Εργατικός Αγώνας

Η ΚΟΜΕΠ και τα σίκουελ περί οπορτουνιστικού χώρου

Γράφει ο Παναγιώτης Ζαβουδάκης.

Πριν από ένα χρόνο στο θεωρητικοπολιτικό περιοδικό του ΚΚΕ «Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ) δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Για τις διεργασίες στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στον οπορτουνιστικό χώρο» (ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 5/2018). Ένα χρόνο μετά, πάλι στην ΚΟΜΕΠ δημοσιεύτηκε δεύτερο άρθρο με τίτλο «Για τις διεργασίες στο οπορτουνιστικό ρεύμα» (ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4/2019). Και τα δύο άρθρα φέρουν την υπογραφή της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του Κόμματος. Ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο και το ένα συνιστά συνέχεια του άλλου. Γνωρίζαμε ότι στον κινηματογράφο υπάρχουν οι σίκουελ ταινίες[1]. Τώρα μάθαμε ότι στο ΚΚΕ παράγονται σίκουελ άρθρα. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο.

Τι εννοεί το ΚΚΕ όταν κάνει λόγο για οπορτουνισμό και οπορτουνιστικό ρεύμα στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα; Ορισμό σαφή ουδέποτε κατέθεσε. Κι ούτε ποτέ αποδέχτηκε την μαρξιστική-λενινιστική έννοια του όρου. Ο μαρξισμός-λενινισμός αντιλαμβάνεται τον οπορτουνισμό ως ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα. Ο όρος αφορά σε εργατικά κόμματα. Το ΚΚΕ όμως μέχρι τουλάχιστον το 2015 -αλλά και λίγο αργότερα- οπορτουνιστικό κόμμα θεωρούσε και τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ποτέ να καταφέρει να αποδείξει -ούτε καν ενδιαφέρθηκε- ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα ήταν ένα εργατικό κόμμα.

Ο οπορτουνισμός αφορά κόμματα και κινήσεις του εργατικού κινήματος που μπορεί μεν στη θεωρία να δηλώνουν μαρξιστικά και υπέρ της κοινωνικής επανάστασης αλλά στην πολιτική τους πρακτική βρίσκονται σε διάσταση και με την μαρξιστική θεωρία και με την επανάσταση καθώς είτε συμβιβάζονται με το σύστημα είτε αποστασιοποιούνται από την πραγματικότητα κλίνοντας την επανάσταση σε όλες τις πτώσεις (αριστερισμός) είτε υποτάσσονται καιροσκοπικά στην εκάστοτε συγκυρία (δεξιός οπορτουνισμός). Δεν συνδέουν δηλαδή το άμεσο με το μακροπρόθεσμό, την τακτική με την στρατηγική.

Έλεγε ο Λένιν: «δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ το χαρακτηριστικό γνώρισμα όλου του σύγχρονου οπορτουνισμού σ’ όλους τους τομείς: την αοριστία του, την ασάφειά του, το ασύλληπτό του. Ο οπορτουνιστής απ’ την ίδια του τη φύση, αποφεύγει πάντα να θέτει ένα ζήτημα συγκεκριμένα και σταράτα, αναζητά τη συνισταμένη, στριφογυρίζει σαν φίδι ανάμεσα σε δυο απόψεις που αλληλοαποκλείονται προσπαθώντας να είναι σύμφωνος και με τις δυο, τις διαφωνίες του τις συνοψίζει σε μικροτροποποιήσεις, αμφιβολίες, αθώους κι ευσεβείς πόθους κλπ» (Β. Ι. Λένιν: “Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω (η κρίση στο κόμμα μας)”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Τι είναι όμως οπορτουνισμός για το ΚΚΕ; Παλιότερα ό,τι στο χώρο της αριστεράς βρίσκονταν έξω από αυτό συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά την κυβέρνηση Τσίπρα, δηλαδή μετά το ’15 ό,τι βρίσκεται εκτός ΚΚΕ στην αριστερά -και χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο ΣΥΡΙΖΑ- είναι οπορτουνισμός. Γιατί όλοι αυτοί οι εκτός ΚΚΕ είναι οπορτουνιστές; Γιατί επαναστάτες είναι το ΚΚΕ και όσοι συμπεριλαμβάνονται σε αυτό. Ποιος το λέει; Μα το ΚΚΕ φυσικά. Αφού οι άνθρωποι αυτοβαφτίστηκαν επαναστάτες όλοι οι άλλοι δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από οπορτουνιστές. Αυτό είναι το συμπέρασμα όλης της ανάλυσης της ιδεολογικής επιτροπής του κόμματος και στα δύο σίκουελ άρθρα της στην ΚΟΜΕΠ.

Από τις πρώτες παραγράφους, του τελευταίου άρθρου στην ΚΟΜΕΠ φαίνεται πως ο συντάκτης αυτού του κειμένου έχει ήδη καταλήξει σε ένα ιδεοληπτικό σχήμα-αξίωμα: όλοι οι σχηματισμοί και οι οργανώσεις πέραν του ΚΚΕ και των αστικών κομμάτων που βαφτίζονται «οπορτουνισμός», λειτουργούν ενιαία με στόχο να καταφέρουν χτύπημα στο ΚΚΕ. Κατά τον συντάκτη, δεν υπάρχουν ιδεολογικές-πολιτικές διαφορές μεταξύ τους. Ανάμεσά τους υπάρχουν και ορισμένοι που τους ονομάζει «φραξιονιστικές ομάδες». Σ’ αυτές η ιδεολογική επιτροπή του κόμματος εντάσσει τον «Σύλλογο Γιάνης Κορδάτος», τη «Νέα Σπορά» (που δείχνει παροπλισμένη) και τον «Εργατικό Αγώνα». Μάλιστα ο συντάκτης του πονήματος επιφυλάσσει για τον ΕΑ μια καθόλου συνηθισμένη από κομμουνιστές και για κομμουνιστές πρακτική, αυτή της λαθροχειρίας. Αφού αναφέρει ένα απόσπασμα από άρθρο του Γ. Αραβανή, μας χρεώνει ως δικές μας εκτιμήσεις τις απόψεις του Στάθη Κατσούλα  μέλους της Παρέμβασης που εμείς αναδημοσιεύσαμε από την ιστοσελίδα antapocrisis,  όπως κάνουμε τακτικά στα πλαίσια της ολόπλευρης ενημέρωσης των αναγνωστών μας. Μπορεί η σημερινή ιδεολογική επιτροπή του ΚΚΕ να μην έχει την ποιότητα του Δημήτρη Σάρλη και των συνεργατών του, ωστόσο δεν μπορούμε να φανταστούμε πως τα μέλη της είναι τόσο επιπολαία και άσχετα που να μην μπορούν ν’ αντιληφθούν τη διαφορά ανάμεσα στη δημοσίευση και την αναδημοσίευση. Συνειδητά λοιπόν επιλέγουν να παραπλανήσουν τα μέλη του κόμματος διαστρεβλώνοντας τις απόψεις του ΕΑ για να στηρίξουν το ιδεολόγημα των «κοινών θέσεων» και της «κοινής επίθεσης κατά της στρατηγικής του ΚΚΕ».

Αφού ξεμπερδεύει με τις «φραξιονιστικές ομάδες», ο αρθρογράφος καταπιάνεται με τον υπόλοιπο «οπορτουνισμό».  Τις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την ΑΡΑΝ, τη ΛΑΕ. Στο σχολιασμό του δεν κρύβει τη χαιρεκακία για τα εκλογικά τους αποτελέσματα («η γραμμή τους έχει οδηγήσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ ένα βήμα πριν τη διάλυση και στην εκλογική συντριβή», «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία σημειώνουμε ότι στις εκλογές κατέγραψε το ισχνό 0,41 %…», «Η ΛΑΕ, η οποία επίσης κατέγραψε σημαντική πτώση συγκεντρώνοντας μόλις το 0,28%…» κ.ο.κ). Στόχος είναι να δείξει πως η κριτική στις θέσεις και την τακτική του ΚΚΕ δεν συγκινεί τον κόσμο της αριστεράς και πως το ΚΚΕ ήταν και παραμένει ο μόνος πόλος συσπείρωσης των αριστερών. Μια παροιμία λέει πως η καμήλα βλέπει τις καμπούρες των άλλων, όχι τη δική της. Έτσι και το ΚΚΕ πανηγυρίζει για τα εκλογικά αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, τα αποδίδει στην πολιτική τους (προφανώς έχει δίκιο) αλλά δική του συρρίκνωση δεν βλέπει πουθενά με αποτέλεσμα να μην βλέπει και πρόβλημα στη δική του πολιτική.

Μόνιμο άγχος του αρθρογράφου είναι να εμφανίσει όλους αυτούς τους χώρους ως ιδεολογικά και πολιτικά ομονοούντες αν και στο ΚΚΕ ξέρουν καλά πως αν υπήρχαν οι στοιχειώδεις ιδεολογικοπολιτικές συγκλίσεις μεταξύ όλων αυτών των συνιστωσών, τα πράγματα θα ήταν ήδη πολύ καλύτερα σε κινηματικό αλλά και πολιτικό-οργανωτικό επίπεδο κι αυτό που η ηγεσία του ΚΚΕ απεύχεται θα είχε ήδη πραγματωθεί. Και φυσικά στις 7 Ιούλη ο δικομματισμός δεν θα έπαιζε χωρίς αντίπαλο και δεν θα έβγαινε ενισχυμένος σε βάρος του κινήματος.

Στο τρίτο μέρος του κειμένου με τίτλο «Για τις διεργασίες στο χώρο του οπορτουνισμού» φαίνεται ο πραγματικός λόγος για τον οποίο γράφτηκε αυτό το κείμενο. Το ΚΚΕ βλέπει πως μετά το δυσμενές για το σύνολο της κομμουνιστικής αριστεράς αποτέλεσμα πληθαίνουν οι φωνές για μια αλλαγή πλεύσης στη δράση του αριστερού κινήματος ώστε αυτό να γίνει αποτελεσματικό στην πάλη του απέναντι στις αστικές δυνάμεις. Παρατηρεί τις διεργασίες που γίνονται και φοβάται τη συζήτηση που ανοίγει για την ενότητα δράσης όλων των δυνάμεων της κομμουνιστικής αριστεράς. Τότε θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να εξηγήσει στα μέλη και τους οπαδούς του γιατί δεν πρέπει να συνεργαστούν και να αγωνιστούν από κοινού στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα με δυνάμεις (έστω όχι τόσο «ταξικά συνεπείς» όσο θεωρεί τις δικές του)  που θέλουν να παλέψουν για να εμποδίσουν νέα λεηλασία των εργατικών κατακτήσεων. Μια τέτοια άρνηση θα προκαλέσει αντιδράσεις –ίσως και απώλειες- στις γραμμές του όσο θα συνεχίζεται η αδιέξοδη λογική της περιχαράκωσης και της αριστερίστικης λογικής του «εμείς οι μόνοι συνεπείς». Της λογικής που στην ουσία ρίχνει νερό στο μύλο των αστικών κυβερνήσεων να εφαρμόζουν τις πολιτικές των καπιταλιστικών κέντρων χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις από το κίνημα.

Το ΚΚΕ προσπαθεί να εμφανίσει τον χώρο του «οπορτουνισμού» όπως τον αποκαλεί μισοδιαλυμένο που επιδίδεται σε σπασμωδικές διεργασίες επιβίωσης τη στιγμή που φοβάται διαρροές εξαιτίας αυτών ακριβώς των διεργασιών. Και φυσικά προτιμά ανάμεσα στους τυφλούς να κυριαρχεί το ίδιο που νομίζει ότι βλέπει από το ένα μάτι. Ούτε που περνάει από το μυαλό της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι με την πολιτική της οδηγεί το κόμμα με μαθηματική ακρίβεια σε ό,τι σήμερα χλευάζει.

Η ηγεσία του ΚΚΕ συνεχίζει να προβάλλει την πολιτική της (ή σωστότερα την απουσία ουσιαστικής πολιτικής της) ως μονόδρομο. Πιθανά αρκείται στην κοινοβουλευτική παρουσία του κόμματος και την αυταρέσκεια πως είναι η μεγαλύτερη δύναμη της αριστεράς. Θεμιτή αυτή η στάση για ένα πολιτικό κόμμα του αστικού τόξου, όχι όμως για ένα κόμμα που το όνομα, η ιστορία και τα σύμβολα του λένε πως είναι επαναστατικό. Γιατί ένα επαναστατικό κόμμα είναι από τη φύση του υποχρεωμένο να δρα για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος κι όχι να παραπέμπει αυτή την ανατροπή σ’ ένα ασαφές και αόριστο μέλλον ή μάλλον στις ελληνικές καλένδες[2]. Σε μια τέτοια δράση οι κομμουνιστές πάντα επιδιώκουν την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων. Έτσι λέει η θεωρία και η πλούσια ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, όσο κι αν αυτό δεν αρέσει στη σημερινή ηγεσία του κόμματος.

Η ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιλέξει να αγναντεύει την ελληνική κοινωνία και τα προβλήματα της από μακριά παραμένοντας αμέτοχη. Δικαίωμα της.

Όπως είναι και δικαίωμα όλων των δυνάμεων που «δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό» να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να συσπειρωθούν στην πάλη για την ανά(σ)ταση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Το ποιος θα δικαιωθεί για τη στάση του, θα το δείξει η ζωή όπως θα θύμιζε στην τωρινή ηγεσία ένας από τους μεγαλύτερους ηγέτες του κόμματος, ο Χαρίλαος Φλωράκης.

 

ΥΓ: Για την πληρέστερη ενημέρωση των αναγνωστών του ΕΑ, επισυνάπτεται ολόκληρο το κείμενο της ΚΟΜΕΠ:

 

Για τις διεργασίες στο οπορτουνιστικό ρεύμα

 

Η προεκλογική περίοδος επιτάχυνε ορισμένες διεργασίες που αφορούν τις διάφορες ομάδες και τάσεις του οπορτουνιστικού ρεύματος. Η πολύ μικρή συσπείρωση αυτών των ομάδων δεν πρέπει να οδηγεί σε υποτίμηση της αρνητικής επίδρασής τους «στην προσπάθεια του ΚΚΕ για απεγκλωβισμό δυνάμεων από την αστική επιρροή, καθώς και για την ανασύνταξη του ταξικού εργατικού κινήματος.

Το ιδιαίτερα αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα γι’ αυτόν το χώρο και η αντιπαράθεση που ήδη υπήρχε και εκφράστηκε και με το ότι οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατέβασαν ενιαία ψηφοδέλτια στις τοπικές εκλογές σε Αθήνα, Πάτρα και Θεσσαλονίκη, προμηνύουν διεργασίες που θα εξελιχτούν στο διάστημα μετά από τις βουλευτικές εκλογές.

Η ρευστότητα και η απογοήτευση, που αντικειμενικά επικρατεί στο συγκεκριμένο χώρο, δημιουργεί γόνιμο έδαφος νια να καλέσουμε σε συμπόρευση με το ΚΚΕ αγωνιστές που βγάζουν συμπεράσματα από την αδιέξοδη πολιτική γραμμή αυτών των ομάδων και ξεπερνούν αντι-ΚΚΕ σύνδρομα που καλλιεργήθηκαν από τα ηγετικά τους στελέχη.

Ταυτόχρονα, οι διεργασίες στις ηγεσίες συγκεκριμένων ομάδων αναδεικνύουν τόσο την προσπάθεια συντονισμού τους για τη δημιουργία νέου πόλου-αναχώματος απέναντι στο ΚΚΕ (με δεδομένη την πορεία’ φθοράς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) όσο και την «επίθεση φιλίας» για τη ρυμούλκησή του σε γραμμή πολιτικής συνεργασίας κορυφών για τη δημιουργία ενός νέου συνασπισμού «αριστερών δυνάμεων», ενός «αντιδεξιού», αντικυβερνητικού μετώπου.

Φυσικά, δε θα επαναλάβουμε σ’ αυτό το σύντομο ενημερωτικό κείμενο την αναλυτική κριτική στις θέσεις αυτών των ομάδων που ο αναγνώστης της ΚΟΜΕΠ θα βρει στα άρθρα προηγούμενων τευχών.[3]

Αξίζει όμως να επισημάνουμε ότι στις πρόσφατες διεργασίες συναντάμε ξανά όλα τα βασικά στοιχεία που οδήγησαν τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ να παίζουν στην πράξη ρόλο «ουράς» στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Συνεχίζουν να προβάλλουν ως ριζοσπαστικό κίνημα τους «αγανακτισμένους της πλατείας» του 2011 και ως ελπιδοφόρα δυναμική –που προδόθηκε- τη στήριξη του ΟΧΙ της κυβέρνησης στο δημοψήφισμα του 2015. Συνεχίζουν ακόμα να θεωρούν σε γενικές γραμμές ως προοδευτικό, αριστερό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πριν αναλάβει την κυβέρνηση. Ξεπερνούν το όριο της πολιτικής γελοιότητας, ασκώντας κριτική στη γραμμή του ΚΚΕ που δεν «εμπνέει για κάτι παραπάνω» και οδηγεί σε πτώση των ποσοστών του, την ώρα που η γραμμή τους έχει οδηγήσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ ένα βήμα πριν τη διάλυση και στην εκλογική συντριβή.

Στην πραγματικότητα, χωρίς ίχνος ουσιαστικής αυτοκριτικής, συνεχίζουν στην ίδια ρότα υποβάθμισης της σημασίας του οργανωμένου εργατικού κινήματος, υπόκλισης σε αταξικές μορφές ανώδυνης για το σύστημα κινητοποίησης, που υπονομεύουν την προσπάθεια για ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Αρκεί να θυμηθούμε τους στόχους, τις δυνάμεις και τους ηγέτες που πρωταγωνίστησαν στις συνάξεις των «αγανακτισμένων» στις πλατείες το 2011. Τους εθνικιστές και χρυσαυγίτες της «πάνω πλατείας» που συνυπήρχαν αρμονικά για μέρες με τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο κάτω μέρος. Τον ακαθόριστο αντίπαλο που ήταν γενικά οι «βουλευτές», αφήνοντας στο απυρόβλητο το μεγάλο κεφάλαιο, την άρχουσα τάξη, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Τη θετική υποδοχή στις διαλέξεις του Βαρουφάκη, του Τσακαλώτου, του Κατρούγκαλου, του Καζάκη, που ανέλαβαν στη συνέχεια τη «βρόμικη δουλειά» και τις αποδοκιμασίες στα συνεργεία των συνδικάτων και των Συλλόγων της ΟΓΕ που μοίραζαν ανακοινώσεις.

Την εξαφάνιση των «αυθόρμητων» αγανακτισμένων που έφυγαν για διακοπές και δεν ξαναγύρισαν, αφού δημιούργησαν το κλίμα για την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία διασφάλισε στη συνέχεια -εκτός των άλλων- την προκλητική καθυστέρηση της δίκης της Χρυσής Αυγής.

Χάρη στην πολιτική στάση του ΚΚΕ την περίοδο 2010-2015, την άρνησή του να στηρίξει το σχέδιο κυβερνητικής εναλλαγής του ΣΥΡ1ΖΑ, δεν επιτεύχθηκε ο αφοπλισμός και η πλήρης ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος τα επόμενα χρόνια. Χάρη στην επαναστατική στρατηγική του και στη δράση του, το ΚΚΕ άντεξε στις μεγάλες πιέσεις των τελευταίων χρόνων.

Αντίθετα, η γραμμή του «αντινεοφιλελεύθερου, αντιμνημονιακού μετώπου», η γραμμή της ενότητας των αριστερών δυνάμεων για ένα «ρεαλιστικό» μεταβατικό πρόγραμμα (όπως βαφτίζεται η αυταπάτη της φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού) οδήγησε τις οπορτουνιστικές και «φραξιονιστικές» ομάδες στο σημερινό τους πολιτικό ναυάγιο.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Το εκλογικό αποτέλεσμα χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή από τις διάφορες φραξιονιστικές ομάδες που επιχειρούν να παρέμβουν υπονομευτικά απέναντι στην πολιτική γραμμή και τη στρατηγική του ΚΚΕ αλλά και στο εσωτερικό του («Εργατικός Αγώνας», «Σύλλογος Κορδάτος», «Νέα Σπορά»). Είναι αξιοσημείωτο ότι υπήρξαν περιπτώσεις («Νέα Σπορά») που εξέδωσαν ανακοίνωση για πρώτη φορά μετά από ένα χρόνο, δείχνοντας έτσι την ενδεχόμενη αρχή μιας νέας ενεργοποίησης-από-μέρους τους. Σε αυτά ήρθαν ως συμπλήρωση οι ανακοινώσεις των οπορτουνιστικών ομάδων για το εκλογικό αποτέλεσμα, ακολουθώντας μια σχεδόν ταυτόσημη γραμμή επίθεσης απέναντι στο ΚΚΕ. Οι βασικοί άξονες της επιχειρηματολογίας τους είναι οι εξής:

• Κατηγορούν το ΚΚΕ για μαξιμαλισμό όταν προβάλλει την ανάγκη για άλλο δρόμο ανάπτυξης, την οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας προς όφελος του λαού, την εργατική εξουσία. Υποστηρίζουν ότι μια τέτοια γραμμή δεν μπορεί να «συγκινήσει» τον κόσμο, ότι «με σφυροδρέπανα δεν ανεβαίνεις στις εκλογές», ότι όλα αυτά είναι σεχταρισμός.

• Προβάλλουν ότι υπάρχει δυνατότητα πολιτικής συνεργασίας με τους εκπροσώπους ενός «κινηματικού-αγωνιστικού» τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ που «προδόθηκε» από την ηγεσία του στο πλαίσιο της γενικότερης λογικής ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ριζοσπαστικό αριστερό πρόγραμμα το οποίο πρόδωσε γιατί συμβιβάστηκε». Κατηγορούν το ΚΚΕ ότι δεν μπόρεσε να «συνδεθεί» με αυτόν τον κόσμο, γιατί «περιχαρακώθηκε» από το κίνημα (εννοούν τις πλατείες) ήδη πριν αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την κυβέρνηση. Μάλιστα, προσπαθούν να εμπλέξουν σε αυτήν τη λογική και παραδείγματα υγιούς συμπόρευσης κόσμου με το ΚΚΕ, λέγοντας ότι είναι λίγα για να αλλάξουν τη γενική κατάσταση «περιχαράκωσης».

• Προβάλλουν ύπουλα ως τάχα «διαφοροποίηση» της γραμμής του Κόμματος την παρέμβασή μας στην Πάτρα στις δημοτικές εκλογές. Σκόπιμα διαστρεβλώνουν τη γραμμή για λαϊκή αντιπολίτευση στους δήμους, προσπαθώντας να φέρουν από την πίσω πόρτα ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού, ότι δεν είναι λάθος η συμμετοχή σε αστική κυβέρνηση και ότι μια τέτοια γραμμή είναι αυτή που μπορεί να συσπειρώσει κόσμο.

• Προσπαθούν να δημιουργήσουν κλίμα αμφισβήτησης της πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ, επιτιθέμενοι στα συλλογικά καθοδηγητικά όργανα και την ΚΕ, τα οποία, όπως λένε, είναι υπεύθυνα για το ότι το Κόμμα δεν καταγράφει εκλογική άνοδο τα τελευταία χρόνια και «συνεχίζουν να μη δίνουν εξηγήσεις» για την πτωτική εκλογική του πορεία.

 

Α. Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΡΑΞΙΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Σε άρθρο που εκφράζει τις απόψεις του «Συλλόγου Κορδάτου» αναφέρεται:

«Με αυτήν την εκλογική επίδοση μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει η δήλωση του Κουτσούμπα το βράδυ των εκλογών, ο οποίος θεώρησε πως “είναι θετικό ότι το ΚΚΕ παραμένει σταθερή δύναμη για τα λαϊκά συμφέροντα, με τάση αναπλήρωσης των δυνάμεών του”. (…)

Το ΚΚΕ, παρά τα ανοίγματα που επιχείρησε μετά από καιρό (…), πληρώνει το σεχταρισμό των τελευταίων ετών, τον αριστερισμό σε επίπεδο πολιτικών διακηρύξεων και τη δεξιά πρακτική. Η άρνησή του να πάρει εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης το 2012, η στάση του στο δημοψήφισμα, η απόστασή του από τις πλατείες, οι χοντροκομμένες επιθέσεις σε όσους βρίσκονταν αριστερά του, η υπερπροβολή της στρατηγικής (βλέπε κεντρική εκδήλωση ΚΚΕ στο Σύνταγμα όπου ο Κουτσούμπας μίλησε για την Ευρώπη του σοσιαλισμού βάζοντας ως διακύβευμα το σοσιαλισμός ή καπιταλισμός μέσα σε έναν αστικό θεσμό, αυτό των εκλογών), είναι όλα αυτά τα “στιγμιότυπα” που έχουν διαμορφώσει πλέον μια αρνητική γνώμη σε μεγάλα τμήματα των εργαζομένων για το ΚΚΕ. Δεν ισχύει καν το παλιό “σας αγαπάμε, αλλά δε σας παντρευόμαστε”»[4].

Εδώ επαναλαμβάνεται η γνωστή θέση να χαρακτηρίζονται ως «μη επαναστατικά» και «σεχταριστικά» τα βήματα ανάπτυξης της στρατηγικής αντίληψης του ΚΚΕ, όπως το θέμα της μη συμμετοχής των κομμουνιστών σε αστικές κυβερνήσεις, ακόμα και η πρόδηλη προβολή της αναγκαιότητας ανατροπής της αστικής εξουσίας. Ουσιαστικά παρουσιάζεται ως δήθεν «αριστερή» μια γραμμή που επιδιώκει να περιορίσει τη δράση, την προπαγάνδα και το πολιτικό άνοιγμα του ΚΚΕ στα όρια του «εφικτού» και του «ρεαλιστικού», στα όρια του συστήματος.

Ο «Εργατικός Αγώνας» με τη σειρά του αναφέρει: «Είναι σαφές ότι δεν μπορούν (οι δυνάμεις της Αριστερός και κυρίως το ΚΚΕ) να αρθρώσουν έναν πειστικό λόγο και μια τακτική που θα συσπειρώνει και θα πείθει ότι αξίζει τον κόπο η ενίσχυσή τους»[5].

Σε άλλο άρθρο τους διατυπώνουν τη συκοφαντική επίθεση στο ΚΚΕ με βάση το αποτέλεσμα στους δήμους, διαστρεβλώνοντας σκόπιμα την πολιτική του γραμμή: «Η στασιμότητα, η αδράνεια και το “δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα λόγω οικονομικής κρίσης, καπιταλισμού και μνημονίων” επικράτησαν όλη την προηγούμενη περίοδο στη δράση και το λόγο αυτών των τεσσάρων υποψήφιων δημάρχων (αναφέρεται σε Χαϊδάρι, Καισαριανή, Πετρούπολη και Ικαρία). Μια δράση που σε τίποτα δε θύμιζε την πολύ πλουσιότερη (και κινηματικού χαρακτήρα) δράση του Κώστα Πελετίδη στην Πάτρα, ο οποίος επανεκλέχτηκε πανηγυρικά παρά την αντιΚΚΕ εκστρατεία όλων των άλλων κοινοβουλευτικών κομμάτων»[6].

Σε αυτήν την άθλια προσπάθεια υπονομευτικής παρέμβασης στο εσωτερικό του ΚΚΕ και επίθεσης στα καθοδηγητικά του όργανα συμμετέχει και η «Νέα Σπορά», λέγοντας ότι: «Τα πράγματα είναι κρίσιμα για το Κομμουνιστικό Κίνημα, για το ΚΚΕ, ιδιαιτέρως μπροστά στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές. Θέλουμε, παραπέρα, να ελπίζουμε ότι αυτοί που πρέπει να καταλάβουν τις πρόσθετες δυσκολίες, που έχει να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ, στο άμεσο χρονικό διάστημα, και που θα παίξουν ρόλο για τη μελλοντική του πορεία, ότι πράγματι τις καταλαβαίνουν, γιατί σε αντίθετη περίπτωση δεν πρέπει να βρίσκονται στις θέσεις που κατέχουν, αφού δεν κατανοούν ακόμη και “τα στοιχειώδη”»[7]. Ενώ κλείνει την ανακοίνωσή της σημειώνοντας την ένταση της προσπάθειας επίθεσης στο ΚΚΕ μετά από τις βουλευτικές εκλογές, λέγοντας ότι: «Η “Νέα Σπορά” θα επανέλθει μετά τις βουλευτικές εκλογές στις 7 του Ιούλη και θα καταθέσει τη γνώμη της για όλες τις πολιτικές εξελίξεις, ακόμη και γι’ αυτές που πραγματοποιήθηκαν το χρονικό διάστημα που δε δημοσίευε».

Παρόμοια επιχειρηματολογία έχει διατυπωθεί και από τον αστικό Τύπο, με πιο χαρακτηριστικό δημοσίευμα αυτό της ΕΦΣΥΝ: «Η ηγεσία του ΚΚΕ οφείλει να εξηγήσει με παγερή σαφήνεια στα μέλη και τους ψηφοφόρους του κόμματος πώς γίνεται σε συνθήκες κρίσης οι πολίτες να επιλέγουν δεξιά κόμματα και όχι την Αριστερά. Εντάξει, ο αντίπαλος είναι ισχυρός. Γιατί όμως η Αριστερά δεν πείθει τον κόσμο ότι μπορεί να γίνει η ελκυστική εναλλακτική λύση; Μήπως γιατί δεν την ενδιαφέρει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο και βολεύεται στο μικρό και γωνιακό μαγαζάκι της; Μήπως γιατί το μόνο που ξέρει να κάνει καλά είναι να καταγγέλλει το σύστημα και να οργανώνει διαδηλώσεις; Μήπως γιατί τρομάζει στη σκέψη ότι κάποια στιγμή είναι πιθανό να βρεθεί σε θέση ευθύνης και δε θα ξέρει τι θα κάνει;»[8].

Αποδεικνύεται για ακόμη μία φορά ότι μέρος της αστικής επιχειρηματολογίας και πολεμικής συμπίπτει με την προσπάθεια των οπορτουνιστών-φραξιονιστών στον κοινό στόχο να αναθεωρήσει το ΚΚΕ την επαναστατική του γραμμή και να συμβιβαστεί στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης.

 

Β. Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

Στο ίδιο μήκος κύματος απέναντι στην πολιτική του ΚΚΕ κινήθηκαν και άλλες δυνάμεις του οπορτουνιστικού ρεύματος, που είχαν ως βασική τους αιχμή το ότι το ΚΚΕ «περιχαρακώνεται», δεν ακουμπάει «τον κόσμο που φεύγει από το ΣΥΡΙΖΑ», γιατί θέλει να διατηρήσει την πολιτική του «καθαρότητα». Η ουσία αυτών των επιχειρημάτων είναι σχεδόν πανομοιότυπη με τα όσα υποστήριζε ο «Σύλλογος Κορδάτος» στο άρθρο που ήδη αναφέραμε.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία σημειώνουμε ότι στις εκλογές κατέγραψε το ισχνό 0,41 %, κατηγορεί το ΚΚΕ ότι «ποτέ δεν είχε πολιτική ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής. Ούτε επιδίωξε την κοινή δράση μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα με αυτό το αγωνιστικό δυναμικό. Παραπέρα, είχε αμφίσημη στάση στο “μακεδονικό”»[9]. Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν και οι συνιστώσες της.

Το ΣΕΚ (εντάσσεται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ), πιο επιθετικά, ανέφερε ότι το ΚΚΕ «στα χρόνια της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ ύψωνε τείχη απέναντι στον κόσμο της βάσης του, δηλώνοντας ότι οι κομμουνιστές δεν έχουν σχέση με την υπόλοιπη Αριστερά. Ποτέ δεν επιδίωξε την κοινή δράση με κόσμο που έσπαγε προς τα αριστερά από το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο σεχταρισμός δε διορθώνεται την τελευταία στιγμή με το Ριζοσπάστη να γράφει ότι το κόμμα πήρε στήριξη από τον Γιάννη Μηλιό και την Αγλαΐα Κυρίτση»[10]. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ΣΕΚ, δουλεύοντας ενεργά στη γραμμή του «αντιδεξιού μετώπου» απέναντι στη ΝΔ, κάλεσε σε στήριξη των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ στο β’ γύρο των τοπικών εκλογών, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Πρώτο βήμα είναι να στηρίξουμε τα σχήματα της Αριστεράς που περνάνε στο δεύτερο γύρο των τοπικών εκλογών απέναντι στην ανερχόμενη Δεξιά. Να δείξουμε στην πράξη στον κόσμο του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν απέχουμε όταν δίνει μάχες[11].

Η «ΜΕΤΑΒΑΣΗ» (τάση μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου συμμετέχουν τα στελέχη που αποχώρησαν από το ΝΑΡ, μαζί με ορισμένες άλλες δυνάμεις) ξεδιπλώνει μια πιο μελετημένη επίθεση, αξιοποιώντας κατά περιπτώσεις μια υποκριτικά «φιλική» φρασεολογία, στοχεύοντας στην πλαγιοκόπηση της πολιτικής του ΚΚΕ. Γράφει χαρακτηριστικά ότι το ΚΚΕ «ηττήθηκε και στις τρεις κάλπες, γεγονός που επιβεβαιώνει την καταφανή ανεπάρκεια αυτής της προγραμματικής συγκρότησης. Αντί να στραφεί προς τα αριστερά του σε μια ισότιμη συμμαχία πάλης, επιδόθηκε σε έναν αγώνα “τσιμπολογήματος” απογοητευμένων αριστερών, ενώ με την προεκλογική του καμπάνια άνοιξε διάπλατα τις πόρτες προς τα δεξιά του. Σεχταρισμός προς τα αριστερά – οπορτουνισμός προς τα δεξιά. Αυτήν την πολιτική την πλήρωσε, λιγότερο στην ευρωκάλπη, βαριά στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές, με λίγες εξαιρέσεις, όπως στην Πάτρα που ακολούθησε άλλη πολιτική».

Η ΛΑΕ, η οποία επίσης κατέγραψε σημαντική πτώση συγκεντρώνοντας μόλις το 0,28%, με τη σειρά της επίσης παρουσιάζει τη γραμμή του ΚΚΕ ως σεχταριστική, σχολιάζοντας ότι το ΚΚΕ δεν κατάφερε να καρπωθεί το «τοπίο του κατακερματισμού της υπόλοιπης ριζοσπαστικής Αριστερός» γιατί «είχε μια καθαρή πολιτική επιδίωξη, να διατηρήσει τη συνοχή του και τη θέση του στην πολιτική σκηνή απορρίπτοντας κάθε συνεργασία με τις άλλες δυνάμεις της Αριστερός».

Ενώ η ΚΟΕ με δημοσιεύματα στο Δρόμο τοποθετήθηκε με χαρακτηριστικό τρόπο απέναντι στην πολιτική του ΚΚΕ, λέγοντας ότι: «Να κατεβαίνεις στις εκλογές με τη “λαϊκή εξουσία”, το “έξω από την ΕΕ” και τα σφυροδρέπανα είναι εγγύηση στασιμότητας.»[12].

 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ

Το εκλογικό αποτέλεσμα φαίνεται να έχει αναθερμάνει τις διεργασίες που είχαν εντοπιστεί και πριν τη διπλή εκλογική αναμέτρηση του Μάη και του Ιούλη. Εδώ φαίνονται δύο στοιχεία: Το πρώτο είναι η δυνατότητα απεγκλωβισμού δυνάμεων από τέτοιες οπορτουνιστικές ομάδες, καθώς υπάρχει κόσμος με ριζοσπαστική αγωνιστική διάθεση ο οποίος βγάζει συμπεράσματα από την αδιέξοδη γραμμή τους που μετέτρεψε αυτά τα κόμματα και ομάδες σε ουρά του ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια. Υπάρχει επίσης κόσμος που δεν πείθεται και αντιδράει στη χοντροκομμένη αντι-ΚΚΕ εμμονή τους, καθώς βλέπει τη δράση του ΚΚΕ, την προσπάθεια για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, την πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών και του ΠΑΜΕ στους χώρους δουλειάς.

Το δεύτερο αφορά το σχεδίασμά τους να εμπλέξουν και δυνάμεις του ΚΚΕ στην οργανωτική αναμόρφωση του χώρου που βρίσκεται σε εξέλιξη και φαίνεται να επιταχύνεται από το εκλογικό αποτέλεσμα που συμπίεσε σημαντικά τις δυνάμεις όλων των ομάδων του οπορτουνιστικού ρεύματος.

Σε άρθρο του «Συλλόγου Κορδάτου» γράφεται χαρακτηριστικά: «Πρέπει να γυρίσουμε σελίδα, να γίνει ένα νέο ξεκίνημα. Γ\α το λόγο αυτό πρέπει να υπάρξει σύγκλιση και συντονισμός δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα. Πρώτον, απαιτείται σύγκλιση και ενοποίηση σε ενιαίο πολιτικό φορέα εκείνων των κομμουνιστικής αναφοράς συλλογικοτήτων και ανέντακτων αγωνιστών που καταλαβαίνουν ότι μόνο με ένα μετωπικό πρόγραμμα μπορεί να προσελκυστεί ξανά ο λαός και να ανοίξει προοπτικά ο δρόμος για μια εναλλακτική, φιλολαϊκή διακυβέρνηση και για νέους μαζικούς, ενωτικούς ριζοσπαστικούς αγώνες. Μόνο με ένα μετωπικό πρόγραμμα μπορεί να συγκεντρωθούν σχετικά άμεσα δυνάμεις που θα αποτελέσουν μια ισχυρή, πραγματική, αξιόπιστη αντιπολίτευση στο νέο δικομματισμό»[13].

Σε ανακοίνωση του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων» (χώρος-συνονθύλευμα περιλαμβάνει δυνάμεις από ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ, αλλά και το «Σύλλογο Κορδάτο» και τον «Εργατικό Αγώνα») -πολιτική κίνηση που συγκροτήθηκε με σκοπό την ευρύτερη ανασύνθεση του οπορτουνιστικού χώρου- αναφέρεται επίσης: «Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου επιβεβαιώνουν τη βασική εκτίμηση, που μας οδήγησε στη συγκρότηση του Συντονισμού, ότι όσον αφορά τουλάχιστον το τοπίο στην Αριστερά υπάρχει ένα “τέλος εποχής”»[14]. Δίνοντας γραμμή για νέο οργανωτικό σχήμα» που πρέπει να υπάρξει μετά από το «τέλος εποχής» στην «Αριστερά» συνολικά, συμπεριλαμβάνοντας στο στόχαστρο και δικές μας δυνάμεις.

Η συζήτηση αυτή και η σχετική αντιπαράθεση εμφανίζεται με οξύτητα και στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναζωπυρώνοντας τη συζήτηση για το μέλλον της που σε αυτήν τη φάση φαίνεται αρκετά αβέβαιο, ενώ είναι πιθανό το φθινόπωρο να πραγματοποιήσει εκ νέου πανελλαδική συνδιάσκεψη, στην οποία θα αποφασίσει τα επόμενα βήματα[15].

Στο πλαίσιο αυτό, το ΣΕΚ επιτίθεται στο ΝΑΡ, λέγοντας ότι: «Χρειάζεται ιδιαίτερα η ηγεσία του ΝΑΡ να σταθεί αυτοκριτικά απέναντι σε επιλογές διασπαστικές και σεχταριστικές. (…) Οι εκλογικές μάχες δεν είναι ενδοαριστεροί εμφύλιοι που γίνονται για να μοιραστεί μια συρρικνούμενη επιρροή»[16].

Η «ΜΕΤΑΒΑΣΗ» αναφέρει σε ανακοίνωσή της ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ «από “ΑΝΤΑΡΣΥΑ της ελπίδας” μετατράπηκε σε “ΑΝΤΑΡΣΥΑ της απογοήτευσης”. Από “ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών”’, σε “ΑΝΤΑΡΣΥΑ των πλατφορμών” και του ανταγωνισμού, με πιο κραυγαλέα παραδείγματα την Αθήνα και, ακόμη χειρότερα, την Πάτρα», σημειώνοντας «την ανάγκη βαθιάς προγραμματικής επαναθεμελίωσης και ριζικής ανασυγκρότησης σε όλα τα πεδία», ενώ στελέχη της ίδιας τάσης της συμπληρώνουν χαρακτηριστικά σε άρθρο τους: «Όσο κι αν θα θέλαμε τα πράγματα να είναι αλλιώς, η πραγματικότητα είναι ότι το μέτωπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως είναι σήμερα, έχει αποδειχθεί ότι δεν εμπνέει το μεγαλύτερο μέρος αυτού του δυναμικού, ώστε να μπορέσει να το επαναστρατεύσει[17].

Η ΑΡΑΝ (η οποία είναι συνιστώσα της ΛΑΕ), που συμμετείχε στις συζητήσεις με τους παραπάνω, αναφέρει επίσης: «Όλα αυτά αναδεικνύουν αυτό που βοά εδώ και καιρό στο δυναμικό που αγωνιά για μια άλλη πορεία προγραμματικά, πολιτικά, οργανωτικά στο χώρο των κινημάτων και της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστερός»[18].

Μετά από τις ευρωεκλογές και ενόψει των βουλευτικών εκλογών πραγματοποιήθηκαν ορισμένες κινήσεις που, αν και δεν κατέληξαν σε κάποια διαφοροποίηση στην εκλογική έκφραση του οπορτουνιστικού χώρου, δείχνουν το μίγμα των πιθανών εξελίξεων το επόμενο διάστημα. Η ΛΑΕ, στο φόντο των εξελίξεων μετά από την παραίτηση του Π. Λαφαζάνη, έβγαλε κάλεσμα προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για κοινή κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό συνοδεύτηκε από αντίστοιχες ανακοινώσεις της «ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ» και του ΣΕΚ υπέρ της εκλογικής συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ, στις οποίες γινόταν κάλεσμα συνολικά στις «δυνάμεις της Αριστερός» και ιδιαίτερα στο ΚΚΕ. Έχει σημασία ότι η «απάντηση» του ΣΕΚ δημοσιεύτηκε ουσιαστικά με άρθρο στελέχους τους στην ΕΦΣΥΝ, στοχεύοντας στο να γίνει γνωστή σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό της συγκεκριμένης εφημερίδας. Την ίδια στιγμή, το ΝΑΡ με άρθρα δικών του στελεχών παρουσιάστηκε ενάντια σε μια τέτοια συνεργασία. Εν τέλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ανακοίνωση, που φανερά ήταν αποτέλεσμα διαπάλης, αποφάσισε κάθοδο στις εκλογές χωρίς τη ΛΑΕ. Είναι φανερό ότι οι διεργασίες ανάμεσα στις δυνάμεις που συμμετέχουν σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ θα συνεχιστούν.

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Το ιδιαίτερα αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα των δυνάμεων του οπορτουνιστικού ρεύματος τροφοδοτεί μια οξυμένη συζήτηση και αντιπαράθεση στις μεταξύ τους ζυμώσεις σχετικά με την ανασύνθεση του χώρου, η οποία εξάλλου έχει δρομολογηθεί από τις εξελίξεις του προηγούμενου διαστήματος. Το πιθανότερο είναι πως τα υφιστάμενα σχήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ θα υποστούν μεταβολές προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης νέου πόλου των οπορτουνιστικών δυνάμεων, στόχο για τον οποίο στελέχη και ομάδες αυτού του χώρου ήδη εργάζονται.

Ο οπορτουνισμός έχει από τη φύση του τη δυνατότητα να μεταλλάσσεται και να ελίσσεται διαρκώς, όπως και οι φορείς του. Η γραμμή του προσαρμόζεται και αναβαπτίζεται με βάση και την «ατζέντα» της αστικής πολιτικής, ώστε να γίνεται πιο αποτελεσματικός ο ρόλος του ως αναχώματος στη ριζοσπαστικοποίηση λαϊκών δυνάμεων.

Η αναμόρφωση του οπορτουνιστικού χώρου είναι απαραίτητη για το αστικό πολιτικό σύστημα στη συνεχή προσπάθεια διαμόρφωσης εφεδρειών αλλά και αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης της πολιτικής και της δράσης του ΚΚΕ. Συχνά οι δυνάμεις αυτές λειτουργούν ως «ιχνηλάτες» στην ανεύρεση τρόπων για την πιο αποτελεσματική πίεση της πολιτικής του ΚΚΕ. Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται ότι, παράλληλα με την ανοιχτή επίθεση, θα γίνονται και πιο εκλεπτυσμένες παρεμβάσεις με «φιλικό μανδύα» προτροπών για «αλλαγή γραμμής» προς το ΚΚΕ.

Στις μετεκλογικές συνθήκες θα οξυνθεί η προσπάθεια από τις διάφορες οπορτουνιστικές δυνάμεις και τα καλέσματα προς το ΚΚΕ για τη διαμόρφωση «αντιδεξιού» μετώπου, μια γραμμή που θα αξιοποιηθεί επίσης για να προσφέρει και ορισμένη «κινηματική» στήριξη στο ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται πια στην αντιπολίτευση, η οποία σε πιο ύστερη φάση θα αξιοποιηθεί προς όφελος μιας νέας κυβερνητικής εναλλαγής.

Γενικότερα, η χρεοκοπία της πολιτικής γραμμής του οπορτουνιστικού ρεύματος τα προηγούμενα χρόνια έχει διαμορφώσει ένα έδαφος πλήρους αποκάλυψης της πολιτικής συμβιβασμού που ακολούθησε τροφοδοτώντας την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση, αλλά και δυνατοτήτων απεγκλωβισμού ορισμένων δυνάμεων. Οι διαπιστωμένες αυτές δυνατότητες έχουν καταγραφεί το προηγούμενο διάστημα. Το επεξεργασμένο μέτωπο απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις και απόψεις και η αύξηση της ικανότητας σχετικής παρέμβασης των δυνάμεών μας μπορεί να μεγιστοποιήσει αυτά τα περιθώρια απεγκλωβισμού, αλλά και να ακυρώνει τα σχέδια επίθεσης απέναντι στην επαναστατική στρατηγική του ΚΚΕ.

 


[1] Με τον όρο sequel περιγράφεται μια σειρά βιβλίων ή ταινιών που έχουν μεταξύ τους συνάφεια και η επόμενη αποτελεί αφηγηματική συνέχεια της προηγούμενης. Από τα γνωστότερα σίκουελ ήταν η τριλογία «Νονός 1,2, και 3» ενώ από τις πιο πρόσφατες ξεχωρίζουν οι σειρές ταινιών «Χάρι Πότερ», «Άρχοντας των δαχτυλιδιών» κ.α.

[2] Καλένδες έλεγαν οι Ρωμαίοι τις πρώτες ημέρες του κάθε μήνα. Ήταν μάλιστα συνήθεια, κάθε πρώτη του μήνα να πληρώνονται τα χρέη. Επειδή όμως στο ελληνικό ημερολόγιο δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο «Καλένδαι», η φράση ad Graecas Calendas solvere αναφερόταν σε κάτι που δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ, κάτι που βρίσκεται σε διαρκή αναβολή. Η φράση «ελληνικαί καλένδαι» σήμαινε «ανύπαρκτες ημέρες» και τη χρησιμοποιούσε πολύ συχνά ο αυτοκράτορας Αύγουστος, όταν μιλούσε για οφειλέτες πού δεν θα πλήρωναν ποτέ τα χρέη τους. Έτσι, όταν σήμερα λέμε πώς ένα ζήτημα γράφτηκε «στις ελληνικές καλένδες», εννοούμε ότι δεν πρόκειται να ρυθμιστεί ποτέ.

[3] Βλ. ενδεικτικά «Για τις διεργασίες στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στον οπορτουνιστικό χώρο», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 5/2018.

[4] Β. Λιόσης, «Ακτινογραφώντας την ψήφο των εκλογών», 2.6.2019.

[5] Γ. Αραβανής, «Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και η επόμενη ημέρα».

[6] «Εργατικός Αγώνας», «5 κομμουνιστές δήμαρχοι, ο εξής ένας. Γιατί;».

[7] «Νέα Σπορά», «Αναγκαίος πρόλογος για μια νέα πορεία».

[8] Τάσος Παππάς, «Η Αριστερά καθεύδει υπό μανδραγόρα», Εφημερίδα των Συντακτών.

[9] Ανακοίνωση ΚΣΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μάη και για τη μάχη των εκλογών της 7ης Ιούλη.

[10] Ανακοίνωση του ΣΕΚ για τα αποτελέσματα των εκλογών της 26 Μάη.

[11] Ό.π.

[12] «ΚΚΕ: “Σταθεροποίηση” ή κάτι άλλο;», εφημ. Δρόμος της Αριστεράς, 1.6.2019.

[13] Δ. Καλτσώνης, «Τέλος εποχής», 5.6.2019.

[14] «Ενημερωτικό σημείωμα Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων», 4.6,2019.

[15] Υπενθυμίζουμε ότι η προηγούμενη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έγινε την άνοιξη του 2018, και σας ψηφοφορίες που έγιναν με ξεχωριστά ψηφοδέλτια-πλατφόρμες οι συσχετισμοί είχαν καταγραφεί ως εξής: Το ψηφοδέλτιο που στηρίχτηκε από ΝΑΡ – ΑΡΙΣ – ΕΚΚΕ πήρε 55%, το ψηφοδέλτιο του ΣΕΚ 28% και η «Μετάβαση» 10%.

[16] Ανακοίνωση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος για τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μάη.

[17] «Μια πρόταση για το από ’δώ και πέρα προς τα όργανα και τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ».

[18] «Αριστερή Ανασύνθεση: Ανακοίνωση για τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές», 31.5.2019.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας