Εργατικός Αγώνας

Καλά κάνουν και ανησυχούν οι δημόσιοι υπάλληλοι

του Γιώργου Πετρόπουλου

Έχουν λόγο οι δημόσιοι υπάλληλοι να ανησυχούν από την εφαρμογή του μέτρου της αξιολόγησης, όταν την τελευταία ημέρα της συνεδρίασης της Βουλής, πριν από τις διακοπές του Δεκαπενταύγουστου, το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης πέρασε τροπολογία στο πολυνομοσχέδιο με την οποία διαβεβαιώνει -και νομοθετικά- ότι όσοι επιμεριστούν στη μικρότερη ποσόστωση του 15% δεν πρόκειται να έχουν καμία εργασιακή, μισθολογική ή βαθμολογική επίπτωση; Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως η ανησυχία τους είναι δικαιολογημένη και δεν εξαρτάται από καμία καλή ή κακή θέληση της οποιασδήποτε πολιτικής ηγεσίας.

Το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης ορκίζεται σε όλους τους θεούς και σε όλους τους τόνους ότι η τωρινή αξιολόγηση, το σύστημα δηλαδή με τις ποσοστώσεις, θα εφαρμοστεί μόνο για το τρέχον έτος, ενώ τους επόμενους μήνες θα νομοθετηθεί πάγιο σύστημα αξιολόγησης το οποίο θα αρχίσει να εφαρμόζεται από το επόμενο έτος. Επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Αλλά τότε τι χρειάζεται η τωρινή αξιολόγηση; Και γιατί τόση φασαρία αν πρόκειται για ένα τίποτα;

Τίποτα δεν γίνεται για το τίποτα κι ασφαλώς δεν μπορούμε να δεχτούμε πως όλα αυτά, περί αξιολογήσεως μόνο για το 2014 και χωρίς επιπτώσεις, είναι μέριμνα που ξεκινάει από την καλή θέληση των κυβερνώντων να εντοπίσουν τους υπαλλήλους με ελλείψεις ώστε να τους επιμορφώσουν και να τους κάνουν καλύτερους.

Τροχιοδεικτικά

Στην ουσία της, η τωρινή αξιολόγηση λειτουργεί τροχιοδεικτικά για αυτήν που θα ακολουθήσει και η οποία, όπως διαβεβαιώνει το αρμόδιο υπουργείο, θα έχει μονιμότερα χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, τώρα γίνεται ένας επιμερισμός προσωπικού σε χρειαζούμενους και μη χρειαζούμενους, ικανούς ή λιγότερο ικανούς -αναφορικά με τις υπηρεσίες όπως είναι σήμερα διαρθρωμένες- ώστε στη συνέχεια να υπάρξει μια μεγάλη ανακατάταξη προσωπικού στο Δημόσιο που θα έχει από υποχρεωτικές μετατάξεις έως και απολύσεις. Αυτό το έργο σχεδιάζεται και ανασχεδιάζεται στον δημόσιο τομέα τα τελευταία 20 χρόνια και με εντατικούς ρυθμούς από την έναρξη της εποχής των μνημονίων.

Ας θυμηθούμε ορισμένες στιγμές-σταθμούς.

Η ανάγκη μια βαθιάς τομής στον δημόσιο τομέα ξεκίνησε τουλάχιστον στα φανερά από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δεν ήταν μια ανάγκη που προέκυψε από μεγάλους μεταρρυθμιστές και καινοτόμους, αλλά ως απαίτηση μιας πραγματικότητας που συντελούνταν στην ίδια την οικονομική βάση της χώρας.

Η ένταξη στην ΕΕ

 Η ένταξη και η ενσωμάτωση στην ΕΟΚ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο τέλος τέλος στην ευρωζώνη άλλαζε τη μορφή και την ουσία της ελληνικής οικονομίας και κατά συνέπεια απαιτούσε έναν άλλο δημόσιο τομέα, προσαρμοσμένο στο νέο οικονομικό μοντέλο. Σε τελευταία ανάλυση το κράτος, στην οικονομική του λειτουργία, δεν είναι τίποτα άλλο από το εργαλείο διοίκησης, διευθέτησης και ρύθμισης των υποθέσεων της οικονομίας.

 Αρχικά με νόμο Πεπονή, τον περίφημο Ν. 2190/94 περί ΑΣΕΠ, επιχειρήθηκε να μπει ένας φραγμός στους ανεξέλεγκτους διορισμούς στον δημόσιο τομέα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Αλλά κι αυτός ο νόμος εφαρμόστηκε με πλήθος εξαιρέσεων. Στην εφαρμογή του -και ειδικά για εκείνες τις προσλήψεις που γίνονταν εκτός ΑΣΕΠ- συνοδεύτηκε από την εισαγωγή στο Δημόσιο πλήθους εργασιακών σχέσεων (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ορισμένου χρόνου, συμβάσεις έργου κ.ο.κ.). Στη συνέχεια, επί Β. Παπανδρέου ως υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (1999-2001), με το περιβόητο «Πρόγραμμα ΠΟΛΙΤΕΙΑ», έγινε μια προσπάθεια να μπει ποσόστωση στις προσλήψεις (δύο φεύγουν με σύνταξη ή αποχώρηση-ένας προσλαμβάνεται). Κι αυτό το σύστημα παραβιάστηκε με αποτέλεσμα η μεταρρύθμιση να καθυστερεί επικίνδυνα. Ήταν τότε που η κυβέρνηση Καραμανλή διακήρυξε την ανάγκη επανίδρυσης του κράτους. Μια πολιτική επιλογή που διακηρύχθηκε μεν αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ένα κράτος δεν επανιδρύεται σε μία τετραετία ούτε σε δύο.

Αρχή με τα STAGE

 Και μετά ήρθαν η κρίση και το Μνημόνιο. Ο υπουργός Εσωτερικών του ΠΑΣΟΚ Γ. Ραγκούσης αρχικά ξεκίνησε να διώχνει τους, κάθε λογής, συμβασιούχους από τις δημόσιες υπηρεσίες ξεκινώντας από τους συμμετέχοντες στα προγράμματα STAGE. Υποσχόταν μάλιστα πως για όσους έφευγαν και κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες θα προσλαμβάνονταν μόνιμοι. Και διερρήγνυε τα ιμάτιά του που στο Δημόσιο υπήρχε ένα χάος εργασιακών σχέσεων. Σύνθημά του τον πρώτο καιρό: Ενα είναι το Δημόσιο-μία η εργασιακή σχέση σ’ αυτό. Τι έγιναν όλα αυτά; Καπνός. Οι δανειστές δεν άφησαν το παραμικρό περιθώριο για διαφορετικούς σχεδιασμούς: Αρχικά επέβαλαν πλήρη εκκαθάριση των συμβασιούχων και ποσόστωση στις προσλήψεις που ξεκίνησε από το 1 προς 5 και έφτασε στο 1 προς 10 ή και περισσότερο (ένας προσλαμβανόταν για πέντε ή δέκα που έφευγαν). Ταυτόχρονα επέβαλαν δραστικές μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού και στη συνέχεια απολύσεις μέσω της περιβόητης κινητικότητας-διαθεσιμότητας.

 Όλα αυτά ξεκινούσαν και τελείωναν έχοντας έναν στόχο: τη μείωση του μισθολογικού κόστους στον δημόσιο τομέα. Ο Γιάννης Ραγκούσης δήλωνε στη Βουλή, τον Μάρτιο του 2011, ότι στο τέλος της τετραετίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή το φθινόπωρο του 2013, το μισθολογικό κόστος του Δημοσίου από τα 22 δισ. ευρώ που ήταν τότε θα έπεφτε στα 16 δισ. ευρώ. Δεν έπεσε έξω στους υπολογισμούς του.

 Με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης τον Δεκέμβριο του 2013 το μισθολογικό κόστος έπεσε στα 15,8 δισ. ευρώ. Πού θέλουν να το φτάσουν;

Που βρίσκεται η αλήθεια των αξιολογήσεων;

Το μισθολογικό κόστος είναι η αρχή και το τέλος όλων των σχεδιασμών που γίνονται σήμερα. Όταν με τον νόμο 4093/2012 ξεκίνησε η ιστορία της αξιολόγησης στο δημόσιο, αυτή δεν αφορούσε μόνο την διαθεσιμότητα- κινητικότητα κάποιων υπαλλήλων αλλά και την αξιολόγηση δομών και προσωπικού όλου του δημοσίου τομέα. Τότε, ανώτατοι κυβερνητικοί παράγοντες που ασχολούνταν με αυτή την υπόθεση υποστήριζαν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις πως αν η αξιολόγηση έφτανε στις δομές και στο προσωπικό του κράτους που βρίσκονται κάτω από τα υπουργεία, το προσωπικό που θα κρινόταν πλεονάζον ή μη ικανό να υπηρετεί στις θέσεις που εργαζόταν θα ξεπερνούσε τις 40.000 με 45.000 υπαλλήλους. Τέτοια αξιολόγηση δεν έγινε ποτέ αλλά οι υπολογισμοί που γίνονταν τότε για πάνω από 40.000 υπαλλήλους σε διαθεσιμότητα δεν ήταν εξωπραγματικοί. Εδράζονταν στην προσαρμογή σε ένα μοντέλο δημοσίου όπου το κράτος σιγά- σιγά, αλλά σταθερά, θα περιοριζόταν σε έναν επιτελικό ρόλο πάνω στις υποθέσεις της κοινωνίας και της οικονομίας και θα αποχωρούσε από κάθε παραγωγική διαδικασία.

Αυτό το μοντέλο δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ από τους κυβερνώντες. Απλά η προσαρμογή σε αυτό καθυστερεί ή παίρνει κάθε φορά διαφορετικούς δρόμους- πέρα από το γεγονός ότι σκοντάφτει συχνά πάνω σε νομικά- συνταγματικά εμπόδια. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η επιλογή ενός τέτοιου δημοσίου πηγάζει από μια ασφαλή εκτίμηση ότι το κράτος οπωσδήποτε πρέπει να προσαρμοστεί στις ανάγκες που επιτάσσει το μοντέλο της- μετά την κρίση- οικονομίας της χώρας. Και σκοντάφτει ακριβώς πάνω στο γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει από τώρα πιο θα είναι το μετακρισιακό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Έτσι το μόνο σίγουρο και σταθερό κριτήριο μείωσης του δημοσίου που υπάρχει σήμερα είναι καθαρά δημοσιονομικό και αφορά στο μισθολογικό κόστος.

Από την κυβέρνηση και τους δανειστές δεν είναι καθόλου καθαρό σε πιο σημείο θέλουν να φτάσουν το ποσό που πρέπει να πληρώνει το κράτος για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Φαίνεται μάλλον πως είμαστε κοντά στο όριο, δηλαδή σε μια σταθεροποίηση του ποσού γύρω στα 15 δισ. ευρώ. Όταν αυτό ξεκαθαρίσει, όταν φτάσουν να πουν ότι τόσα θα δίνουμε για μισθούς στο δημόσιο (και ευρώ παραπάνω), τότε θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση που θα έχει δύο σκέλη: Το ένα σκέλος θα αφορά σε μείωση του προσωπικού μέσω απολύσεων. Κι αυτές οι απολύσεις θα προκύψουν από την αξιολόγηση. Οι χαμηλά βαθμολογούμενοι υπάλληλοι θα βρίσκονται μπροστά στην πόρτα της ανεργίας. Το άλλο σκέλος είναι ότι θα ανοίξει μια συζήτηση που θα συμπυκνώνεται στο εξής: Με τα λεφτά που διαθέτουμε για μισθούς στο δημόσιο, ποιους υπαλλήλους θέλουμε; Θέλουμε δασκάλους; Τους πληρώνουμε. Θέλουμε νηπιαγωγούς; Τους πληρώνουμε. Θέλουμε στρατιωτικούς, δικαστές, αστυνομικούς; Τους πληρώνουμε. Δεν θέλουμε τις τάδε ή τις δείνα υπηρεσίες; δεν τις πληρώνουμε. Καταργούμε θέσεις καταργούμε φορείς, απολύουμε προσωπικό. Τόσα δίνουμε- τόσους υπαλλήλους μπορούμε να έχουμε.

Αν έχουν επομένως μια αξία οι σημερινές αξιολογήσεις φορέων και προσωπικού αυτή αφορά στο αυριανό ξεσκαρτάρισμα, σε ένα κράτος που επανιδρύεται και κρατάει ότι χρειάζεται κι ότι μπορεί ή θέλει να πληρώσει. Στο βάθος αυτού του σχεδιασμού βρίσκεται και η ιδιωτικοποίηση σημερινών υπηρεσιών του δημοσίου. Πρόκειται για τα φιλέτα από τα οποία οι ιδιώτες μπορούν να βγάζουν λεφτά. Το κράτος θα τις κλείνει ή θα τις παραχωρεί στον ιδιωτικό τομέα, οι επιχειρηματίες θα τις αναλαμβάνουν και οι πολίτες θα πληρώνουν αδρά και με όρους αγοράς στους τελευταίους αυτό που έχουν ανάγκη και θα έπρεπε να τους παρέχεται από την Πολιτεία.

 

Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας