Εργατικός Αγώνας

Ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης και η αμφισβήτηση του

Η μελέτη της καπιταλιστικής οικονομίας οδήγησε τους κλασικούς του μαρξισμού στο συμπέρασμα ότι οι αιτίες της καταστροφής του καπιταλισμού δεν βρίσκονται εκτός του συστήματος, αλλά μέσα στα πλαίσια του, είναι ενδογενείς. Παράλληλα οδηγήθηκαν στην άποψη ότι η εργατική τάξη, η βασική υποτελής τάξη στον καπιταλισμό, είναι ο παράγοντας εκείνος που θα ηγηθεί του κοινωνικού μετασχηματισμού, της αντικατάστασης του καπιταλισμού από την κομμουνιστική κοινωνία. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο αναφέρουν ότι: «Η αστική τάξη δεν σφυρηλάτησε μονάχα τα όπλα που της φέρνουν του θάνατο. Δημιούργησε και τους ανθρώπους που θα χειριστούν αυτά τα όπλα, τους σύγχρονους εργάτες, της προλετάριους. Στο βαθμό που αναπτύσσεται η αστική τάξη, δηλαδή το κεφαλαίο, στον ίδιο βαθμό αναπτύσσεται και το προλεταριάτο, η τάξη των σύγχρονων εργατών που ζουν μονάχα τόσο, όσο βρίσκουν δουλειά και που βρίσκουν τόση δουλειά, όσο η δουλειά τους αυξάνει το κεφάλαιο».[1]

Όσον αφορά το ρόλο της εργατικής τάξης στην εργασιακή διαδικασία το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» αναπτύσσει με γλαφυρό τρόπο τη διαδικασία αυτή: «Με την επέκταση των μηχανών και με τον καταμερισμό της εργασίας, η δουλειά των προλετάριων έχασε κάθε ανεξάρτητο χαρακτήρα, και μαζί κάθε θέλγητρο για τον εργάτη. Ο εργάτης γίνεται ένα απλό εξάρτημα της μηχανής από το οποίο ζητούν μονάχα τον πιο απλό, τον πιο μονότονο χειρισμό, αυτόν που μπορεί να μαθευτεί εύκολα… Δεν είναι μονάχα σκλάβοι της αστικής τάξης, του αστικού κράτους, αλλά κάθε μέρα, κάθε ώρα, υποδουλώνονται από τις μηχανές, από τον αρχιεργάτη και πριν από όλα από τον ίδιο τον αστό εργοστασιάρχη»[2]. Και στη συνέχεια: «Η πρόοδος της βιομηχανίας, που η αστική τάξη είναι ο άβουλος και παθητικός της φορέας, βάζει στη θέση της απομόνωσης των εργατών μέσα από το συναγωνισμό, την επαναστατική τους συνένωση μέσα από την οργάνωση. Έτσι με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας αφαιρείται κάτω απ’ τα πόδια της αστικής τάξης το ίδιο το έδαφος που πάνω στη βάση του παράγει και οικειοποιείται τα προϊόντα. Πριν από όλα η αστική τάξη παράγει τους ίδιους τους νεκροθάφτες της. Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτα»[3].

Οι προβλέψεις των κλασσικών για τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης στηρίζονται πάνω καταρχήν στο γεγονός ότι η εργατική τάξη ως τάξη που υφίσταται τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση εξαιτίας της θέσης της στην παραγωγή και τελικά των όρων της ζωής της είναι ο πιο συνεπής αντίπαλος του καπιταλισμού. Η ανάγκη της επιβίωσης ωθεί τους εργάτες σε ανειρήνευτο αγώνα εναντίον του κεφαλαίου. «Από όλες τις τάξεις», αναφέρεται στο μανιφέστο, «που σήμερα βρίσκονται αντιμέτωπες με την αστική τάξη, μόνο το προλεταριάτο είναι τάξη αληθινά επαναστατική. Οι υπόλοιπες τάξεις χάνονται και εξαφανίζονται από τη μεγάλη βιομηχανία, ενώ το προλεταριάτου είναι το πιο χαρακτηριστικό προϊόν της». [4]

Επιπλέον η εργατική τάξη από την ίδια τη θέση που έχει στην παραγωγή συνδέεται όχι με το παρελθόν, όπως η μικροαστική τάξη, αλλά με το μέλλον της κοινωνικής παραγωγής, με το μέλλον ολόκληρης της κοινωνίας. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν απειλεί την ύπαρξη της εργατικής τάξης, αλλά αυξάνει ραγδαία τον αριθμό των εργατών και το ρόλο τους στην παραγωγή και στην κοινωνική ζωή. Αυτό σημαίνει ότι τα αντικειμενικά συμφέροντα των εργατών συμπίπτουν με την τάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οξύνει την αντίθεσή τους με τις σχέσεις παραγωγής και στην ημερήσια διάταξη τίθεται το ζήτημα της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, η αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό. Μόνο τότε διαμορφώνονται οι συνθήκες για την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Η εργατική τάξη, ως η μόνη τάξη που δεν έχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, μπορεί να είναι η τάξη- φορέας των νέων ανώτερων, σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, η τάξη που καλείται να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Μόνο η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και η κοινωνικοποίηση τους μπορεί να απελευθερώσει και την εργατική τάξη και μαζί ολόκληρη την κοινωνία.

Επιπροσθέτως η εργατική τάξη στον καπιταλισμό είναι η πιο μαζική τάξη. «Οι πρώην μεσαίες τάξεις», αναφέρει το Μανιφέστο, «οι μικροί βιομήχανοι, έμποροι και εισοδηματίες, οι βιοτέχνες και αγρότες, όλες αυτές οι τάξεις κατρακυλούν στο προλεταριάτο από την μια γιατί το μικρό τους κεφάλαιο δεν φθάνει για την επιχείρηση της μεγάλης βιομηχανίας και υποκύπτουν στο συναγωνισμό με τους μεγαλύτερους καπιταλιστές, και από την άλλη, γιατί οι νέοι τρόποι παραγωγής υποβιβάζουν τη σημασία της επαγγελματικής τους δεξιοτεχνίας. Έτσι το προλεταριάτο στρατολογείται από όλες τις τάξεις του πληθυσμού».[5] Στο σύγχρονο καπιταλισμό η εργατική τάξη περιλαμβάνει τη μεγάλη πλειοψηφία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Η ανάπτυξη της εργατικής τάξης, ο αγώνας εναντίον του κεφαλαίου περνάει από διάφορα στάδια. Η πάλη τους ενάντια στην αστική τάξη αρχίζει από την ημέρα που αρχίζει να υπάρχει. Στην αρχή ο αγώνας για τη βελτίωση της ζωής της είναι κυρίως ατομική υπόθεση, ύστερα συνεννοούνται και κινητοποιούνται οι εργάτες ενός εργοστασίου, στην πορεία ενός κλάδου ή τοπικά σε γεωγραφική βάση. «Σε αυτό το στάδιο», αναφέρει το Μανιφέστο, «οι εργάτες αποτελούν μια μάζα διασκορπισμένη σε όλη τη χώρα και κατακερματισμένη από το συναγωνισμό. Η μαζική συσπείρωση των εργατών δεν είναι ακόμη η συνέπεια της δικής τους συνένωσης, αλλά η συνέπεια της συνένωσης της αστικής τάξης που, για να πετύχει τους δικούς της πολιτικούς σκοπούς είναι υποχρεωμένη να βάλει σε κίνηση ολόκληρο το προλεταριάτο… Σε αυτό το στάδιο, επομένως, το προλεταριάτο δεν καταπολεμά ακόμα τους δικούς τους εχθρούς, αλλά τους εχθρούς των εχθρών του, τα υπολείμματα της απόλυτης μοναρχίας, τους γαιοκτήμονες, τους μη βιομηχάνους αστούς, τους μικροαστούς. Έτσι όλη η ιστορική κίνηση είναι συγκεντρωμένη στα χέρια της αστικής τάξης. Κάθε νίκη που κερδίζεται με αυτόν τον τρόπο είναι νίκη της αστικής τάξης».[6]

Στην πορεία, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, οι εργάτες αυξάνονται ραγδαία σε αριθμό και παράλληλα συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερες μάζες. Οι μισθοί, γενικότερα οι αποδοχές τους, καθώς οι συνθήκες εργασίας τους σταδιακά εξισώνονται, η μηχανή σβήνει τις διακρίσεις και πιέζουν το μεροκάματο σε ένα εξίσου χαμηλό επίπεδο. «Οι συγκρούσεις ανάμεσα στο μεμονωμένο εργάτη και στο μεμονωμένο αστό παίρνουν όλο και περισσότερο το χαρακτήρα συγκρούσεων ανάμεσα σε δύο τάξεις. Οι εργάτες αρχίζουν να συγκροτούν συνασπισμούς εναντίον των αστών. Συνασπίζονται για να υπερασπίσουν το μισθό της εργασίας τους. Ιδρύουν ακόμη και μόνιμες ενώσεις για να εξασφαλίσουν τα μέσα στην περίπτωση ενδεχόμενων ανταρσιών. Εδώ και εκεί η πάλη ξεσπά με τη μορφή εξεγέρσεων».[7]

O αγώνας αυτός των εργατών αρχίζει να έχει ορισμένα αποτελέσματα, τα οποία όμως είναι παροδικά. Το μεγαλύτερο όμως αποτέλεσμα των αγώνων αυτών είναι η συνένωση των εργατών που καθημερινά μεγαλώνει. Η πορεία αυτή συνένωσης των εργατών συνεχίζεται, οι πολλοί τοπικοί αγώνες συνδέονται σε μια εθνική πάλη, σε μια ταξική πάλη. Κάθε ταξικός αγώνας όμως είναι και αγώνας πολιτικός. «Αυτή η οργάνωση των προλετάριων σε τάξη, αναφέρει το Μανιφέστο, και επομένως σε πολιτικό κόμμα, διασπάται πάλι κάθε στιγμή από το συναγωνισμό που υπάρχει ανάμεσα στους ίδιους τους εργάτες. Ξαναγεννιέται όμως, πάντα, όλο και πιο δυνατή, πιο στέρεη, πιο ισχυρή».[8]

Αυτή την πορεία ακολουθεί η συνένωση και η συνειδητοποίηση των εργατών. Συνειδητοποίηση του άμεσου συμφέροντός τους απέναντι στον ατομικό επιχειρηματία, συνειδητοποίηση της ανάγκης ευρύτερης δράσης της εργατικής τάξης, ως το εθνικό επίπεδο, εναντίον της αστικής τάξης συνολικά και του κράτους της, πραγματική ταξική πάλη. Σε τελική ανάλυση, πολιτικός αγώνας. Πρώτα η συνένωση των εργατών σε συνδικαλιστικές ενώσεις και, στην πορεία, η ανάγκη δημιουργίας του ιδιαίτερου κόμματος των εργατών για την προώθηση της υπόθεσης και των σκοπών τους.

Υπάρχει ένα θεμελιώδες ερώτημα του οποίου η απάντηση έχει καθοριστική σημασία. Η ολοκληρωμένη ταξική συνείδηση που είναι εντελώς αναγκαία για να αντιληφθεί η εργατική τάξη τον ιστορικό της ρόλο, διαμορφώνεται αυθόρμητα; Είναι αποτέλεσμα των εμπειριών που αποκομίζει από τις σχέσεις της με τον επιχειρηματία στον οποίο εργάζεται; Διαμορφώνεται στα πλαίσια των σχέσεων της με το κράτος, τις αποφάσεις και τους νόμους του που λειτουργούν σε βάρος των εργαζομένων και υπέρ του κεφαλαίου; Διαμορφώνεται μόνο ως αποτέλεσμα των συνθηκών ύπαρξής της; Σ’ αυτό το θεμελιώδες ερώτημα απάντηση έδωσε ο Λένιν. Γράφει στο «Τι να κάνουμε»: «Την ταξική πολιτική συνείδηση μπορούμε να την φέρουμε στον εργάτη μόνο από τα έξω, δηλαδή έξω από την οικονομική πάλη, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες και στους εργοδότες. Ο μοναδικός τομέας από όπου μπορούμε να αντλήσουμε αυτή τη γνώση είναι ο τομέας των σχέσεων όλων των τάξεων και των στρωμάτων προς το κράτος και την κυβέρνηση, ο τομέας των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις τάξεις».[9]

Με απλά λόγια, λέει ότι η εργατική τάξη από μόνη της μπορεί να αντιληφθεί μόνο τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα της και την αντιπαλότητα που διαμορφώνεται με τον εργοδότη της. Δεν είναι δυνατόν να διαμορφώσει ολοκληρωμένη αντίληψη για την καπιταλιστική κοινωνία, το σύνολο των αντιθέσεων και των συμφερόντων στα πλαίσια της, τη θέση της στην κοινωνική παραγωγή και το ρόλο της ως φορέα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η συνολική αυτή θεώρηση των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ όλων των τάξεων της κοινωνίας μπορεί να διαμορφωθεί έξω από την οικονομική πάλη και τις στενές σχέσεις εργάτη- εργοδότη. Μπορεί να εισαχθεί στην εργατική τάξη «από έξω», από τη σοσιαλιστική διανόηση, από το κόμμα της εργατικής τάξης, ως συλλογικού διανοούμενου της τάξης. Η εργατική τάξη έχει μια ορισμένη αντίληψη που προκύπτει έμμεσα από την θέση της στην παραγωγή και τη λειτουργία της. Αυτό το στοιχείο την κάνει εν δυνάμει επαναστατική τάξη. Με τη δράση του κόμματος της τα σπέρματα αυτά μετατρέπονται σε ολοκληρωμένη επαναστατική συνείδηση και η εργατική τάξη μετατρέπεται σε πραγματικά επαναστατική τάξη. Από τη θέση αυτή προκύπτει η σημασία της ύπαρξης ικανού επαναστατικού λενινιστικού κόμματος, ο ρόλος του οποίου παλαιότερα και περισσότερο στις μέρες μας αμφισβητείται. Ο ρόλος αυτός όμως δεν έχει καμία σχέση με τις ενστάσεις που διατυπώνονται σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο Λένιν τη σχέση κόμματος- τάξης. Ο ρόλος αυτός δεν έχει σχέση με λογικές πατερναλισμού και χειραγώγησης, με υποκατάσταση της τάξης από το κόμμα και περιθωριοποίηση της, σε τελική ανάλυση με τη συγκέντρωση της εξουσίας και των αποφάσεων στο κόμμα και ακόμη περισσότερο σε ένα μικρό όμιλο ανθρώπων της ηγεσίας του. Τέτοιες θέσεις διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στα κομμουνιστικά κόμματα στη διάρκεια του 20ου αιώνα και οδήγησαν στην απόσπαση τους από την εργατική τάξη την οποία εξώθησαν στην αδράνεια.

Η μελέτη και η επιστημονική εξήγηση της καπιταλιστικής κοινωνίας ολοκληρωμένα μπορεί να γίνει μόνο από το κόμμα και τους διανοούμενους της τάξης ευρύτερα και να εισαχθεί στην εργατική τάξη. Το κόμμα παίρνει υπ’ όψιν του την πείρα που αποκομίζει το ίδιο και η εργατική τάξη από την πολιτική δράση της. Εξάλλου την αλήθεια σε κάθε φάση, την αίσθηση της πραγματικότητας και των διαθέσεων των εργαζομένων, μόνο η εργατική τάξη μπορεί να την έχει ολοκληρωμένα αφού, όπως έλεγε ο Λένιν, «το κόμμα αριθμεί χιλιάδες, ενώ η εργατική τάξη εκατοντάδες χιλιάδες ή εκατομμύρια εργάτες στις γραμμές της».

Για το λόγο αυτό το κόμμα της εργατικής τάξης πρέπει να είναι ένα κόμμα των πλατιών λαϊκών μαζών και όχι κλειστό ολιγομελές κλαμπ αποκομμένο από τις μάζες, απολιθωμένο μέσα στην επανάληψη επαναστατικής φρασεολογίας κενής περιεχομένου.

Το κόμμα της εργατικής τάξης για να είναι πρωτοπορία δεν πρέπει να κατευθύνεται από τα πιο πλατιά στρώματα των εργατών. Θα πρέπει να προηγείται των μαζών και ταυτόχρονα να λαμβάνει σοβαρά υπόψη του την ύπαρξη και των πιο καθυστερημένων τμημάτων τους. Το κόμμα αντιπροσωπεύει τα αντικειμενικά συμφέροντα των εργατών και όχι την υποκειμενική αντίληψη τους γι’ αυτά, με δεδομένη την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής και την επίδραση που ασκεί σε ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης.

Ο πρωτοπόρος καθοδηγητικός ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει γιατί τον περιέλαβε στο καταστατικό του, ή επειδή σε κάποια ιστορική φάση πράγματι τον κατείχε. Πρέπει να μπορεί να το κατακτά καθημερινά και αυτό να επιβεβαιώνεται συνεχώς στην πράξη, Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι το κόμμα της εργατικής τάξης να παραμένει συνδεδεμένο με τα πιο πλατιά στρώματα των εργατών και του λαού και να επιτυγχάνει να τα καθοδηγήσει αποτελεσματικά μέσα στις συναλλασσόμενες αντικειμενικές συνθήκες. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα ορθών απαντήσεων στα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων και όχι της συνεχούς επίκλησης της επανάστασης και του σοσιαλισμού.

Θα ολοκληρώσουμε το τμήμα αυτό με μια αναφορά στις «Θέσεις της Λυών» του Α. Γκράμσι: «Το κόμμα ηγείται και ενώνει την εργατική τάξη παίρνοντας μέρος σε όλες τις μάχες μερικού χαρακτήρα, διαμορφώνοντας και προπαγανδίζοντας ένα πρόγραμμα απαιτήσεων άμεσου ενδιαφέροντος για την εργατική τάξη. Οι τμηματικές και περιορισμένες δράσεις θεωρούνται από αυτό ως απαραίτητα βήματα για την επίτευξη της προοδευτικής κινητοποίησης και της ενοποίησης όλων των δυνάμεων της εργατικής τάξης. Το κόμμα αντιμάχεται τνη αντίληψη σύμφωνα με την οποία πρέπει κανείς να απέχει από την υποστήριξη του, τη συμμετοχή σε με μερικότερες μάχες, γιατί τα προβλήματα που αφορούν την εργατική τάξη μπορούν να λυθούν μόνο με την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και με την γενική δράση από μέρους όλων των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Έχει επίγνωση ότι είναι αδύνατο να βελτιωθούν σοβαρά ή με διάρκεια οι συνθήκες των εργαζομένων, την περίοδο του ιμπεριαλισμού και πριν την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Ωστόσο η κινητοποίηση γύρω από ένα πρόγραμμα άμεσων απαιτήσεων και η στήριξη των μερικότερων μαχών είναι ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τις πλατιές μάζες και να κινητοποιήσει ενάντια στο κεφάλαιο»[10].

Στο πέρασμα των δεκαετιών πολλοί αμφισβήτησαν και αμφισβητούν τις ιστορικές δυνατότητες της εργατικής τάξης για την υπέρβαση του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Οι αμφισβητήσεις αυτές άρχισαν κυρίως μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και φαίνεται να ξεπηδούν από τη συμπεριφορά της εργατικής τάξης στον ανεπτυγμένο, τουλάχιστον, καπιταλιστικό κόσμο.

Αναφερόμαστε στην υποχώρηση της δράσης και πρωτίστως της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης. Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα αποδυναμώθηκε, οι μεγάλοι αγώνες μειώθηκαν και οι περισσότεροι δεν τέλειωσαν νικηφόρα, χωρίς φυσικά να λείπουν και τα αντίθετα παραδείγματα. Ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργατών μειώθηκε σημαντικά σε όλο τον κόσμο, τα κομμουνιστικά κόμματα υποχώρησαν και μετά το 1989-1991 σε πολλές χώρες ουσιαστικά διαλύθηκαν ή αποδυναμώθηκαν και μεταλλάχτηκαν. Ουσιαστικά οι εργάτες φαίνεται να βολεύονται σε ένα καπιταλισμό που μεταξύ 1945-1975 γνώρισε άνθηση και μπόρεσε να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις στην εργατική τάξη με σκληρούς φυσικά αγώνες από την πλευρά της. Αναφερόμαστε στο κοινωνικό κράτος, σε μια ορισμένη αύξηση αποδοχών και βελτίωση της ζωής. Την ήττα της εργατικής τάξης στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού ακολούθησε ένα νέο κύμα αμφισβήτησης του ρόλου της εργατικής τάξης ως ιστορικού υποκειμένου, φορέα ανώτερων σχέσεων παραγωγής.

Άνθισαν και ανθούν αντιλήψεις ότι η εργατική τάξη έχασε τον επαναστατικό της ρόλο κ0ιότι την επαναστατική πρωτοπορία αποτελούν άλλοτε οι φοιτητές, άλλοτε οι διανοούμενοι, το πλήθος, οι καταπιεσμένοι, το περιθώριο κ.λπ. Τα τελευταία είκοσι και πάνω χρόνια εντείνονται οι αμφισβητήσεις αυτές. Αριστεροί διανοούμενοι, με σημαντική παρουσία στο κομμουνιστικό και ριζοσπαστικό κίνημα με διάφορους τρόπους αμφισβητούν ή απορρίπτουν το ρόλο της εργατικής τάξης και κατ’ επέκταση απορρίπτουν το μαρξισμό. Κοινό μοτίβο όλων αυτών είναι ότι η εργατική τάξη ως αντικειμενικά επαναστατική τάξη, φορέας της χειραφέτησης της και μαζί ολόκληρης της κοινωνίας δεν αποδείχθηκε τέτοια στη διαδρομή πολλών δεκαετιών. Μαζί αμφισβητείται και ο ρόλος και η αναγκαιότητα του κομμουνιστικού κόμματος, του κόμματος της εργατικής τάξης, ως πρωτοπορίας της τάξης, που με την παρέμβαση και την καθοδήγηση του θα διαμορφώσει επαναστατική συνείδηση, θα διαμορφώσει το επαναστατικό σχέδιο για την κατάληψη της εξουσίας και την σοσιαλιστική οικοδόμηση και κατ’ αυτόν τον τρόπο η εργατική τάξη από τάξη αντικειμενικά επαναστατική, θα γίνει και υποκειμενικά, θα γίνει «τάξη για τον εαυτό της», όπως έγραφε ο Μαρξ.

Μπορούμε χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικών διανοουμένων. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Κοστάντσο Πρέβε, ο οποίος μετά την κατάργηση και τη μετάλλαξη του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος δεν πέρασε στην άλλη όχθη. Ενώ δεν δέχεται την άποψη άλλων διανοουμένων που επιμένουν στον παγκόσμιο και καθολικό χαρακτήρα της κεφαλαιακής σχέσης και τονίζει ότι από γεωγραφική άποψηυπάρχουν μεγάλες περιοχές του πλανήτη που ο καπιταλισμός δεν ελέγχει ακόμη πλήρως, ότι ποσοτικά έχει πολλούς χώρους ζωής να υποτάξει στη λογική της πιο ξέφρενης εμπορευματοποίησης, αφού τονίζει ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος δίνει μια εικόνα ενός πραγματικά παντοδύναμου καπιταλισμού, στον οποίον δεν μπορεί να υπάρξει καμία αντίσταση. «Δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, γράφει, που ο καπιταλισμός δεν μπορεί να νικήσει. Ο καπιταλισμός αποδείχθηκε ικανός να νικήσει τη δύστυχη συνείδηση της μπουρζουαζίας και την επαναστατική συνείδηση του προλεταριάτου. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ταυτοχρόνως ο τελευταίος δυνατός τρόπος παραγωγής με ταξική διαίρεση, ο πρώτος ολοκληρωτικά ταξικός τρόπος παραγωγής και ο πρώτος τρόπος παραγωγής δίχως τάξεις… γιατί η ικανότητα του να διαλύει τις παλιές ιστορικές ταυτότητες του προλεταριάτου και της μπουρζουαζίας δημιουργεί στην πράξη ένα τεράστιο ομοιογενές και ενιαίο κοινωνικό σύνολο που προκύπτει από μια μαζική χειραγωγική κουλτούρα… Δεν υπάρχουν “τάξεις” γιατί οι τάξεις είναι κοινωνικές ομαδοποιήσεις που διαθέτουν μια σταθερή και ομογενή συλλογική ταυτότητα. Ο καπιταλισμός τείνει να διαλύει τις τάξεις και το κάνει γιατί έτσι καθίσταται δυνατότερος, όχι πιο αδύναμος. Αυτό όμως που ο καπιταλισμός δεν θα μπορέσει ποτέ να ενσωματώσει είναι η ανθρώπινη φύση. Αντιλαμβανόμαστε ότι υποστηρίζουμε κάτι που μπορεί να προκαλέσει το γέλιο κάθε μαρξιστή, κάτι το σκανδαλώδες για κάθε μαρξιστή της τρίτης καπιταλιστικής μετάβασης, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά»’.[11] Με δύο λόγια ο καπιταλισμός σήμερα έχει μεταμορφωθεί σε κάτι διαφορετικό, σε κάτι παντοδύναμο που διαλύει τις τάξεις και μαζί φυσικά την εργατική τάξη, τουλάχιστον με τη μορφή που ο μαρξισμός την περιέγραψε και υπάρχει στην πραγματικότητα. Στον καπιταλισμό, κατά το συγγραφέα, μπορεί να αντισταθεί κάτι εντελώς απροσδιόριστο, μόνο η ανθρώπινη φύση. Σε άλλο σημείο του βιβλίου του γράφει: «Εκείνο που λείπει», εννοεί από την εργατική τάξη, «είναι αυτό που θα ορίσουμε ως συστημική ικανότητα των υποτελών τάξεων να ενεργοποιήσουν μια συλλογική μακρόπνοη δράση, ικανή να ξεπεράσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, προς τον κομμουνισμό. Οι υποτελείς τάξεις δεν έχουν ασφαλώς μόνο ταξικό καθορισμό, αλλά επίσης και ταξική θέση, η οποία στη διάρκεια του 20ου αιώνα εκφράστηκε με δύο θαυμάσια επιτεύγματα: Τη σοσιαλδημοκρατία για το σταλινισμό. Το γεγονός ότι και τα δύο αυτά φαινόμενα κινήθηκαν- χωρίς να καταφέρουν να τον υπερβούν- μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής πρέπει να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου: Πρόκειται για τυχαίο γεγονός ή για κάτι περισσότερο, για την εκδήλωση δηλαδή της οργανικής και δομικής συστημικής ανικανότητας των υποτελών τάξεων ενός τρόπου παραγωγής να τον υπερβούν».[12] Αφού αναφέρει ότι ο Μαρξ προτιμά την πρώτη εξήγηση, ότι πρόκειται δηλαδή για τυχαίο γεγονός, παίρνει θέση και ο ίδιος και τονίζει ότι εκείνος είναι υπέρ της δεύτερης εκδοχής. «Ο Μαρξ, πράγματι, υποστηρίζει ότι στο δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής η τάξη των δούλων δεν είναι μια τάξη πραγματικά «γενική»: Βεβαίως διαθέτει ταξικό καθορισμό, ταξική θέση, όχι όμως και ταξική ικανότητα. Υποστηρίζει επίσης, ότι στο φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής η τάξη των δουλοπάροικων δεν είναι γενική τάξη: Διαθέτει ταξικό καθορισμό, ταξική θέση, αλλά όχι ταξική ικανότητα. Κατά το Μαρξ τα πράγματα αλλάζουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: Η τάξη των μισθωτών- προλετάριων διαθέτει τα τρία χαρακτηριστικά του καθορισμού, της θέσης και της ταξικής ικανότητας. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτελεί τον ιστορικό φορέα του κομμουνισμού: Οι μισθωτοί προλετάριοι δεν είναι όπως οι δούλοι και οι δουλοπάροικοι, ούτε όπως οι τεχνίτες, οι αγρότες και οι μικροαστοί διανοούμενοι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής… Για μένα, γράφει στην συνέχεια, η τάξη των μισθωτών είναι όπως ακριβώς οι τάξεις των δούλων και των δουλοπάροικων, δηλαδή μια τάξη προικισμένη με ταξική θέση αρκετές φορές επαναστατική, χωρίς όμως υπερβατική συστημική ικανότητα, δηλαδή να περάσει από τον έναν τρόπο παραγωγής στον άλλο».[13]

Κατά τον Πρέβε η σύγχρονη κεφαλαιοκρατία ουσιαστικά κατάργησε τις τάξεις και την εργατική τάξη. Η εργατική τάξη δεν υφίσταται. Επιπλέον η εργατική τάξη δεν αποτελούσε και δεν αποτελεί δύναμη ικανή να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να οικοδομήσει την κομμουνιστική κοινωνία. Αν όμως δεν υπάρχει η τάξη εκείνη που θα επωμισθεί αυτή την αποστολή, αυτό το έργο, τότε ποιος θα είναι αυτός; Μάλλον το συμπέρασμα πρέπει να είναι ότι η εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας πρακτικά έχει ολοκληρωθεί και ο καπιταλισμός είναι το τέλος της ιστορίας.

Άλλη περίπτωση διανοουμένων είναι οι Νέγκρι και Χαρντ. Στο βιβλίο τους, «Αυτοκρατορία», οι συγγραφείς αναπτύσσουν την αντίληψη ότι ο καπιταλισμός ξεπεράστηκε και οι κοινωνίες βρίσκονται σε μια φάση ομογενοποίησης τους. Δεν υπάρχει εργατική τάξη αλλά στη θέση της βρίσκεται πλέον το πλήθος. Ο Νέγκρι από τις αντιλήψεις για την εργατική αυτονομία που ανέπτυσσε στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και τη δεκαετία του ’70, μέσα από διάφορους σταθμούς έφτασε στην αυτοκρατορία και στο πλήθος.

Όλα αυτά φυσικά δεν ισχύουν. Όμως πρέπει να δεχθούμε ότι εδώ υπάρχει πρόβλημα. Το σημείο εκκίνησης των αμφισβητήσεων υπάρχει και μαζί υπάρχουν ισχυρές αμφιβολίες που αναπτύσσονται πλέον σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο. Πρέπει να δοθούν απαντήσεις από τη σκοπιά του μαρξισμού λενινισμού στο πρόβλημα, γιατί εργατική τάξη στις μέρες μας παρουσιάζει αυτή την εικόνα, ποιες είναι οι αιτίες. Σε αυτή τη βάση μπορεί να διαμορφωθεί μια πειστική εναλλακτική πρόταση αντιμετώπισης του κεφαλαίου σήμερα με κατεύθυνση βαθιές αλλαγές προς το σοσιαλισμό. Μόνο σ’ αυτή τη βάση μπορούν να δοθούν απαντήσεις και να στρατευθεί η εργατική τάξη. Σε διαφορετική περίπτωση η κρίση των σχέσεων της κομμουνιστικής αριστεράς με την εργατική τάξη θα συνεχιστεί και θα μεγαλώνει όσο και αν καταφεύγει σε αναφορές στο Μαρξ και το Λένιν και ακόμη περισσότερο σε κομματικές αποφάσεις ως να είναι θέσφατα.

Σήμερα δύο δρόμοι υπάρχουν. Ή θα προχωρήσει η αμφισβήτηση των κλασικών του μαρξισμού και του Λένιν, αμφισβήτηση της θεωρίας και της συσσωρευμένης πείρας, ή θα αναπτυχθεί σοβαρή και σε βάθος μελέτη του προβλήματος και θα εντοπισθούν οι πραγματικές αιτίες. Οι διανοούμενοι που αναφέραμε και αρκετοί άλλοι προχωρούν στο αδιέξοδο δρόμο της αμφισβήτησης του μαρξισμού. Οι κομμουνιστές πρέπει να προφυλαχθούν από ένα τέτοιο ολίσθημα.

Η συνείδηση και η συμπεριφορά της εργατικής τάξης δεν διαμορφώνεται στο κενό ή από κάποιους μυστηριώδεις παράγοντες. Οι συνθήκες εργασίας της, οι συνθήκες κατοικίας και ζωής, οι όροι αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου της και το ιδεολογικό και πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο ζει και εργάζεται, ασκούν σοβαρή επίδραση. Και επειδή οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι κυρίαρχες σε κάθε ιστορική εποχή, η ωρίμανση της συνείδησης της εργατικής τάξης συναρτάται με το βαθμό που, οι ιδέες της εργατικής τάξης έχουν αναπτυχθεί και ασκούν σημαντική επιρροή. Στους τομείς αυτούς υπάρχουν πολύ μεγάλες αλλαγές.

Τις δεκαετίες που πέρασαν έχουν σημειωθεί πολύ μεγάλες αλλαγές στον καπιταλισμό και στην ίδια την εργατική τάξη. Όχι φυσικά στη θέση της στην κοινωνική παραγωγή και την εκμετάλλευση της, αλλά στον τρόπο εργασίας που συναρτάται με τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και στον τρόπο ζωής της. Για τις αλλαγές αυτές στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής ο Έρικ Χομπσμπάουμ γράφει: «Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βιομηχανικής εποχής ήταν το τεράστιο εργοστάσιο μαζικής παραγωγής, δομημένο γύρω από τον ιμάντα μεταφοράς, η πόλη ή η περιοχή όπου κυριαρχούσε μία και μόνη βιομηχανία, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία στον Ντιτρόιτ ή στο Τορίνο, η ενωμένη εργατική τάξη τοπικά, με δεσμούς που προέκυπταν από τους κοινούς χώρους κατοικίας και τύπου εργασίας μια πραγματική πολυκέφαλη ενότητα… Στις βασικές «μεταφορντικές» βιομηχανικές περιοχές- επί παραδείγματι το Βενέτο, η Αιμίλια Ρομάνα και η Τοσκάνη στη βόρεια και κεντρική Ιταλία- δεν υπάρχουν πλέον οι μεγάλες βιομηχανικές πόλεις, οι μεγάλες κυρίαρχες βιομηχανίες, οι τεράστιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Υπήρχαν μωσαϊκά ή δίκτυα επιχειρήσεων μικρά εργαστήρια μέχρι μετρίου μεγέθους βιομηχανικές μονάδες, διάσπαρτες στις πόλεις και την ύπαιθρο».[14]

Οι τεράστιες αυτές αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής, το πέρασμα από το φορντισμό, την αλυσίδα παραγωγής και τις τεράστιες εργοστασιακές μονάδες σε πιο μικρές, ευέλικτες επιχειρήσεις, η αντικατάσταση της εικόνας των στρατιών των εργατών μπροστά στις πύλες της γιγαντιαίας επιχείρησης, με την πολύ μεγαλύτερη διασπορά των εργατών σε πλήθος μικρότερων επιχειρήσεων και παράλληλα οι μεγάλες αλλαγές στις μορφές και τους τρόπους απόσπασης της υπεραξίας, στις μορφές της εκμετάλλευσης επέδρασαν σοβαρά στη διαμόρφωση των αντιλήψεων και της συμπεριφοράς τους.

«Τους εργάτες ένωναν επίσης», γράφει ο Ε Χομπσμπάουμ, «ο μαζικός κοινωνικός διαχωρισμός τους, ο ξεχωριστός τρόπος ζωής ή ακόμα και το ντύσιμο τους καθώς και οι περιορισμένες δυνατότητες και ευκαιρίες που είχαν στη ζωή τους, πράγμα που τους διαχώριζε από τους υπαλλήλους που είχαν μεν μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα αλλά από οικονομική άποψη πιέζονταν και αυτοί εξίσου σκληρά. Τα παιδιά των εργατών δεν προσδοκούσαν να πάνε, σπάνια δεν πήγαιναν, στο πανεπιστήμιο. Τα περισσότερα δεν περίμεναν να συνεχίσουν ούτε στο σχολείο μετά τα χρόνια της υποχρεωτικής φοίτησης».[15]

Στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστική η εικόνα των δήμων της δεύτερης περιφέρειας του Πειραιά. Στις περιοχές αυτές η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών εργάζονταν είτε στο λιμάνι ή και στα λιπάσματα του Δραπετσώνας, ή στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και στην υποδομή, είχαν περίπου τις ίδιες αποδοχές και τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες, σύχναζαν στα ίδια καφενεία και περνούσαν με τον ίδιο τρόπο τον ελεύθερο χρόνο τους, ζούσαν διαφορετικά από πληθυσμούς διαφορετικής κοινωνικής τάξης, είχαν διαφορετικές προσδοκίες από τη ζωή. Οι συνθήκες αυτές, ουσιαστικά έκαναν κεντρικό σημείο της ζωής τους την συλλογικότητα, κυριαρχούσε το “εμείς” επί του “εγώ”. Όλα αυτά τα στοιχεία που διαμορφώνουν τις συνήθειες και τις συμπεριφορά τους στο ίδιο αντικειμενικό πλαίσιο. Συνέπεια των παραπάνω ήταν ότι «οι μισθωτοί εργάτες έμαθαν να βλέπουν τον εαυτό τους ως μια ενιαία εργατική τάξη και να θεωρούν το γεγονός αυτό ως το ασύγκριτα πιο σημαντικό πράγμα στην κοινωνική ζωή»[16]. Αυτά ακριβώς το στοιχείο διαμορφώνουν τη βάση για «το σχηματισμό εργατικών κομμάτων και κινημάτων, τα οποία βρήκαν απήχηση στις γραμμές τους διότι απευθύνονταν σε αυτούς ως εργάτες».[17]

Στην πορεία, ιδιαίτερα μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, οι αλλαγές στον τρόπο εργασίας και ζωής ήταν ραγδαίες. Μετά το τέλος του πολέμου και ιδιαίτερα μετά το 1950 στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όλα τα στοιχεία της συμμετοχής αυτής υπονομεύτηκαν. Άλλαξαν βαθιά οι συνθήκες εργασίας, καθώς και οι συνθήκες ζωής και κατοικίας. Ο διαχωρισμός των εργατών από τους υπόλοιπους σιγά σιγά αμβλύνθηκε, μπορεί η οικονομική θέση τους να μην άλλαξε ριζικά αλλά η ζωή τους διευκολύνθηκε. Άλλαξαν οι μορφές διασκέδασης βοηθούντων και των σύγχρονων μορφών επικοινωνίας, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση κ.λπ. Μαζικά γυναίκες μπήκαν στην παραγωγή, νέο φαινόμενο τουλάχιστο ως προς την έκταση του.

Κατά συνέπεια οι αντικειμενικοί όροι διαμόρφωσης της συνείδησης και της συμπεριφοράς των εργατοϋπαλλήλων τροποποιήθηκαν βαθιά. Αυτό απαιτούσε επανεξέταση των μορφών, του περιεχομένου και των μεθόδων δράσης του εργατικού κινήματος και των κομμουνιστικών κομμάτων και διαμόρφωση αποτελεσματικής τακτικής. Εδώ είναι προφανές ότι υπήρξε και υπάρχει σοβαρή καθυστέρηση. Οι αντιλήψεις και η παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας έμεινε σε παλαιότερα πρότυπα, τα οποία πλέον ήταν πολύ μακριά από τις ανάγκες. Οι περισσότερες προσπάθειες που έγιναν από κόμματα και πρωτοπόρους διανοούμενους και επιστήμονες στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού ήταν ουσιαστικά δεξιόστροφες, δεν ανταποκρίνονταν στην αντικειμενική πραγματικότητα, αποσπούσαν το μερικό από το γενικό και τελικά οδηγούσαν τα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα στο ρεφορμισμό και την ενσωμάτωση.

Σοβαρό αρνητικό ρόλο στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος είχε η άνοδος του ρεφορμισμού, η αδυναμία των κομμουνιστικών κομμάτων να τον αντιμετωπίσουν, ο συμβιβασμός του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ιδιαίτερα όπου επικρατούσε η σοσιαλδημοκρατία, με το κεφάλαιο, με την μεγαλοεργοδοσία και την κυβέρνηση. Αυτό είναι πολύ μεγάλο ζήτημα και θα ασχοληθούμε όμως σε επόμενη σημείωμα.

Η εργατική τάξη από τον τρόπο εργασίας και ζωής της, από τη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ του καπιταλιστή και των εργατών, από τη διαμόρφωση των όρων της εκμετάλλευσης της, δέχεται την επίδραση αντίρροπων τάσεων. Από τη μια η τάση του συμβιβασμού με τον επιχειρηματία για εξασφάλιση εργασίας, πιθανόν για καλύτερο μισθό, ίσως για κάποιες διευκολύνσεις, ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών οδηγεί στον κατακερματισμό τους. Από την άλλη η ισχυρή αντίθεση των εργατών με τον εκμεταλλευτή τους, οι τάσεις συνένωσης τους για να διεκδικήσουν βελτίωση της ζωής τους, τάση που αποδεδειγμένα μπορεί να γίνει κυρίαρχη, μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη σε συνειδητοποίηση του ρόλου της στην κοινωνία, την προοπτική της και στην επαναστατική δράση. Επιπλέον σημειώνουμε ότι σημαντικά επιδρά στη συμπεριφορά της το πλαίσιο των πολιτικών συνθηκών, το πολιτικό περιβάλλον γενικότερα, η ισχύς της αντίπαλης τάξης και γενικότερα ο ταξικός συσχετισμός. Επιδρούν σημαντικά οι πολιτικές συνθήκες, οι πόλεμοι, οι κρίσεις, με κορυφαία τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης.

Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι το συμπέρασμα ότι δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο ότι η εργατική τάξη θα συσπειρώνεται, θα σφυρηλατεί την ενότητα της, θα “βρίσκει το δρόμο της”. Η πιθανότητα μεγάλης υποχώρησης του εργατικού κινήματος σε περίπτωση ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών για επαναστατικές εξελίξεις είναι υπαρκτή. Το στοιχείο αυτό και τους κινδύνους ιστορικής πισωδρόμησης επισήμανε ο Λένιν στην περίοδο της επανάστασης του 1905. «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς ότι οι επαναστατικές τάξεις έχουν πάντα αρκετή δύναμη για να πραγματοποιήσουν την επανάσταση, όταν αυτή η επανάσταση έχει ωριμάσει πέρα για πέρα λόγω των συνθηκών της κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης. Όχι, η ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι συγκροτημένη τόσο έλλογα και τόσο «βολικά» για τα πρωτοπόρα στοιχεία. Η επανάσταση μπορεί να ωριμάσει, ενώ οι δυνάμεις των επαναστατών δημιουργών αυτής της επανάστασης μπορεί να φανούν ανεπαρκείς για την πραγματοποίηση της, τότε η κοινωνία σαπίζει και αυτό το σάπισμα παρατείνεται κάποτε ολόκληρες δεκαετίες»[18]. Τέτοιοι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί σήμερα για το εργατικό κίνημα στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Οι τάσεις παρασιτισμού και σαπίσματος είναι ορατές διά γυμνού οφθαλμού.

Τα παραπάνω φυσικά σε καμιά περίπτωση δεν αναιρούν το ρόλο της εργατικής τάξης και την ιστορική προοπτική της. Δεν υποβαθμίζουν τη νομοτέλεια της σοσιαλιστικής επανάστασης και του ρόλου της εργατικής τάξης σε αυτήν, σε μια απλή δυνατότητα που μπορεί να υλοποιηθεί, μπορεί και όχι. Εξάλλου η εργατική τάξη δεν έχει πολλές επιλογές, πέρα από τον αγώνα για την επιβίωση και την ανατροπή. Αρκεί όσοι φιλοδοξούν να αποτελέσουν την πρωτοπορία της να μην αμφισβητούν με τις πρώτες δυσκολίες το μαρξισμό, παρά να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στη μελέτη και τη δράση, στην αξιοποίηση των ευκαιριών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη μεγάλη κρίση που η εργατική τάξη βιώνει σήμερα. Αποδεικνύεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι η αντίληψη πως η εξαθλίωση οδηγεί στην επανάσταση είναι εκτός τόπου και χρόνου. Η αντίληψη “δεν αγωνίζομαι με όλους τους τρόπους για την ανατροπή των μνημονίων, για βαθιές αλλαγές στην προοπτική του ρήξης με το σύστημα, αλλά αναμένω την κατάλληλη στιγμή”, εντάσσεται σε αυτή τη λογική και σε τελική ανάλυση είναι αντιδραστική αντίληψη.

Τα τελευταία 25- 30 χρόνια η εργατική τάξη έχει αλλάξει πολύ. Σε αυτό συντέλεσαν πολλοί παράγοντες:

  • Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού και η υποχώρηση του κεϋνσιανισμού, οι εξελίξεις στον υπαρκτό σοσιαλισμό και η μεγάλη άνοδος των ανταγωνισμών που οδήγησε σε πολέμους, καταστροφές και κύματα μετανάστευσης.
  • Άλλαξε βαθιά ο καταμερισμός εργασίας παγκόσμια. Μεγάλο μέρος βιομηχανικών επιχειρήσεων μετακόμισαν από τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, κυρίως στην ανατολική Ασία, όπου αναδείχθηκαν νέα ισχυρά βιομηχανικά κέντρα, και σε αντίστοιχη μείωση του βιομηχανικού προλεταριάτου σε Ευρώπη και Ηνωμένες πολιτείες.
  • Μειώθηκε παραπέρα η συγκέντρωση εργαζομένων ανά βιομηχανική μονάδα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη διασπορά της εργατικής τάξης.
  • Αποδιοργανώθηκαν σε πολύ μεγάλη έκταση οι εργασιακές σχέσεις. Μειώθηκε η σταθερή και πλήρης απασχόληση υπέρ της προσωρινής και ελαστικής.
  • Αυξήθηκε σημαντικά η ανεργία Ιδιαίτερα στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
  • Εντάθηκε ο πολυκατακερματισμός στο πλαίσιο της εργατικής τάξης σε πρωτοφανή βαθμό.
  • Κύματα μεταναστών οδεύουν προς τις ανεπτυγμένες χώρες.

Οι εξελίξεις αυτές συνδυάζονται και αλληλοδιαπλεκόνται με μεγάλες αλλαγές στις εκτός εργασίας συνθήκες ζωής των εργαζομένων. Συνέπεια όλων αυτών είναι η μεγάλη αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Παρόλα αυτά τα συνδικάτα παραμένουν οι πιο μαζικοί φορείς σε παγκόσμια κλίμακα. Η άποψη που ανοιχτά είτε έμμεσα θεωρεί ότι ο ρόλος και ο χαρακτήρας του συνδικαλιστικού κινήματος ελαχιστοποιήθηκε ή ακόμη έπαψε να υπάρχει, ότι έχει τροποποιηθεί βαθιά ως συνέπεια των αλλαγών στον καπιταλισμό και το πέρασμα του σε νέα φάση είναι εκτός πραγματικότητας, είναι επικίνδυνη. Οι αντιλήψεις αυτές με την μια ή με την άλλη μορφή είναι πολύ παλιές και τις αντιμετώπισαν αποφασιστικά τόσο ο Λένιν στον Αριστερισμό, όσο ο Γκράμσι κ.ά. κομμουνιστές ηγέτες. Ο ρόλος των συνδικάτων ήταν και παραμένει σημαντικότατος στον καπιταλισμό και όχι μόνο.

Οι αλλαγές αυτές δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες στην προσπάθεια για εργάτες να συνενωθούν, να διαμορφώσουν τη συνείδηση τους και να αναπτύξουν τους αγώνες τους. Ταυτόχρονα όμως δημιουργούνται και νέες δυνατότητες στο βαθμό που η ωρίμανση του καπιταλισμού γιγαντώνει καθημερινά τις ενδογενείς αντιφάσεις του. Στο βαθμό που εκατομμύρια εργάτες στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο αντιμετωπίζουν αξεπέραστες δυσκολίες και αδιέξοδα και σπρώχνονται από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής τους στη συνειδητοποίηση της κατάστασης και την ένταση των αγώνων τους.

Κλείνοντας, σημειώνουμε ότι η ικανότητα της εργατικής τάξης να διαμορφώσει την ενότητα της, να συνειδητοποιήσει το ρόλο της στην κοινωνική εξέλιξη, να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση του καπιταλισμού έχει ιστορικά αποδειχθεί κατά την Οκτωβριανή επανάσταση και τις άλλες επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Η αλήθεια αυτή θα επιβεβαιωθεί με πανηγυρικό τρόπο στις μεγάλες επαναστάσεις που ωριμάζουν κατά τον 21ο αιώνα.

                                                                         Γ . Μυλωνάς

 


[1] Μαρξ – Έγκελς , Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, έκδοση Σύγχρονη Εποχή , σ. 33

[2] Στο ίδιο σ 34

[3] Στο ίδιο σ 40

[4] Στο ίδιο σ. 38

[5]Στο ίδιο σ. 35

[6]Στο ίδιο σ. 35 – 36

[7] στο ίδιο σ. 36

[8]στο ίδιο σ. 37

9 Λένιν Άπαντα, τόμος 6, σ. 80

 [10] Α Γκράμσι Οι θέσεις της   Λυών, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σ. 52

[11]Κοστάντσο Πρέβε,  Καιροί Αναζήτησης σ. 204- 206

[12] Στο ίδιο, σ. 64

[13] Κοστάντσο Πρέβε  Καιροί Αναζήτησης, σ. 64 – 65

[14] Έρικ Χομπσμπάουμ Η εποχή των άκρων, σ. 389

[15]στο ίδιο σ 391

[16] Στο ίδιο σ. 391

[17]Στο ίδιο

[18]   Λένιν Άπαντα τόμος 11 σ. 368

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας