Εργατικός Αγώνας

Επανάσταση χωρίς την ύπαρξη ισχυρού ΚΚ;

του Παύλου Μωραΐτη

Μια απάντηση στο σ. Δημήτρη Κάβουρα

Τη διακήρυξη της Κίνησης Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας σχολίασε ο σύντροφος Δημήτρης Κάβουρας με επιστολή του στην ιστοσελίδα μας την οποία ο Εργατικός Αγώνας δημοσίευσε για να ενημερωθούν οι αναγνώστες του. Θεωρούμε θετική την ενέργεια του και πάντα χρήσιμο και αναγκαίο το διάλογο μεταξύ των κομμουνιστών και ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και της πολιτικής του κεφαλαίου που πλήττει καίρια τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων και της αδυναμίας του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος να απαντήσει με ένα αποτελεσματικό τρόπο στην επίθεση αυτή. Θα σχολιάσουμε τις κυριότερες πλευρές και θέσεις που αναφέρονται στην επιστολή.

Καταρχήν για την αναγκαιότητα της δράσης για την ύπαρξη ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος που να καθοδηγείται από τον μαρξισμό λενινισμό.

            Δεν θεωρούμε ορθό ορισμένες, ελάχιστες εξαιρέσεις και σε ιδιαίτερα θετικές συνθήκες, που πραγματοποιήθηκε και νίκησε η επανάσταση να τις ανάγουμε σε κανόνα και να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη και δράση ισχυρού κομμουνιστικού κόμματος. Η μεγάλη πλειοψηφία των επαναστάσεων απέδειξε ότι η έλλειψη ισχυρού και έμπειρου κομμουνιστικού κόμματος που μελετάει τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μιας ορισμένης χώρας και διεθνώς, την πορεία του συνόλου των αντιθέσεων, το συσχετισμό δύναμης κ.λπ. και χαράσσει συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική είναι πολύ σημαντικό πρόβλημα για το ξέσπασμα της επανάστασης και τη νίκη της. Αν αυτό ήταν αναγκαίο μια φορά σε κοινωνίες με σχετική καθυστέρηση της ανάπτυξης του καπιταλισμού και των δυνατοτήτων υπεράσπισης του, στις σημερινές συνθήκες είναι αναγκαίο δέκα φορές. Επιπλέον δυσκολευόμαστε να δεχθούμε ότι ορισμένοι μεμονωμένοι κομμουνιστές και μικρές οργανώσεις κομμουνιστικής αναφοράς όσο και αν έχουν θεωρητικές δυνατότητες μπορούν με μεγαλύτερη πληρότητα να προωθήσουν τη δημιουργία των υποκειμενικών προϋποθέσεων για την επαναστατική ανατροπή από ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα.

            Όσο για το ποιος επιφορτίζεται με το καθήκον της διαμόρφωσης του σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος ο Εργατικός Αγώνας απάντησε με σαφήνεια. Αυτοί είναι οι κομμουνιστές, οι αριστεροί άνθρωποι και γενικότερα ο κόσμος της αριστεράς με την συμβολή και τη στήριξη των πρωτοπόρων εργατών και γενικότερα της εργατικής τάξης. Φυσικά δεν ζητάμε η εργατική τάξη να βάλει ως «άμεσο στόχο» της τη δημιουργία κομμουνιστικού κόμματος. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει. Η εργατική τάξη θα αγωνιστεί για την επιβίωση της και για να ανοίξει προοπτική στο μέλλον της. Σε αυτόν τον αγώνα όλοι οι κομμουνιστές, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων απόψεων τους και της πολιτικής ένταξης τους, πρέπει να δώσουν τη συμβολή τους. Ούτε οι σύντροφοι του Εργατικού Αγώνα ασχολούνται καθημερινά με τα τεκταινόμενα στην κομμουνιστική αριστερά και παραμερίζουν τη δράση μέσα στο κίνημα και τους εργατικούς αγώνες και το καθήκον της ανάπτυξης των οικονομικών και πολιτικών διεκδικήσεων της εργατικής τάξης.

Σχετικά με τη στάση του ΚΚΕ τοποθετηθήκαμε ήδη με σαφήνεια. Οι κομμουνιστές και το κόμμα έχουν ρόλο και μάλιστα σημαντικό σ’ αυτή την προσπάθεια. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει όλοι οι υπόλοιποι να περιμένουν να αλλάξει ρότα η ηγεσία του, αλλά η ζωή έδειξε δεκαετίες τώρα ότι όσες προσπάθειες έγιναν για να λυθεί το πρόβλημα του επαναστατικού κόμματος χωρίς να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη του ΚΚΕ δεν τελεσφόρησαν. Τα πράγματα λοιπόν είναι περισσότερο σύνθετα από όσο ο σ. Κάβουρας τα περιγράφει, γι’ αυτό και πρέπει η προσοχή να είναι ιδιαίτερα αυξημένη. Είναι πολύ εύκολο να διακηρύσσουμε ότι θα δημιουργήσουμε ενιαίο μέτωπο με προοπτική και Ένωση Κομμουνιστών σε λενινιστική βάση, αλλά οι δυσκολίες είναι τεράστιες και μόνο με την αναγκαιότητα της δημιουργίας της δεν προχωρά. Οι σύντροφοί του Εργατικού Αγώνα ασφαλώς θα παρακολουθήσουν τις προσπάθειες και θα πάρουν μέρος με αρθρογραφία και τοποθετήσεις στη βάση των πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων της κίνησης μας.

Εκείνο που είναι πολύ σημαντικό και που θα πρέπει ιδιαίτερα από όλους να προσεχτεί είναι ότι τα τελευταία χρόνια όλο και πιο έντονα στο χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς ζυμώνεται η αντίληψη ότι το κόμμα νέου τύπου, το κόμμα της εργατικής τάξης δεν είναι απαραίτητο. Ότι ο Λένιν στο ζήτημα αυτό έκανε λάθος, ότι η θεωρία για το κόμμα νέου τύπου που ανέπτυξε ήταν επιβλαβής για το επαναστατικό κίνημα και τις κομμουνιστικές ιδέες και προτείνουν μια εντελώς διαφορετικού τύπου πολιτική πρωτοπορία. Προέκταση αυτής της λογικής είναι και η αντίληψη να προωθηθεί μια μετωπική συγκρότηση και δράση η οποία χωρίς να αρνείται την ανάγκη επαναστατικού κόμματος την υποβαθμίζει και τη βλέπει στο μακρινό μέλλον. Μ’ αυτές τις αντιλήψεις οι κομμουνιστές πρέπει αναμετρηθούν ειδάλλως θα έχουν πολύ μεγάλες συνέπειες. Το μέτωπο και με την οργανωτική του μορφή ιστορικά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν πάντα απαραίτητο, η συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά και τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων προχώρησε και χωρίς οργανωτικά σχήματα, χωρίς όμως κομμουνιστικό κόμμα θεωρούμε ότι επανάσταση, κατάληψη της εξουσίας και σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν μπορεί να υπάρξει, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες.

Για το χαρακτήρα της συγκυρίας και την πολιτική των κομμουνιστών.

Γράφει το κείμενο της επιστολής, «Η εργατική τάξη κατάλαβε από την εμπειρία της το προηγούμενο διάστημα ότι κανένας αμυντικός αγώνας δεν μπορεί να σώσει τους μισθούς και τις συντάξεις, να διαφυλάξει τις θέσεις εργασίας. Για το λόγο αυτό το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας αναδείχτηκε σε κρίσιμο ζήτημα από την ταξική ή μήπως πάλη. Οι κομμουνιστές, η Κομμουνιστική Αριστερά στην πλειοψηφία της, δεν απάντησαν στο ζήτημα αυτό, παρόλο που υπήρχε κομμουνιστική πολιτική απάντηση συμπυκνωμένη στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση». Και αφού οι κομμουνιστές αρνήθηκαν ή αδυνατούσαν να απαντήσουν το ζήτημα αυτό, το απάντησε η ρεφορμιστική αριστερά με το δικό της τρόπο κερδίζοντας μαζικά δυνάμεις της εργατικής τάξης.

Είναι ένα ολόκληρο θέμα τι αντελήφθη από την κρίση και την επίθεση του κεφαλαίου η εργατική τάξη, πώς σκέφθηκε και πώς σκέφτεται. Πάντως το συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη αντελήφθη ότι οι αμυντικοί αγώνες είναι μάταιοι και δεν μπορούν να υπερασπίσουν τις κατακτήσεις της και πρέπει να περάσει σε επιθετικούς αγώνες ως και τη διεκδίκηση εργατικής κυβέρνησης είναι εξόφθαλμα υπερβολικό. Δεν στοιχειοθετείται από τα πραγματικά γεγονότα. Δεν μετακινείται η εργατική τάξη από το ριζοσπαστικό προσανατολισμό της, αν τον έχει κατακτήσει, στις πυροσβεστικές μεταρρυθμίσεις του ΣΥΡΙΖΑ που στην ουσία βοηθούν το σύστημα, αν πράγματι έχει αντιληφθεί ολοκληρωμένα τα τεκταινόμενα και έχει σε τέτοιο βαθμό διαμορφώσει ριζοσπαστική συνείδηση. Η διαμόρφωση ριζοσπαστικής συνείδησης της εργατικής τάξης είναι δύσκολη και μακροχρόνια πολλές φορές υπόθεση και δεν κρίνεται, ούτε καθορίζει η εργατική τάξη τη στάση της από το ποιος έριξε το σύνθημα για κυβέρνηση, ποιος υποσχέθηκε μια ορισμένη ανακούφιση στους εργαζόμενους. Μετακινήσεις μαζικές σ’ αυτή τη βάση έχουμε σε συνθήκες υπερίσχυσης του ρεφορμισμού και των «άμεσων λύσεων» και υποχώρησης των ριζοσπαστικών και ανατρεπτικών διαθέσεων, ανεξαρτήτως ποιος ευθύνεται γι’ αυτό. Βέβαια η κομμουνιστική Αριστερά δεν απάντησε σε όλη τη διάρκεια της κρίσης και ιδιαίτερα στη φάση του 2012 πριν και μετά τις εκλογές στο πρόβλημα αυτό από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης, ώστε να παρεμποδίσει τα σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ πιθανόν οι εξελίξεις να ήταν διαφορετικότερες αν αξιοποιούνταν έγκαιρα και σωστά η διαμόρφωση, η δράση και η ισχυροποίηση του μετώπου που θα συσπειρώνει ευρύτερα τμήματα εργατικά και μικροαστικά και η πρόταση για «εργατική κυβέρνηση». Αυτό έπρεπε να πράξει η κομμουνιστική Αριστερά και δυστυχώς δεν το έκανε, φουσκώνοντας με ούριο άνεμο τα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι αγώνες αυτό το διάστημα της κρίσης και της μεγάλης επίθεσης του κεφαλαίου δεν μπορεί παρά καταρχήν να είναι αμυντικοί. Όταν η εργατική τάξη δέχεται επίθεση η πρώτη αντίδραση φυσικά είναι η μαζική και καλά οργανωμένη άμυνα ώστε να δώσει αποτελέσματα. Δεν είναι χρήσιμη η απαξίωση των αμυντικών αγώνων. Αντίθετα, είναι εντελώς αναγκαία η ανάδειξη των απαραίτητων προϋποθέσεων και των όρων επιτυχούς διεξαγωγής τους. Φυσικά δεν μπορεί η δράση να μένει μόνο στην άμυνα, τότε πράγματι δεν θα είναι αποτελεσματική. Πρέπει να περάσει η εργατική τάξη στη δράση στη βάση ενός πλαισίου στόχων που θα αντιστρατεύεται και θα αμφισβητεί την εξουσία και τα συμφέροντα του κεφαλαίου και θα σφυρηλατεί τη συνείδηση και την αποφασιστικότητα των εργατών.

Στην επιστολή είναι διάχυτη η αντίληψη ότι η επανάσταση και η επαναστατική ανατροπή είναι άμεση, προ των πυλών. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Αυτός ο στόχος ( της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού), είναι άμεσος εφόσον η σοσιαλιστική επανάσταση είναι απολύτως επίκαιρη και καμιά άλλη κοινωνική μεταβολή δεν παρεμβάλλεται από το σημερινό καπιταλισμό μέχρι την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Συνεπώς κάθε άμεσο, καθημερινό μικρό ή μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν η εργατική τάξη, οι υπόλοιποι εργαζόμενοι και η νεολαία μπορεί να οδηγήσει στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό». Στη συνέχεια αναφέρει «Η προλεταριακή επανάσταση βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, είναι επίκαιρη πολιτικά και οικονομικά δυνατή».

Θα συμφωνήσουμε απόλυτα ότι ιστορικά η επανάσταση βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη από τις αρχές του εικοστού αιώνα ακόμη, όταν ο καπιταλισμός εξελίχθηκε σε μονοπωλιακό και κρατικομονοπωλιακό. Αυτό δεν είναι νέο φαινόμενο. Το κείμενο όμως αναφέρεται στην επανάσταση όχι από ιστορική άποψη αλλά στην επικαιρότητα της, πολιτικά σήμερα. Από τη θεωρία μας ξέρουμε ότι διαφορετικές είναι οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και αυτές σήμερα υπάρχουν σε σημαντικό βαθμό ανεπτυγμένες και εντελώς διαφορετικές είναι οι προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης. Καταρχήν οι υποκειμενικές προϋποθέσεις, αν η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της είναι σε κατάλληλο βαθμό προετοιμασμένοι, ώστε να δώσουν με επιτυχία τη μάχη αυτή και παράλληλα οι αντικειμενικές προϋποθέσεις της επανάστασης, η ύπαρξη δηλαδή επαναστατικής κατάστασης.

Καθόλου δεν αποδεικνύει το άμεσο της επανάστασης το επιχείρημα ότι μεταξύ του σημερινού μονοπωλιακού καπιταλισμού και του σοσιαλισμού δεν παρεμβάλλεται άλλη κοινωνική μεταβολή, ούτε φυσικά και ότι κάθε μικρό ή μεγάλο καθημερινό πρόβλημα μπορεί να οδηγήσει στην πάλη για το σοσιαλισμό. Πρέπει κάθε πρόβλημα να αξιοποιείται για να φωτίσει την ανάγκη του σοσιαλισμού, αλλά αυτό δεν συμβαίνει ότι ωρίμασαν οι προϋποθέσεις της επανάστασης.

Είναι εντελώς λάθος κρίνοντας μόνο από τη μεγάλη κρίση και τις δυσκολίες της αστικής τάξης να την διαχειριστεί, από την πολιτική κρίση που αντιμετωπίζει και από την τεράστια όξυνση των προβλημάτων των εργαζομένων να βγάλουμε συμπεράσματα για το άμεσο ή όχι της επανάστασης. Όποιος βγάζει το συμπέρασμα ότι η αστική τάξη είναι κυριολεκτικά στα σκοινιά και πνέει τα λοίσθια, ότι δεν μπορεί να πάρει μέτρα για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της και έφθασε και χρονικά το τέλος της είναι πολύ πιθανόν ότι κάνει λάθος. Η αστική τάξη έχει εφεδρείες, πιθανότατα λιγότερες από όσες σε παλαιότερες δεκαετίες είχε, είναι όμως εξίσου σίγουρο ότι θα αντισταθεί με κάθε μέσον για να παρεμποδίσει την επικράτηση της εργατικής τάξης.

Το κείμενο χρησιμοποιεί τον φράση του Μαρξ από το έργο του «Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία..» ότι, «μια νέα επανάσταση είναι δυνατή μόνο σαν επακόλουθο μιας νέας κρίσης. Είναι όμως τόσο βέβαιη όσο και η κρίση αυτή». Είναι προφανές ότι τα μεγάλα επαναστατικά γεγονότα τα γεννούν οι μεγάλες κρίσεις. Στις περιόδους ανάπτυξης και ισχύος του καπιταλισμού είναι δύσκολο κάτι τέτοιο. Όλες όμως κρίσεις δεν οδηγούν σε επαναστατική κατάσταση και όλες οι επαναστατικές καταστάσεις δεν γεννούν επαναστάσεις.

Εξάλλου οι κλασικοί στην περίοδο 1848-1850 που μελετούσαν την ευρωπαϊκή επανάσταση διόρθωσαν και κάποια συμπεράσματα τους. Ο Ένγκελς στον πρόλογο του 1895 στο ίδιο έργο, αξιοποιώντας και την πείρα του χρόνου που μεσολάβησε, επανεξετάζει και διορθώνει ορισμένα από τα συμπεράσματα εκείνης της περιόδου. Γράφει ότι κάτω από την επίδραση της επανάστασης στο Παρίσι και την επέκταση της στις περισσότερες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι η μεγάλη αποφασιστική μάχη είχε αρχίσει, ότι έπρεπε να διεξαχθεί ίσαμε το τέλος μέσα σε μια μακρόχρονη και γεμάτη εναλλαγές επαναστατική περίοδο, όμως θα τέλειωνε με την οριστική νίκη του προλεταριάτου». Αργότερα μετά τις ήττες του 1849 οι κλασικοί πέρασαν στη θέση ότι το πρώτο κεφάλαιο της επανάστασης έκλεισε και δεν έπρεπε να περιμένουν τίποτε ως το ξέσπασμα της επόμενης παγκόσμιας κρίσης”. Στη συνέχεια περιγράφει τον απατηλό χαρακτήρα και της νέας αυτής θέσης σχετικά με τη δυνατότητα της προλεταριακής επανάστασης τότε.

Το κείμενο του σ. Κάβουρα σκιαγραφεί μια περίοδο επαναστατικών γεγονότων μια και έξω και τελειώσαμε. Όσο επικίνδυνο για τους κομμουνιστές είναι να πάψει η επανάσταση να είναι οδηγός της δράσης τους, άλλο τόσο είναι επικίνδυνη η βιασύνη και η δράση με οδηγό ότι η επανάσταση είναι προ των πυλών. Η επανάσταση και η νικηφόρα ανατροπή της αστικής τάξης είχε τότε, έχει και σήμερα πολύ περισσότερες προϋποθέσεις από την βαθιά κρίση του συστήματος και τον ιστορικό χαρακτήρα της φάσης που διανύουμε. Αυτό φάνηκε ανάγλυφα και οδυνηρά τον 20ο αιώνα, όταν οι θεσμοί των αστικών κοινωνιών ισχυροποιήθηκαν πολύ περισσότερο και η αντοχή του «πολιτικού» απέναντι στις μεγάλες οικονομικές κρίσεις αυξήθηκε κατακόρυφα.

Άρα η επαναστατική κατάσταση δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Τη μεγάλη κρίση, οικονομική και πολιτική του καπιταλισμού πρέπει η εργατική τάξη και το κόμμα της να την αξιοποιήσουν, να εντείνουν τους ταξικούς αγώνες, βαθαίνοντας την κρίση του συστήματος, δημιουργώντας ρήγματα στην κυριαρχία του και διαμορφώνοντας όσο είναι δυνατόν καλύτερα τον υποκειμενικό παράγοντα και πάντα να κρατούν σταθερό τον προσανατολισμό και να παρακολουθούν τις αλλαγές των συνθηκών και να είναι έτοιμοι για άμεση δράση και χρήση όλων των μορφών πάλης και όλων των μεθόδων. Αυτό είναι το καθήκον των κομμουνιστών σήμερα.

Η Κίνηση Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας όσον αφορά τα ζητήματα της τακτικής των κομμουνιστών και γενικότερα του εργατικού κινήματος έχει τοποθετηθεί κατ’ επανάληψη. Δεν θεωρήσαμε αναγκαίο να επανατοποθετηθούμε και στο κείμενο της διακήρυξης γι’ αυτό το ζήτημα και για αρκετά άλλα. Με την ευκαιρία όμως επαναλαμβάνουμε ότι η τακτική που ενδείκνυται στις σημερινές συνθήκες είναι η τακτική του ενιαίου μετώπου, διότι μέσω αυτής συνενώνονται στη δράση η εργατική τάξη και οι σύμμαχες της μικροαστικές δυνάμεις στον αγώνα για τα άμεσα συμφέροντα και την προώθηση των διεκδικήσεων τους. Στη βάση αυτή σφυρηλατείται η ενότητα της εργατικής τάξης εναντίον του κράτους και της πολιτικής του κεφαλαίου σε επαναστατική κατεύθυνση, διαμορφώνεται η ταξική συμμαχία και το ενιαίο μέτωπο.

Μας προβληματίζει ο τρόπος που τοποθετεί το κείμενο το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης. «… η εργατική κυβέρνηση καθιστά την επανάσταση άμεσο καθήκον… Το ενιαίο μέτωπο συγκροτείται πάνω στο στόχο της ανάδειξης κυβέρνησης που θα καταγγείλει το μνημόνιο και τις δανειακές συμβάσεις….». Θεωρούμε ότι από το κείμενο συνάγεται ένας ρόλος για την εργατική κυβέρνηση τέτοιος που αυτή δεν μπορεί να έχει. Κάτι σαν γαλλικό κλειδί που τα λύνει όλα. Θεωρεί το κείμενο ότι ρίχνοντας το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης, πριν καλά καλά προχωρήσει η δημιουργία του μετώπου, χωρίς να έχει δώσει όλες εκείνες τις μεγάλες ταξικές μάχες που η κατάσταση επιβάλλει, χωρίς να έχει γίνει μια τεράστια προσπάθεια να κερδηθεί ο λαός με την αναγκαιότητα βαθύτερων ριζικών αλλαγών θα λυθούν όλα με τον πιο εύκολο τρόπο. Αρκεί να ριχτεί το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης και θα νικηθεί η αστική τάξη, ο ρεφορμισμός και η απογοήτευση.

Η εργατική κυβέρνηση είναι προέκταση του ενιαίου μετώπου και όχι η ατμομηχανή του. Η Κομμουνιστική Διεθνής έθεσε ορισμένες προϋποθέσεις για να τεθεί το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης ως άμεσος πολιτικός στόχος. Συγκεκριμένα έλεγε, «σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα η εργατική κυβέρνηση αποκτά σημασία στις χώρες όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής, όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης ως άμεση πολιτική ανάγκη». Είναι φανερό ότι σήμερα στη χώρα αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν και δεν θα τις δημιουργήσει το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης, αλλά η δημιουργία του ενιαίου μετώπου και η ανάπτυξη μεγάλων πολιτικών και οικονομικών αγώνων και μαζί η ολοκληρωμένη ιδεολογική παρέμβαση. Ο Δημητρώφ στο 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς έγραφε ότι, «ο σχηματισμός κυβέρνησης του ενιαίου μετώπου είναι δυνατός, «στις συνθήκες πολιτικής κρίσης, όταν οι κυρίαρχες τάξεις δεν είναι πια σε θέση να τα βγάλουν πέρα με την ισχυρή άνοδο του αντιφασιστικού και μου μαζικού κινήματος. Αυτό είναι μόνο η γενική προοπτική, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατός ο σχηματισμός στην πράξη μιας κυβέρνησης του ενιαίου μετώπου. Μόνο η ύπαρξη ορισμένων ιδιαίτερων συνθηκών μπορεί να θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα του σχηματισμού μιας τέτοιας κυβέρνησης σαν πολιτικά αναγκαίου καθήκοντος…» και στη συνέχεια, «Όταν η κρατική μηχανή της αστικής τάξης είναι ήδη αρκετά αποδιοργανωμένη και έχει παραλύσει…, όταν οι πλατιές μάζες των εργαζομένων, ιδιαίτερα τα μαζικά συνδικάτα, εμφανίζονται ορμητικά ενάντια στην αντίδραση και το φασισμό, αλλά δεν είναι έτοιμα να ξεσηκωθούν ακόμη κάτω από την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος….».

Όλα αυτά οι κομμουνιστές δεν μπορούν να τα αγνοούν. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος στην πορεία των εξελίξεων στην αντίληψη και στο λόγο τους να κυριαρχήσει η εργατική κυβέρνηση και να υποχωρήσουν όλα τα άλλα και φυσικά να αλλοιωθεί το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας της, να γίνει «προοδευτική», «ριζοσπαστική», «αριστερή» κ.λπ. Ήδη σήμερα αυτές οι εκδοχές είναι πλατιά διαδεδομένες στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Τους κομμουνιστές οπωσδήποτε πρέπει να τους καθοδηγεί στη δράση τους ο στόχος της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Κάθε φάση όμως της πορείας αυτής έχει τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα καθήκοντά της. Η σημερινή φάση είναι η περίοδος εκείνη της υπομονετικής δουλειάς για την προετοιμασία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την επανάσταση.

Τέλος θέλουμε να επισημάνουμε ορισμένες εντελώς λανθασμένες και αυθαίρετες αναφορές του κειμένου, οι οποίες δεν θεμελιώνονται πουθενά. «Το κόμμα για τους συντρόφους του Εργατικού Αγώνα, γράφει το κείμενο, είναι απαραίτητο για αυτό το μέτωπο και όχι για την ίδια την επανάσταση», ακόμη ότι η τοποθέτηση της διακήρυξης σηματοδοτεί «μια επιστροφή στη λογική των μετώπων που σκοπό τους έχουν να φέρουν στην κυβέρνηση μια αντίστοιχη στο μέτωπο κυβερνητική εξουσία η οποία όμως δεν είναι η εξουσία της εργατικής τάξης… αλλά ένα στάδιο πριν απ’ αυτήν», επίσης «η πολιτική που προβάλλει ο Εργατικός Αγώνας είναι η άλλη όψη του νομίσματος της πολιτικής του ΚΚΕ η οποία παραπέμπει την επανάσταση στις ελληνικές καλένδες με τη δικαιολογία ότι η εργατική τάξη και ο λαός δεν είναι ώριμοι για επανάσταση!». Και με μια πρώτη ματιά, όποιος διαβάσει τα κείμενα του Εργατικού Αγώνα θα δει ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι παντελώς ανυπόστατοι.

Η Κίνηση Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας δημιουργήθηκε από κομμουνιστές που προέρχονται από το ΚΚΕ και εκφράζει την αγωνία τους και μαζί την αγωνία χιλιάδων κομμουνιστών για την προοπτική της εργατικής τάξης και της επανάστασης στη χώρα μας. Θέτει και θα θέσει με μεγαλύτερη ένταση στο μέλλον την ανάγκη δημιουργίας των προϋποθέσεων της επανάστασης και του σοσιαλισμού και πρώτα πρώτα την ανάγκη επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη βάση του μαρξισμού λενινισμού που θα καθοδηγήσει αυτόν τον αγώνα. Οι στόχοι αυτοί νομίζουμε ότι είναι και στόχοι όλων των κομμουνιστών ενταγμένων και ανένταχτων και τους καλούμε σε διάλογο και κοινή δράση πάνω στο στόχο αυτό.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας