Εργατικός Αγώνας

Προσφυγικό: Η αριστερά μπροστά στις προκλήσεις των καιρών

Γράφει ο Παναγιώτης Ζαβουδάκης.

Δεν χωρά αμφιβολία ότι η συσσώρευση προσφύγων μέσα στην ελληνική επικράτεια είναι μια εν δυνάμει βόμβα της οποίας το φυτίλι έχει ήδη πάρει φωτιά. Η κατάσταση διαρκώς οξύνεται και καθημερινά μπολιάζει τμήματα της εργατικής τάξης με το δηλητήριο του τυφλού ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Το ζήτημα είναι σοβαρό και επιτέλους θα πρέπει να πάρει θέση η αριστερά όλων των μορφών και αποχρώσεων. Δεν αρκούν οι γενικές εκφράσεις διεθνιστικής αλληλεγγύης και περίθαλψης των λαών που δοκιμάζονται από τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Αυτές (πρέπει να) είναι δεδομένες και αδιαπραγμάτευτες.

Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει η αριστερά είναι ποιο θα είναι το μέλλον των χιλιάδων προσφύγων που έχουν αφεθεί και στοιβαχτεί στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και των επιχειρήσεων μεταφοράς τους στην ενδοχώρα. Στο σημείο αυτό καλό είναι να δούμε πώς έχει η κατάσταση ως τώρα.

Η μεγάλη είσοδος προσφύγων άρχισε το 2015 με την δραματική κορύφωση του πολέμου στη Συρία. Τη χρονιά αυτή στη χώρα εισήλθαν περίπου 800.000 πρόσφυγες από τους οποίους οι μισοί περίπου προερχόταν από τη Συρία. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία παρέμειναν στα νησιά του Αιγαίου (Σάμο, Μυτιλήνη, Κω, Χίο) σε πρόχειρους καταυλισμούς κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Τα επόμενα χρόνια το κύμα ανακόπηκε κάπως αλλά η κατάληξη παραμένει η ίδια: συσσώρευση τους στα νησιά κάτω από άθλιες συνθήκες.

Παρά τα φληναφήματα περί «κοινοτικής αλληλεγγύης», οι χώρες της ΕΕ όρθωσαν τείχη για να εμποδίσουν το προσφυγικό κύμα να περάσει πέρα από τα ελληνικά σύνορα. Μπορεί σ’ αυτή την ξενοφοβική υστερία να πρωτοστάτησαν οι χώρες του Βίσενγκραντ[1] αλλά και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ φάνηκε να ευθυγραμμίζονται στην ιδέα του περιορισμού του προσφυγικού κύματος εντός των ελληνικών ορίων. Η μοναδική «συνεισφορά» τους είναι κάποιες οικονομικές επιδοτήσεις στις ελληνικές κυβερνήσεις για την παροχή τροφής στους πρόσφυγες. Είναι φανερό πως για την ΕΕ το προσφυγικό πρόβλημα δεν υπάρχει ή, σωστότερα, αυτό δεν θεωρείται κοινοτικό πρόβλημα αλλά εσωτερική υπόθεση της Ελλάδας.

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ που τον διαδέχτηκε έχουν αποδεχτεί αυτή την κατάσταση. Έκαναν και κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να υπακούσουν στις άγραφες ντιρεκτίβες αντιμετωπίζοντας τα ζητήματα που γεννιούνται στο εσωτερικό με ερασιτεχνισμό και μετάθεσή τους σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.

Τελευταία, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί να αποσυμφορήσει τα νησιά μεταφέροντας το πρόβλημα και στην ενδοχώρα. Με τους ίδιους όμως όρους άθλιας διαβίωσης των προσφύγων. Στην ουσία οι ταλαιπωρημένες αυτές ψυχές απλά καλούνται να αλλάξουν γκέτο.

Αυτή η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων προκαλεί πολλαπλά προβλήματα. Από τη μια δημιουργείται υπερσυσσώρευση   προσφύγων σε σκηνές και παραπήγματα με όσα αυτό συνεπάγεται: φαινόμενα εγκλεισμού, παραβατικότητα, εκρήξεις βίας κλπ. Από την άλλη προκύπτει αντιπαράθεση με τους κατοίκους που, ξεπερνώντας το αρχικό συναίσθημα στοργής και βοήθειας στον κατατρεγμένο, τώρα βλέπουν την παρατεταμένη παραμονή των προσφύγων ως εισβολή στον τόπο τους και πηγή μόνο κακών. Από κει ξεκινούν οι αντιδράσεις που δεν έχουν πάντα ρατσιστικό ξενοφοβικό χαρακτήρα. Ή, σωστότερα, στην ανησυχία αυτή πατάνε οι φορείς του ρατσισμού για να μπολιάζουν τα λαϊκά στρώματα με τις ιδεοληψίες τους.

Την ήδη τεταμένη κατάσταση επιδεινώνουν πολλές «Μη» Κυβερνητικές Οργανώσεις οι οποίες ξοδεύουν πολλά χρήματα (από πού άραγε;) για να ενοικιάζουν καταλύματα για τους πρόσφυγες. Σύμφωνα με καταγγελίες μάλιστα οι «Μ»ΚΟ προσφέρουν στους ιδιοκτήτες μεγαλύτερα ενοίκια απ’ όσα εκείνοι κοστολογούν τα ακίνητά τους. Όλα αυτά δείχνουν στους κατοίκους των περιοχών που φιλοξενούν πρόσφυγες πως το ζήτημα δεν είναι βραχυπρόθεσμο, αλλά ότι οι πρόσφυγες ήρθαν για να μείνουν. Τα πράγματα αυτό δείχνουν όμως ούτε η κυβέρνηση Τσίπρα ούτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη το παραδέχονται επειδή τότε θα ερχόταν σε πλήρη ρήξη με το σύνολο των ψηφοφόρων τους.

Οι πρόσφατες επιχειρήσεις για μεταφορά προσφύγων από τα hotspots των νησιών σε παλιά κτίρια και εγκαταστάσεις σε άλλες πόλεις της Ελλάδας μετέτρεψαν το ζήτημα από ακριτικό σε πανελλαδικό. Στην εύλογη δυσφορία των κατοίκων του Αιγαίου προστέθηκε κι εκείνη των υποψηφίων να «φιλοξενήσουν» πρόσφυγες. Μάλιστα στις περισσότερες υποψήφιες περιοχές οι αντιδράσεις πήραν έντονα ρατσιστικό χαρακτήρα με την προτροπή τοπικών παραγόντων.

Πέρα από κάποιες γραφικές αντιδράσεις κάποιων με το ψήσιμο χοιρινού κρέατος μπροστά στους πρόσφυγες και τις σιχαμερές αναρτήσεις κάποιων ρατσιστικών «μανιφέστων» που έγιναν ευρύτερα γνωστές χάρη στην αναπαραγωγή τους από παλαίμαχο ποδοσφαιριστή και μετέπειτα απ’ όλα τα αθλητικά sites, το θέμα είναι πως οι ακραίες αντιδράσεις πληθαίνουν. Και διαρκώς παρασέρνουν όλο και περισσότερους.

Το μόνο σίγουρο είναι πως οι πρόσφυγες δεν είναι δυνατό να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσής τους καθώς εκεί οι πιθανότητες επιβίωσής τους είναι μηδαμινές είτε λόγω των πολεμικών συγκρούσεων είτε εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής εξαθλίωσης των περιοχών απ’ όπου προέρχονται. Άρα θα πρέπει να εξετάζονται δυο πιθανές λύσεις: η παραμονή τους στη χώρα μας ή η προώθησή τους στη χώρα που επιθυμούν.

Σ’ αυτό το σημείο οφείλει η αριστερά να τοποθετηθεί ξεκάθαρα όπως έκανε πάντα. Όχι με ευχολόγια και «πέταμα της μπάλας στην εξέδρα» όπως κάνουν τα κόμματα του αστικού τόξου. Η τοποθέτηση της πρέπει να είναι σε δυο επίπεδα.

Το πρώτο είναι το εύκολο και γίνεται κατά κόρον. Είναι η καταγγελία ενάντια στον ιμπεριαλισμό που γεννά πολέμους και δημιουργεί θύματα και πρόσφυγες. Η αλληλεγγύη στα θύματα του ιμπεριαλισμού και η με κάθε τρόπο βοήθεια στις κακουχίες που περνούν.

Το δεύτερο είναι το δύσκολο. Να πάρει θέση για και να κάνει προτάσεις για την επίλυση του δημιουργημένου εδώ και χρόνια προσφυγικού προβλήματος στη χώρα μας. Κι εδώ δεν φτάνει μόνο η καταδίκη της αδιαφορίας της «ανθρωπιστικής» ΕΕ που δεν κατανέμει ισόποσα τους πρόσφυγες στα κράτη-μέλη της αλλά επιβάλλει να στοιβάζονται αυτοί σε μια μικρή χώρα διαλυμένη παραγωγικά και οικονομικά. Η αριστερά οφείλει να αφυπνίσει τα λαϊκά στρώματα, να ενημερώσει βάζοντας το θέμα στις σωστές ταξικές του βάσεις και να οργανώσει την πάλη ενάντια στις ευρωενωσιακές πολιτικές αλλά και στην ίδια τη δομή τη ΕΕ. Γνωρίζοντας την αδυναμία των κυβερνώντων να αντισταθούν στις απαιτήσεις των ισχυρών κύκλων της ΕΕ, η αριστερά και το λαϊκό κίνημα πρέπει να τους ασκήσουν έντονες πιέσεις ώστε να απαιτήσουν ισόποση κατανομή των προσφύγων σε όλες τις χώρες-μέλη. Κι αν αυτές το αρνηθούν, η ελληνική πλευρά να απειλήσει –κι αν χρειαστεί να πραγματοποιήσει- την έκδοση κοινοτικών εγγράφων που θα επιτρέπουν στους πρόσφυγες την ελεύθερη μετακίνηση εντός της ΕΕ.

Στο εσωτερικό, δεν αρκεί μόνο η καταδίκη των ελληνικών κυβερνήσεων που διαιωνίζουν το πρόβλημα. Θα πρέπει να συνοδεύεται με πίεση στις κυβερνήσεις αυτές να ξεκαθαρίσουν το καθεστώς των προσφύγων στη χώρα μας. Αν πρόκειται να επαναπατρίσουν μέρος των προσφύγων να αρχίσουν τις νόμιμες διαδικασίες με διαφάνεια και έλεγχο από τους κοινωνικούς φορείς (σωματεία, τοπική αυτοδιοίκηση κλπ). Αν έχουν κατά νου να κρατήσουν όσους βρίσκονται ήδη στη χώρα μας, να το πουν καθαρά και να αρχίσουν τις διαδικασίες ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία με την προϋπόθεση πως εκείνοι θέλουν να ζήσουν και να εργαστούν στη χώρα μας ως ισότιμοι πολίτες της. Αυτό προϋποθέτει καταγραφή τους, κάρτα παραμονής μετανάστη, εύρεση εργασίας, κοινωνική ασφάλιση, παροχή υγειονομικών υπηρεσιών, εκπαίδευση στα παιδιά τους. Και φυσικά ένας μόνιμος τόπος παραμονής με ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. Σ’ αυτή την προοπτική απαιτείται μια εκστρατεία ενημέρωσης και των δυο πλευρών (των ντόπιων και των προσφύγων) για τον πολιτισμό, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής της κάθε πλευράς για να υπάρξει ο αμοιβαίος σεβασμός στην κοινή ζωή τους.

Για όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητη η απομάκρυνση όλων των «Μ»ΚΟ από τους χώρους των προσφύγων και η αντικατάστασή τους από κρατικές υπηρεσίες επιφορτισμένες με συγκεκριμένα καθήκοντα και αρμοδιότητες.

Όλα αυτά είναι ακανθώδη ζητήματα τα οποία η αριστερά τα προσπερνά επειδή δεν έχει ανάμειξη στη διαχείριση της εξουσίας. Τα εκχωρεί λοιπόν στις αστικές δυνάμεις οι οποίες –έτσι κι αλλιώς- δεν θέλουν να λυθεί το πρόβλημα. Αν όλα αυτά τα προσπεράσουν και πάλι οι δυνάμεις της αριστεράς θα τα βρουν στο μέλλον μπροστά τους υπερμεγενθυμένα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο λαός μας ενσωμάτωσε τους χιλιάδες πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία το 1922 αλλά αυτό δεν έγινε εύκολα ούτε χωρίς συγκρούσεις και αντιδικίες.

Η διαφορά εκείνης της εποχής με το σήμερα είναι συντριπτικά σε βάρος του σήμερα γιατί τότε επρόκειτο για πρόσφυγες με ίδια γλώσσα, θρησκεία, έθιμα και παραδόσεις με τους γηγενείς. Στη σημερινή εποχή μιλάμε για ανθρώπους με κουλτούρα διαφορετική από των ελλήνων. Ανθρώπους που αν μεγαλώσουν γκετοποιημένοι και στιγματισμένοι ως παρίες και «εγκληματίες», δεν θα ενσωματωθούν ποτέ στην ελληνική κοινωνία και θα διαμορφώσουν μια τελείως εχθρική συμπεριφορά κατά όποιου δεν είναι όμοιός τους.

Με άλλα λόγια, ο τρόπος που χειρίζεται ο αστικός κόσμος το πρόβλημα προετοιμάζει τις κοινωνικές συγκρούσεις του αύριο. Κι αυτό είναι χρέος της αριστεράς να το αποτρέψει εν τη γενέσει του. Αν θέλει να είναι στ’ αλήθεια αριστερά και να ανταποκρίνεται στον ιστορικό της ρόλο.

Ο αγώνας λοιπόν για την εξομάλυνση των ανισοτήτων και των προβλημάτων που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία ο ιμπεριαλισμός πρέπει να είναι από τα πρώτα μας μελήματα το επόμενο διάστημα και για τα επόμενα χρόνια. Δρόμος μακρύς και δύσκολος, στρωμένος με αγκάθια που όμως η ζωή μάς επιβάλλει να τον περπατήσουμε.

 


[1] Οι χώρες του Βίσεγκραντ είναι μια συμμαχία η οποία απαρτίζεται από τέσσερα κράτη της κεντρικής Ευρώπης, την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβακία, με σκοπό την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσής τους, καθώς και την υποστήριξη της στρατιωτικής, οικονομικής και ενεργειακής μεταξύ τους συνεργασίας.

Η ομάδα προήλθε σε μια σύνοδο κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Τσεχοσλοβακίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας που πραγματοποιήθηκε στην ουγγρική καστροπολιτεία του Βίσεγκραντ, στις 15 Φεβρουαρίου του 1991. Η Τσεχία και η Σλοβακία έγιναν μέλη μετά τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας το 1993. Και τα τέσσερα μέλη της Ομάδας Βίσεγκραντ προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου του 2004.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας