Εργατικός Αγώνας

Για το άρθρο του πρωθυπουργού και την Αριστερά

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Το άρθρο του πρωθυπουργού στην ΕΦΣΥΝ του Σαββατοκύριακου αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Δεν είναι ένα συνηθισμένο άρθρο που επιχειρεί να εξηγήσει από την σκοπιά του συντάκτη του την συγκυρία. Δεν αποσκοπεί να δικαιολογήσει τα τεκταινόμενα. Δεν είναι απολογητικό. Είναι άρθρο που περιγράφει σε αδρές γραμμές την τακτική και την στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στη μεταμνημονιακή περίοδο και το κυριότερο θέτει την ατζέντα για ολόκληρη την Αριστερά με την έννοια ότι απαντάει στο ερώτημα «τι είναι Αριστερά;» σήμερα και στο ορατό μέλλον.

Ο Αλέξης Τσίπρας καταθέτει το δικό του αφήγημα το οποίο ασφαλώς θα γίνει περισσότερο σαφές και συγκεκριμένο μετά την 21η Αυγούστου, όταν δηλαδή η χώρα θα έχει βγει από τα μνημόνια- με τους όρους και τις προϋποθέσεις που τα ορίσαμε και τα γνωρίσαμε. Με αυτό το αφήγημα- που στην πορεία θα αποσαφηνίζεται και θα συγκεκριμενοποιείται- θα οδηγηθούμε στις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν. Σε κάθε πάντως περίπτωση- αν και τα σημάδια προετοιμασίας ήδη υπάρχουν από τώρα- μετά την 21η Αυγούστου η χώρα θα μπει, εξ αντικειμένου, σε μια μακρά προεκλογική περίοδο είτε οι εκλογές γίνουν στον κανονικό χρόνο- δηλαδή τον Σεπτέμβρη του 2019- είτε νωρίτερα.

Τι λέει στο άρθρο του ο πρωθυπουργός;

Πρώτο: η κυβέρνησή του πέτυχε εκεί που απέτυχαν οι προηγούμενες καθώς βγάζει τη χώρα από τα μνημόνια «με ασύγκριτα μικρότερο κοινωνικό κόστος».

Δεύτερο: Η κυβέρνησή του άξιζε το κόπο να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας σε συνθήκες μνημονίων καθώς αυτά ήταν αναπόφευκτα- δεν υπήρχε δηλαδή εναλλακτική λύση- και η έξοδος από αυτά είτε θα γινόταν προς όφελος των οικονομικών ελίτ είτε- αν όχι προς όφελος- τουλάχιστον με μικρότερο κόστος για τα λαϊκά στρώματα.

Τρίτο: Η έξοδος από τα μνημόνια θα είναι καθαρή, χωρίς δηλαδή «πιστοληπτική γραμμή στήριξης και άρα νέες δεσμεύσεις λιτότητας».

Τέταρτο: Η σημερινή κατάσταση της οικονομίας «δημιουργεί… τις προϋποθέσεις για να επιτύχουμε την καλύτερη δυνατή συμφωνία για την καθαρή έξοδο από το Μνημόνιο» και δίνει «τη δυνατότητα πλέον να συμφωνήσουμε με πολύ καλύτερους όρους και για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους». Στο ζήτημα της ρύθμισης του χρέους ο Αλ. Τσίπρας δίνει ιδιαίτερη σημασία. Φυσικά, όταν μιλάμε για ρύθμιση χρέους αυτό δεν αφορά κάποιο κούρεμα αλλά ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής του. Αφορά το βαθμό ελάφρυνσης του βάρους της εξυπηρέτησης του χρέους στον κρατικό προϋπολογισμό καθώς η αποπληρωμή του επεκτείνεται σε βάθος πολλών δεκαετιών και μια πολύ μεγάλες συνέπειες Αυτό το γεγονός, της χρονικής επέκτασης της αποπληρωμής του χρέους με συνέπεια την ελάφρυνση της ετήσιας εξυπηρέτησής του, θα απελευθερώσει, κατά τον πρωθυπουργό κεφάλαια για την ανάπτυξη, θα διαμορφώσει ευνοϊκό περιβάλλον για επενδύσεις, θα διασφαλίσει τη χώρα μακροπρόθεσμα από κερδοσκοπικά παιχνίδια σε βάρος της οικονομίας της.

Εν κατακλείδι η όλη κατάσταση που περιγράφει ο πρωθυπουργός, εφόσον όλα πάνε καλά, είναι ευνοϊκή για μια κυβέρνηση της Αριστεράς καθώς αυτή «θα έχει βαθμούς ελευθερίας να σχεδιάσει και να υλοποιήσει πολιτικές στήριξης της κοινωνίας, δίχως τον διαρκή κίνδυνο ενός νέου κύκλου αστάθειας που θα οδηγήσει εκ νέου σε εξαναγκασμό περιοριστικών πολιτικών… θα έχει τη δυνατότητα υλοποίησης ενός σχεδίου παρεμβάσεων στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, με άξονες την αναρρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων καθώς και τη στήριξη των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες από την πολυετή λιτότητα».

Τι δεν λέει ο Αλ. Τσίπρας;

Ο πρωθυπουργός δικαιολογεί με τον άρθρο του την εφαρμογή μιας πολιτικής που τόσο ο ίδιος όσο και το κόμμα του είχαν δηλώσει από την αρχή ότι δεν την πιστεύουν. Ουδέποτε ο Αλ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν πει- ούτε μετά την υιοθέτηση του τρίτου μνημονίου (Αύγουστος 2015)- ότι η πολιτική που δέχτηκαν να εφαρμόσουν θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα για τα λαϊκά στρώματα. Με μια έννοια ούτε σήμερα το λένε. Αυτό που σήμερα λέει το άρθρο του πρωθυπουργού είναι πως οι επιλογές ήταν δύο: το μικρότερο και το μεγαλύτερο κακό. Κι αυτοί προξένησαν το μικρότερο.

Η σημερινή κυβέρνηση από τα οκτώ χρόνια των μνημονίων, κυβέρνησε τα 3,5. Το 40%, δηλαδή του συνολικού μνημονικού χρόνου. Άρα είναι συνυπεύθυνη για την καταστροφή που έχει συμβεί και το κακό που προκλήθηκε στη χώρα δεν μπορεί να επιμεριστεί στη μία ή στην άλλη πολιτική πτέρυγα που διαχείριστηκε την κρίση. Είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Η κυβέρνηση αυτή έφερε το τρίτο μνημόνιο κι έχει αναλάβει πολύ βαριές δεσμεύσεις για την λεγόμενη μεταμνημονιακή εποχή. Όλα τα μέτρα που αναμένεται να εφαρμοστούν το 2019- 2020 και όλα όσα εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα είναι μέτρα δικά της. Τα ψηφισμένα δε από όλες τις μνημονικές κυβερνήσεις μέτρα δεσμεύουν τη χώρα για πολλές δεκαετίες, σε βάρος της οικονομίας και του ελληνικού λαού. Μόνο οι ιδιωτικοποιήσεις να ληφθούν υπόψη, αρκούν για να αποδείξουν το μέγεθος της ζημιάς που προκλήθηκε και στην οικονομία και στο λαό και στην προοπτική μιας ανεξάρτητης- στο μέτρο του δυνατού- ανάπτυξης στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Με δυο λόγια αυτή η κυβέρνηση βάθυνε ακόμη περισσότερο την εξάρτηση από το ξένο κεφαλαίο. Κι αυτό δεν είναι ούτε αριστερή πολιτική, ούτε πολιτική που προξένησε το μικρότερο κακό.

Ο πρωθυπουργός απαντάει στην προπαγάνδα της ΝΔ ότι από τα μνημόνια θα είχαμε βγει το 2015 αν δεν διακοπτόταν, με εκλογές, η θητεία της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Κι επειδή τότε ο δρόμος εξόδου συμπεριλάμβανε την προληπτική πιστοληπτική γραμμή, δηλαδή ένα έμμεσο μνημόνιο, ο ίδιος αντιπαραθέτει την δική του έξοδο χωρίς αυτή τη γραμμή, χωρίς δηλαδή το έμμεσο μνημόνιο. Παραβλέπει, βεβαίως, ότι για να φτάσουμε- αν φτάσουμε- στην καθαρή έξοδο που ο ίδιος την ορίζει ως «έξοδο χωρίς πιστοληπτική γραμμή στήριξης», χρειάστηκε ένα τρίτο μνημόνιο που το ψήφισε το κόμμα του, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και το εφάρμοσε η κυβέρνησή του. Σε κάθε επομένως περίπτωση είτε η έξοδος γινόταν το 2015 με πιστοληπτική γραμμή είτε γίνει το 2018 χωρίς αυτή τη γραμμή, το μνημόνιο- έμμεσο ή άμεσο- δεν το γλιτώσαμε. Άρα, το ότι με το τρίτο μνημόνιο ζήσαμε το μικρότερο αντί του μεγαλύτερου κακού είναι ένας ισχυρισμός. Μια υπόθεση που δεν αποδεικνύεται.

Ο Αλ. Τσίπρας ορθώς δίνει μεγάλη σημασία στο ζήτημα του χρέους κι από λογιστικής απόψεως έχουν βάση αυτά που ισχυρίζεται ότι θα φέρει η ελάφρυνση της εξυπηρέτησής του ως βάρος πάνω στον προϋπολογισμό. Παραβλέπει όμως ότι το χρέος μένει εκεί, ατόφιο και απείραχτο, αμείωτο για να βαραίνει όχι μόνο τη σημερινή αλλά και τις επόμενες γενιές. Παραβλέπει επίσης, ότι η οποία ανάπτυξη προκύψει από την ρύθμιση του χρέους- από την εξοικονόμηση δηλαδή κεφαλαίων λόγω του ότι το χρέος θα κοστίζει λιγότερο, για την εξυπηρέτησή του στον ετήσιο προϋπολογισμό- θα είναι μια ανάπτυξη στο πλαίσιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης με μια ελληνική οικονομία περισσότερο από ποτέ προσαρμοσμένη στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, συμπληρωματική και εξαρτημένη από τις οικονομίες των ισχυρών χωρών της Ένωσης, εξαρτημένη, με πολλούς περιορισμούς και πλήθος απαγορεύσεων. Θα είναι τέλος μια ανάπτυξη υπό επιτήρηση καθώς η χώρα δεν πρόκειται να βγει από την στενή επιτήρηση των οργάνων της ευρωζώνης πριν αποπληρώσει το 70% του χρέους. Κανένας που θέλει να λέγεται Αριστερός δεν μπορεί να επαίρεται γι’ αυτό το… επίτευγμα.

Αν και δεν ήταν θέμα του άρθρο του- παρόλο που έχει τεράστια οικονομική σημασία- ο πρωθυπουργός παρέλειψε να αναφερθεί στο γεγονός ότι επί δικής του κυβέρνησης η χώρα προσδέθηκε ακόμη περισσότερο στο άρμα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Θα είχε μια σημασία να μας έλεγε ο Αλ. Τσίπρας πόσο κοστολογεί αυτό το κακό.

Το ισχυρό χαρτί του Αλ. Τσίπρα, η αδυναμία της υπόλοιπης Αριστεράς

Ο Αλ. Τσίπρας έχει ένα ισχυρό χαρτί στα χέρια του. Μια δύναμη που πηγάζει από την τακτική και στρατηγική αδυναμία όλης της υπόλοιπης Αριστεράς και κυρίως εκείνης της Αριστεράς φιλοδοξεί να είναιεπαναστατική.

Αυτή η Αριστερά σε όλη τη διάρκεια της κρίσης πέραν της αντίθεσης της προς τη μνημονιακή πολιτική δεν κατάφερε να προβάλει καμία άλλη εναλλακτική λύση με αποτέλεσμα τα μνημόνια να φαντάζουν ως μονόδρομος.

Αυτή Αριστερά έχασε την ευκαιρία στο ξεκίνημα της κρίσης- την οποία ουδέποτε πρόβλεψε- να προβάλει την μόνη λύση εκτός μνημονίων που μόνο τότε ήταν δυνατή. Η λύση αυτή απαιτούσε μια άλλη πολιτική με άμεσο στόχο την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, την στάση πληρωμών και την μονομερή διαγραφή του χρέους ή την επαναδιαπραγμάτευσή του απευθείας με τις αγορές με στόχο την ουσιαστική μείωσή του. Σημειώνουμε ότι τότε το χρέος στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ήταν στα χέρια ιδιωτών και υπαγόταν στο ελληνικό δίκαιο. Μια τέτοια πολιτική μόνο μια αντιιμπεριαλιστική- αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση μπορούσε να εφαρμόσει. Και τότε, στην αρχή της κρίσης που οι συσχετισμοί άλλαζαν ταχύτατα μια τέτοια κυβέρνηση ήταν εφικτή. Μόνο που δεν την διεκδίκησε κανένας. Ούτε εκείνοι που την είχαν στο πρόγραμμά τους.

Αυτή η Αριστερά χαμπάρι δεν πήρε από την συγκυρία γιατί δεν είχε μελετήσει και δεν είχε προβλέψει τίποτα από πριν. Συνέχισε τον ίδιο δρόμο της γενικής διαμαρτυρίας και τμήμα της- αντικειμενικά τουλάχιστον- συμβιβάστηκε με το κατεστημένο: Εμείς θα φωνάζουμε και θα μαζεύουμε την λαϊκή διαμαρτυρία κι εσείς θα διαχειρίζεστε την κρίση με τα δικά σας δεδομένα. Στο τέλος, θα κερδίσουμε και οι δύο.

Αυτή η Αριστερά έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση. Παραιτήθηκε από το άμεσο και κατέφυγε στο απώτερο, σε επαναστατικά σύνθημα τα οποία ούτε ήθελε ούτε ήταν σε θέση να υλοποιήσει. Άφησε όλο το χώρο της εναλλακτικής κυβερνητικής πολιτικής πρότασης στον Αλ. Τσίπρα και στο κόμμα του. Κι όταν αυτό το κόμμα βρέθηκε στην κυβέρνηση αντιμετώπισε ευθέως το δίλλημα: Ή να διαχειριστεί την κατάσταση και να αποτελέσει το νέο πόλο του κυβερνητικού δικομματισμού που θα αντικαθιστούσε το ΠΑΣΟΚ απέναντι στη ΝΔ ή να αποφύγει οποιαδήποτε εμπλοκή διαχείρισης και να συνταυτιστεί με την Αριστερά της διαμαρτυρίας οπότε και να συρρικνωθεί. Διάλεξε το πρώτο. Κι έτσι σήμερα- εν απουσία μιας αριστερής, ριζοσπαστικής εναλλακτικής λύσης, με την υπόλοιπη Αριστερά που μόνο καταγγέλλει ονειρευόμενη επαναστάσεις που δεν θέλει και δεν μπορεί να κάνει- ο Αλ. Τσίπρας είναι σε θέση να δίνει αυτός περιεχόμενο στον όρο Αριστερά.

Ποια είναι η “νέα Αριστερά” του πρωθυπουργού;

Ο Αλ. Τσίπρας στο άρθρο του σημειώνει ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξάρτητα από το αν μας αρέσει ή όχι, αποτελεί σήμερα το πιο πρόσφορο πεδίο της πάλης, ταξικής και πολιτικής. Και σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να χαράξουμε τη πολιτική μας, αν θέλουμε να έχουμε νίκες για τις κοινωνικές δυνάμεις που ως Αριστερά εκπροσωπούμε και όχι διαρκείς και ηρωικές ήττες». Συνεπώς η Αριστερά για τον ίδιο δεν νοείται έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οτιδήποτε κινείται έξω από την Ένωση απλά δεν είναι Αριστερά.

Αριστερά για τον ίδιο, στο πλαίσιο της ΕΕ και στη μεταμνημονιακή εποχή είναι «να μετατοπίζουμε διαρκώς τον συσχετισμό υπέρ των κοινωνικών πολιτικών και της αναδιανομής του πλούτου, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα που μας δίνεται».

Αριστερά, τέλος είναι «να μετακινηθούμε εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και των δεδομένων περιορισμών του, για να το πω σχηματικά, από το δεξιό στο αριστερό άκρο».

Αυτή η Αριστερά θα έχει ως στόχο της, τακτικό και στρατηγικό «μια εποχή δημοσιονομικής σταθερότητας, οικονομικής ανάπτυξης, μα πάνω απ’ όλα δικαιοσύνης. Δικαιοσύνη για κάθε πολίτη που πρέπει να ζει και να εργάζεται με αξιοπρέπεια. Δικαιοσύνη έναντι κάθε πολιτικού που θεώρησε εαυτόν υπεράνω νόμων και κανόνων και έβαλε το δάχτυλο στο μέλι. Δικαιοσύνη έναντι τμημάτων της επιχειρηματικής ελίτ, που έστησαν, σε συνεργασία με το πολιτικό προσωπικό της διαπλοκής, μηχανισμούς γενικευμένης παρανομίας και υπονόμευσης του δημοσίου συμφέροντος».

Μια συστημική Αριστερά

Αυτή η Αριστερά, όπως την περιγράφει ο Αλ. Τσίπρας είναι μια διαχειριστική Αριστερά, μια συστημική Αριστερά. Μόνο που πατάει γερά στην απουσία της άλλης Αριστεράς. Της εξωσυστημικής, της επαναστατικής. Πατάει γερά στην κρίση και στην συρρίκνωση του εργατικού- λαϊκού κινήματος. Πατάει γερά στον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, διεθνή και εσωτερικό και στην απουσία πραγματικής επαναστατικής πολιτικής που κάνει τον καταγγελτικό πολιτικό λόγο, τα επαναστατικά συνθήματα και διακηρύξεις να μοιάζουν γραφικά. Πατάει γερά στη λογική του μικρομάγαζου και της επαναστατικής καθαρότητας που έχουν γίνει κανόνας στην άλλη Αριστερά. Πατάει στην απουσία επαναστατικής θεωρίας που αντί να καταφεύγει σε γενικές ρετσέτες του χθες οφείλει να αναπτύσσεται μέσα από τη μελέτη της πραγματικότητας και την μετατροπή της σε υλική δύναμη των μαζών μέσα από την διαμόρφωση ανάλογης πολιτικής πρότασης.

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις στην Ελλάδα ώστε η επαναστατική Αριστερά να έχει την τύχη που, σταδιακά, είχαν τα κομμουνιστικά κόμματα στις ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες της δύσης.

Η επαναστατική Αριστερά δεν μπορεί να είναι η Αριστερά που περιγράφει ο Αλ. Τσίπρας. Αλλά δεν μπορεί να είναι κι αυτό που ήταν ως τώρα, τουλάχιστον από την έναρξη του νέου αιώνα και κυρίως όπως ήταν στα χρόνια της κρίσης. Στο ερώτημα «από που να αρχίσουμε;» υπάρχει απάντηση που πατάει γερά στην ιστορία και στην πείρα του επαναστατικού κινήματος στον 20ο αιώνα, στην ύπαρξη και στα δράση του κόμματος της εργατικής τάξης. Ήρθε η ώρα να συζητήσουμε και να απαντήσουμε και στο δεύτερο ερώτημα: «Τι να κάνουμε;». Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας