Εργατικός Αγώνας

Καυγάς συμφ-όνων σε «ξένο αχυρώνα»

Γράφει ο Αμετανόητος

Πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν το τελευταίο διάστημα για το περιβόητο πια Σύμφωνο Συμβίωσης. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν τερατώδεις υπερβολές τόσο των υποστηρικτών όσο και των εχθρών του που υποβίβασαν το θέμα –αλλά και τη νοημοσύνη και την αισθητική μας- σε επίπεδα «κόκκινων φαναριών».

Με την πολυτέλεια της νηφαλιότητας που μας δίνει η ηρεμία των ημερών, μπορούμε να δούμε μερικές πτυχές του θέματος οι οποίες αγνοήθηκαν στη διάρκεια του παροξυσμού που προηγήθηκε και να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις που είναι ανοιχτές στον όποιο αντίλογο υπάρξει (αν φυσικά είναι «αντί λόγος» με επιχειρήματα κι όχι κραυγές, αφορισμοί και αναθέματα).

Αρχικά, ας δούμε τι ορίζει η πολιτεία ως Σύμφωνο Συμβίωσης. Είναι «συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων με την οποία οργανώνουν τη συμβίωσή τους» και «καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβο­λαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου». Δηλαδή, το Σύμφωνο Συμβίωσης έρχεται να κατοχυρώσει νομικά δυο πρόσωπα που μοιράζονται την ίδια στέγη και έχουν ή δημιουργούν από κοινού περιουσιακά στοιχεία και κοινές υποχρεώσεις ο ένας απέναντι στον άλλον. Να κατοχυρώσει δηλαδή το ένα απέναντι στο άλλο αλλά και τα δυο μαζί απέναντι στο κράτος και την κοινωνία τόσο σε επίπεδο δικαιωμάτων όσο και υποχρεώσεων.  Το Σύμφωνο νομιμοποιεί τη σχέση συμβίωσης δύο ατόμων ανεξαρτήτως φύλου τα οποία δεν θέλουν ή δεν μπορούν να προσφύγουν σε κάποια μορφή γάμου (θρησκευτικό ή πολιτικό). Κι αυτό έχει πλέον καταστεί αναγκαιότητα αφού τέτοιου είδους συμβίωση είναι μια κοινωνική πραγματικότητα η οποία θα έπρεπε να έχει ρυθμιστεί νομικά εδώ και καιρό.   

Ένας άλλος λόγος που το Σύμφωνο Συμβίωσης πρέπει να αποδεσμεύεται από το γάμο ή τη σεξουαλική σχέση είναι πως ένα Σύμφωνο  θα μπορούσε να περιλαμβάνει και δυο αδέλφια ή δυο φίλους που στα γηρατειά τους μένουν μαζί γιατί δεν έχουν παιδιά, γιατί έχει ο ένας ή γιατί τα παιδιά τους δεν νοιάζονται γι’ αυτούς. Ακόμη το Σύμφωνο θα μπορούσε να αφορά ανθρώπους μόνους που ζουν με μια οικογένεια, που εντάσσονται σε μια έτοιμη οικογένεια. Δεν υπάρχει συγγένεια, δεν υπάρχει τίποτα. Ποιος θα διαχειριστεί τις υποθέσεις αυτών των ανθρώπων όταν αυτοί φύγουν από τη ζωή και η οικογένεια ή μέλη της που τους στήριξαν μένουν πίσω;  

Το Σύμφωνο ψηφίστηκε το 2008 χωρίς μεγάλες αντιδράσεις. Όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε, οι περιορισμένες αντιδράσεις υπήρξαν επειδή το Σύμφωνο αφορούσε μόνο τα ετερόφυλα ζευγάρια. Η «θύελλα» προέκυψε από την επέκτασή του και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Ακριβώς αυτό δείχνει πως το πρόβλημα δεν είναι η θέσπιση του Συμφώνου Συμβίωσης αλλά η νομική «παραδοχή» της ύπαρξης σχέσεων μεταξύ ομοφύλων. Οι σχέσεις αυτές δεν είναι κατ’ ανάγκη σεξουαλικές και είναι εντελώς αδιάφορο αν περιέχουν και αυτόν τον παράγοντα. Πρόκειται για κάτι εντελώς προσωπικό που αφορά στην ζωή δύο ανθρώπων και αγγίζει τον σκληρό πυρήνα του ιδιωτικού τους βίου. Άρα έξω από τον έλεγχο κάθε εξουσίας και κάθε ανθρώπου.  

Ο έλεγχος και η αστυνόμευση του σεξουαλικού προσανατολισμού των πολιτών μπορεί να είναι αντικείμενο μελέτης των σεξολόγων ή των αυτόκλητων «φρουρών της ηθικής» όπως οι εκκλησιαστικές και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις. Κι εν πάση περιπτώσει, όποιος έχει αποφασίσει να ζει στο πλαίσιο των κανόνων μιας θρησκείας ας πράξει αναλόγως. Οι θρησκευτικοί όμως και ηθικοί κανόνες που αναφέρονται στην σεξουαλική συμπεριφορά των ατόμων δεν μπορούν να καθορίζουν τον τρόπο που θα νομοθετεί η Πολιτεία, εκτός κι αν αποφασίσουμε ότι θέλουμε να ζούμε σε ένα κράτος θρησκευτικού τύπου. Μακριά από μας κάτι τέτοιο.   

Ο «έλεγχος της σεξουαλικότητας»  δεν είναι δουλειά κανενός σύγχρονου κράτους το οποίο δεν μπορεί να θεωρεί τους πολίτες του α’ ή β΄ κατηγορίας ανάλογα με το τι κάνουν στην κρεβατοκάμαρά τους. Και φυσικά δεν είναι δουλειά της κοινωνίας ή των φορέων και των κομμάτων να μετατρέπονται σε ιεροεξεταστές για να ελέγχουν τη σεξουαλικότητα των ανθρώπων. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να βάλουμε το θέμα στη σωστή βάση του: Το Σύμφωνο Συμβίωσης δε μπορεί να εφαρμόζεται επιλεκτικά για τους πολίτες ενός κράτους και δεν μπορεί να έχει στη λογική του την σεξουαλική τους συμπεριφορά. Τελεία και παύλα.

***

Η  συζήτηση για το Σύμφωνο Συμβίωσης, όμως, ανέδειξε κι άλλες πλευρές. Κυρίως αν θα μπορούν να υιοθετούν παιδιά τα ομόφυλα ζευγάρια. Και πάλι η συζήτηση, όπως τίθεται, είναι αποπροσανατολιστική. Κι αυτό γιατί και πάλι εδώ προτάσσεται από συγκεκριμένους κύκλους το ζήτημα της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Πρόκειται για άθλιο πουριτανισμό και πρωτογονισμό και για προσπάθεια βίαιης εισόδου στον σκληρό πυρήνα της προσωπικής ζωής των ανθρώπων.

Η υιοθεσία είναι ένα πολύ ευρύτερο θέμα. Αφορά ετερόφυλα ζευγάρια, αφορά ομόφυλα ζευγάρια, αφορά και μεμονωμένα άτομα καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ατόμων, γυναικών και ανδρών, που θα ήθελαν από μόνοι τους -και όχι στο πλαίσιο μιας σχέσης γάμου ή συμβίωσης- να υιοθετήσουν ένα παιδί.

Το ερώτημα δεν είναι αν όλοι αυτοί θέλουν ή έχουν το δικαίωμα να υιοθετούν παιδιά. Καταρχήν η θέληση τους, αν και απολύτως σεβαστή, είναι ένα εντελώς δευτερεύον ζήτημα όταν μιλάμε για υιοθεσία. Το ζήτημα δεν αφορά στην επιλογή ενός κατοικίδιου («μας ταιριάζει καλύτερα ένας σκύλος ή μια γάτα;») που μπορούν να επιλέξουν οι επίδοξοι ανάδοχοι. Στην περίπτωση της υιοθεσίας ενός παιδιού δεν παίρνονται –και δεν πρέπει να παίρνονται- υπόψη τα «θέλω» ενός ζευγαριού αλλά τα δικαιώματα του παιδιού που θα πρέπει να ζήσει σε μια οικογένεια, να αναπτυχθεί σωματικά, πνευματικά και ψυχικά στο πλαίσιο της και υπό την εκ των πραγμάτων επίδραση των θετών του γονιών.

Για μεν τα ετερόφυλα ζευγάρια το θέμα έχει λυθεί. Η ετερόφυλη σχέση συμβίωσης αποτελεί την αναγκαία, ικανή και αναγνωρισμένη συνθήκη για να προχωρήσει μια υιοθεσία καθώς αυτή είναι η φυσική σχέση των μελών μιας οικογένειας: Πατέρας – μητέρα – παιδιά. Εντούτοις, η ετερόφυλη σχέση δεν είναι αρκετή για την υιοθεσία. Επειδή το κύριο και το αποκλειστικό στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη είναι το συμφέρον του παιδιού, εξετάζονται -και πρέπει να εξετάζονται- και άλλοι παράγοντες ώστε μια υιοθεσία να ευοδωθεί.

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση της υιοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια ή για τα μεμονωμένα άτομα; Στην  περίπτωση των τελευταίων βαραίνει αρνητικά η απουσία δεύτερου γονέα. Η λογική είναι απλή: «Αφού πρέπει να βρούμε μια οικογένεια σε ένα παιδί, αυτή η οικογένεια να είναι ολοκληρωμένη».

Για τα ομόφυλα ζευγάρια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Εδώ δεν έχουμε απουσία δεύτερου θετού γονέα. Εδώ έχουμε δύο γονείς από το ίδιο φύλο. Η απουσία του δεύτερου γονέα είναι υπαρκτή, όχι στον αριθμό αλλά στο φύλο. Εδώ η επιστήμη οφείλει να δώσει σαφείς απαντήσεις. Είναι προς το συμφέρον του παιδιού να μεγαλώσει με την απουσία του ενός γονέα από το αντίθετο φύλο; Με την απουσία δηλαδή της μάνας ή του πατέρα; Σωστότερα, με την απουσία του μητρικού ή του πατρικού προτύπου; Επιστημονική άποψη που να λέει πως αυτή η απουσία δεν παίζει κανένα ρόλο δεν υπάρχει. Ή τουλάχιστον εμείς δεν γνωρίζουμε να υπάρχει. Επιπλέον, έχουμε ως κοινωνία τόσα παιδιά για υιοθεσία που υπερβαίνουν κατά πολύ τον αριθμό των αιτήσεων υιοθεσίας από ετερόφυλα ζευγάρια. Αν όχι, τότε η υιοθεσία πρέπει να αφορά μόνο στα ετερόφυλα ζευγάρια. Αν ναι, αν τα ετερόφυλα ζευγάρια δεν φτάνουν και τα παιδιά κινδυνεύουν να μεγαλώσουν σε ιδρύματα, τότε υπάρχει κοινωνικό πρόβλημα προς αντιμετώπιση και το συμφέρον αυτών των παιδιών επιτάσσει να δοθούν με μια μορφή υιοθεσίας είτε σε μεμονωμένα άτομα είτε σε ομόφυλα ζευγάρια. Καλύτερα θα ζήσουν απ’ ότι στα ιδρύματα.

Με δυο λόγια, οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν υπαρκτά προβλήματα στην πραγματική τους βάση και με τον καλύτερο τρόπο που μπορούν. Σε κάθε περίπτωση,  οι αρμόδιες αρχές του κράτους και ειδικότερα οι επιστήμονες, παιδοψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και αυστηροί με την επιλογή των κατάλληλων γονέων που θα διαμορφώσουν μια παιδική ψυχή. Η καταλληλότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που καμία σχέση δεν έχουν -και δεν μπορούν να έχουν- με τη σεξουαλική προτίμηση του καθενός. Είναι, λοιπόν, λάθος το ερώτημα «υιοθετούν παιδιά μόνο τα ετερόφυλα ή και τα ομόφυλα ζευγάρια;». Η ερώτηση πρέπει να γίνεται από τη σκοπιά του παιδιού «ποιος είναι κατάλληλος να μου παρέχει όσα θα μου παρείχε η φυσική μου οικογένεια, αν είχε τη δυνατότητα;». Αυτά και τίποτα περισσότερο.

***

Κοντολογίς, η συζήτηση για το Σύμφωνο Συμβίωσης ξεστράτισε από τους πραγματικούς της άξονες και χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για να λύσουν τις διαφορές τους  ομάδες που, μέχρι τώρα, καμώνονταν πως αγνοούσαν η μια την ύπαρξη της άλλης. Εντέλει, εκείνο που κυριάρχησε ήταν η υποκρισία ένθεν κακείθεν ενώ μεγάλη είναι η ευθύνη της κυβέρνησης που δεν φρόντισε να κρατήσει το θέμα  στις πραγματικές του διαστάσεις. Φαίνεται πως και την ίδια τη βόλευε να εκφυλιστεί η συζήτηση για το Σύμφωνο σε καυγά Συμφ-όνων, δηλαδή να αρχίσουν ξαφνικά να μαλώνουν «πολλοί γάιδαροι σε έναν αχυρώνα» που δεν ανήκει σε κανέναν ή –σωστότερα- που ανήκει σε όλους.

 Σε κάθε περίπτωση, το θέμα δεν έχει εξαντληθεί και, κατά πάσα πιθανότητα, θα επανέρχεται από καιρού εις καιρόν στις διάφορες διαστάσεις του. Οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε με αρχές που σέβονται τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, ενάντια σε σκοταδιστικές και αναχρονιστικές αντιλήψεις.

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας