Εργατικός Αγώνας

Το Κυπριακό σε «σκοτεινή φάση»

Του Στέλιου Στυλιανού για τον Εργατικό Αγώνα.

Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στη μη κατάληξη στο Κραν Μοντανά, καθώς και το λεκτικό της τελικής του ανακοίνωσης με την οποία έβαζε τέλος στην παρούσα διαδικασία για λύση του Κυπριακού, σκιαγραφούν τη «σκοτεινή φάση» στην οποία έχει περιέλθει πλέον το πολυετές πρόβλημα. Σε αντίθεση με τη φρασεολογία των ανακοινώσεων του περασμένου Χειμώνα στη Γενεύη όπου ο Γ. Γραμματέας έκανε πολλαπλές νύξεις που θωράκιζαν την Κυπριακή Δημοκρατία, η διατύπωση «λήξης» περιείχε ξεχωριστές αναφορές σε «νότια και βόρεια Κύπρο», ανοίγοντας έτσι ένα νέο κύκλο συζητήσεων για τις αντοχές του διεθνούς οργανισμού.

Η αρνητική πορεία που παίρνει το πρόβλημα μετά το πρόσφατο ναυάγιο στην Ελβετία διαφαίνεται και στις δηλώσεις του Τούρκου ΥΠΕΞ Μελβούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος χωρίς να μασά τα λόγια του εκτιμά πλέον πως το Κυπριακό «δεν μπορεί να βρει τη λύση του στα πλαίσια των υπηρεσιών του ΟΗΕ» και της ομοσπονδιακής φόρμουλας που επαναλαμβάνεται στα σχετικά ψηφίσματα. Μεθερμηνευόμενη αυτή η δήλωση και σε συνάρτηση με την αναφορά του ΓΓ του ΟΗΕ σε «βόρειους και νότιους», γίνεται σαφές πως το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η ειρηνευτική διαδικασία ανοίγει ίσως το δρόμο και την όρεξη κάποιων για μια «ντε φάκτο» λύση του προβλήματος. Η στασιμότητα και οι αρνητικές εξελίξεις στο Κυπριακό αποτελούν άλλωστε διαχρονικά το βασικό εργαλείο με το οποίο η Τουρκία και οι ΝΑΤΟϊκοί της σύμμαχοι εδραιώνουν τα τετελεσμένα της κατοχής.

Κατά την επόμενη περίοδο και λαμβάνοντας υπόψη τις τάσεις που παρατηρούνται για απεμπλοκή από τα πλαίσια του ΟΗΕ, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία η επιμονή στη συμφωνημένη βάση λύσης από το 1977 και 1979 μεταξύ Μακαρίου-Ντενκάς και Κυπριανού-Ντενκτάς, για μια μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Τυχών παρέκκλιση στην επίσημη πολιτική Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων προς την κατεύθυνση της εγκατάλειψης του συμφωνημένου πλαισίου, θα διευκολύνει αφάνταστα την Άγκυρα και τους Δυτικούς ευρύτερα που ψάχνουν τρόπους εδώ για δεκαετίες ώστε να «αποκολλήσουν» το πρόβλημα από τον ΟΗΕ και τις δύο κοινότητες, μεταφέροντάς το κατευθείαν στο ΝΑΤΟ και χωρίς την «ενοχλητική» παρουσία τρίτων.

Αυτή η νομοτέλεια αξίζει να επαναλαμβάνεται σε κάθε διεθνιστική-αντιιμπεριαλιστική ανάλυση για το Κυπριακό, ειδικά όταν συγκρούεται πλέον μετωπικά με την αναθεωρημένη και εντελώς απαράδεκτη θέση της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ για εγκατάλειψη της ομοσπονδιακής προοπτικής.

Τα επικοινωνιακά παιχνίδια στο Κραν Μοντάνα

Παρά τα πολλά που γράφονται και λέγονται σχετικά με το τι έγινε και τι δεν έγινε στο Κραν Μοντανά, ιδιαίτερα κατά το τελικό «δείπνο εργασίας» που απομάκρυνε τη λύση αντί να την φέρει κοντύτερα, μια αντικειμενική καταγραφή δεν μπορεί παρά να επισημάνει τα επικοινωνιακά παιχνίδια που στήθηκαν από όλες τις πλευρές προκειμένου να διαχειριστούν το διαφαινόμενο ναυάγιο.

Οι κινήσεις Άγκυρας, Λευκωσίας και Αθήνας δεν γίνονταν, κατά γενική ομολογία, για να βρεθούν οι χρυσές τομές και να επιλυθούν οι διαφορές με ένα τρόπο που να αφήνει ικανοποιημένες τις δύο κοινότητες. Η άρχουσα τάξη σε κάθε χώρα χρησιμοποιεί ανέκαθεν το Κυπριακό ως κορυφαίο ιδεολογικό και πολιτικό ζήτημα που επηρεάζει την κοινή γνώμη, γνωρίζοντας πως έχει την ιδιότητα να προκαλεί εσωτερικές και περιφερειακές αναταράξεις. Παρόλα αυτά, βασικό ζητούμενο των αντιπροσωπειών κατά τη διαδικασία που εξέπνευσε την περασμένη εβδομάδα, ήταν η προσπάθειά τους να αποφύγουν όσο ήταν εφικτό τη χρέωση ευθυνών για το αδιέξοδο.

Σ’ αυτό το παιχνίδι εντάχθηκε η άτσαλη και καθ’ όλα υποκριτική κατάθεση από το Νίκο Αναστασιάδη, κατά τα τελευταία εικοσιτετράωρα της διαπραγμάτευσης, ενός «υπερπροχωρημένου» πακέτου προτάσεων στα ζητήματα διακυβέρνησης και με την απαίτηση να δηλώσει η Τουρκία την παραίτησή της από την Κύπρο σε ένα συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο ισχυρός της διαπραγμάτευσης, η κατοχική δύναμη, απέρριψε το «τελεσίγραφο» Αναστασιάδη αποδίδοντάς του έλλειψη σοβαρότητας, με τον Μ. Τσαβούσογλου να διαμηνύει ενοχλημένος πως αυτή ήταν και η τελευταία διαδικασία αυτού του τύπου στην οποία συμμετέχει η Τουρκία.

Η Αθήνα από την άλλη και διαμέσου του Νίκου Κοτζιά, παραδόξως πανηγυρίζει για το αποτέλεσμα της διάσκεψης θεωρώντας πως έγιναν βήματα για τη λύση μέσα από αυτό τον κυκεώνα αρνητικών εξελίξεων και διατυπώσεων. Η ελληνική διπλωματία εκτιμά ως μέγιστο το γεγονός πως η Άγκυρα κάθισε να συζητήσει έστω και απρόθυμα το ενδεχόμενο να αφήσει την Κύπρο να μετεξελιχθεί σε ένα «φυσιολογικό κράτος», εκτιμώντας πως έχει δημιουργηθεί πλέον ένα «κεκτημένο» που εν πάση περιπτώσει δεν φαίνεται να συμμερίζεται οποιοσδήποτε άλλος εμπλεκόμενος.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης και η κατάσταση στο εσωτερικό των δύο κοινοτήτων

Η αλήθεια είναι πως όντως η Τουρκία δεν είναι έτοιμη να επιτρέψει στην Κύπρο να ζει ολότελα έξω από τη σκιά της, αλλά και πως αυτό δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί ως διά μαγείας από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι σίγουρα δικαιολογημένες οι ανησυχίες των Ε/κυπρίων απέναντι στην τούρκικη στρατιωτική μηχανή και την πολιτική ισχύ της Άγκυρας. Για όσο όμως οι δύο κοινότητες δεν λειτουργούν συμμαχικά μεταξύ τους συμφωνώντας σε όλες τις εσωτερικές πτυχές και δηλώνοντας αποφασισμένες να προασπίσουν την ενότητα του τόπου και του λαού ενάντια στον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό, η Άγκυρα δεν βρίσκει τους σημαντικούς εκείνους λόγους που θα την μετακινούσαν από τη θέση της.

Είναι γεγονός πως η απαίτηση για τις εγγυήσεις της Τουρκίας μπαίνει στο τραπέζι από την ίδια την τ/κυπριακή πλευρά και με κριτήριο τα πάθη των Τουρκοκυπρίων από τους ακροδεξιούς του Γρίβα και του Σαμψών για όλη την περίοδο από το 1955 μέχρι και το 1974. Οι φόβοι απέναντι στον ε/κυπριακό φασισμό είναι, ομοίως με τις ελληνοκυπριακές ανησυχίες, δικαιολογημένοι από κάθε άποψη, ενώ ενισχύονται ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια μετά και την μεταφορά της δράσης της Χρυσής Αυγής στην Κύπρο μέσω του ΕΛΑΜ. Η δυσπιστία των Τουρκοκυπρίων δεν είναι σε καμιά περίπτωση αβάσιμη και αφορά το ευρύτερο κλίμα στο εσωτερικό της ε/κυπριακής κοινότητας που σαφώς μετατοπίζεται προς τον εθνικισμό και την απόρριψη της ομοσπονδιακής λύσης, αν κρίνουμε από τη δυναμική της υποψηφιότητας Νικόλα (Τάσσου) Παπαδόπουλου και τις παλινωδίες των κυβερνώντων ανάμεσα στην επανένωση και το βόλεμα με τη διχοτόμηση.

Το Κυπριακό δεν είναι μόνο πρόβλημα εισβολής και κατοχής κι αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί. Η παρουσία 30 χιλιάδων και πλέον «μεχμετζίκ» θα μπορούσε να τερματιστεί με μια συμφωνία στην Ελβετία αυτό το μήνα ή ακόμα και τον περασμένο Γενάρη, με ένα συμβολικό τούρκικο άγημα των 650 στρατιωτών να παραμένει στη Λευκωσία μαζί με ένα ελληνικό της τάξης των 950. Η χώρα θα ενωνόταν κάτω από κοινές δομές, με μια ιθαγένεια και εξωτερική ταυτότητα σε περίπτωση που η συμφωνία θα επικυρωνόταν από τα ξεχωριστά δημοψηφίσματα, επιτρέποντας σε δεκάδες χιλιάδες Κύπριους να επιστρέψουν και να ανακτήσουν τις περιουσίες τους.

Διαφεύγει σε πολλούς, κι αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα της ε/κυπριακής και ελληνικής προπαγάνδας, πως σοβεί ένα άλυτο εσωτερικό πρόβλημα που προηγείται αρκετά της εισβολής και το οποίο αφορά την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων στη βάση των ιστορικών εμπειριών. Η νομή της εξουσίας, η έμπρακτη ισοτιμία και ο συνολικός χαρακτήρας και προσανατολισμός του νέου κράτους δεν έχουν μέχρι και σήμερα συνομολογηθεί με σαφήνεια, δεκαετίες μετά το 1963 όπου και διαλύθηκε ο πρώτος συνεταιρισμός. Ως εκ τούτου, η Τουρκία και όσοι γενικά επενδύουν στη διχοτόμηση της Κύπρου, βρήκαν και συνεχίζουν να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στον μαξιμαλισμό και το λαϊκισμό που αναπτύσσεται στην κάθε κοινότητα ξεχωριστά, υποδαυλίζοντας το μίσος και τη χωριστική νοοτροπία.

Το ΑΚΕΛ και πλήθος άλλων πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων στις δύο κοινότητες, καλούσαν τον Πρόεδρο Αναστασιάδη από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων του το Φλεβάρη του 2013, να υιοθετήσει τις συγκλίσεις Δημήτρη Χριστόφια-Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και να προχωρήσει με αποφασιστικότητα στο κλείσιμο όλων σημαντικών των κεφαλαίων στον ενδοκυπριακό διάλογο, πριν συναινέσει σε διεθνή διάσκεψη για το Κυπριακό και σε συζήτηση των στρατιωτικών ζητημάτων. Το κόμμα της Αριστεράς υποδείκνυε στον Πρόεδρο εξ αρχής πως τα δεδομένα δεν θα είναι υπέρ της Κύπρου για όσο μια τελική διάσκεψη για τα στρατιωτικά θέματα και τις εγγυήσεις δεν βγαίνει έξω από τα πλαίσια των «μητέρων πατρίδων», της Μεγάλης Βρετανίας και της ΕΕ, εμπλέκοντας αποφασιστικά όλα τα μόνιμα μέλη τους Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Πρέπει να γίνει σαφές σε όσους σε Ελλάδα και Κύπρο βρήκαν λόγους να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για το αποτέλεσμα στο Κραν Μοντανά, πως μη λύση του Κυπριακού δεν αναγκάζει τον κατοχικό στρατό σε αποχώρηση ούτε και τερματίζει τον εποικισμό και την περαιτέρω διασύνδεση των κατεχομένων με την Τουρκία.

Δεν μπορεί να θεωρείται ιμπεριαλιστική ή πιο επικίνδυνη μια λύση που θα έχει επιτευχθεί στο γνωστό ομοσπονδιακό πλαίσιο και το οποίο παραπαίει σήμερα, σε σύγκριση με την παρούσα, άκρως επεμβατική και ψυχροπολεμική κατάσταση πραγμάτων ή με μια πιθανή μετεξέλιξή της έξω και πέρα από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας