Εργατικός Αγώνας

Τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα και η συμμαχία τους με την εργατική τάξη

Ιστορικά στην Ελλάδα ο ρόλος των μικροαστικών στρωμάτων ήταν σημαντικός κυρίως λόγω της ασθενούς ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ήταν ιδιαίτερα πολυπληθή λόγω ακριβώς του επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, έπαιζαν σοβαρό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Αντίστοιχα το ΚΚΕ πήρε υπόψη στην καθημερινή δράση του, στους σχεδιασμούς και στη διαμόρφωση της στρατηγικής του αυτό το γεγονός. Υποστήριζε τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις τους, ανέπτυξε σημαντική δράση για αυτά διευρύνοντας σημαντικά την επιρροή του.

Το γεγονός αυτό, μαζί με άλλα στοιχεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη χώρα μας, οδήγησε το ΚΚΕ στην 6η ολομέλεια της κεντρικής επιτροπής του το 1934 να καθορίσει το χαρακτήρα της επανάστασης ως ενιαία διαδικασία με δύο στάδια ένα αστικό δημοκρατικό και ένα σοσιαλιστικό με κυρίαρχη δύναμη την εργατική τάξη σε συμμαχία με τη μικρή και μεσαία αγροτιά και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης με κατάληξη τη δικτατορία του προλεταριάτου και αυτό διότι έπαιρνε σοβαρά υπ’ όψιν το χαρακτήρα της χώρας, ως χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης και του ρόλο που είχαν τα μικροαστικά στρώματα, θεωρώντας ότι η επανάσταση σε οποιαδήποτε άλλη εκδοχή της ήταν αδύνατη ή πολύ δύσκολη. Αυτό το στρατηγικό σχήμα που διατηρήθηκε στο πρόγραμμα του ΚΚΕ ως πρόσφατα, αμφισβητήθηκε, χωρίς ολοκληρωτικά να καταργηθεί, στο 12ο συνέδριο το 1986 και οριστικά καταργήθηκε στο 15ο συνέδριο του ΚΚΕ το 1996.

Στο σημείο αυτό θα κάνουμε δύο επισημάνσεις:

Η πρώτη είναι ότι κατά την άποψή μας τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα που οδήγησαν το ΚΚΕ στη διαμόρφωση αυτής της επαναστατικής στρατηγικής είχαν στην πορεία των χρόνων βαθιά τροποποιηθεί. Η μεγάλης έκτασης εκβιομηχάνιση της χώρας στη δεκαετία του ’60 και έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 είχε μετατρέψει την Ελλάδα από χώρα αγροτική σε χώρα βιομηχανική-αγροτική. Είχε μεταβληθεί ουσιαστικά η ταξική σύνθεση του πληθυσμού, η εργατική τάξη είχε αυξηθεί σημαντικά και η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας ήταν πλέον η βασική αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας. Το 9ο συνέδριο του ΚΚΕ, το 1973, αναφέρει ότι, «οι μισθωτοί ξεπερνούν πλέον το 40% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Η εργατική τάξη είναι η κυριότερη παραγωγική δύναμη και κυρίαρχο ρόλο στα πλαίσια της διαδραματίζει το βιομηχανικό προλεταριάτο, το οποίο περιλαμβάνει 500.000 εργάτες».[1] Οι αλλαγές αυτές στην οικονομία και την κοινωνία οδήγησαν σε μείωση του αριθμού των αγροτών και της αγροτικής παραγωγής, ως ποσοστό του ΑΕΠ και υποβάθμισαν το ρόλο τους στην οικονομία, παρά τη σημασία που διατηρούν οι αγρότες και γενικότερα τα μικροαστικά στρώματα. Τα δεδομένα αυτά έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν έγκαιρα και να οδηγήσουν στην τροποποίηση του προγράμματος του κόμματος και ιδιαίτερα του χαρακτήρα της επανάστασης.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στις απόψεις που ισχυρίζονται ότι η στρατηγική αυτή των δύο σταδίων της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας για την Ελλάδα, δεν ήταν απλά λάθος, από την καθιέρωση της, αλλά η γενεσιουργός αιτία που οδήγησε στην υποταγή της εργατικής τάξης στην αστική και στον εγκλωβισμό της επαναστατικής διαδικασίας στα αστικοδημοκρατικά πλαίσια, στον τελικό εκφυλισμό και την ήττα της. Οι απόψεις αυτές, εντελώς μειοψηφικές παλαιότερα, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει της μόδας στο χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς και όχι μόνο. Έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε παλαιότερη αρθρογραφία στον Εργατικό Αγώνα. Με την ευκαιρία να σημειώσουμε μόνο το εξής: Στις θέσεις και στις αποφάσεις του ΚΚΕ δεν υπήρξε σταδιοποίηση της επανάστασης με τη μορφή που αναφέρονται οι αντίπαλοι του και η σημερινή ηγεσία του. Η στρατηγική του ήταν σε κάθε περίπτωση οριοθετημένη με μαρξιστικό τρόπο, ενώ οι φάσεις της επανάστασης ή τα στάδια δεν ήταν αποκομμένα το ένα από το άλλο. Στην πράξη όμως δεν εφαρμόστηκε πάντα η στρατηγική αυτή με ορθό τρόπο, δεν αποφεύχθηκαν διολισθήσεις, οι οποίες αποσυνέδεαν πρακτικά τη φάση της δράσης για αντιιμπεριαλιστικούς και αντιμονοπωλιακούς μετασχηματισμούς από τη δράση για το σοσιαλισμό.

Επιπλέον, με βάση την καπιταλιστική ανάπτυξη στη χώρα τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 και την ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας είναι να αναρωτιέται κανείς για ποια προλεταριακή επανάσταση, ως άμεσο στρατηγικό στόχο, μπορεί να γίνεται λόγος. Η ελληνική κοινωνία της εποχής εκείνης με αγροτικό πληθυσμό άνω του 70% ως ποσοστό στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό δεν απείχε από την αντίστοιχη γαλλική των μέσων του 19ου αιώνα και της εποχής της Παρισινής κομμούνας. «Η Γαλλία», γράφει ο Murray Bookchin αναφερόμενος στην εποχή της παρισινής κομμούνας, «ήταν κατά κύριο λόγο αγροτική χώρα. Παρόλο που βρισκόταν στο κατώφλι της βιομηχανικής επανάστασης, σχεδόν το 70% του γαλλικού πληθυσμού ζούσε σε αγροτικές περιοχές. Στις δύο δεκαετίες που έμεινε στο θρόνο ο Λουδοβίκος Ναπολέων δεν άλλαξε ιδιαίτερα το οικονομικό τοπίο: ακόμα και όταν έφθασε στο τέλος της η Δεύτερη Αυτοκρατορία η χειροτεχνική εργασία προμήθευε τον κύριο όγκο των γαλλικών αγαθών και οι χωρικοί αποτελούσαν την πλειονότητα του γαλλικού πληθυσμού. Οι ανειδίκευτοι προλετάριοι που παρήγαγαν προϊόντα κατασκευασμένα στη μηχανή γίνονταν όλο και πιο πολυάριθμοι, αλλά το 1870 οι Γάλλοι χειροτέχνες εξακολουθούσαν να κατέχουν σημαντική θέση στην οικονομική ζωή της χώρας τους…, ενώ στην εργατική τάξη πλειοψηφούσαν οι χειροτέχνες και όχι οι προλετάριοι»[2]. Και επειδή όσοι ισχυρίζονται ότι η επανάσταση στην Ελλάδα, από το 19ο αιώνα ακόμη, έπρεπε να είμαι σοσιαλιστική και ισχυρίζονται ότι το θέτουν από τη σκοπιά του μαρξισμού θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον Μαρξ: «Αν επομένως το γαλλικό προλεταριάτο, τη στιγμή μιας επανάστασης, κατέχει στο Παρίσι μια πραγματική εξουσία και επιρροή που το σπρώχνουν να προχωρήσει πιο πέρα από όσο του επιτρέπουν τα μέσα του, στη λοιπή Γαλλία είναι συγκεντρωμένο σε ξεχωριστά, σκόρπια βιομηχανικά σημεία και χάνεται σχεδόν μέσα σε μια πλειοψηφία από αγρότες και μικροαστούς. Η πάλη ενάντια στο κεφάλαιο, στην ανεπτυγμένη, σύγχρονη μορφή της, στο καίριο σημείο της, η πάλη του βιομηχανικού μισθωτού εργάτη ενάντια στο βιομήχανο αστό, είναι στη Γαλλία ένα μερικό γεγονός που ύστερα από τις ημέρες του Φλεβάρη μπορούσε τόσο λιγότερο να δώσει το εθνικό περιεχόμενο της επανάστασης, όσο η πάλη ενάντια στους δευτερεύοντες τρόπους εκμετάλλευσης του κεφαλαίου, η πάλη του αγρότη ενάντια στην τοκογλυφία και στις υποθήκες, του μικροαστού ενάντια στον μεγαλέμπορο, τον τραπεζίτη και τον εργοστασιάρχη, με μια λέξη ενάντια στη χρεοκοπία, ήταν ακόμα κρυμμένη μέσα στη γενική εξέγερση ενάντια στην αριστοκρατία του χρήματος. Δεν είναι λοιπόν ανεξήγητη η προσπάθεια του παρισινού προλεταριάτου να επιβάλλει το συμφέρον του πλάι στο αστικό συμφέρον, αντί να το επιβάλει σαν το επαναστατικό συμφέρον της ίδιας της κοινωνίας. Δεν είναι ανεξήγητο ότι υπέστειλε την κόκκινη σημαία μπρος την τρίχρωμη».[3]

Στις τελευταίες δεκαετίες έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική σύνθεση της χώρας και ένας σημαντικό στοιχείο τους είναι η έκταση και η σύνθεση των μικροαστικών στρωμάτων. Οι εξελίξεις στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι σοβαρές αλλαγές του χαρακτήρα της ΕΕ και ιδιαίτερα οι επιδράσεις της μεγάλης οικονομικής κρίσης επέδρασαν δραστικά στο χαρακτήρα και τη σύνθεση των μικροαστικών στρωμάτων. Η παράδοση στην οικονομική δραστηριότητα του ιδιωτικού κεφαλαίου σημαντικών τομέων, οι οποίοι στο παρελθόν ανήκαν ολοκληρωτικά ή σχεδόν ολοκληρωτικά στην κρατική δραστηριότητα, η καπιταλιστικοποίηση τομέων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, του πολιτισμού, του αθλητισμού και γενικότερα του ελεύθερου χρόνου, η παροχή οικογενειακών υπηρεσιών, τα συνεργεία καθαρισμού κ.λπ. οδήγησε στην γρήγορη αύξηση των μικρών επιχειρήσεων. Δίπλα στις επιχειρήσεις που καταστρέφονται από την κρίση δημιουργούνται νέες με αποτέλεσμα τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα ως ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού και σε απόλυτο αριθμό να παραμένουν πολυπληθή.

Στα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα διακρίνονται δύο βασικά τμήματα τους. Τα παραδοσιακά και τα νέα μικροαστικά στρώματα. Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν κυρίως μικροεπιχειρήσεις στη βιοτεχνία, στο εμπόριο, στις επισκευές κ.λπ. Είναι δηλαδή τμήματα που διαθέτουν μια ορισμένη ιδιοκτησία. Στις επιχειρήσεις αυτές απασχολούνται οι ιδιοκτήτες τους, πιθανόν μέλη των οικογενειών τους και σε πολλές περιπτώσεις ορισμένοι εργαζόμενοι, από τους οποίους αποσπάται χαμηλού επιπέδου υπεραξία σε σημείο που να μην δύνανται να πραγματοποιήσουν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου τους. Βασίζονται δηλαδή στην απασχόληση εργατικών χεριών και όχι σε σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό, κυριαρχεί η ζωντανή πάνω στη νεκρή εργασία. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι οι επιχειρήσεις που απασχολούν ως 5 εργαζομένους δεν πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή, για δε την Ελλάδα, λόγω της απασχόλησης και συγγενικών προσώπων, ο αριθμός τους μπορεί να φθάνει μέχρι και 9 εργαζόμενους. Πάνω από το επίπεδο αυτό δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μικροαστικά στρώματα, αλλά για κατώτερα τμήματα της αστικής τάξης.

Το δεύτερο τμήμα τους, τα νέα μικροαστικά στρώματα περιλαμβάνουν τους εργαζόμενους, ως ελεύθερους επαγγελματίες, είτε ως μισθωτούς, οι οποίοι επιβλέπουν την οργάνωση της εργασίας στις επιχειρήσεις, την παραγωγή της υπεραξίας σε ορισμένους κλάδους στο κατώτερο επίπεδο, στους τομείς των σωμάτων ασφάλειας, τους κατώτερους δικαστικούς και τις αντίστοιχες βαθμίδες της διανόησης.

Όλοι αυτοί δεν ανήκουν στην εργατική τάξη γιατί αμείβονται για χρόνο εργασίας μεγαλύτερο από όσο εργάζονται, ούτε φυσικά στην αστική τάξη, αφού δεν διαθέτουν μέσα παραγωγής. Ασχολούνται σε λειτουργίες χρήσιμες για την ομαλή διεξαγωγή της παραγωγικής διαδικασίας, οι οποίες όμως αποφασίζονται από ανώτερα στελέχη, τα οποία εντάσσονται στην αστική τάξη. Δεν συμμετέχουν στις αποφάσεις και το σχεδιασμό, αλλά μόνο στην οργάνωση της υλοποίησης τους και μάλιστα στο κατώτερο επίπεδο.

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα στα μικροαστικά στρώματα σημειώθηκαν σημαντικές ανακατατάξεις, οι οποίες διαφοροποίησαν σημαντικά το χαρακτήρα τους, όχι όμως σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό την έκταση τους, καθώς και το σημαντικό ρόλο τους στις πολιτικές εξελίξεις και στην επαναστατική προοπτική στη χώρα. Τα παραδοσιακά ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα που το 1981 αποτελούσαν περίπου το 16% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 2014 περιορίζονται περίπου στο 7%, συνεπεία της έντασης του ρυθμού συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου. Τα μονοπώλια επεκτείνουν τη δράση τους σε τομείς και κλάδους που ήταν έντονη η παρουσία μικρών επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα επιδεινώνονται όλοι οι παράγοντες που διαμορφώνουν το κόστος παραγωγής τους σε βαθμό που η λειτουργία τους καθίσταται ασύμφορη. Αντίθετα τα νέα μικροαστικά στρώματα από λιγότερο του 10% που ήταν το 1981, ξεπερνούν το 2014, το 25%[4], ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής και της δημιουργίας με μαζικό τρόπο αναγκών για μορφωμένους εργαζόμενους κάθε είδους.

Στο οικονομικό επίπεδο τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα, παρ’ ότι υφίστανται την εκμετάλλευση της αστικής τάξης και ιδιαίτερα του μονοπωλιακού κεφαλαίου, δεν μπορεί γενικά να θεωρηθούν εκμεταλλευόμενα με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό που εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη. Στο ιδεολογικό επίπεδο λειτουργούν και αναπαράγουν τα αστικά πρότυπα και τις αντιλήψεις. Στο πολιτικό επίπεδο αδυνατούν να διαμορφώσουν ιδιαίτερη ανεξάρτητη πολιτική και στρατηγική προοπτική. Αυτό μόνο οι κύριες τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, η αστική και η εργατική τάξη, μπορούν να το κάνουν, γι’ αυτό και η πολιτική συμπεριφορά τους είναι επαμφοτερίζουσα. Κλείνουν πότε προς την αστική και πότε προς την εργατική τάξη και μάλιστα όχι με ισορροπημένο τρόπο. Ο Λένιν αναφερόμενος στους μικροαστούς σημείωνε: «Ταλαντεύονται αναπόφευκτα ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο, ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και στο σοβιετικό καθεστώς, ανάμεσα στο ρεφορμισμό και στην επαναστατικότητα, ανάμεσα στο φιλεργατισμό και στο φόβο της δικτατορίας του προλεταριάτου».[5]

Από πολιτική άποψη είναι σημαντική η επισήμανση ότι τα παλαιά μικροαστικά στρώματα λόγω της ιδιοκτησίας που διαθέτουν είναι συνήθως πιο σταθερά προσανατολισμένα στη συμμαχία με την αστική τάξη σε περιόδους σταθερότητας του συστήματος, ενώ σε περιόδους μεγάλης κρίσης και αστάθειας, όταν απειλούνται άμεσα με καταστροφή, η πολιτική συμπεριφορά τους αλλάζει, ο προσανατολισμός τους προς την αστική τάξη κλονίζεται και οι δυνατότητες συμμαχίας ευρύτερων τμημάτων τους με την εργατική τάξη είναι αυξημένες, ενώ τα νέα μικροαστικά στρώματα, ακριβώς λόγω της έλλειψης ιδιοκτησίας, είναι περισσότερο ανοιχτά σε κοινή δράση και συμμαχία με την εργατική τάξη.

Ο προσανατολισμός μικροαστικών στρωμάτων προς την εργατική τάξη παρότι δυνατός δεν είναι πάντα σταθερός και λόγω της φύσης τους δεδομένος. Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν θετικά τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα στην προσέγγιση και τη συμμαχία τους με την εργατική τάξη είναι η σταθερότητα του συστήματος και οι δυνατότητες της αστικής τάξης να διατηρήσει τη συμμαχία της μαζί τους. Η βαθιά κρίση και ο κλονισμός της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, η αμφισβήτηση της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας της είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Ιδιαίτερα αν η αδυναμία της αστικής τάξης συνοδεύεται από σημαντική ενδυνάμωση του ρόλου και της παρουσίας της εργατικής τάξης, συνολικά δηλαδή ο υπέρ της εργατικής τάξης ταξικός συσχετισμός, είναι ο πιο βασικός παράγοντας. Σημαντικό ρόλο προφανώς παίζει και η ίδια η εργατική τάξη και η πρωτοπορία της, αν διαμορφώνουν τα δεδομένα για τη συσπείρωση μικροαστικών δυνάμεων, κυρίως η διατύπωση ενός πλαισίου αιτημάτων τέτοιο που να συμβάλλει με αποφασιστικό τρόπο στη συσπείρωση τους. Ιστορικά έχει αποδειχθεί σε πάμπολλες περιπτώσεις η διπλή φύση των ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων και η ταλάντευση τους. Κορυφαία θετικά παραδείγματα είναι η συμμαχία εργατικής τάξης και αγροτιάς στην Οκτωβριανή επανάσταση, η επανάσταση στην Κούβα, την Κίνα, γενικότερα στα επαναστατικά γεγονότα σε διάφορες χώρες, ο εθνικό απελευθερωτικός αγώνας στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Αρνητικό παράδειγμα είναι η Χιλή που το τράβηγμα των μικροαστικών στρωμάτων με την αστική τάξη ήταν ένας από τους παράγοντες που επέδρασαν στην ήττα της Λαϊκής Ενότητας.

Άξια αναφοράς είναι η περίπτωση του κινήματος που αναπτύχθηκε εναντίον των μνημονίων και της πολιτικής λιτότητας τα χρόνια 2010- 2012. Η πολιτική της αστικής τάξης που έπληξε καίρια τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα, κλόνισε τη συμμαχία τους μαζί της, προσανατολίστηκαν μαζικά εναντίον της μνημονιακής πολιτικής και των αστικών κυβερνήσεων, δρώντας από κοινού με την εργατική τάξη. Το κίνημα αυτό συγκροτήθηκε γύρω από αιτήματα που απαντούσαν στις ανάγκες που διαμορφώνει η συγκυρία και συσπείρωσε ευρύτατα τμήματα εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων. Τέτοια αιτήματα ήταν η ανατροπή των μνημονίων, η άρνηση πληρωμής του χρέους, η άρνηση πληρωμής φόρων, η ανατροπή της κυβέρνησης κ.λπ. Αυτές οι εξελίξεις είχαν σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητο χαρακτήρα. Έλειψε όμως η πολιτική πρωτοπορία που θα έδινε στο αυθόρμητο κίνημα περισσότερο συνειδητά χαρακτηριστικά, που θα συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση ενός σχεδίου εξόδου από την κρίση και θα διαμόρφωνε μια ευρεία κοινωνική και πολιτική συμπαράταξη δυνάμεων, θα συνέβαλε σε κλιμάκωση των κινητοποιήσεων με στόχο τη ρήξη και την ανατροπή της πολιτικής και των κυβερνήσεων. Το ΚΚΕ που θα μπορούσε και έπρεπε να αναλάβει αυτό το ρόλο κυριολεκτικά αποσύρθηκε από τους αγώνες και αυτό σε συνδυασμό με μια σειρά άλλους παράγοντες, όπως η ψήφιση του δεύτερου μνημονίου, η κατάργηση της κυβέρνησης Παπανδρέου και ο διορισμός του τραπεζίτη Παπαδήμου στην πρωθυπουργία, οι εκλογές κυρίως του Ιουνίου που ανέδειξαν στην κυβέρνηση τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, παρά τις μεγάλες εκλογικές απώλειες που υπέστησαν, οδήγησαν το μεγάλο αυτό κίνημα στην ύφεση και ευρύτατα εργατικά και λαϊκά τμήματα στην αναζήτηση λύσεων στα προβλήματα επιβίωσης τους, στο μικρότερο πολιτικό κακό και το ΣΥΡΙΖΑ στο 27% το 2012 και στο 37% το 2015. Οι εξελίξεις αυτές πρέπει να αποτελέσουν ένα τεράστιο δίδαγμα για το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική Αριστερά.

Στον αγροτικό τομέα τα χρόνια αυτά οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Στο εσωτερικό των αγροτών εντείνεται η κοινωνική πόλωση. Οι πλουσιότεροι που εντάσσονται ή προσεγγίζουν την αστική τάξη διπλασιάζονται, ενώ αντίστοιχα τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα συρρικνώνονται με ταχύτατους ρυθμούς, αποχωρώντας κατά βάση από την αγροτική δραστηριότητα. Τα μεσαία και φτωχότερα αγροτικά στρώματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως δυνητικοί σύμμαχοι της εργατικής τάξης, από το 23% περίπου του 1981 μειώνονται στο 7% το 1914. Παράλληλα μειώνονται και τα μεσαία αγροτικά στρώματα από 3,4% σε 1,3% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Οι απασχολούμενοι στον αγροτικό τομέα γενικότερα από 1/4 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού σε τριάντα χρόνια μέσα μειώνονται περίπου στο 10%. Παρόλα αυτά ο αγροτικός πληθυσμός στην Ελλάδα είναι αναλογικά υψηλότερος από ότι στις χώρες της ΕΕ των 27. Ο πολιτικός ρόλος της μικρομεσαίας αγροτιάς μειώθηκε πολύ σε σχέση με παλαιότερα, παρόλα αυτά διατηρεί ιδιαίτερα σε ορισμένες περιοχές σημαντικό ρόλο και σημασία.

Συμπερασματικά, παρά τη μεγάλη μείωση των μικρών και μεσαίων αγροτών και τη μείωση των παραδοσιακών ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων, λόγω της εντυπωσιακής αύξησης των νέων μικροαστικών στρωμάτων, ο συνολικός αριθμός τους διατηρείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, προσεγγίζει ένα ποσοστό σχεδόν της τάξης του 40% και κατά αυτόν τον τρόπο διατηρούν σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ζωή.

Κατά συνέπεια, η απόσπαση τους από την επιρροή της αστικής τάξης και η επίτευξη της συμμαχίας τους με την εργατική τάξη είναι κρίσιμος παράγοντας για την προώθηση σημαντικών πολιτικών εξελίξεων και τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για το ξέσπασμα και την επιτυχία της επανάστασης στη χώρα. Η υποτίμηση του ρόλου τους ισοδυναμεί με υπονόμευση της επαναστατικής προοπτικής στη χώρα και αυτό διότι η επανάσταση είναι υπόθεση της πλειοψηφίας όχι μόνο της εργατικής τάξης, αλλά και των μικροαστικών στρωμάτων, συνολικά των δυνάμεων που θεωρούνται κινητήριες δυνάμεις της. Από την άποψη αυτή οι θέσεις των πολιτικών δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς για το ρόλο των μικροαστικών στρωμάτων και την αναγκαιότητα της συμμαχίας τους με την εργατική τάξη έχουν κρίσιμη σημασία.

Κριτική των θέσεων του ΚΚΕ για τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα.

Το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια ανέτρεψε την παλαιότερη θέση του για τα στρώματα αυτά και για το ρόλο τους στην κοινωνική εξέλιξη. Αντικατέστησε τις παλιότερες θέσεις με την αντίληψη και τον όρο αυτοαπασχολούμενοι. Το περιεχόμενο του όρου αυτού περιλαμβάνει μόνο όσους απασχολούνται μόνοι τους στις μικροεπιχειρήσεις τους, χωρίς καθόλου εργατική δύναμη. Κατ’ αυτό τον τρόπο περιλαμβάνει στους δυνητικούς συμμάχους της εργατικής τάξης ένα μόνο μικρό τμήμα των ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων που δεν απασχολούν εργατική δύναμη και κατά βάση το κατώτερο τμήμα τους, το οποίο προσεγγίζει την εργατική τάξη. Έτσι οι πιθανοί σύμμαχοι της εργατικής τάξης περιορίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ενώ η κατηγοριοποίηση των ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων και ο προσανατολισμός της εργατικής τάξης στα πιο κοντινά της στρώματα, καταρχήν, είναι ορθή, η απόρριψη της δυνατότητας συμμαχίας, αλλά και το χάρισμα τους στην αστική τάξη των στρωμάτων εκείνων που απασχολούν εργαζόμενους είναι σοβαρό λάθος.

Τα λάθη όμως δεν σταματούν εδώ, συνεχίζονται και μάλιστα μεγαλώνουν. Το ΚΚΕ δεν αντιμετωπίζει τα μικροαστικά στρώματα ως ένα κοινωνικό στρώμα με ιδιαίτερα συμφέροντά και διεκδικήσεις, με τα οποία η εργατική τάξη προσπαθεί να συνεργαστεί και να διαμορφώσει κοινωνική συμμαχία. Στο βιβλίο «Θεωρητικά ζητήματα στο πρόγραμμα του ΚΚΕ» διαβάζουμε: «Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας συμφέρει και εκείνο το τμήμα των μικρών ιδιοκτητών μέσων παραγωγής που συντρίβεται από τη μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία, τα μονοπώλια. Τα συμφέροντα αυτών των τμημάτων μεσαίων στρωμάτων βρίσκονται κοντά στο προλεταριάτο από τη σκοπιά της προοπτικής τους ως μελλοντικοί μισθωτοί εργάτες και όχι ως σημερινών ιδιοκτητών μέσων παραγωγής».[6] Επίσης στη συνέχεια αναφέρεται: «Το καπιταλιστικό σύστημα που αργά ή γρήγορα θα τους ξεκληρίσει, θα τους καταστρέψει ως αυτόνομους παραγωγούς και εργαζόμενους, θα τους ρίξει στην ανεργία ή στην καλύτερη περίπτωση στην υποαπασχόληση. Ακόμα και εάν τους διατηρεί για κάποιο διάστημα, οι συνθήκες ζωής τους θα χειροτερεύουν».[7] Τα αποσπάσματα αυτά είναι σαφή. Το μικροαστικά στρώματα έχουν ενδιαφέρον για την εργατική τάξη όχι στην βάση της σημερινής τους θέσης, ως κατόχων μικρών επιχειρήσεων, αλλά μόνο ως ξεκληρισμένοι μικροπαραγωγοί. Σήμερα δεν έχουν καμία σημασία για την εργατική τάξη και για το κομμουνιστικό κόμμα, αφού ξεκληριστούν τότε θα απασχολήσουν ως δυνητικοί σύμμαχοι. Πιο κάτω το βιβλίο αυτό αναφέρει: «Σημαίνει επεξεργασία πλαισίου πάλης, ώστε πρωτοπόρα τμήματα αυτών των λαϊκών μεσαίων στρωμάτων να αποσπαστούν από την πολιτική επιρροή του κεφαλαίου και να συσπειρωθούν με το επαναστατικό εργατικό κίνημα».[8] Εδώ το κείμενο ξεφεύγει από την ταξική θεώρηση των πραγμάτων και περνάει στην πολιτική, στη θεώρηση με πολιτικά κριτήρια. Από την αντιμετώπιση τους ως κοινωνικό στρώμα περνάει στα πρωτοπόρα τμήματα τους, αυτά που βρίσκονται στο πολιτικό εκείνο σημείο να αποσπαστούν από την επιρροή του κεφαλαίου και να συμπαραταχθούν με το επαναστατικό προλεταριάτο.

Σε ολόκληρο το αντίστοιχο κεφάλαιο του προαναφερθέντος βιβλίου που αφορά τα μικροαστικά στρώματα είναι διάχυτη η αντίληψη και η πρόθεση προσέγγισης και συσπείρωσης αυτών των δυνάμεων με βάση όχι τα μεγάλα ζητήματα που θέτει η συγκυρία και οι ανάγκες τους, αλλά από τη σκοπιά «της κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου, από την πλευρά των νέων σχέσεων παραγωγής»[9]. «Μονόδρομος είναι»,γράφει στη συνέχεια το κείμενο, «να ταχθούν ή με το καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης… ή με την ανάπτυξη που έχει βάθρο την κοινωνική συμμαχία και τον κεντρικό σχεδιασμό»[10], ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι «η συσπείρωση αυτή, εργατικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων, πρέπει να έχει συγκεκριμένο προσανατολισμό και στόχο, να διαμορφώνεται σε αντικαπιταλιστική βάση στην κατεύθυνση της σύγκρουσης με το κεφάλαιο».[11]

Από τα προηγούμενα γίνεται σαφές ότι το ΚΚΕ δεν ασχολείται με τα μικροαστικά στρώματα, έστω με μια ορισμένη διαβάθμιση, αλλά μόνον με αυτά που δεν απασχολούν εργατική δύναμη, μόνο με τα πρωτοπόρα τμήματα τους και επιδιώκει η συσπείρωση αυτή να γίνει στη βάση της ανατροπής του καπιταλισμού και όχι στη βάση πλαισίου διεκδικήσεων οικονομικών και πολιτικών, οι οποίες δίνουν απάντηση στις σημερινές ανάγκες τους, διαμορφώνουν προϋποθέσεις συνεργασίας με την εργατική τάξη και φυσικά συγκρούονται με την αστική πολιτική και την αστική κυριαρχία.

Πέραν όλων των άλλων πρόκειται για ολοκληρωτικά μεταφυσική αντίληψη. Επιδιώκει να οικοδομήσει η εργατική τάξη δεσμούς με τους μικροαστούς στις σημερινές συνθήκες, στη βάση όμως της ανατροπής του καπιταλισμού, ενός καθήκοντος που θα τεθεί στο μέλλον, σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικές προϋποθέσεις, άρα είναι εντελώς αδύνατο. Είναι δραπέτευση σε κόσμους μελλοντικούς.

Επιπλέον δεν έχει καμία σχέση με πραγματική κοινωνική συμμαχία. Είναι η ομοσπονδοποίηση των δυνάμεων του ΚΚΕ, συνεργασία της επιρροής του στα μικροαστικά στρώματα με την επιρροή του στην εργατική τάξη, είναι το σχήμα που βλέπουμε καθημερινά – ΠΑΜΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ κ.λπ. Δεν έχει κανένα μέλλον και καμιά προοπτική, είναι μια μεταφυσική καρικατούρα αντί πολιτικής συμμαχιών. Για την ενίσχυση των συγκεκριμένων θέσεων το ΚΚΕ, το προαναφερθέν βιβλίο, επικαλείται ένα απόσπασμα από τον Αριστερισμό του Λένιν: «Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός αν το “καθαρό” προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο ως το μισοπρολετάριο, από το μισοπρολετάριο ως το μικροαγρότη, από το μικρό ως το μεσαίο αγρότη, αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κ.λπ»[12]. Στο κείμενο όμως του Λένιν υπάρχει και συνέχεια, την οποία το βιβλίο παραλείπει και είναι η εξής: «Και από όλα αυτά απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το κομμουνιστικό του κόμμα να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων. Όλο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτή την τακτική έτσι που να ανεβάζει και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας του για αγώνα και τη νίκη…. Το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτής της σωστής τακτικής ήταν ότι ο μενσεβικισμός πάθαινε αποσύνθεση και αποσυντίθεται όλο και περισσότερο στη χώρα μας με την απομόνωση των αρχηγών που επιμένουν στον οπορτουνισμό τους και το πέρασμα στο στρατόπεδο μας των καλύτερων εργατών, των καλύτερων στοιχείων από τη μικροαστική δημοκρατία».[13]

Φυσικά αυτό το τμήμα του κειμένου, το οποίο αποτελεί συνέχεια του αποσπάσματος που το κείμενο το κόμμα παρέθεσε, καθόλου δεν αναφέρεται γιατί ακριβώς ανατρέπει ολόκληρη τη λογική συμμαχιών του ΚΚΕ. Ο Λένιν υποδεικνύει την απόλυτη ανάγκη η πολιτική πρωτοπορία να χρησιμοποιεί τους ελιγμούς, τις συμφωνίες και τους συμβιβασμούς με διάφορες ομάδες εργατών και μικροαστών, με κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυρέων, ώστε να δυναμώνει η κοινή δράση και να συσπειρώνονται πιο πρωτοπόρα στοιχεία, ενώ το ΚΚΕ σήμερα επιλέγει μόνο την καταγγελία όλων ανεξαιρέτως που οδηγεί στη συσπείρωση των γραμμών των μικροαστικών κομμάτων και όχι στην αποδυνάμωση της ενότητας τους. Ο Λένιν κέρδισε την επανάσταση του Οκτώβρη με το σύνθημα της γης, της ειρήνης, και της δημοκρατίας και όχι με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η δικτατορία του προλεταριάτου εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα τα μικροαστικά συμφέροντα, αλλά ουδόλως τα κινητοποιεί σήμερα.

Από τις θέσεις του ΚΚΕ είναι φανερό ότι λείπει ένα σχέδιο δράσης του κόμματος και της εργατικής πολιτικής στα μικροαστικά στρώματα. Αυτό γίνεται φανερό κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Η εργατική τάξη απευθύνεται μέσω της πρωτοπορίας της σε κάποια τάξη, ή σε κάποιο στρώμα του πληθυσμού με στόχο να διαμορφωθούν οι όροι συμπόρευσης και συμμαχίας τους. Αυτό σημαίνει: ότι η ε.τ. εξετάζει κριτικά τα αιτήματά τους ή διατυπώνει η ίδια αιτήματα και διεκδικήσεις που απαντούν στα άμεσα προβλήματα επιβίωσης του στρώματος αυτού και διαμορφώνει τους όρους κοινής δράσης μαζί του. Προωθεί την κοινή δράση με ενιαία αιτήματα μεταξύ της εργατικής τάξης και των ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων, σε ξεχωριστούς τομείς της οικονομίας και περιοχές. Διαμορφώνει κοινές επιτροπές διεκδίκησης, εντάσσει στο πλαίσιο διεκδικήσεων της αιτήματα των μικροαστικών στρωμάτων κ.λπ. Παράλληλα η συγκυρία θέτει ορισμένες γενικότερες πολιτικές διεκδικήσεις που η αντιμετώπισή τους είναι εντελώς αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπέρ του λαού. Εννοούμε αιτήματα αντιμονοπωλιακά, αντιιμπεριαλιστικά, αιτήματα που θέτουν σε αμφισβήτηση την κυριαρχία του κεφαλαίου και υπονομεύουν τις συμμαχίες του.

Τέτοια αιτήματα στις σημερινές συνθήκες είναι η ανατροπή των μνημονίων και η κατάργηση ολόκληρου του αντιδραστικού μνημονιακού περιβάλλοντος, η βελτίωση της ζωής του λαού και της νεολαίας. Τα αιτήματα αυτά μπορεί να είναι ο κρίκος για την οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής τακτικής και πολιτικής συμμαχιών σήμερα. Τα αιτήματα της ανατροπής του μνημονίου, της αμφισβήτησης και ανατροπής της συμμετοχής της χώρας στην ευρωζώνη και στην ΕΕ πρέπει να διαπερνούν ως κόκκινη γραμμή τη δράση και να ενοποιούν τις εργατικές λαϊκές δυνάμεις και φυσικά να τις διαχωρίζουν από το αστικό στρατόπεδο. Η αντιμετώπιση της παντοδυναμίας των μονοπωλίων και πρώτα -πρώτα των τραπεζών, με την εθνικοποίηση τους είναι όρος για την επιβίωση των ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων κ.λπ. Η πλατιά συμπόρευση εκατοντάδων χιλιάδων εργατών υπαλλήλων, μικροαστικών στρωμάτων, νεολαίας κ.λπ. στους αγώνες της διετίας 2010 -2012 είναι ενδεικτική των δυνατοτήτων που ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να διαμορφώσει.

Με δύο λόγια, η συσπείρωση θα γίνει πάνω στον αγώνα για τα άμεσα κοινά προβλήματα επιβίωσης και σε ένα πλαίσιο αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών αιτημάτων, πάνω στον αγώνα εναντίον του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Μόνο τότε μπορεί να έχει πραγματικά αποτελέσματα.

Η προσπάθεια κοινής δράσης και διαμόρφωσης συμμαχίας εργατικής τάξης και ενδιαμέσων μικροαστικών στρωμάτων στη βάση του σοσιαλισμού με στόχο την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου θα αποδειχθεί όχι απλώς λάθος, αλλά καταστροφική.

                                                                 Γ . Μυλωνάς

 


[1] 9ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε., σ. 169 .170

[2]Murray Bookchin, Η τρίτη επανάσταση. Λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή. τόμος 2, σ. 237

[3] Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848 , 1850 , διαλεκτά έργα σ. 161

[4] Τα στοιχεία που παρατίθενται είναι από το βιβλίο του Σπ. Σακελλαρόπουλου «Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα»

[5] Λένιν Άπαντα τόμος 41 σ. 59

[6] Θεωρητικά ζητήματα το πρόγραμμα του Κ.Κ.Ε. , σ. 68. 69

[7] Στο ίδιο σ. 70

[8] Στο ίδιο σ. 69

[9] στο ίδιο σ. 70

[10] στο ίδιο σ. 72

[11] στο ίδιο σ. 72 . 73

[12]   Λένιν Άπαντα τόμος 41 σ. 58. 59

[13]   Λένιν ‘Απαντα τόμος 41 σ. 59

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας