Εργατικός Αγώνας

Ένωσις αντί επανένωσης: Εθνικιστικές εξάρσεις δίνουν αφορμές για πάγωμα των συνομιλιών

Του Στέλιου Στυλιανού.

Στον τελευταίο σχολιασμό της κυπριακής επικαιρότητας από τις στήλες του Εργατικού Αγώνα1, είχαμε καταλήξει με την επισήμανση πως «στην Κύπρο όλο και περισσότεροι προοδευτικοί κύκλοι πιστεύουν πως είναι η ώρα για κορύφωση της δράσης» για λύση του Κυπριακού, αλλά και πως «την ίδια ετοιμότητα για ένα τελικό ξεκαθάρισμα φαίνεται να επιδεικνύει και το αντίπαλο δέος», το εθνικιστικό κατεστημένο του τόπου.

Τα μη αρνητικά νέα από τις συνομιλίες και τη διεθνή διάσκεψη της Γενεύης στις αρχές Γενάρη, φαίνεται πως σήμαναν για το απορριπτικό στρατόπεδο κάποιου είδους συναγερμό ενάντια στην προοπτική συμφωνίας μέσα στους επόμενους μήνες. Σε καμιά περίπτωση δεν επαληθεύτηκε στην Ελβετία το σενάριο υποβάθμισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και αναβάθμισης της «ΤΔΒΚ» ή της «παρθενογένεσης» ενός νέου κράτους που δεν θα αποτελεί συνέχεια της αναγνωρισμένης οντότητας του 1960, ένα σενάριο που τα κόμματα που αντιτίθενται στην ομοσπονδιακή επανένωση του νησιού προέβαλλαν ως το κύριό τους επιχείρημα.

Οι ήδη συμφωνημένες πρόνοιες για σταθερή πληθυσμιακή αναλογία 4 προς 1 υπέρ της ελληνοκυπριακής κοινότητας και για εφαρμογή των βασικών ελευθεριών όλων των κατοίκων σε ολόκληρη την επικράτεια, σε συνδυασμό με την κατοχύρωση της μίας ιθαγένειας, μιας διεθνούς εκπροσώπησης και άλλων θετικών συγκλίσεων μεταξύ των διαπραγματευτικών ομάδων, δεν αφήνουν στην πλατφόρμα των αντιομοσπονδιακών κομμάτων2 και πολλά περιθώρια αρνητικής προπαγάνδας ενάντια στα μέχρι τώρα βασικά αποτελέσματα των συνομιλιών.

Ως εκ τούτου, οι τελευταίες τέσσερις εβδομάδες στην Κύπρο χαρακτηρίστηκαν από την επιστροφή του δημόσιου λόγου και των τηλεοπτικών θεαμάτων στον πυρήνα του εσωτερικού κοινοτικού μας ζητήματος, που δεν είναι άλλος από τον αλυτρωτισμό που διαπερνά όλο το φάσμα του πολιτικοκοινωνικού γίγνεσθαι για δεκαετίες μέσω της κυρίαρχης ιδεολογίας3. Σύμφωνα με το εθνικό αφήγημα, η Κύπρος είναι ελληνική και ως εκ τούτου, αν είναι να γίνει κάποιος συμβιβασμός θα πρέπει να είναι προς την κατεύθυνση της διαιώνισης της παρούσας κατάστασης, «με ένα κράτος ελληνικό, ας είναι και μισό» και το υπόλοιπο υπό παράνομη κατοχή.

Το γεγονός είναι πως το σύνολο σχεδόν των μεγάλων ιδιωτικών συγκροτημάτων μαζικής ενημέρωσης, οι πλείστες εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, το δημόσιο ΡΙΚ, η επίσημη εκκλησία και όλα τα μικροαστικά κόμματα, τάσσονται συγκεκαλυμμένα ή φανερά κατά της οποιασδήποτε προόδου στο Κυπριακό στη συμφωνημένη βάση. Αυτά τα δεδομένα, με οποιοδήποτε φακό κι αν αναλυθούν, καταδεικνύουν πως η άρχουσα τάξη γέρνει προς τη διαιώνιση του statusquo, προκειμένου να διατηρηθεί ο ελληνοχριστιανικός χαραχτήρας του τόπου τουλάχιστον στο νότιο μέρος του. Κάτι τέτοιο θα διασφάλιζε επ’ αόριστο και τη συνέχιση της δικής τους εκμεταλλευτικής σχέσης πάνω στο «ποίμνιο», ανεξάρτητα από τις γεωπολιτικές επιπτώσεις. Ποτέ άλλωστε η κατάσταση του λαού δεν ήταν το άμεσο κριτήριο στα σχέδια του υπερσυντηρητικού, βαθειά ρατσιστικού και αντικομουνιστικού κατεστημένου του νησιού.  

Δυστυχώς, η ρητορική αυτού του χώρου έχει επηρεάσει τμήματα της ελληνικής Αριστεράς και το ίδιο το ΚΚΕ, που με μια στρεβλή και στατική αντιιμπεριαλιστική ανάλυση καταλήγει στα συνθήματα και την επιχειρηματολογία των πλέον ακραίων κύκλων στην Κύπρο που μιλούν για επιστροφή στο ενιαίο κράτος, προεξοφλώντας πως οποιαδήποτε άλλη λύση θα είναι ετεροβαρής και προβληματική εκ γενετής.      

Ακροδεξιός-εθνικιστικός αναβρασμός ενάντια στην προοπτική συμφωνίας

Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη δημόσια σφαίρα της ελληνοκυπριακής κοινότητας από τη Γενεύη και μετά, ήταν η ευθεία αμφισβήτηση του κυβερνώντος Δημοκρατικού Συναγερμού για το ηθικό και πολιτικό του δικαίωμα να διατείνεται πως εκπροσωπεί την «εθνικοφροσύνη». Τα αντιπολιτευόμενα κόμματα του «εθνικού τόξου», όλα δηλαδή εκτός ΑΚΕΛ και με την εμφανή στήριξη της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, εγκαλούν μόνιμα το Νίκο Αναστασιάδη και το ΔΗΣΥ για εγκατάλειψη των ιδανικών της εθνικοφροσύνης επειδή συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις για ένα δικοινοτικό συνεταιρισμό. Η αντίδραση των κυβερνητικών κύκλων είναι σταθερά η «μία από τα ίδια» επιβεβαίωση πως η μεγάλη δεξιά παράταξη συνεχίζει να είναι ο εκφραστής των «εθνικών ιδεωδών» και των παραδόσεων του ενωτικού ένοπλου, κατά βάση αντικομουνιστικού και αντιτουρκοκυπριακού σύμφωνα με την ανεξάρτητη ιστορική μελέτη, αγώνα.

Ως επιστέγασμα του ακροδεξιού και εθνικιστικού αναβρασμού, η πολιτική συμμαχία που σχηματίστηκε από όλα τα μικρότερα κόμματα της Βουλήςενάντια στην προοπτική επίλυσης του Κυπριακού δεν δίστασε στις 10 Φεβρουαρίου4 να υπερψηφίσει πρόταση νόμου του ΕΛΑΜ, θυγατρικού κόμματος της Χρυσής Αυγής στην Κύπρο, για ιδιαίτερο εορτασμό στα σχολεία της επετείου του ενωτικού δημοψηφίσματος του 19505. Στον επίμαχο κανονισμό που ανατρέπει το μέχρι τώρα καλό κλίμα στις συνομιλίες, οι βουλευτές του Δημοκρατικού Συναγερμού ψήφησαν αποχή, με αποτέλεσμα να επικρατήσει με 19 ψήφους απέναντι στις 16 του ΑΚΕΛ. Το κόμμα της Αριστεράς ήταν το μόνο που επεσήμανε τους κινδύνους, αναλαμβάνοντας άμεσα πρωτοβουλίες εκτόνωσης προς την τουρκοκυπριακή πλευρά.

Η αποχή του ΔΗΣΥ στη συγκεκριμένη ψηφοφορία δείχνει και τα όρια της συντηρητικής παράταξης σε σχέση με το πώς φαντάζεται ή οραματίζεται την επόμενη μέρα. Δείχνουν να μην έχουν το σθένος να γυρίσουν σελίδα, να έχουν μείνει μετέωροι ανάμεσα στο εθνικιστικό χθες και τις ανάγκες σήμερα και αύριο, υποκύπτοντας στις πιέσεις των διχοτομικών κύκλων και αποφεύγοντας τις ρήξεις που χρειάζονται. Το γεγονός αυτό προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, αλυσιδωτές αντιδράσεις ανάμεσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, τις δομές στα κατεχόμενα και την Άγκυρα που βρήκαν την ευκαιρία, πατώντας όπως πάντα στις ελληνοκυπριακές εθνικιστικές εξάρσεις του κατεστημένου, να δακτυλοδείξουν την ελληνοκυπριακή πλευρά ως την ιστορικά υπεύθυνη για την κατάσταση στο νησί.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, σε μια πρώτη και μάλλον αυθόρμητη αντίδραση στον αναβρασμό που δημιουργήθηκε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα επιδρώντας καίρια στις τοποθετήσεις του Μουσταφά Ακιντζί, συνέκρινε την υπόθεση του ενωτικού δημοψηφίσματος και γενικότερα του ενωτικού αγώνα με την τούρκικη εισβολή και κατοχή, επισημαίνοντας πως παρόλη την πικρία μας δεν εγείραμε ποτέ στους συνομιλητές μας θέμα για τους ετήσιους εορτασμούς στα κατεχόμενα για την εισβολή ή την ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Χωρίς μάλλον να το έχει καταλάβει, με την επισήμανσή του αυτή ο Νίκος Αναστασιάδης παραδέχτηκε πως ο αγώνας των ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα και ιδιαίτερα αυτός που συνεχίστηκε με παρακρατική δράση μετά την ανεξαρτησία του 1960, έχει δυναμιτίσει την κατάσταση με την ανάλογη τουλάχιστον ισχύ που το έχει κάνει η τούρκικη εισβολή και η συνεχιζόμενη διαίρεση του νησιού.

Η ζωή απέδειξε πως η επιμονή των ελληνόφωνων κυπρίων για ένωση δεν εξυπηρέτησε το λαό και τον τόπο συνολικά. Απομάκρυνε τις δύο μεγάλες κοινότητες και επέτρεψε την εμπλοκή της Ελλάδας, της Τουρκία και μιας σειράς άλλων παραγόντων σε μια διελκυστίνδα που κατέληξε στην εισβολή και τη διχοτόμηση. Η Αριστερά έχει τις δικές της ευθύνες για τις κακοτοπιές του ενωτικού ζητήματος. Το ΑΚΕΛ, σε συνεννόηση με το ΚΚΕ, υιοθέτησε από το 1948 και μετά την πολιτική της ένωσης με την Ελλάδα ως τον πιο ενδεδειγμένο δρόμο για απελευθέρωση, μη εκτιμώντας ολοκληρωμένα τις ιδιαίτερες ανάγκες ή και ελπίζοντας πως αυτή θα πραγματοποιηθεί σε σοσιαλιστικές συνθήκες. Η Κύπρος πείθει σήμερα, παρά τις τρικλοποδιές που της έβαλαν οι «μητέρες πατρίδες» και λοιποί «εγγυητές», πως μπορούσε να προοδεύσει ανεξάρτητη και αυτόφωτη. Ήταν αναγκαία μια πάλη όλων των Κυπρίων, μια πολιτική δικοινοτική λαϊκή πάλη για ανεξαρτησία και τη δημιουργία ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους που θα απέδιδε σε όλους την ελευθερία και την πολιτική τους ισότητα.

Ο εθνικισμός και ο μαξιμαλισμός δεν μας βγήκαν σε καλό. Το ΝΑΤΟ και η Τουρκία χρησιμοποίησαν κατά κόρον τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό για να προωθήσουν τους σχεδιασμούς τους. Ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ, η συνέχιση του ενωτικού κινήματος μέσα από τις δομές του παρακράτους και της Εθνικής Φρουράς με κατάληξη την ΕΟΚΑ Β’ και το πραξικόπημα, δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία σε καμιά σύγχρονη πολιτική και ιστορική ανάλυση πως συνέβαλαν τα μέγιστα στην επιδείνωση της κατάστασης στην Κύπρο.Ακόμα και σήμερα, η δυσπιστία ανάμεσα στους τουρκοκύπριους αλλά και τη διεθνή κοινότητα για τις προθέσεις των ελληνοκυπρίων μετά τη λύση, οφείλεται ακριβώς στον εθνικιστικό βραχνά που εκδηλώνεται ιδιαίτερα σε περιόδους κορύφωσης των συνομιλιών και που οδηγεί εντέλει σε ασφυξία κάθε θετική προοπτική.

Αναστασιάδης και Συναγερμός οφείλουν να πάρουν κάποιες σοβαρές αποφάσεις σύντομα. Η ανοχή στην εθνικιστική στροφή που παρατηρείται με αιτία τις εξελίξεις στο Κυπριακό, δείχνει πως μάλλον γίνονται σκέψεις για τρενάρισμα της διαδικασίας μετά τις Προεδρικές του Φεβρουαρίου του 2018. Σε τέτοια περίπτωση, με δεδομένες τις αρνητικές συνθήκες στο εσωτερικό μέτωπο καθώς και στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να επικρατήσει στη διεθνή διπλωματία η αίσθηση πως οι ελληνοκύπριοι δεν είναι έτοιμοι για μεγάλα πράγματα. Και τότε ο λόγος θα ανήκει αποκλειστικά στον Ερντογάν και τους διχοτομικούς κύκλους στα κατεχόμενα.     

 

1 «Ο δημοκρατικός λαός της Κύπρου θέλει λύση κι επανένωση»

2 Με τις ψήφους που εξασφάλισαν στις τελευταίες Βουλευτικές Εκλογές του 2016: Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ) 14.5%, 9 έδρες, Κίνημα Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ 6.2%, 3 έδρες, Συμμαχία Πολιτών 6%, 3 έδρες, Κίνημα Αλληλεγγύη 5.2%, 3 έδρες, Κίνημα Οικολόγων 4.8%, 2 έδρες. Το Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο (ΕΛΑΜ) με 3.7% έχει 2 βουλευτές. Συνολικά η αντιομοσπονδιακή αυτή πλατφόρμα αντιπροσωπεύει το 40.5% του εκλογικού σώματος, διαθέτει 22 ψήφους στην Κυπριακή Βουλή έναντι 16 του ΑΚΕΛ (25.3%) και 18 του Δημοκρατικού Συναγερμού (30.7%) που στηρίζουν τις συνομιλίες και τη Διζωνική Ομοσπονδία. Παρόλα αυτά, οι απορριπτικοί κύκλοι υπολογίζουν σε αποσκιρτήσεις από τον κυβερνητικό χώρο του ΔΗΣΥ, τόσο σε επίπεδο πολιτικών στελεχών όσο ιδιαίτερα από τη βάση της δεξιάς παράταξης σε περίπτωση δημοψηφίσματος. http://results.elections.moi.gov.cy

3 Η κυρίαρχη ιδεολογία στην Κύπρο, η δεξιά και εθνικιστική αφήγηση που επιβάλλεται στην εκπαίδευση και τον επίσημο λόγο με λιγότερη ή περισσότερη ένταση κάθε φορά ανάλογα με τη συμμετοχή ή τη στήριξη του ΑΚΕΛ σε μια κυβέρνηση, παρουσιάζει ένα λαό, τους ελληνοκύπριους, ως αγνούς αγωνιστές της ελευθερίας και ως εκ τούτου της ένωσης με την Ελλάδα. Ο λαός αυτός, παρά τις θετικές του προθέσεις τόσο απέναντι στους τουρκοκύπριους όσο και τη διεθνή κοινότητα, έπεσε θύμα της πλεκτάνης και των εκβιασμών των ξένων, έγινε στόχος ιδιαίτερα των Άγγλων και των Τούρκων, καταλήγοντας σε μισή πατρίδα και σε αναμονή μιας κάποιας δικαίωσης.

Σύμφωνα με το αφήγημα που επικρατεί και το οποίο αμφισβητείται πλέον σε πολλαπλά επίπεδα από την επιστημονική ιστορική ανάλυση, η Κύπρος είναι ελληνική στη βάση της μεγάλης πλειοψηφίας των χριστιανών ορθόδοξων κατοίκων του νησιού και σε σύγκριση με τις άλλες κοινότητες, καθώς και της μακραίωνης ιστορίας του τόπου. Μιας ιστορίας που συνδέεται, μέσω της κυπριακής αρχαιοελληνικής διαλέκτου και του θρησκευτικού δόγματος που επικράτησε τελικά, με τον ευρύτερο χώρο της ρωμιοσύνης και ειδικότερα τους ελληνόφωνους νησιωτικούς και παραθαλάσσιους πληθυσμούς, για περίπου 3.000 χρόνια.

Στο έδαφος αυτών των «πραγματικοτήτων», το «φυσιολογικό και πατριωτικό» καθήκον των Κυπρίων ήταν ο αγώνας για ένωση με την Ελλάδα με οποιοδήποτε τρόπο, όπως και έπραξε η εθνικόφρων νεολαία της ΕΟΚΑ το 1955-59, με τις ευλογίες της Αρχιεπισκοπής (Εθναρχίας) και την στρατιωτική καθοδήγηση του «αρχηγού» Γεώργιου Γρίβα Διγενή. Η κατάληξη των «δίκαιων αγώνων του κυπριακού ελληνισμού» στο δοτό και προβληματικό σύνταγμα του 1960 και την απόδοση «υπερπρονομίων» στους τουρκοκύπριους, σε συνδυασμό με το πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών οδήγησαν εντέλει στην εισβολή του 1974 και τη συνεχιζόμενη έκτοτε κατοχή και διαίρεση.

4 «Με νόμο θα τιμάται στα σχολεία η επέτειος του δημοψηφίσματος για την Ένωση με την Ελλάδα»

5 «Όταν η Κύπρος αξίωνε την Ένωση με την Ελλάδα το 1950 – Στο φως το ενωτικό δημοψήφισμα»

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας