Εργατικός Αγώνας

Οι πολιτικές εξελίξεις και η τακτική των κομμάτων

Με το τέλος του Αυγούστου τελειώνει και η θερινή χαλάρωση και όλοι, κράτος και πολιτικές δυνάμεις επανέρχονται στις θέσεις τους και οι Έλληνες εργαζόμενοι στη σκληρή πραγματικότητα τους. Από το φθινόπωρο αναμένονται σημαντικές πολιτικές εξελίξεις που θα επηρεάσουν την κατάσταση και θα διαμορφωθούν τα νέα δεδομένα στο κυβερνητικό και στο πολιτικό πεδίο και γι’ αυτό κάθε πολιτική δύναμη προετοιμάζει τα σχέδια της.

 Η κυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, επιδιώκει να διαβεί τον κάβο του φθινοπώρου και να φθάσει στο Φλεβάρη, στην εκλογή του προέδρου της δημοκρατίας και εκεί να επιδιώξει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 180 βουλευτών, ώστε να εκλεγεί πρόεδρος της δημοκρατίας και να αποφύγει τις βουλευτικές εκλογές και τη διαφαινόμενη ήττα. Ο στόχος αυτός είναι οπωσδήποτε δύσκολος, αλλά με την κατάλληλη δράση, τα μέτρα που ετοιμάζει η κυβέρνηση και με την στοχευμένη προπαγάνδα ευελπιστεί ότι είναι πιθανόν να συγκεντρώσει τους 180 και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές πιθανόν κάτι καλό να συμβεί.

 Ποια είναι όμως η κυβερνητική πολιτική και τα μέτρα που ετοιμάζει η κυβέρνηση, που μαζί με τη δράση των δύο κομμάτων μπορούν να οδηγήσουν σε ανάκαμψη και πιθανή εκλογική νίκη, πάντα φυσικά κατά την κυβέρνηση; Το προπαγανδιστικό πλαίσιο είναι λίγο-πολύ γνωστό. Μέχρι σήμερα πλευρές του έχουν τεθεί και αναμένεται να τεθούν πιο ολοκληρωμένα από Σεπτέμβριο.

Η χώρα εξέρχεται από τα μνημόνια, εξέρχεται από τη μνημονιακή επιτήρηση. Η ανάκαμψη της οικονομίας έχει ήδη αρχίσει και οι δύσκολες μέρες για το λαό τελείωσαν.

  • Ετοιμάζεται η κυβέρνηση για «σκληρή διαπραγμάτευση» με την τρόικα και τους δανειστές για την ρύθμιση του χρέους που θα απαλλάξει τη χώρα και του λαό από το πολύ μεγάλο βάρος που έχει σήμερα.
  • Η χώρα πρέπει να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές, να πάρει όλα τα μέτρα για να αποπληρώσει το χρέος της, γιατί αλλιώς οι θυσίες 5 χρόνων του ελληνικού λαού θα πάνε χαμένες. Το παράδειγμα της πρόσφατης χρεοκοπίας της Αργεντινής πρέπει να τους συνετίσει όλους.

Αυτά συνδυασμένα, κατά την κυβέρνηση, διαμορφώνουν άλλο κλίμα, διαφορετικές συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν χαλάρωση των αντιλαϊκών μέτρων και θα δώσουν τη δυνατότητα για πιο φιλολαϊκή πολιτική και για στοχευμένες φιλολαϊκές ενέργειες που θα βελτιώσουν την κατάσταση ευρύτερων τμημάτων του λαού και μέσω αυτών θ’ αλλάξει το κλίμα και η συμπεριφορά των εργαζομένων απέναντι στην κυβέρνηση.

Φυσικά πάνω σ’ αυτή τη βάση θα στηθούν και θα λειτουργήσουν τα διλλήματα που θα τεθούν καταρχήν στους βουλευτές κατά την ψηφοφορία για τον πρόεδρο της δημοκρατίας και ύστερα σε ολόκληρο το λαό. Το βασικό δίλημμα είναι «μόνο με την κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου μπορεί η χώρα να διαπραγματευτεί με τους δανειστές, άρα θα πρέπει με κάθε τρόπο η κυβέρνηση να στηριχθεί. Αν πέσει, η διαπραγμάτευση καταρχήν θα αναβληθεί και ύστερα δεν μπορεί να έχει αίσιο τέλος για το λαό και τη χώρα».

Τα παραπάνω φυσικά η κυβέρνηση ετοιμάζεται να τα συνοδεύσει με ένα πλαίσιο φορολογικών ελαφρύνσεων και ορισμένων φιλολαϊκών μέτρων, καθώς γνωρίζει ότι η συνεχής επίκληση του «εθνικού συμφέροντος» δεν φθάνει, ιδιαίτερα μετά την αντιλαϊκή πολιτική που ακλούθησε πέντε χρόνια τώρα και έφερε τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία στο βυθό. Φαίνεται ότι έχει προετοιμάσει ένα σχέδιο οικονομικών μέτρων, αυτό που ο Α. Σαμαράς ονομάζει «αποκατάσταση κοινωνικών αδικιών» και στο οποίο περιλαμβάνονται, κάποια μείωση του Φ.Π.Α σε επιλεγμένες επαγγελματικές κατηγορίες, σκέψεις για ρύθμιση των οφειλών των επιχειρήσεων και των πολιτών, μείωση της έκτακτης εισφοράς για το 2015 και μείωση του φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης. Εξάλλου περισσότεροι από 30 βουλευτές της ΝΔ τις προηγούμενες ημέρες προλείαναν το έδαφος καταθέτοντας στη βουλή ερώτηση για το θέμα αυτό, προφανώς με τις ευλογίες του μεγάρου Μαξίμου. Υπάρχει επίσης η υπόσχεση, καιρό τώρα, για μόνιμη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Αυτοί φαίνεται ότι είναι σε γενικές γραμμές οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί, παράλληλα με τις κινήσεις για αναπροσαρμογές στο πολιτικό σύστημα και τις πολιτικές δυνάμεις, που ελπίζει η κυβέρνηση να της βγουν και να ενισχυθεί.

Όλα αυτά όμως υπόκεινται σε μεγάλους περιορισμούς, οι οποίοι λειτουργούν αποτρεπτικά για την ευόδωση αυτών των σχεδίων.

Ο πρώτος αποτρεπτικός παράγοντας είναι ότι για όλα τα παραπάνω έχει βαρύνοντα λόγο η τρόικα και ο πρωθυπουργός αποκλείεται να συγκρουστεί μαζί της προκειμένου να προωθήσει τους όποιους σχεδιασμούς του ενάντια στη θέληση της. Αυτό είναι πλέον σε όλους που γνωστό. Η τρόικα ήρθε τον Ιούλιο, απήλθε για να επανέλθει το Σεπτέμβρη και εκεί θα τεθούν τα ζητήματα και θα φανούν οι διαθέσεις της, τι από όλα τα παραπάνω θα επιτρέψει. Φυσικά η τρόικα αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες της κυβέρνηση και πιθανόν να θέλει να βοηθήσει, εξάλλου, η κυβέρνηση τόσο πολλά έκανε για αυτούς, αλλά τα συμφέροντα των μονοπωλίων και της ΕΕ προφανώς έχουν τον πρώτο λόγο.

Η δεύτερη σημαντική δυσκολία είναι ότι το προπαγανδιστικό επιχείρημα, ότι η χώρα βγαίνει από τη μνημονιακή επιτήρηση και αρχίζει η ανάπτυξη ξεφτίζει όλο και περισσότερο στην αντίληψη του λαού. Αντιλαμβάνονται πολύ καλά οι εργαζόμενοι ότι η οποία ανάπτυξη είναι μακριά και αν και όταν έρθει δεν θα αφορά κυρίως αυτούς αλλά τους κατέχοντες και τους ισχυρούς και δεύτερον ότι και αν η κυβέρνηση δεν υπογράψει νέο μνημόνιο, πράγμα απίθανο, όλο το πλαίσιο που διαμορφώθηκε μέχρι τώρα και καθορίζει τη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας, νόμοι, διατάξεις, αποφάσεις στα κάθε τομέα θα παραμείνει και θα είναι το βασικό πλαίσιο που θα διαμορφώνει τις αμοιβές, τις συντάξεις, την κοινωνική ασφάλιση, την εκπαίδευση, την υγεία και εν γένει τη ζωή και τις προοπτικές του λαού για δεκαετίες. Αυτός εξάλλου είναι ο στόχος του, γι’ αυτό επιβλήθηκε το μνημόνιο και όχι για το χρέος, εκτός φυσικά και ο εργαζόμενος λαός αποφασίσει διαφορετικά.

Τρίτος παράγοντας είναι η πραγματική κατάσταση της οικονομίας και απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνει η έκθεση της πολύ γνωστής μας BlackRock, η οποία διέλυσε το κλίμα αισιοδοξίας που η κυβερνητική προπαγάνδα για καιρό τώρα αναμεταδίδει, ότι η οικονομία πάει καλά και όπου να’ ναι βγαίνει η χώρα από την κρίση. Και αυτός είναι ο λόγος που η συγκεκριμένη εταιρεία δέχεται την αμφισβήτηση και την κριτική των κυβερνητικών στελεχών. «Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας επικινδυνότητας για χρεοκοπία παγκοσμίως» αναφέρει η έκθεση και εξηγεί ότι «τα ελληνικά δημοσιονομικά έχουν βελτίωση, καθώς «στραγγίστηκε» πολλαπλώς ο πολίτης, μικρή όμως σχέση έχουν με τις θυσίες που απαιτήθηκαν». Αναφέρεται στην έκθεση η κακή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, το τεράστιο χρέος που πρόσφατα καταγράφηκε στο 174,1%, (314,8 δις), τα προβλήματα των τραπεζών και τα κόκκινα δάνεια που είναι περισσότερα από 75 δις και φυσικά η παραπλανητική προπαγάνδα για την ανάπτυξη που ήδη άρχισε. Από 50 χώρες που εξετάζει η έκθεση, 10 βρίσκονται στο κόκκινο από την άποψη του κινδύνου χρεοκοπίας και στην κορυφή αυτών βρίσκεται η Ελλάδα. Φυσικά κάθε παράγοντας έχει διαφορετικούς στόχους, γι’ αυτό και τα οικονομικά μεγέθη τα χρησιμοποιεί όπως τον εξυπηρετούν, αυτό ισχύει και για την BlackRock και για την κυβέρνηση και για τα κόμματα και γενικά για τους εμπλεκόμενους. Μπορεί η BlackRock να έχει τους σκοπούς της, αλλά η κατάσταση που περιγράφει δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Η συγκεκριμένη εταιρεία γνωρίζει πολύ καλά την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τα λουκέτα που ξεπέρασαν κάθε όριο, τους ανέργους που ξεπερνούν το ενάμισι εκατομμύριο, το πρόβλημα των ασφαλιστικών ταμείων που είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης και στα οποία οι ασφαλισμένοι χρωστούν περισσότερα από 13 δις, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των 66 δις από φορολογία. Γνωρίζει ακόμη καλά ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσουν οι φορολογούμενοι να πληρώσουν τα 11 δις ευρώ που είναι οι υποχρεώσεις τους ως το τέλος του χρόνου.

Με την εφαρμοζόμενη πολιτική οδήγησαν από τη μια στην τεράστια φτωχοποίηση του ελληνικού λαού, φτωχοί με βάση τα κριτήρια της ΕΛΣΤΑΤ είναι 4 εκατομμύρια Έλληνες και από την άλλη σε επιπτώσεις στην οικονομία εξαιρετικά αρνητικές. Ακόμη και οι δείκτες που παρουσίαζαν μια θετική πορεία έχουν πλέον αντιστραφεί με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη μείωση των εξαγωγών για 10ο συνεχή μήνα και την αύξηση των εισαγωγών με συνέπεια την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου.

Μέσα σ’ αυτές τις πολύ δύσκολες για την κυβέρνηση συνθήκες είναι φανερό ότι και οι καλύτεροι σχεδιασμοί έχουν πολύ στενά όρια επιτυχίας και η προοπτική επίτευξης του της είναι πολύ μικρή.

Ερχόμαστε τώρα στο ΣΥΡΙΖΑ, στην αξιωματική αντιπολίτευση.

Δώσαμε σε προηγούμενα σημειώματα μας το πλαίσιο και τις στοχεύσεις της τακτικής και των επιδιώξεων του. Σήμερα θα σχολιάσουμε ορισμένα σημεία από παρεμβάσεις του Α. Τσίπρα στον τύπο της Κυριακής 27/7. Στη συνέντευξή του στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία τοποθετείται σε ορισμένα ζητήματα που πάνε παραπέρα τις μέχρι σήμερα θέσεις και τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Θέτει τα διλήμματα των επόμενων εκλογών ως εξής: Ποια πολιτική μπορεί να βγάλει τη χώρα από το σημερινό τέλμα της δυστυχίας; Ποια κυβέρνηση μπορεί να διαπραγματευτεί με σθένος και εθνική επιμονή την υπόθεση του χρέους; Ποιο κόμμα αυτή τη στιγμή μπορεί να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη δημοκρατική ομαλότητα; Σε αυτά ακριβώς τα τρία διλλήματα περιορίζει το περιεχόμενο της εκλογικής μάχης και αμέσως δίνει τη μόνη απάντηση που κατ’ αυτόν υπάρχει, ο ΣΥΡΙΖΑ με τους συμμάχους του. Δεν τίθενται, ούτε μπορούν να τεθούν άλλα ερωτήματα ενόψει των εκλογών και φυσικά δεν υπάρχει καμιά άλλη πολιτική προοπτική παρά μόνο η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του. Η ψήφος λοιπόν των εργαζομένων που συντρίβονται από την κυβέρνηση και την τρόικα πιάνει τόπο μόνο ως ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά αυτό το σκεπτικό οδηγεί κατευθείαν στην επιδίωξη για πολλούς λόγους της αυτοδυναμίας και το εκφράζει αυτό ο Α Τσίπρας με την εξής φράση «πάμε για μεγάλη, μαχόμενη, όρθια, λαϊκή και κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αλλά όχι κλεισμένοι στις βεβαιότητες μας και με την υπεροψία της επερχόμενης νίκης. Θέλουμε να κατακτήσουμε την αυτοδύναμη πλειοψηφία, με απλωμένο το χέρι για ενότητα και όχι το ζωνάρι μας για καβγάδες. Γι’ αυτό θα συγκροτήσουμε ψηφοδέλτια που θα μας φέρουν την αυτοδυναμία, το ευρύτερο δυνατό μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων…». Το δίλημμα που θα τεθεί με κάθε τρόπο στον εργαζόμενο λαό και ιδιαίτερα στον προοδευτικό και αριστερό κόσμο, αλλά και στις πολιτικές δυνάμεις θα είναι τεράστιο. Ακόμη και ως συνοδοιπόρους της δεξιάς και της τρόικας θα μας κατηγορήσουν. Αυτό πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές σ’ όλο τον ελληνικό λαό και ιδιαίτερα στις ηγεσίες των δυνάμεων της αριστεράς που αναφέρονται στην εργατική τάξη και στο σοσιαλισμό και πρέπει να λάβουν κάθε μέτρο για την αντιμετώπιση του.

Επιπλέον η τοποθέτηση είναι σαφής. Επιδιώκουμε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται να συγκροτήσει εκείνα τα ψηφοδέλτια με τα οποία μπορεί να πετύχει τη μεγάλη αύξηση του ποσού του, η οποία με τη συνδρομή του μπόνους των 50 εδρών που δίνει ο αντιδημοκρατικός εκλογικός νόμος να οδηγήσει σε κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Ως εκ τούτου στο ψηφοδέλτιο πρέπει να έχουν θέση όσων η παρουσία, μπορεί να λειτουργήσει πολυσυλλεκτικά, όσοι από το σοσιαλιστικό χώρο φαίνεται «να διαφοροποιούνται από τις πολιτικές της φθοράς και της διάλυσης, ακόμη και δυνάμεις του συντηρητικού χώρου …». Όλοι αυτοί χωράνε στα ψηφοδέλτια του. Από την άποψη αυτή, των κριτηρίων δηλαδή που θα ισχύσουν για τα ψηφοδέλτια του, διαφωτιστική είναι και η τοποθέτηση για το ΠΑΣΟΚ.. «Το ΠΑΣΟΚ που συμμετέχει στην επιβολή της τάξης των μνημονίων, που στηρίζει μια ακροδεξιά κυβέρνηση, που προστρέχει στις επιθυμίες των δανειστών, που υπηρετεί την πολιτική της φτώχειας, της ανεργίας και της απομόνωσης, είναι και θα είναι απέναντί μας». Αυτά αναφέρει ο Α. Τσίπρας. Δηλαδή αν η φορά των πραγμάτων οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ σε κάποιες τροποποιήσεις της πολιτικής του και ιδιαίτερα αν πάψει να συμμετέχει πλέον σε κυβέρνηση με τη ΝΔ, τότε όλα γίνονται.

Ο Α Τσίπρας έχει όμως και μια αξιοπρόσεκτη τοποθέτηση για τους αγώνες των εργαζομένων. «Χωρίς αντίσταση τίποτε δεν πρόκειται να κερδίσουν οι εργαζόμενοι, αντίθετα θα χάσουν πολλά. Στην Ελλάδα που μετρά 2 εκατομμύρια ανέργους, 4 εκατ. στην παγίδα της φτώχειας και το σύνολο των εργαζομένων σε καθεστώς δουλείας αυτός είναι ο δρόμος που προτείνουμε, ο δρόμος του αγώνα … Από τα κάτω δεν θέλουν πια. Το έδειξαν οι ευρωεκλογές. Τώρα καταλάβανε ότι και από τα πάνω δεν μπορούν. Η μόνη διέξοδος είναι οι εκλογές». Για το ίδιο ζήτημα στο άρθρο του στην εφημερίδα «Εποχή» γράφει. «Σήμερα η κατάσταση στο επίπεδο των αγώνων και των κοινωνικών κινημάτων είναι αρκετά διαφορετική από την πρώτη μνημονιακή περίοδο. Οι λόγοι είναι πολλοί. Η κόπωση από τέσσερα χρόνια ακραίας πολιτική λιτότητας, η οριακή ήττα του Σύριζα στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 που απογοήτευσε τμήματα των λαϊκών τάξεων που είχαν κινητοποιηθεί. Η σκληρή αδιαλλαξία εξάλλου το μνημονιακών κυβερνήσεων απέναντι σε οποιοδήποτε λαϊκό αίτημα…». Η τοποθέτηση για τη σημασία των αγώνων και της αγωνιστικής δράσης των μαζών έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την μέχρι σήμερα πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν στήριξε τους αγώνες, αλλά είδε ως μοναδικό πεδίο δραστηριότητας του τη βουλή και τους θεσμούς και τους κοινωνικούς αγώνες πάντα από την άποψη της υποβοήθησης των κοινοβουλευτικών σχεδιασμών του. Ενδεικτική είναι η στάση του στο ζήτημα της μικρής ΔΕΗ, την οποία ο Α Τσίπρας αναφέρει ως υπόδειγμα της δράσης του κόμματός του στην ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων. «Πήραμε την πρωτοβουλία αναφέρει για τη συγκρότηση ενός ευρύτατου μετώπου υπεράσπισης της δημόσιας περιουσίας, στην υπόθεση της μικρής ΔΕΗ και όχι μόνο καταφέραμε να συσπειρώσουμε ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις σε έναν κοινό στόχο, αλλά δημιουργήσαμε και μια γενική κοινωνική αποδοχή για την αναγκαιότητα προστασίας του δημόσιου χαρακτήρα δικτύων και υποδομών…». Ακριβώς εκεί είναι το πρόβλημα. Η πολύ επιτυχημένη πρωτοβουλία του Α Τσίπρα ήταν μόνο στο επίπεδο του κοινοβουλίου και των εντυπώσεων και καθόλου της αγωνιστικής δράσης των εργαζομένων της ΔΕΗ και της εργατικής τάξης ολόκληρης και της αποτελεσματικότητας της.

Αναφέροντας της αιτίες της αγωνιστικής κάμψης του εργατικού και λαϊκού κινήματος δεν βλέπει πουθενά ευθύνες του κόμματός του, αλλά για όλα φταίνε οι αντικειμενικές συνθήκες και διάφοροι άλλοι παράγοντες ή οι αιτίες αφορούν άλλες πολιτικές δυνάμεις. Ως εκ τούτου ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κάτι διορθώσει, δεν υπάρχει κάτι να κάνει για τους κοινωνικούς αγώνες για το λαϊκό κίνημα. Η μόνη διέξοδος, η λύση, είναι οι εκλογές. Χαρακτηριστική είναι και η εξής τοποθέτηση του Α Τσίπρα που επιβεβαιώνει το παραπάνω συμπέρασμα. «Ο λαός αντιλαμβάνεται ότι οποιαδήποτε κοινωνική κινητοποίηση είναι δύσκολο να αποσπάσει υλικά ανταλλάγματα χωρίς μια ριζική αλλαγή στο επίπεδο της κυβέρνησης… Καθημερινά η κατάσταση θα χειροτερεύει. Μπροστά σε αυτές τις νέες απειλές για την κοινωνική πλειοψηφία προβάλλει η αδήριτη ανάγκη για την άμεση προσφυγή στις κάλπες που θα φέρει τη μεγάλη πολιτική αλλαγή». Από πού όμως προκύπτει ότι είναι αδύνατες οι νίκες των εργατικών αγώνων; Από την παντοδυναμία της κυβέρνησης; Πώς είναι δυνατόν μια παντοδύναμη κυβέρνηση να είναι στα όρια της κατάρρευσης και ταυτόχρονα να χρειάζεται ριζική ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας για να αποσπάσουν νίκες οι εργαζόμενοι; Πότε ιστορικά συνέβη αυτό; Αντίθετα όλοι γνωρίζουμε ότι με την πλατιά ενότητα των εργαζομένων, με μια καλά θεμελιωμένη τακτική, με την αλληλεγγύη των εργαζομένων συνολικά, παλιότερα αλλά και σήμερα οι εργατικοί αγώνες πέτυχαν σημαντικές κατακτήσεις που καμιά κυβέρνηση δεν πρόσφερε. Αντί λοιπόν να προβληματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ και όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις σχετικά με τους παράγοντες που διαμορφώνουν την αδυναμία του συνδικαλιστικού κινήματος σήμερα, γιατί η εργατική τάξη και ο λαός δεν κινητοποιούνται πολύ πλατιά και δεν αναπτύσσονται οι αγώνες αντίστοιχα με το μέγεθος της επίθεσης που οι εργαζόμενοι δέχονται και πώς θα διαμορφωθεί ένα πολιτικό σχέδιο ανάπτυξης του κινήματος του το οποίο θα ανοίξει το δρόμο για πραγματικές αλλαγές στην κοινωνία και στην πολιτική ζωή, ο ΣΥΡΙΖΑ και μαζί με αυτόν και για οι άλλες πολιτικές δυνάμεις αναζητούν τις ευθύνες και τις αιτίες οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί που πραγματικά υπάρχουν. Όλα τα παραπάνω που αφορούν το εργατικό και λαϊκό κίνημα και τους αγώνες είναι έξω από την οπτική και τα ενδιαφέροντα του ΣΥΡΙΖΑ. Κατ’ αυτόν, δεν υπάρχει σωτηρία πέρα από την ψήφιση του και την ανάδειξη του στην κυβέρνηση.

Στο παρακάτω απόσπασμα του άρθρου του Α Τσίπρα δίνεται ολόκληρη η ουσία της τακτικής του. «Ο μόνος δρόμος είναι μια ανοιχτή πολιτική συμμαχιών. Η επιδίωξη της πλατύτερης δυνατής συσπείρωσης των κυριαρχούμενων τάξεων και των πολιτικών δυνάμεων που αναγνωρίζουν το αδιέξοδο της ασκούμενης πολιτικής λιτότητας, με άξονα ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα για την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης μνημονιακής πολιτικής. Και με στόχο αυτή η πλατιά συσπείρωση να οδηγήσει το Σύριζα και τους συμμάχους του στην κατάκτηση της αυτοδυναμίας στις επόμενες εθνικές εκλογές».

Στη συνέχεια αφού κάνει μια αντιδιαστολή ανάμεσα στην ανάληψη της κυβέρνησης και την κατάκτηση της εξουσίας αναφέρει ότι «η διαδικασία της κατάκτησης λοιπόν της κρατικής εξουσίας θα είναι μια μακρά διαδικασία αγώνων και συγκρούσεων, η έκβαση των οποίων θα εξαρτάται από τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να αποσπά τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις και να δημιουργεί τις ευρύτερες δυνατές κοινωνικές και πολιτικές συσπειρώσεις γύρω από συγκεκριμένα διλήμματα..». Εδώ συμπυκνώνεται η πιο δεξιά εκδοχή των ευρωκομμουνιστικών αντιλήψεων που κατέρρευσαν πριν ακόμη δοκιμαστούν. Μια εξαιρετικά πλατιά συμμαχία έξω ταξικές αντιθέσεις και ταξικά συμφέροντα, που θα περιλαμβάνει ως και την αστική τάξη και μια ευρύτατη συσπείρωση πολιτικών δυνάμεων, ακόμη και τμήματα συντηρητικού, δεξιού πολιτικού κόσμου, μόνο μέσω αυτού του δρόμου είναι δυνατή η κατάκτηση της εξουσίας. Ποιας εξουσίας όμως; Ο «ιστορικός συμβιβασμός» στην πιο ακραία δεξιά εκδοχή του και όλα αυτά πριν αρχίσουν οι δυσκολίες και οι πιέσεις από την αστική τάξη και την ΕΕ..

Δεν πρέπει να μένει σε κανέναν πλέον η παραμικρή αμφιβολία για το πού θα οδηγήσει η αυτοδυναμία του Σύριζα και η ανάληψη της διακυβέρνησης στη χώρας.

Όλα φαίνεται να οδηγούνται σε μια δικομματική μονομαχία για την κυβέρνηση και αμέσως τίθεται το ερώτημα: Ο εργαζόμενος λαός και οι δυνάμεις κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής αναφοράς δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν αποτελεσματικά και κάτω από τη μεγάλη πίεση και τα διλήμματα που θα τεθούν θα έχουν νέες απώλειες και θα συρρικνωθούν; Είτε ατομικά πολλοί αγωνιστές, είτε συλλογικότητας ολόκληρες θα οδηγηθούν να υποστηρίξουν εκλογικά και στην καθημερινή δράση το ΣΥΡΙΖΑ για να απαλλαγούμε από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ; Θα ζήσουμε εν τέλει ένα νέο Ιούνιο του 2012; Η πορεία της χώρας για το επόμενο διάστημα είναι περίπου μονόδρομος;

Το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο και μεγάλο και δεν σχετίζεται μόνο με τις ερχόμενες εκλογές και με την πιθανότητα κάποιας εκλογικής συρρίκνωσης, αλλά πρόκειται για τον κίνδυνο μιας γενικότερης πορείας φθοράς που θα διαμορφώσει νέα καταλυτικά δεδομένα για το λαό και την προοπτική της επαναστατικής αλλαγής στη χώρα μας. Στο θέμα αυτό απαιτείται συλλογική και έγκαιρη απάντηση. Εδώ θα περιοριστούμε σε ορισμένες πολύ γενικές παρατηρήσεις.

Θεωρούμε ότι οι προϋποθέσεις για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, η πορεία και οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν δεν είναι άγνωστες στις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς και κυρίως στο ΚΚΕ. Όλοι γνωρίζουν πολύ καλά τι πρέπει να κάνουν, όπως γνώριζαν τι έπρεπε να κάνουν όλα τα προηγούμενα χρόνια, σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, τι έπρεπε να κάνουν στο διάστημα πριν τις διπλές εκλογές του 2012 και κατά τη διάρκεια τους.

Είναι αναγκαία μια μεγάλη πρωτοβουλία για ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης και γενικότερα του εργαζόμενου λαού σε πλατιά ενωτική βάση, με κύριο αντίπαλο το πολυεθνικό κεφάλαιο, τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους, με περιεχόμενο και επιδίωξη την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πολιτικής των μνημονίων και γενικότερα του κεφαλαίου, την επιδίωξη σημαντικών κατακτήσεων για την ανακούφιση των εργαζομένων, την δημιουργία ρηγμάτων στην εφαρμογή της κυρίαρχης πολιτικής. Αυτό όμως δεν φθάνει. Ένα πλαίσιο στόχων που έχουν ήδη διατυπωθεί και οι οποίοι έρχονται σε γενικότερη σύγκρουση με την πολιτική και την κυριαρχία του κεφαλαίου και ξεπερνούν τον ορίζοντα της αστικής κυριαρχίας – έξοδος της χώρας από την ΕΕ, αντιμετώπιση του χρέους, εθνικοποίηση των τραπεζών και των μονοπωλιακών ομίλων χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο κ.λπ. – είναι εντελώς αναγκαίο για να δώσει σαφή ταξική βάση και προοπτική στον αγώνα και να συνδέσει την πάλη σήμερα με τον αγώνα για το σοσιαλισμό.

Πρέπει μεθοδικά να αναπτυχθεί η σύγκρουση με την αστική ιδεολογία, την αστική στρατηγική και κυριαρχία στα κεντρικά ζητήματα που αυτή στηρίζεται. – Την παραμονή της χώρας στο ευρώ και την ΕΕ, το δυτικό προσανατολισμό της και το πλέγμα των συμφωνιών και συμμαχιών που έχουν διαμορφωθεί, τη σταθερότητα του συστήματος και την κοινωνική συνοχή, την οικονομία της αγοράς κ.λπ. Αν δεν αντιμετωπιστεί στα ίσα η αστική ιδεολογία και οι βάσεις της καπιταλιστικής στρατηγικής, αν η ιδεολογία και η στρατηγική της εργατικής τάξης δεν διατυπωθούν ολοκληρωμένα και δεν προωθηθούν πλατιά, αν δεν διατυπωθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για έξοδο από την κρίση με προοπτική βαθιές αλλαγές στην κοινωνία στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, δεν υπάρχει δυνατότητα το εργατικό κίνημα να αναπτυχθεί και μαζί και οι πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς. Η κυριαρχία της αστικής τάξης είτε με τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, είτε με ένα κράμα νεοφιλελεύθερων και κεϋνσιανών μέτρων θα εδραιωθεί απόλυτα και το κόστος για την εργατική τάξη και την προοπτική της θα είναι μεγάλο.

H υλοποίηση των παραπάνω απαιτεί από τις πολιτικές δυνάμεις και τις συλλογικότητες της αριστεράς σημαντικές αλλαγές στην μέχρι σήμερα τακτική τους, τροποποίηση της πολιτικής συνεργασιών και κοινής δράσης που ακολουθούν, ως ένα βαθμό άλλη κουλτούρα. Θα έχουν την γενναιότητα να το πράξουν ή θα οχυρωθούν πίσω από την επάρκεια τους και τη μοναδική αλήθεια που αυτοί κατέχουν;

                                                                                                   Δ. Κ.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας