύχη (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1924), εμφανίζεται ως η φιλολογική ανταποκρίτρια από το Μόναχο, ενώ στο τρίτο (Μάρτιος 1924) δημοσιεύει κάποια μικρά ποιήματά της.

Στους «Νέους Βωμούς» εμφανίζεται από το τρίτο τεύχος (Μάρτιος 1924) όπου δημοσιεύει ένα ποίημά της για τον Γερμανό Κομμουνιστή Καρλ Λίμπκνεχτ, οποίος, μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του 1919.

Επίσης, σε δική της μετάφραση, στο ίδιο τεύχος, δημοσιεύονται ορισμένα ποιήματα κι ένα σύντομο βιογραφικό του Λίμπκνεχτ.

Το ποίημά της για τον Λίμπκνεχτ έχει ως εξής:

ΚΑΡΛ ΛΗΜΠΚΝΕΧΤ

Την ανταρσία αγκάλιασα σαν ερωμένη κι’ αδερφή / για τους φτωχούς κι’ απόκληρους πολέμησα της ζήσης / παιδάκι ακόμα μ’ έδερναν αλλόκοτοι πόθοι κρυφοί / ταθάνατο νερό να βρω μιας νέας κι’ άγνωστης βρύσης. / Πουρνό-πουρνό ξεκίνησα. Των νέφων κόκκινη η ραφή ακόμα στην ανατολή. Χρυσήλιε μην αργήσεις / έβγαινε από τα σπλάχνα μου πάντα μια τέτια προσεφκή / -ρίξε το φως σου τις καρδιές, το πνέμα να φωτίσεις. / Μεγάλωσα και μ’ έστειλαν μ’ ένα ντουφέκι οι δυνατοί / ταδέλφια μου ανελύπητα σαν Κάιν για να σκοτώσω / μ’ άλλους. Κι’ αναρωτιούμαστε: Φονιάδες μας ζητούν, γιατί; / Μα εγώ βόλι δεν ερρίξα στις μέρες κείνες τις φριχτές / και μ’ έβαλαν στη φυλακή, στα σίδερα να λυώσω. / Μα να! η ψυχή μου ασκλάβωτη στα πλήθη ανάβει πυρκαγιές.

Μόναχο ΣΙΤΣΑ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

Ποιήματα της Σίτσας Καραϊσκάκη θα δημοσιευτούν και στο επόμενο, τέταρτο, τεύχος των «Νέων Βωμών» (Απρίλιος 1924) ενώ στο πέμπτο τεύχος (Μάιος 1924) θα υπογράψει τη μετάφραση ποιημάτων με επαναστατικό-κοινωνικό περιεχόμενο του Ivan Goll.

Απ’ τα δικά της ποιήματα που δημοσιεύονται στο τέταρτο τεύχος, όλα έχουν δημοσιευτεί, προηγουμένως, στην «Καμπάνα» του Μυριβήλη, με μικρότερες, μεγαλύτερες ή και καθόλου αλλαγές στον τίτλο και στο περιεχόμενο.

Η «Νέα Θρησκεία» που έχει τις περισσότερες αλλαγές, στην αναδημοσίευσή της στους «Νέους Βωμούς», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα του Μυριβήλη (φύλλο 5/24-4-1923) με τον τίτλο «Αλήθεια».

Το «Ξεσκλάβωμα», που έχει λεκτικές διορθώσεις, στην πρώτη δημοσίευσή του είχε τον τίτλο «Ελέφτερες ψυχές». Η «Ψυχή της Ανταρσίας» και η «Κόρη Αμαρτωλή» αναδημοσιεύονται ολόιδια όπως στην «Καμπάνα».

Το πιο ενδιαφέρον όλων φυσικά είναι η «Νέα Θρησκεία» όπου η Σίτσα Καραϊσκάκη δηλώνει ευθαρσώς πως έχει ασπαστεί τον κομμουνισμό. Διαβάζουμε:

Η ΝΕΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Την ανταρσία αγκάλιασα και πάω προς το βουνό / να γγίξω εκεί τον ήλιο, / να βρω πηγίσο αθάνατο νεράκι ξεκινώ / σε νέας ζωής βασίλειο. /Ν’ ανέβω στακροκόρυφο, να κράξω και να πω / ναντιλαλήσει ο κάμπος. / -Ω! εσύ θρησκεία κόκκινη, Βαγγέλιο του αγαπώ που μου γενάς το θάμπος.

 

Η στροφή

Οι «Νέοι Βωμοί» έβγαλαν όλα κι όλα 6 τεύχη (Το έκτο – Ιούνιος 1924) αλλά η Σίτσα Καραϊσκάκη, ένα μήνα μετά, εμφανίζεται στον «Νουμά», στο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου του 1924 με ένα άρθρο για τον Γερμανό λυρικό ποιητή Φρίντριχ Χέλντερλιν. Με τον «Νουμά» είχε συνεργαστεί και παλιότερα, τουλάχιστον από τον Μάρτιο του 1919.

Στα τέλη του 1924 και το 1925 δημοσιεύει, επίσης, ποιήματά της στο «Περιοδικό ο Φάρος» που έβγαινε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Μετά το 1924 η Καραϊσκάκη θα επανεμφανιστεί στον «Νουμά» το 1930, στο τεύχος του Μαΐου, με ένα άρθρο για τον Νορβηγό νομπελίστα λογοτέχνη Κνουτ Χάμσουν, ο οποίος, όμως, τότε είχε περάσει με τον φασισμό. Στο ίδιο περιοδικό, στο τεύχος Ιουνίου του 1930, θα δημοσιεύσει ένα δικό της διήγημα με τίτλο «Ανελλόρα».

Ήταν σαφές πως, πλέον, είχε ήδη προσχωρήσει στον ναζισμό.

Εξίσου σαφές, όμως, ήταν ότι η προηγούμενη σχέση της με την Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής της δεν είχε το αναγκαίο βάθος και την απαραίτητη ουσία.

Ήταν μια σχέση επιφανειακή που η ίδια την προσδιόριζε, όπως αποδεικνύεται από τα ποιήματά της, με θρησκευτικούς-ιδεαλιστικούς όρους.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ιδεαλισμός της και η θρησκευτική προσέγγιση των κοινωνικών ζητημάτων και της πολιτικής αποδεικνύεται πως της φάνηκαν περισσότερο χρήσιμα για να μεταπηδήσει και να ριζώσει στη φασιστική ιδεολογία παρά να ακολουθήσει τον δρόμο της κοινωνικής επαναστάτριας.

 

Πηγή: efsyn.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας