Εργατικός Αγώνας

Σκέψεις για ορισμένα ζητήματα παιδείας και εποικοδομήματος

Αλλιώς, να ξανασυζητήσουμε για τα αυτονόητα.

Της Δώρας Μόσχου.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα επανήλθε στο προσκήνιο, και μάλιστα με κάποια οξύτητα, ένα ζήτημα που επί μακρόν έχει ταλανίσει την ελληνική παιδεία και που δεν έχει βρει ωστόσο τη λύση του – ούτε και φαίνεται κάπου κοντά στον ορίζοντα η πιθανότητα να τη βρει. Το ζήτημα αυτό δεν είναι άλλο από τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο και αποτελεί υποκεφάλαιο του άλλου, τεράστιου ζητήματος, των σχέσεων κράτους εκκλησίας και του – επίσης άλυτου – αστικοδημοκρατικού αιτήματος για το διαχωρισμό τους.

                Τα δεδομένα των τελευταίων τουλάχιστον ημερών είναι γνωστά: ο υπουργός Παιδείας, Νίκος Φίλης, ανακοίνωσε εν μέσω τυμπανοκρουσιών ότι αλλάζει ο χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών το οποίο μεταβάλλεται από ομολογιακό – κατηχητικό σε μάθημα θρησκειολογίας. Η πρωτοβουλία αυτή κρίθηκε μάλλον θετικά από το μεγαλύτερο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας (ακόμη και από σημαντική μερίδα των θεολόγων) αν και δεν αποτελούσε παρά το ελάχιστο που θα έπρεπε να ισχύει ακόμη και σε ένα αστικό κράτος: η «μεγάλη εικόνα» θα έπρεπε, χωρίς άλλο, να περιλαμβάνει το διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας και την πλήρη αποδέσμευση της εκπαίδευσης, των λειτουργιών του κράτους, του οικογενειακού δικαίου, από την – όποια – θρησκεία.

                Πριν ωστόσο «αλέκτωρ λαλήσαι τρις» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε για μιαν ακόμη φορά πόσο θαυμαστά συνεπής είναι στην … ασυνέπειά της, όχι προς τις αρχές της – όπως και αν την εννοεί κανείς – Αριστεράς, αλλά και απέναντι στις ίδιες τις διακηρύξεις της: «ανακρούοντας πρύμναν» ο πρωθυπουργός όρισε ισότιμο συνομιλητή της πολιτείας την Εκκλησία της Ελλάδας και τόνισε ότι το περιεχόμενο και οι στόχοι του μαθήματος θα καθοριστούν μετά από συζήτηση, αφού λύθηκαν όλες οι παρεξηγήσεις … Να σημειώσουμε ότι ως παρεξηγήσεις θεωρήθηκαν οι … ποταμοί χριστιανικής αγάπης που εξαπέλυσαν διάφοροι ιεράρχες, από τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (που διάνθισε το φιλιππικό του με άφθονο πρωτόγονο αντικομμουνισμό) μέχρι το Νεάντερταλ των Καλαβρύτων και τον γενικά θεωρούμενο ήπιο και μετριοπαθή μητροπολίτη Σιατίστης Παύλο. Σε όλη δε τη συζήτηση ενεπλάκη και το ζήτημα του ρόλου του κλήρου στους εθνικούς, λαϊκούς και κοινωνικούς αγώνες καθώς και το ζήτημα της θέσης της εκκλησίας της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της τριπλής φασιστικής κατοχής, μια συζήτηση στην οποία ο κλήρος βρήκε απροσδόκητους υποστηρικτές στο πρόσωπο του Μανώλη Γλέζου, αλλά και … του Δημήτρη Κουτσούμπα!

                Επειδή φαίνεται ότι στις μέρες μας κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ακόμη και τα αυτονόητα, θα ήταν καλό να ξαναθυμηθούμε ορισμένα πράγματα που αφορούν το ρόλο της εκκλησίας στο ελληνικό κράτος και την κηδεμονία που αυτή ασκεί στην εκπαίδευση, επιβάλλοντας ως υποχρεωτικό ένα μάθημα αντιεπιστημονικό που οι διδασκαλίες του άπτονται της διαμόρφωσης προσωπικής συνείδησης.

                Για τους ιστορικούς είναι κοινός τόπος ότι η ορθόδοξη εκκλησία συντέλεσε ουσιαστικά στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης και στη συγκρότηση του ελληνικού έθνους κατά τη μακρά περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και της λατινοκρατίας στον ελλαδικό χώρο. Όχι όμως με την έννοια των δογματικών αρχών και αξιών, αλλά επειδή το διαφορετικό θρήσκευμα (ή το διαφορετικό δόγμα, στην περίπτωση της Λατινοκρατίας) ήταν ένα ισχυρό στοιχείο που διαφοροποιούσε τους κυριαρχούμενους από τους κυριάρχους τους και τους ένωνε μεταξύ τους.

                Από μια άλλη πλευρά, ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (πάντα δεύτερος τη τάξει, πίσω από τον αυτοκράτορα, κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) κατά την Οθωμανική κυριαρχία περιβλήθηκε με κοσμική εξουσία και ορίστηκε ως ο πολιτικός ηγέτης όλων των ορθοδόξων. Κατά τον τρόπο αυτό, το υπό διαμόρφωση ελληνικό έθνος υπήρξε και ως ενιαία πολιτική οντότητα κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.

                Αντίστοιχα, στις λατινοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, παρά το γεγονός ότι ο ορθόδοξος κλήρος βρισκόταν ένα σκαλί παρακάτω από τον καθολικό στη διοικητική ιεραρχία, ωστόσο εμπλεκόταν απόλυτα με τους μηχανισμούς της επικυρίαρχης Βενετίας, η οποία, για να μη δημιουργεί επιπρόσθετες δυσαρέσκειες στους υπηκόους της, που τους απομυζούσε οικονομικά, λειτουργούσε εξισορροπητικά ανάμεσα στις δυο εκκλησίες. Στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, δεν υπήρχε το εκκλησιαστικό αξίωμα του επισκόπου, αλλά του Μεγάλου Πρωτοπαπά. Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδιζε την ορθόδοξη εκκλησία να συμμετέχει, απειλώντας μάλιστα με αφορισμούς, στις διοικητικές και οικονομικές πράξεις της εξουσίας ούτε και να κατέχει σημαντικά κτήματα.

                Για να ξαναγυρίσουμε στον οθωμανοκρατούμενο χώρο: το «Κρυφό Σχολειό» είναι, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, μύθος. Οι παπάδες της υπαίθρου και των μικρών ημιαστικών κοινοτήτων ήταν, έτσι κι αλλιώς, αγράμματοι. Ο ανώτερος κλήρος από την άλλη, καθώς και οι φαναριώτες, από τους οποίους εν πολλοίς προέρχονταν τα στελέχη του, δεν υποτιμούσαν την παιδεία, τουλάχιστον μέχρι το 17ο αιώνα. Ωστόσο, κατά το 18ο αιώνα, με την ανάδειξη των νέων κοινωνικών δυνάμεων (της υπό συγκρότηση αστικής τάξης που αποτελούσε και το φορέα της εθνικής ιδέας), ο ανώτερος κλήρος αρχίζει να αποστασιοποείται και από τα «γράμματα» και από τις επιστημονικές κατακτήσεις της περιόδου, καθώς τις συναρτά με τα «γαλλικά γράμματα», το Διαφωτισμό και, στο τέλος του αιώνα, με την ίδια τη Γαλλική Επανάσταση.

                Ήθελε ο ανώτερος κλήρος την εθνική χειραφέτηση και τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους; Σαφώς και όχι, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε και την απώλεια των προνομίων που απολάμβανε επί οθωμανικής εξουσίας. Στην καλύτερη περίπτωση, επεδίωκε την κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου μέσα στον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς να αμφισβητεί ούτε στο ελάχιστο την απολυταρχία του Σουλτάνου. Όταν ο Αδαμάντιος Κοραής εξέδωσε το έργο του «Αδελφική Διδασκαλία» με το οποίο καλούσε τους έλληνες να επιδιώξουν την εθνική τους χειραφέτηση, απαντούσε στο έργο του πατριαρχικού λόγιου Αθανάσιου Πάριου «Πατρική Διδασκαλία» που συμβούλευε το έθνος να υποταχτεί αγόγγυστα στους οθωμανούς, αφού η εξουσία τους είναι η τιμωρία του θεού για τις αμαρτίες του!

                Η περιβόητη εκτέλεση του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε`, που έγινε μέσα στα πλαίσια των σουλτανικών αντιποίνων για την επανάσταση, δεν μπορεί να συσκοτίσει το απολύτως επιβεβαιωμένο ιστορικά γεγονός του αφορισμού του Ρήγα αλλά και της Φιλικής Εταιρείας και του κινήματος του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Και αποτελεί πια κοινό τόπο η συμβολή του μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανού όχι στην έναρξη της Επανάστασης (η Καλαμάτα και τα Καλάβρυτα είχαν απελευθερωθεί πριν από την 25η Μαρτίου) αλλά στην κατίσχυση των προκρίτων της Πελοποννήσου στην οξύτατη διαπάλη τους με τους οπλαρχηγούς και τους φιλικούς, τα πιο λαϊκά στοιχεία της επανάστασης.

                Διαφορετικός ήταν ο ρόλος μιας σημαντικής μερίδας του λαϊκού κλήρου στη διάρκεια της επανάστασης, με χαρακτηριστική μορφή τον ηρωικό και τραγικό Παπαφλέσσα, ίσως τον πρώτο «επώνυμο» ήρωα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που, με τη ζωή και το θάνατό του, έθεσε το μείζον, για έναν επαναστάτη, ζήτημα της επιλογής ανάμεσα στον προσωπικό ηρωισμό και τη θυσία από τη μια και την υποταγή στη συλλογικότητα από την άλλη. Και επειδή, όπως ξέρουμε, η ιστορία κινείται σπειροειδώς, αντίστοιχες καταστάσεις, ως προς τη συμπεριφορά του κλήρου, βίωσε ο ελληνικός λαός κατά τη διάρκεια της τριπλής φασιστικής κατοχής: από τη μια, ο ανώτατος κλήρος, υποστηρικτικός απέναντι στις αρχές κατοχής∙ από την άλλη, ο ιερομόναχος Ανυπόμονος, ο σύντροφος του Άρη, και ο παπά Χολέβας. Υπήρξαν και δυο σπουδαίοι ιεράρχες, οι μητροπολίτες Ηλείας Αντώνιος και Κοζάνης Ιωακείμ, μέλη του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ. Η ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τους επεφύλαξε την τύχη της καθαίρεσης και της έκπτωσης από τα ιερατικά αξιώματά τους, αφού τους θεώρησε κομμουνιστές …

                Κάνω ένα χρονολογικό άλμα προς τα πίσω: με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η Εκκλησία της Ελλάδας αυτονομήθηκε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να κόψει τον ομφάλιο λώρο μαζί του. Επεδίωξε – και εν πολλοίς πέτυχε – να διατηρήσει μέσα στο νεοσύστατο κράτος τα προνόμια που απολάμβανε ο ανώτατος κλήρος κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Διατήρησε – με οθωμανικά φιρμάνια, σε πολλές περιπτώσεις – μια τεράστια χρηματική και κτηματική περιουσία. Πέτυχε να αναγνωριστεί το ορθόδοξο δόγμα ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Έχει κηδεμονεύσει -και συνεχίζει να κηδεμονεύει- το κράτος σε μια σειρά ζητήματα: στο οικογενειακό δίκαιο, στις τελετές με τις οποίες ο άνθρωπος ρυθμίζει τον κύκλο της ζωής του, τη γέννησή του, την ονοματοδοσία του παιδιού του, το γάμο του, το θάνατό του. Μόλο που πολλές από τις τελετές αυτές έχει θεσμοθετηθεί να γίνονται με την παρέμβαση μόνο της πολιτείας, η μακρόχρονη συνήθεια, αλλά και η ίδια η πολιτεία τις υπονομεύει. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πολιτικού γάμου, όπου οι ίδιοι οι δήμοι, εντεταλμένοι με την τέλεσή του, δεν αγκάλιασαν ποτέ το θεσμό: υπάρχει περίπτωση δήμου της Αττικής που τελούσε τους πολιτικούς γάμους μόνο Τρίτη πρωί, την ίδια ώρα και μέρα που γινόταν … λαϊκή αγορά!

                Και βέβαια, η εκκλησία κηδεμονεύει κατά μεγάλο μέρος και την παιδεία. δεν είναι τυχαίο ότι στο Υπουργείο Παιδείας υπάγονται και τα θρησκεύματα, ενώ κάθε σχολική χρονιά αρχίζει με αγιασμό. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι έχουν επιβληθεί στο ωρολόγιο πρόγραμμα ως μάθημα τα Θρησκευτικά, μια μη – επιστήμη, στηριγμένη όχι στην επιστημονική μεθοδολογία, στην παρατήρηση, στο πείραμα, στη διατύπωση νομοτελειών, αλλά στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Το μάθημα μάλιστα διδάσκεται με τη μορφή της κατήχησης και από τη σκοπιά πάντα του ορθόδοξου δόγματος. Κάτω από αυτό το πρίσμα διδάσκονται και οι άλλες θρησκείες, αλλά και ο αθεϊσμός, ο οποίος θεωρείται πηγή ανηθικότητας και έλλειψης φραγμών!

                Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια νομοθετική ρύθμιση με την οποία ένας μαθητής θα μπορούσε, με μια δήλωση του γονιού και για λόγους συνείδησης, να απαλλαγεί από το μάθημα των Θρησκευτικών. Επί υπουργίας Λοβέρδου, ο νόμος άλλαξε επί το συντηρητικότερο: για να απαλλαγεί ένας μαθητής από το μάθημα, θα πρέπει να δηλώσει αλλόδοξος ή αλλόθρησκος (κάτι που, ούτως ή άλλως, ίσχυε και παλιότερα). Αποκλείονται έτσι από το δικαίωμα της εξαίρεσης τα παιδιά που είναι άθρησκα ή άθεα, ή που, έστω, μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που επιθυμεί να τους τους δώσει το δικαίωμα της επιλογής θρησκευτικών πεποιθήσεων, όταν είναι σε ηλικία να κρίνουν και να αποφασίσουν!

Θα ήθελα να σημειώσω τούτο: η διαφωνία των κομμουνιστών με τη θρησκεία (με ΚΑΘΕ θρησκεία) είναι δομική και φιλοσοφική. Οι κατασταλαγμένοι και συνειδητοποιημένοι κομμουνιστές είναι υλιστές και άθεοι (και, ίσως είναι καιρός να ανοίξει ιδιαίτερα με τη νέα γενιά, μια κουβέντα για το τί σημαίνει υλισμός, ως φιλοσοφική έννοια, και αθεΐα). Ο αντικληρικαλισμός[1] τους επίσης δεν είναι τυφλός και δογματικός, αλλά καθορίζεται από τον ιστορικό ρόλο του κλήρου ο οποίος, εν πολλοίς, συντάσσεται με την κάθε φορά άρχουσα τάξη και την υπηρετεί. Οι κομμουνιστές σέβονται το θρησκευόμενο άνθρωπο και δεν τον αφήνουν έξω από τους μαζικούς αγώνες, έτσι ώστε και ο ίδιος να αφυπνιστεί και να πάψει να περιμένει τη σωτηρία σε κάποιον παράδεισο στο επέκεινα.

                Ακόμη, ο κομμουνιστής αναγνωρίζει τη συμβολή των θρησκειών στη διαμόρφωση και στην ιδιοπροσωπία των πολιτισμών, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι αποδέχεται τους καταπιεστικούς κανόνες και τις αγκυλώσεις τους. Δεν εχθρεύεται όμως τη λαϊκή θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, που μεταφράζεται σε πόνο και αγάπη για το φτωχό. Συμμερίζεται τη συγκίνηση που προξενεί το «Ω, γλυκύ μου έαρ» και διδάσκεται από αυτό για να θρηνήσει τους δικούς του νεκρούς.[2] Γλεντάει με την υπέρτατη γιορτή του Αιγαίου, το Δεκαπενταύγουστο, και γελάει με την καρδιά του με την ιδιότυπη βλάσφημη θρησκευτικότητα των επτανησίων, με τους σχεδόν ιδιωτικούς αγίους τους, της … διπλανής πόρτας. Και, πάνω απ` όλα, σέβεται τη συμβολοποίηση της έννοιας της Ανάστασης από την ελληνικό λαό, που την έχει συνδέσει με την κατά καιρούς προσμονή για εθνική ή κοινωνική απελευθέρωση …

                Αυτή όμως είναι η διάσταση της λαϊκής κουλτούρας και όχι του δόγματος, όχι της συνείδησης που πρέπει να είναι ιδιωτική υπόθεση. Ακόμη και σε ένα αστικό κράτος, η διδασκαλία – και μάλιστα με τη μορφή της κατήχησης και της επιβολής – των δογμάτων και της μεταφυσικής σε παιδιά και εφήβους, ενταγμένη στο σύστημα της εγκύκλιας παιδείας είναι απαράδεκτη. Γι` αυτό το λόγο, η πρωτοβουλία για την αντικατάσταση του κατηχητικού χαρακτήρα του μαθήματος από τη θρησκειολογία θα ήταν ένα πρώτο, εντελώς στοιχειώδες, αλλά οπωσδήποτε θετικό βήμα. Κι αυτό δεν έχει σχέση μόνο με την αυξημένη πια παρουσία αλλόδοξων ή αλλόθρησκων μαθητών στο ελληνικό σχολείο, αλλά με το γεγονός ότι η μεταφυσική πρέπει να παραμένει έξω από ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου απαγόρευση λατρείας ή και άσκησης θρησκευτικών καθηκόντων. Η εκκλησία θα μπορούσε να αναπληρώσει, για τα παιδιά που θα το ήθελαν τα ίδια ή οι οικογένειές τους, την ορθόδοξη διαπαιδαγώγησή τους με τα δικά της μέσα.

                Η μεταβολή του χαρακτήρα του μαθήματος θα μπορούσε να λειτουργήσει και στην κατεύθυνση της ισοτιμίας ανάμεσα σε όλους τους μαθητές, αφού κανείς δεν θα είχε λόγο να πάρει απαλλαγή από το μάθημα, γιατί δεν θα υπήρχε έξωθεν παρέμβαση στη συνείδησή του. Και, βέβαια, όλο αυτό το σχήμα θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα, αν αποτελούσε τμήμα μιας γενναίας απόφασης να κοπεί επί τέλους ο ομφάλιος λώρος που δένει την εκκλησία με το κράτος. Ο «γενναίος» και «συνεπής» ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν τόλμησε ούτε καν αυτό, το έλασσον για ένα αστικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα …

Μια υποσημείωση

                Ο κομμουνιστής είναι φιλοσοφικά αντίθετος με ΟΛΕΣ τις θρησκείες. Είναι επίσης αντίθετος με τους κανόνες εκείνους που θέτουν οι θρησκείες και που απαξιώνουν τον άνθρωπο και καταπιέζουν τις ανθρώπινες ανάγκες. Βαθιά συντηρητικοί κύκλοι, ταυτίζουν το αίτημα για την αποδέσμευση του κράτους από την κηδεμονία της εκκλησίας με … υποχώρηση απέναντι στο Ισλάμ! Είναι ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αλλά πρέπει να είναι επίσης ξεκάθαρο, ιδιαίτερα σε όσους αρέσκονται να λένε ότι ανήκουν στη ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική αριστερά ότι δεν μπορούμε να απολυτοποιούμε το λεγόμενο «άλλο» ως εξ ορισμού θετικό και αποδεκτό, ή ως στοιχείο πολυπολιτισμικότητας. Ούτε έχει κάποια λογική να βλέπουμε αντιϊμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά σε οργανώσεις όπως ο ISIS που γυρίζει την ανθρωπότητα σε πολύ σκοτεινά χρόνια (δεν θα έλεγα καν στο Μεσαίωνα) και που είναι εξ άλλου πασίγνωστο ότι είναι παιδιά του ίδιου του ιμπεριαλισμού για να χτυπηθούν από τα μέσα τα κάποτε ριζοσπαστικά αραβικά καθεστώτα. Ούτε, τέλος, είναι νοητό να θεωρείται ως επιλογή των ίδιων των γυναικών ενός μεγάλου μέρους του μουσουλμανικού κόσμου να απαξιώνουν το φύλο τους μέσω και της ενδυμασίας. Μήπως πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τα πρώιμα έργα του Τενγκίζ Αϊτμάτοφ, τον «Πρώτο δάσκαλο» και τη «Τζαμίλια», για να θυμηθούμε τους σκληρούς αγώνες που έδωσε η σοβιετική εξουσία για να ελευθερώσει τις γυναίκες των ανατολικών μουσουλμανικών δημοκρατιών από τη μακρόχρονη καταπίεση; Μήπως να θυμηθούμε την αφήγηση του Χαρίλαου Φλωράκη για τον Ουζμπέκο που έσφαξε την κόρη του, επειδή έκοψε τις παραδοσιακές της κοτσίδες; Μήπως να ανοίξουμε ξανά τη συζήτηση για όσα κάποτε ήταν αυτονόητα στα πλαίσια του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος;

Μια ακόμα υποσημείωση

                Μια κάκιστη υπηρεσία που προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση της εργατικής τάξης είναι ότι, όπως κάποτε έκανε το ΠΑΣΟΚ, έχει σπιλώσει στη συνείδηση ανθρώπων με χαμηλή πολιτική εμπειρία και έλλειψη γνώσης, την έννοια της αριστεράς και του σοσιαλισμού. Γίνεται μια έντονη και συντονισμένη επίθεση, όχι από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης,, αλλά του πιο πρωτόγονου αντικομμουνισμού. Αυτή πατάει πάνω στα υπαρκτά προβλήματα που δημιουργούν οι επιλογές της κυβέρνησης (γι` αυτό και έχει μια ορισμένη απήχηση σε λαϊκό κόσμο). Στο διά ταύτα όμως, αυτού του είδους η πρωτόγονη προπαγάνδα καταλήγει στο ότι φταίνε οι «κομμουνιστές» (!!!) του ΣΥΡΙΖΑ, ο «άθεος σοσιαλισμός», οι «αριστεροί που μισούν την Ελλάδα» και άλλα, εξόχως … εμπεριστατωμένα.

Στα ζητήματα του εποικοδομήματος, ειδικά στην παιδεία, μια τέτοια κριτική στοχεύει τα απειροελάχιστα, αναιμικά και ελλιπέστατα θετικά που έχουν συντελεστεί στο χώρο. Δεν αναφέρομαι βέβαια στο άθλιο υπόμνημα Λιάκου, το οποίο προετοιμάζει την οριστική διάλυση της δημόσιας παιδείας. Αναφέρομαι κυρίως σε ζητήματα διάταξης της διδακτέας ύλης, ειδικά των ανθρωπιστικών μαθημάτων. Τελευταίο κρούσμα: εμφανίστηκε ένας φορέας αποτελούμενος από πανεπιστημιακούς κλασικούς φιλολόγους, συγκεκριμένης και σαφούς ιδεολογικής τοποθέτησης, κάποια «Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων» που σε καμμιά περίπτωση δεν εκπροσωπεί τους φιλολόγους της χώρας, για να κρούσει τον κώδωνα του … εθνικού κινδύνου (σε μια ανακοίνωση γραμμένη σε άπταιστο … πολυτονικό !!!) επειδή ορίστηκε να διδάσκονται συνοπτικά στην Α` Λυκείου κεφάλαια της αρχαίας ελληνικής ιστορίας τα οποία α) στην πράξη δεν διδάσκονταν ποτέ, γιατί δεν έβγαινε η ύλη, β) έχουν ήδη διδαχτεί σε προηγούμενες τάξεις και γ) παρουσιάζονται στο βιβλίο ΗΔΗ εξαιρετικά συνοπτικά ή πολύ κακογραμμένα. Δυστυχώς, μια τεκμηρίωση του εν λόγω … εθνικού κινδύνου που γέρνει επικίνδυνα προς τα άκρα δεξιά, αναπαράγεται και διαδίδεται και από ανθρώπους με ριζοσπαστική πολιτική σκέψη. Μήπως λοιπόν, αναρωτιέμαι για μια ακόμη φορά, πρέπει να καθίσουμε να ξανασυζητήσουμε για τα κάποτε αυτονόητα; Μήπως πρέπει να θυμηθούμε τις αρχές και τις αξίες μας και να τις προβάλλουμε επιθετικά, αποκαθαρμένες από την ψευδεπίγραφη «προοδευτικότητα» του ΣΥΡΙΖΑ; Ζητήματα παράδοσης, εθνικής ταυτότητας, το γλωσσικό (το οποίο περνά μια φάση συντηρητικοποίησης και οπισθοδρόμησης, με την καθαρεύουσα να μπαίνει απ` το παράθυρο και να στρεβλώνει το λαϊκό γλωσσικό αίσθημα), μήπως όλα αυτά πρέπει να συζητηθούν ξανά κάτω από το πρίσμα των μεγάλων μαρξιστών διανοητών; «Μνημονεύετε Δημήτρη Γληνό και μνημονεύετε Κώστα Βάρναλη», αυτό πρέπει να γίνει ένα από τα βασικά προτάγματα όσων αισθάνονται κομμουνιστές, ώστε οι αξίες και τα οράματά μας να ξαναγίνουν κτήμα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

 


[1] Στο σημείο αυτό, χρειάζεται μια προσοχή: όποιος είναι αντικληρικαλιστής, δεν είναι απαραίτητα και προοδευτικός. Στα ελληνικά γράμματα, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του «αφορεσμένου» ιδιόρρυθμου κεφαλλονίτη συγγραφέα Ανδρέα Λασκαράτου, τον οποίο η ριζοσπαστική του στάση απέναντι στην εκκλησία καθόλου δεν εμπόδισε να συμμετέχει στο φιλικό προς την αγγλική προστασία και τους παλιούς γαιοκτήμονες κόμμα των «Καταχθόνιων».

[2] Υπαινίσσομαι εδώ το συγκλονιστικό «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου και τα υπέροχα ποιήματα του Βάρναλη «Οι πόνοι της Παναγιάς» και «Η μάνα του Χριστού».

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας