Εργατικός Αγώνας

Για την εκπαίδευση που όλοι θέλουμε και δικαιούμαστε!

Ανακοίνωση της Επιτροπής Παιδείας της Κίνησης Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας.

Η πανδημία του Covid-19 κατέδειξε με εμφαντικό τρόπο της μεγάλες ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού συστήματος που έχει δομηθεί στην αγοραία λογική του κέρδους και της ανταποδοτικότητας.

Οι χρόνιες ελλείψεις του δημόσιου σχολείου όλων των βαθμίδων σε εκπαιδευτικούς και υλικοτεχνική υποδομή ξεγυμνώθηκαν και έγιναν αντιληπτές ακόμα κι από εκείνους που χρόνια τώρα παριστάνουν τους μη βλέποντες και μη ακούοντες.

Από τις αρχές Μάρτη, που η εξάπλωση του κορονοϊού πήρε τεράστιες διαστάσεις, όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας έκλεισαν. Κι αυτό ήταν σωστό και το μόνο λογικό απ’ όσα έκανε η ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ.

Τα φάλτσα άρχισαν λίγο μετά. Τότε που, με πρώτο κύμα τα προσκείμενα στην κυβέρνηση ΜΜΕ, έπεσε η πρώτη βολή εναντίον των «τεμπέληδων» εκπαιδευτικών που «βολεύτηκαν με τις ανοιξιάτικες διακοπές» και άλλες παρόμοιες χυδαιότητες.

Σαν έτοιμη από καιρό η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας πέταξε το πυροτέχνημα της τηλεκπαίδευσης. Η πράξη έδειξε πως έτοιμοι από καιρό ήταν μόνο οι «τεμπέληδες» εκπαιδευτικοί που, στην πλειοψηφία τους ανειδίκευτοι στις απαιτήσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος, κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις. Οι δομές του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν τα πήλινα πόδια του «γίγαντα» της τηλεδιδασκαλίας.

Από πού να ξεκινήσει κανείς; Πρώτα απ’ όλα στις σχολικές μονάδες δόθηκε εντολή να επικοινωνήσουν με τους μαθητές μέσω των κηδεμόνων με ηλεκτρονικά μηνύματα. Και τότε φάνηκε πως πολλές σχολικές μονάδες ειδικά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είχαν ηλεκτρονικές διευθύνσεις των κηδεμόνων γιατί απλούστατα ποτέ δεν τις είχαν χρειαστεί. Μέσα σε αντίξοες συνθήκες κατάφεραν να επικοινωνήσουν με το περιβάλλον των μαθητών και να εγγράψουν αρκετούς στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο (ΠΣΔ) ώστε να στη συνεχεία εγγραφούν στις πλατφόρμες τηλεδιδασκαλίας. Κι εδώ άρχισε ο δεύτερος τραγέλαφος. Δεν υπήρξε μια κεντρική κατεύθυνση για τη χρήση μιας πλατφόρμας. ΄Έτσι άλλοι εκπαιδευτικοί προτίμησαν την πλατφόρμα e-me που υποστηρίζει το υπουργείο κι άλλοι τη e-class που υποστηρίζει το ΠΣΔ. Έτσι, μέσα σε κλίμα άγνοιας και αβεβαιότητας, οι μαθητές αναγκάστηκαν να εγγραφούν και στις δυο, να προσπαθήσουν να εκπαιδευτούν στη χρήση τους και να δουλέψουν και στις δυο. Κι όλα αυτά σε συνθήκες κατάρρευσης και των δυο εργαλείων καθώς δεν ήταν έτοιμα να υποστηρίξουν τόσο μεγάλη κίνηση σε πανελλαδικό επίπεδο.

Ακόμα κι αν όλα τα παραπάνω λειτουργούσαν άψογα, το μεγαλύτερο πρόβλημα της τηλεδιδασκαλίας είναι η παντελής έλλειψη των απαραίτητων εργαλείων που θα την υποστηρίξουν. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας «έβαλε το κάρο μπροστά από το άλογο». Πρώτα εξήγγειλε την υλοποίηση της τηλεκπαίδευσης και ύστερα αναρωτήθηκε αν όλοι οι μαθητές έχουν υπολογιστή, laptop ή tablet για να μπορούν να συμμετάσχουν. Στις αρχές Απρίλη στάλθηκαν οδηγίες στους εκπαιδευτικούς να δώσουν στοιχεία για τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι μαθητές τους. Καλλιεργήθηκε έντεχνα η εντύπωση πως ο κρατικός μηχανισμός θα φρόντιζε για την προμήθεια των μαθητών με ηλεκτρονικές συσκευές, έστω και σε επίπεδο δανεισμού για όσο κρατήσει ο περιορισμός. Επίσης ακούστηκαν φήμες και για δωρεάν παροχή internet σε μαθητές όσο θα επικρατούν «ειδικές συνθήκες». Στην πράξη αποδείχτηκε η απάτη των παραπάνω «πληροφοριών» όταν με ειδική εγκύκλιο το υπουργείο ξεκαθάρισε πως δεν υπάρχει περίπτωση να προμηθεύσει μαθητές με συσκευές αλλά προτίθεται να ενισχύσει τις σχολικές μονάδες και μάλιστα σε αναλογία μια συσκευή ανά 50 μαθητές (!)

Μέσα σ’ όλο τον κυκεώνα, έχουν ήδη ξεκινήσει «ασύγχρονα» διαδικτυακά μαθήματα με ανάθεση εργασιών σε μαθητές. Τα περισσότερα χωρίς κεντρικό πρόγραμμα εναποτίθενται στον «πατριωτισμό» κάθε εκπαιδευτικού. Η κεντρική ιδέα ήταν πως τα διαδικτυακά μαθήματα εξυπηρετούν δυο στόχους; Πρώτο να λειτουργήσουν ως υποκατάστατο της σχολικής τάξης ώστε να μην αποκοπεί ο μαθητής από το σχολικό περιβάλλον και δεύτερο να είναι επαναληπτικά της ύλης που διδάχτηκε μέχρι την αναγκαστική αναστολή λειτουργείας των σχολείων. Ακόμα κι αυτά είναι δυσλειτουργικά και δυσκολεύουν γονείς και μαθητές στην υλοποίησή τους λόγω τεχνικών δυσλειτουργιών. Κι όλα αυτά όταν ειδικοί κρίνουν απαράδεκτη και επικίνδυνη την έκθεση μικρών παιδιών στις ακτινοβολίες μια ηλεκτρονικής οθόνης. Παρ’ όλα αυτά, οι καθ’ ύλην «αρμόδιοι» όχι μόνο διατάσσουν την μακρόχρονη έκθεση των παιδιών σε οθόνες αλλά σχεδιάζουν να την επεκτείνουν κιόλας.

Όλα δείχνουν πως ο σχεδιασμός του υπουργείου είναι να παραταθεί το κλείσιμο των σχολείων και για το μήνα Μάη. Έτσι καλούνται οι εκπαιδευτικοί να εκπαιδευτούν σε μεθόδους «σύγχρονης διδασκαλίας», δηλαδή να πραγματοποιούν τηλεδιασκέψεις σε ζωντανό χρόνο με τους μαθητές τους και -το σημαντικότερο- τους επιτρέπεται ακόμα και να προχωρούν στην διδασκαλία κεφαλαίων που δεν είχαν διδάξει υπό την προϋπόθεση πως όταν ανοίξουν τα σχολεία τα κεφάλαια αυτά θα διδαχθούν ξανά δια ζώσης. Η τελευταία «προϋπόθεση» φαίνεται πως μπήκε για «να χρυσώσει το χάπι» και τίποτα δεν εγγυάται ότι θα τηρηθεί μέχρι τέλους. Έτσι στην πράξη θα καταργηθεί ο ενιαίος χαρακτήρας της εκπαίδευσης και τα ωρολόγια προγράμματα σπουδών καθώς κάθε εκπαιδευτικός θα προχωρά με διαφορετικούς ρυθμούς τα υπό διδασκαλία κεφάλαια.

Όλα αυτά ισχύουν για το δημόσιο σχολείο. Στα ιδιωτικά οι σχολάρχες από τη μία καταστρατηγούν τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών προσθέτοντας τους απλήρωτες ώρες και εργασία κι από την άλλη περνούν σε μεθόδους τηλεδιδασκαλίας χωρίς κανένα έλεγχο.

Από τα παραπάνω είναι ξεκάθαρο πως η πανδημία κατέδειξε τη χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου εκπαίδευσης που επέβαλε η ΕΕ και υπηρέτησαν πιστά όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα. Μπροστά στην αγανάκτηση και τη γενική κατακραυγή, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου προσπαθεί να ρίξει το φταίξιμο στους εκπαιδευτικούς και να κάνει κινήσεις εντυπωσιασμού για να κατευνάσει τη λαϊκή αντίδραση.

Η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται όλα αυτά και η βιασύνη της υλοποίησης της τηλεκπαίδευσης εγείρουν ερωτηματικά για τους πραγματικούς στόχους της κυβέρνησης μέσα από αυτό το εγχείρημα. Με τη νεοφιλελεύθερη «λογική» της ανταποδοτικότητας κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει στο μέλλον την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών σε απομακρυσμένες ορεινές ή νησιωτικές περιοχές όχι με εκπαιδευτικούς αλλά με τηλεμαθήματα.

Οι κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου δείχνουν πως εκμεταλλεύεται την κρίση για να επιβάλλει λαίλαπα αντιεκπαιδευτικών μέτρων. Μέσα στην κρίση της πανδημίας και στο κλίμα χαλαρότητας της Μεγαλοβδόμαδας επείγεται να ψηφίσει νομοσχέδιο που φέρνει αλλαγές στα προγράμματα σπουδών των δημοτικών και γυμνασίων, σημαντικές αλλαγές στο λύκειο και ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην επιχειρηματική δραστηριότητα να διεισδύσει στα πανεπιστήμια. Πρόκειται για αλλαγές που θα μπορούσαν να φέρουν «από την πίσω πόρτα» την αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών σε συνάρτηση με τις επιδόσεις των μαθητών.

Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, είναι αξιοσημείωτη η απουσία κάθε αντίδρασης -έστω και λεκτικής- από τις συνδικαλιστικές ενώσεις των εκπαιδευτικών, την ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ, που για άλλη μια φορά φαίνονται κατώτερες των περιστάσεων.

Μπροστά σ’ αυτή την κατεύθυνση εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς και κοινωνία οφείλουν να ορθώσουν τείχη προστασίας του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της Παιδείας. Να προτείνουν και να απαιτήσουν τη λήψη μιας σειράς μέτρων βραχυπρόθεσμων αλλά και μακροπρόθεσμων.  

Κατ’ αρχήν για την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε άμεσα πρέπει:

  • Να συνεχιστούν οι επαφές του σχολείου με τους μαθητές με ανάθεση επαναληπτικών εργασιών όπου είναι δυνατό, πάντα όμως με το σκεπτικό πως δεν έχουν και δεν μπορούν όλοι να ανταποκριθούν υλικοτεχνικά. Με άλλα λόγια να δίνεται περισσότερο έμφαση στην επικοινωνία με τους μαθητές και την ψυχολογική τόνωση αυτών και των οικογενειών τους παρά στην καθαρά εκπαιδευτική διαδικασία στην οποία έτσι ή αλλιώς δεν μπορούν να πάρουν όλοι μέρος.
  • Να χρησιμοποιηθεί το μέσο της εκπαιδευτικής τηλεόρασης που μπορεί να μπει σε κάθε νοικοκυριό με στοχευμένα προγράμματα.
  • Να σταματήσει κάθε απόπειρα να διδαχθεί νέα ύλη.
  • Να ανακοινωθεί έγκαιρα η ύλη των εξετάσεων που σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει εκείνη που διδάχθηκε ως τα τέλη Φλεβάρη.
  • Να ολοκληρωθεί η εκπαιδευτική χρονιά το αργότερο στα τέλη Ιούνη. Αυτό προϋποθέτει και τη διεξαγωγή Πανελλαδικών εξετάσεων το αργότερο στα τέλη αυτού του μήνα καθώς οποιαδήποτε άλλη λύση θα αποβεί σε βάρος των μαθητών που θα πάρουν μέρος.

Σε δεύτερο βαθμό πρέπει να διεκδικήσουμε:

  • Να πάψει το αίσχος των εργασιακών σχέσεων γαλέρας με τους αναπληρωτές. Διορισμοί μονίμων εκπαιδευτικών και κάλυψη όλων των εκπαιδευτικών κενών.
  • Γενική επιμόρφωση εκπαιδευτικών χωρίς προαπαιτούμενα και αποκλεισμούς στις νέες εκπαιδευτικές δυνατότητες που δίνουν τα ηλεκτρονικά προγράμματα διδασκαλίας.
  • Εξοπλισμός όλων των σχολικών μονάδων με ηλεκτρονικά μέσα και μέριμνα για τον εφοδιασμό των μαθητών με ανάλογα μέσα.
  • Ενίσχυση των υλικοτεχνικών υποδομών των σχολικών μονάδων όλων των βαθμίδων.
  • Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν γενναία αύξηση των δαπανών για την Παιδεία και ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης.

Αυτός ο αγώνας δεν είναι μόνο υπόθεση των εκπαιδευτικών. Είναι υπόθεση του μαθητικού και γονεϊκού κινήματος, είναι υπόθεση όλων μας γιατί η Παιδεία αφορά όλη την κοινωνία. Για την εκπαίδευση που όλοι θέλουμε και δικαιούμαστε!

 

Επιτροπή Παιδείας

της Κίνησης Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας