Εργατικός Αγώνας

Ο καπιταλισμός γεννά πολλές «Σοφίες»

Γράφει ο Παναγιώτης Ζαβουδάκης.

Η γενναία ενέργεια της Σοφίας Μπεκατώρου να καταγγείλει τον βιασμό της έφερε στο προσκήνιο ένα πρόβλημα που και στη χώρα μας, όπως και σε πολλές άλλες, κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί την ύπαρξή του. Η πράξη της αυτή, σίγουρα με τεράστιο συναισθηματικό κόστος για την ίδια, ανοίγει τη συζήτηση γύρω από το θέμα των βιασμών, των κακοποιήσεων και της εκμετάλλευσης νεανικών ψυχών και σωμάτων από κτήνη που θεωρούν δικαίωμά τους τη επιβολή με τη βία των αρρωστημένων ορέξεων τους.

Δεν είναι πρόθεσή μου να αναλύσω την κοινωνική μάστιγα των βιασμών στο σύνολό τους, υπάρχουν πολλοί πολύ πιο αρμόδιοι να το κάνουν με στοιχεία και επιστημονική τεκμηρίωση. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τι είναι αυτό που ωθεί κάποιο «αρσενικό» να απαρνιέται την ομορφιά του έρωτα ανάμεσα σε συναινούντες ενήλικους και, αντ’ αυτής, να επιβάλλεται με τη βία σε παιδιά και εφήβους και σπανιότερα σε μεγαλύτερα  άτομα – ευτυχώς δηλαδή γιατί, αν το κατανοούσα, μάλλον θα αποτελούσα κι εγώ κίνδυνο για τους γύρω μου.

Σ΄ αυτό το σημείωμα  θα ήθελα να σταθούμε σε μια πτυχή της κακοποίησης, την πιο ύπουλη και την πιο επικίνδυνη, αυτή που ανέδειξε η ολυμπιονίκης μας: την από θέση ισχύος εκμετάλλευση νεαρών παιδιών από «κυρίους» (σπανιότατα και «κυρίες») υπεράνω πάσης υποψίας. Εκείνους που εκμεταλλεύονται την ισχύ που τους δίνει η θέση τους για να το κάνουν. Μιλώ για κείνους που με βία -σωματική ή, το χειρότερο, ψυχολογική- απαιτούν σεξ. Για πολλούς προϊστάμενους που εκβιάζουν υπαλλήλους για να τις/τους διατηρήσουν στη θέση τους. Για πολλούς αθλητικούς παράγοντες που θέλουν να γίνουν «πυγμαλίωνες» εκκολαπτόμενων πρωταθλητών. Για πάρα πολλούς μάνατζερ που το απαιτούν ως αντίτιμο για να προωθήσουν καριέρες. Για κάποιους ρασοφόρους που κρατούν νεαρά άτομα μετά το κατηχητικό για να τους εξηγήσουν καλύτερα «κάποια θεολογικά ζητήματα». Μακρύς κι ατέλειωτος ο κατάλογος.

Όλοι αυτοί οι «σεβαστοί στυλοβάτες της κοινωνίας» κρύβονται πίσω από τη μάσκα του τέλειου οικογενειάρχη, του καλού χριστιανού, του ευαίσθητου στα κοινωνικά προβλήματα, γι’ αυτό και είναι απόλυτα δύσκολο στο θύμα να καταγγείλει δημόσια τη διαστροφή τους. Είναι ο λόγος μιας νεαρής «τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρας» ή μιας «αδερφάρας που επιζητά διασημότητα» απέναντι στο λόγο αυτού του «σεβαστού» προσώπου. Αν κάποιος κάνει καταγγελία,  ο κοινωνικός «αυτοματισμός» θα τον συντρίψει, καθώς η πλειοψηφία της κοινής γνώμης a priori υποθέτει πως «τα ήθελε»  (δεν χρειάζεται να επεκταθώ, τα λέει πολύ καλύτερα η Έλενα Ακρίτα).

***

Τις τελευταίες μέρες και ώρες το διαδίκτυο έχει κατακλυστεί από δεκάδες μηνύματα. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι όσα εκφράζουν συμπαράσταση στην Σοφία Μπεκατώρου για τη γενναιότητά της να αποκαλύψει το δράμα της (οι ανοησίες τύπου «γιατί τώρα;» νομίζω πως απαντήθηκαν στην παραπάνω παράγραφο).

Η δεύτερη κατηγορία μηνυμάτων είναι η πιο  σημαντική. Είναι τα μηνύματα εκείνων που, μετά «το πρώτο αίμα», βρίσκουν το θάρρος να παραδεχτούν πως είχαν παρόμοιες εμπειρίες. Κι αυτό είναι το πιο ευχάριστο, αν τελικά η δημόσια παραδοχή της Σοφίας γίνει η θρυαλλίδα για ν’ ανοίξουν στόματα.

Η τρίτη κατηγορία μηνυμάτων είναι η πιο υποκριτική και επικίνδυνη. Είναι τα μηνύματα των «υπεύθυνων φορέων» που «πέφτουν από τα σύννεφα» για το πώς είναι δυνατό να συμβαίνουν τέτοια αίσχη από ανθρώπους που κατέχουν αξιώματα και τα χρησιμοποιούν για να εκτονώνουν τις αρρώστιες τους. Συνοδεύονται πάντα από την υπόσχεση πως «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο». Θα μπορούσε κανείς να το πιστέψει αν δεν υπήρχε ένα πλήθος καταγγελιών από θύματα που δεν είχαν το κύρος και τη σοβαρότητα που κατέκτησε με κόπο και θυσίες η Μπεκατώρου. Όλες αυτές οι καταγγελίες είτε κρατήθηκαν μακριά από τη δημοσιότητα για να μη θιχτούν πρόσωπα και «θεσμοί» είτε τα θύματα «κρεμάστηκαν στα μανταλάκια» και βιάστηκαν ξανά από την «κοινή γνώμη». Τόσο που είναι να αναρωτιέται κανείς αν στην «προοδευτική» Ελλάδα είναι μονόδρομος για ένα θύμα να περιμένει να καταξιωθεί κοινωνικά και επαγγελματικά μέχρι να καταγγείλει το βιαστή του.  Αν και η προϊστορία λέει άλλα, ας ελπίσουμε πως αυτή τη φορά δεν θα ισχύσει ο κανόνας κι ότι το θέμα δεν θα θαφτεί ξανά μόλις τα ΜΜΕ βρουν κάτι πιο «πιασάρικο» και το βγάλουν από τα πρωτοσέλιδα και τα πάνελ τους.

***

Η σεξουαλική κακοποίηση οποιουδήποτε, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή όποιου άλλου διαχωρισμού, είναι μια πράξη εγκληματική και ίσως ο νομοθέτης θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο της κατάργησης του ορίου παραγραφής της. Είναι μια διαστροφή και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται και να τιμωρείται.

Πριν όμως φτάσει στην τιμωρία, ένα κοινωνικό κράτος θα πρέπει να επενδύσει στη σωστή διαπαιδαγώγηση -όχι μόνο τη σεξουαλική- της κοινωνίας ώστε τέτοια φαινόμενα να προλαμβάνονται. Και να φροντίζει να εξαλείφει τις αιτίες που τα γεννούν. Σύμφωνοι, ο περιθωριακός ανώμαλος που στήνει καρτέρι σε πάρκα και ερημιές περιμένοντας να «ψαρέψει» άγουρα κορίτσια ή αγόρια είναι αρκετά δύσκολο να εντοπιστεί. Μα αυτός ανήκει σε  μικρή ακραία κατηγορία βιαστών στους οποίους οφείλει να εστιάσει ο κρατικός μηχανισμός.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι εκείνος που φορά όμορφα ρούχα και εκμεταλλεύεται τη θέση του για να εκτονώσει τις διαστροφές του. Διακινδυνεύοντας και πάλι να μπω στο μυαλό όλων αυτών των ανώμαλων, πιστεύω πως περισσότερο κι από την όποια σεξουαλική ηδονή, αυτό που τους μεθά είναι η εξουσία που ασκούν πάνω σε νεαρά άτομα. Κι αυτό είναι το μείζον θέμα που οφείλουν να αντιμετωπίσουν η κοινωνία και η πολιτεία στερώντας τους τη δυνατότητα να ασκούν ανεξέλεγκτα και επί μακρόν τέτοια εξουσία.

Στην πραγματικότητα όλοι αυτοί είναι γέννημα του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Είναι αυτό που εμείς οι κομμουνιστές, με τον «ξύλινο λόγο» μας, αποκαλούμε «φαινόμενο της σαπίλας του καπιταλιστικού συστήματος που εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενο». Ένα σύστημα που γεννά παράγοντες και παραγοντίσκους έτοιμους να καταχραστούν τη μικρή ή μεγάλη εξουσία τους  για να εκμεταλλευτούν όχι μόνο την εργατική δύναμη των νέων αλλά και το ίδιο τους το σώμα. Ένα σύστημα που γεννά πολλές «Σοφίες» που δεν έχουν τη δύναμη να πάνε κόντρα σ’ αυτό. Γι’ αυτό και στις χίλιες «Σοφίες» βρίσκεται μια που τολμά να το καταγγείλει.

Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Όσο το σύστημα της εκμετάλλευσης υπάρχει, θα γεννά βιαστές ψυχών και σωμάτων, θα αυτοπροστατεύεται, θα αυτοανακυκλώνεται και θα βρίσκει νέους εκμεταλλευτές στη θέση όσων ξεσκεπάζονται. Μέσα σ’ αυτό οι μάχες θα είναι αμυντικού χαρακτήρα: μια αποκάλυψη σήμερα, μια καθαίρεση αύριο, μια απομάκρυνση μεθαύριο, ίσως και κάποια φυλάκιση κάποτε, ώστε σύντομα το «κατάστημα» να επαναλειτουργεί με «νέο προσωπικό».

Αυτή την άμυνα μπορούμε και πρέπει να κάνουμε τώρα, αρκεί να μη μείνουμε μόνο σ’ αυτή. Πρέπει παράλληλα να σχεδιάζουμε και να οργανώνουμε την επίθεση για την επιβολή ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος όπου ο άνθρωπος δεν θα μπορεί να εκμεταλλεύεται ψυχικά και σωματικά τον άνθρωπο. Μόνο τότε θα πάψουν να υπάρχουν θύτες και «Σοφίες».

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας