Εργατικός Αγώνας

Με αφορμή την κυβερνητική τροπολογία για την κήρυξη απεργίας

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Μεγάλη συζήτηση γίνεται το τελευταίο διάστημα για την τροπολογία που κατέθεσε- και απέσυρε προσωρινά- η κυβέρνηση αναφορικά με την διαδικασία κήρυξης απεργίας από τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Τις περισσότερες φορές, όμως, η συζήτηση αυτή βρίσκεται εκτός των πραγματικών δεδομένων ενώ επιστρατεύονται και σαθρά επιχειρήματα για την αντιμετώπιση της κυβερνητικής πρωτοβουλίας η οποία- σημειωτεόν- ελήφθη κατ’ απαίτηση των δανειστών.

Τι προβλέπει η κυβερνητική πρωτοβουλία; Προβλέπει την τροποποίηση του άρθρου 8 του Ν. 1264/1982 και εισάγει την εξής νέα διάταξη: «Ειδικά για τη συζήτηση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δεύτερου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών», μιας πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης.

Ο Ν. 1264/1982 έχει δύο άρθρα που αφορούν στην λήψη αποφάσεων από τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το άρθρο 8 και το άρθρο 20. Στο άρθρο 8 γίνεται γενικά λόγος για τον τρόπο λήψης αποφάσεων και στο άρθρο 20 για λήψη απόφασης αναφορικά με την κήρυξη απεργίας. Με βάση το άρθρο 8 για να γίνει συζήτηση και να ληφθούν αποφάσεις από τις συνελεύσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων, στην πρώτη απόπειρα σύγκλισης συνέλευσης χρειάζεται να συμμετέχει το 1/3 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών, στην δεύτερη το 1/4 και στην τρίτη το 1/5. Οι δε αποφάσεις- αν το καταστατικό τη οργάνωσης δεν ορίζει διαφορετικά- λαμβάνονται με σχετική πλειοψηφία. Το άρθρο 20 προβλέπει ότι η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της Γενικής συνέλευσης των μελών τους. Αν αυτές οι οργανώσεις απλώνονται σε ευρύτερη περιφέρεια ή πανελλαδικά την απόφαση για κήρυξη απεργίας την λαμβάνει το Δ.Σ εκτός αν το καταστατικό της οργάνωσης ορίζει διαφορετικά.

Η κυβέρνηση, όπως προαναφέραμε, με την τροπολογία που κατέθεσε και απέσυρε- για να την ξαναφέρει- αφήνει άθικτο το άρθρο 20 του Ν.1264/1982 και τροποποιεί το άρθρο 8. Δεν πειράζει καθόλου τον τρόπο λήψης αποφάσεων για κήρυξη απεργίας αναφορικά με τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις που απλώνονται σε ευρύτερη περιφέρεια ή πανελλαδικά. Ασχολείται μόνο μ’ εκείνες τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις που η έκτασή τους αφορά ένα συγκεκριμένο τόπο και χώρο εργασίας. Π.χ. Τα σωματεία που καλύπτουν μια εργασιακή μονάδα κι όχι πολλές. Δηλαδή η ρύθμιση δεν αφορά π.χ. το σωματείο εργαζομένων σε μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Το σκεπτικό είναι απλό. Αφού οι εργαζόμενοι είναι συγκεντρωμένοι σε ένα χώρο, το σωματείο τους εύκολα μπορεί να κάνει συνέλευση. Άρα, γιατί να μην απαιτείται να συμμετέχουν σε αυτήν τουλάχιστον οι μισοί από τους ταμειακώς τακτοποιημένους;

Δεν χωράει αμφιβολία πως η τροποποίηση που σχεδιάζει η κυβέρνηση στον 1264 είναι δυσμενέστερη της ισχύουσας. Τίθεται επομένως το ερώτημα: Γιατί να τροποποιηθεί επί το δυσμενέστερον ένας νόμος που ισχύει εδώ και 35 χρόνια; Και γιατί να τροποποιηθεί σε συνθήκες οικονομικής κρίσης όπου ο εργαζόμενος ακόμη και τη συνδρομή του στο σωματείο σκέφτεται να την δώσει; Βοηθάει αυτή η τροποποίηση στη συμμετοχή των εργαζομένων στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις; Κάθε άλλο. Δυσκολεύει στη λήψη απόφασης για απεργία; Με την γλώσσα των αριθμών «ναι» αφού απαιτεί μεγαλύτερη συμμετοχή για να είναι έγκυρη και νόμιμη η σύγκλιση μιας συνέλευσης σωματείου. Στην πράξη, όμως, αυτή η δυσκολία μπορεί να μην γίνει αντιληπτή επειδή οι ταμειακώς τακτοποιημένοι, λόγω κρίσης και άλλων καταστάσεων, θα είναι μόνο τα πολύ ενεργά μέλη των σωματείων. Άρα πολύ εύκολα και με μικρό αριθμό συμμετασχόντων οι συνελεύσεις θα μπορούν να πραγματοποιούνται και να λαμβάνουν αποφάσεις. Το ερώτημα όμως παραμένει: Γιατί αυτή η τροποποίηση; Προφανώς γιατί είναι μνημονιακή υποχρέωση κι έρχεται κατ’ απαίτηση των δανειστών. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και από θέση αρχής πρέπει να απορριφθεί από κόμματα και οργανώσεις που αντιτίθενται στα μνημόνια. Κι αν ήταν να γίνει αποδεκτή μια τροποποίηση της νομοθεσίας για τις αποφάσεις περί απεργίας αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την πλήρη εφαρμογή της αρχής της αντιπροσωπευτικότητας: Σε όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις απεργία κηρύσσουν με απόφασή τους τα Δ.Σ. τα οποία ψηφίζονται και γ’ αυτό το λόγο.

Σαθρά επιχειρήματα

Η αντίδραση που προκάλεσε η τροπολογία της κυβέρνησης έφερε στην επιφάνεια ορισμένα προβλήματα με πρώτο αυτό της επιχειρηματολογίας που χρησιμοποιήθηκε. Υποστηρίχθηκε ότι η τροπολογία επαναφέρει το άρθρο 4 του νόμου 1365/1983, περί κοινωνικοποιήσεων, της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Καμία σχέση.Εκείνο το άρθρο προέβλεπε ότι για να κηρυχθεί απεργία στο Δημόσιοέπρεπε να ψηφίσει υπέρ αυτής η απόλυτη πλειοψηφία (50%+1) των εγγεγραμμένων μελών μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Στην τωρινή τροπολογία δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.

Επιχειρήθηκε, επίσης, να γίνει συσχετισμός των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της συμμετοχής σε αυτές για την λήψη αποφάσεων με τις εθνικές εκλογές και το ποσοστό από το οποίο αντλεί τη νομιμοποίησή της να αποφασίζει η εκάστοτε κυβέρνηση- και η τωρινή. Πρόκειται για σαθρό επιχείρημα το οποίο εύκολα μπορεί να γυρίσει σε βάρος εκείνου που το αξιοποιεί. Στις εκλογές, η εγγραφή τους εκλογικούς καταλόγους είναι υποχρεωτική για όλους τους ενήλικες από 18 ετών και άνω. Υποχρεωτική είναι επίσης και η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Στις συνδικαλιστικές οργανώσεις η συμμετοχή των εργαζομένων δεν είναι- και ορθώς δεν είναι- υποχρεωτική. Άρα, δεν είναι υποχρεωτική και η συμμετοχή στις συνελεύσεις και στις ψηφοφορίες ακόμα και για τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους. Θέλει κανείς να επιβληθεί υποχρεωτικός συνδικαλισμός; Φανταζόμαστε πως όχι. Κάτι τέτοιο θα διέλυε το συνδικαλιστικό κίνημα εν τη γενέσει του. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η σημερινή κυβέρνηση, με εξαίρεση την διατήρηση του πλαφόν του 3%, έχει κάνει νόμο του κράτους την απλή αναλογική. Άρα απέναντί της το επιχείρημα «εσείς κυβερνάτε με το 20% των εγγεγραμμένων», γυρίζει αυτομάτως μπούμερανγκ για όσους το χρησιμοποιούν και λειτουργεί υπέρ της. Στην πραγματικότητα είναι βούτυρο στο ψωμί της. Κι αυτό γιατί θα μπορούσε εύκολα κι εκείνη να απαντήσει πως συμφωνεί ότι δεν πρέπει να έχουμε κυβερνήσεις μειοψηφίας στο λαό και για το λόγο αυτό προχώρησε στην αλλαγή του εκλογικού νόμου. Κι ακριβώς σ’ αυτή τη βάση να ρωτήσει: «Θέλετε και για τις κυβερνήσεις και για τα συνδικάτα να εφαρμόσουμε την συμμετοχή του 51% των εγγεγραμμένων τόσο για την εκλογή διοικήσεων όσο και για τη λήψη των αποφάσεων;». Στην περίπτωση δε που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο θα είχαμε την επαναφορά σε ακόμα χειρότερη εκδοχή του άρθρου 4  του Ν.1365/1983 για το σύνολο του συνδικαλιστικού κινήματος. Θα συνιστούσαμε επομένως μεγαλύτερη προσοχή στη χρήση των επιχειρημάτων απ’ όλους εκείνους που σκέφτονται με όρους προπαγάνδας και όχι ουσίας. Κάνουν ζημιά αν δεν το αντιλαμβάνονται.

Χρειάζεται αλλαγές ο συνδικαλιστικός νόμος;

Πολλοί είναι εκείνοι που καλόπιστα και με ανησυχία ρωτούν: Ο 1264/1982 είναι ένα συνδικαλιστικός νόμος που ισχύει εδώ και 35 χρόνια. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε και στην παραγωγική βάση της χώρας και στην διάρθρωση της εργατικής τάξης και στον τρόπο που εξελίχθηκαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αυτός ο νόμος δεν πρέπει να αλλάξει; Δεν έχει ξεπεραστεί;

Ασφαλώς και χρειάζονται αλλαγές στη συνδικαλιστική νομοθεσία. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις χρειάζονται ριζικές αλλαγές. Ποιος θα τις κάνει; Αν αυτό το ζήτημα αφεθεί στις κυβερνήσεις το βέβαιο είναι ότι οι αλλαγές θα στραφούν σε αντιδραστική βάση. Άρα την πρωτοβουλία πρέπει να την πάρει η εργατική τάξη και οι οργανώσεις της. Σήμερα η εργατική τάξη είναι έξω από τα σωματεία στη συντριπτική της πλειοψηφία. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν ουσιαστικά αποστεωθεί από μια συνδικαλιστική γραφειοκρατία που έχει αποκοπεί από την τάξη και δεν νοιάζεται για τίποτε άλλο παρά μόνο για τα ιδιαίτερα συμφέροντά της, όπως αυτά προκύπτουν από τις θέσεις που κατέχει στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα έχουν αναπτυχθεί πρωτοβουλίες διάσπασης του όποιου συνδικαλιστικού κινήματος υπάρχει στο όνομα μια δήθεν ταξικής καθαρότητας.

Με δυο λόγια, οι συνθήκες είναι άκρως κατάλληλες για να επιχειρηθεί και να πετύχει μια ριζική ανατροπή στη συνδικαλιστική νομοθεσία που θα μας γυρίσει πολλές δεκαετίες πίσω. Αν δεν γίνει κάτι τώρα, αν δεν ληφθούν πρωτοβουλίες από τα κάτω, από τις πρωτοβάθμιές συνδικαλιστικές οργανώσεις, μέσα στους χώρους δουλειάς, ώστε το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα να αναζωογονηθεί δεν θα αργήσει η μέρα που ο συνδικαλιστικός μεσαίωνας θα αποκτήσει σάρκα και οστά. Όποιος κλείνει τα μάτια μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, απλώς βοηθάει να έρθει μια ώρα νωρίτερα. Κι όποιος επενδύει στη σημερινή κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και στην παραπέρα αποσύνθεσή του, με την ελπίδα ότι θα φτιάξει καθαρά και ταξικά προσανατολισμένα (δηλαδή φιλικά προς την δική του πολιτική αντίληψη) σωματεία, παίζει το παιχνίδι των αντιπάλων της εργατικής τάξης.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας