Εργατικός Αγώνας

Αλλάζουν σελίδα τα ναυπηγεία της Ελευσίνας;

Γράφει ο Δημήτρης Κόκκος.

Τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας βρίσκονται στον κόλπο της Ελευσίνας και έχουν συνολική έκταση 250.000 τ.μ. Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις έχουν έκταση 37.800 τ.μ. ενώ από 9.800 τ.μ. καλύπτουν ο αποθηκευτικός χώρος και οι διοικητικοί χώροι. Επίσης υπάρχει Ελασματουργείο με έκταση 6.600 τ.μ. και σύγχρονες εργαλειομηχανές. Οι υποδομές και ο εξοπλισμός των ναυπηγείων μπορούν να κατασκευάσουν πλοία χωρητικότητας 100.000 τόνων.

Συνολικά, τα ναυπηγεία πέρα απ’ την κατασκευή νέων πλοίων, ειδικεύονται στις μετασκευές και επισκευές, καθώς και στις βιομηχανικές κατασκευές μέσων παραγωγής. Στα συγκεκριμένα ναυπηγεία παράχθηκαν παλαιότερα γερανοί για τον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης, εμπορικά βαγόνια του Ο.Σ.Ε, πιεστικά δοχεία για τα διυλιστήρια του Ασπροπύργου και αποθέτες τέφρας για τα ορυχεία της Δ.Ε.Η.

Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς την σημαντικότητα τέτοιων επιχειρήσεων, σε μια χώρα με σχεδόν ανύπαρκτη βαριά βιομηχανία, εξαρτημένη από τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μονοπώλια, και με την οικονομική της δραστηριότητα προσανατολισμένη στις υπηρεσίες λόγω του ευρωενωσιακού καταμερισμού εργασίας, που απαιτεί τη συγκέντρωση της βιομηχανικής παραγωγής σε μια χούφτα χώρες, κυρίως του Ευρωπαϊκού Βορρά και του ιμπεριαλιστικού κέντρου.

Το ιστορικό πλαίσιο των Ναυπηγείων

Τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας δημιουργήθηκαν το 1968, ύστερα από «δανεικά και αγύριστα» της Χούντας στον εφοπλιστή Ανδρεάδη. Αυτός, ύστερα από 7 χρόνια λειτουργίας, το 1975, αφού τα καταχρέωσε με 9 δις δραχμές, τα επέστρεψε στο δημόσιο, φορτώνοντας τα χρέη στον ελληνικό λαό μέσω των κρατικών προϋπολογισμών.

Από το 1975 έως το 1992 τα Ναυπηγεία λειτουργούσαν υπό κρατική ιδιοκτησία, απαλλαγμένα από χρέη και απασχολούσαν περισσότερους από 2000 εργαζόμενους. Στη λειτουργία τους σαφώς υπήρχαν προβλήματα, αφού δεν υπήρχε ενιαίος κρατικός φορέας ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας με στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης του κλάδου προς οφέλους των εργαζομένων και του τόπου. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε σχεδιασμένη αντιμονοπωλιακή πολιτική, που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ως υπηρέτες της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και του αμερικανικού και ΕΟΚικού ιμπεριαλισμού. Ωστόσο η κατάσταση ήταν σαφώς καλύτερη με ό,τι ακολούθησε στη συνέχεια.

Το 1992 με το γνωστό επιχείρημα της ΝΔ ότι «το κράτος δεν είναι επιχειρηματίας» και στα πλαίσια τήρησης των επιταγών προς την ΕΟΚ που μετασχηματιζόταν σε Ευρωπαϊκή Ένωση, τα ναυπηγεία περνάνε στα χέρια του εφοπλιστή Περατικού. Εκείνος μέσα σε δύο χρόνια φόρτωσε στα Ναυπηγεία χρέη ύψους 18 δις δραχμών και πήρε θαλασσοδάνεια απ’ την ΕΤΒΑ ύψους 7,5 δις δραχμών και επέστρεψε τα Ναυπηγεία στο κράτος.

Το 1997 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πούλησε τα Ναυπηγεία στον εφοπλιστή Ταβουλάρη έναντι «πινακίου φακής» για μόλις 30 δις δραχμές με περίοδο αποπληρωμής 15 χρόνια, μαζί με 2 χρόνια περίοδο χάριτος, αφού μάλιστα του έκλεισε και δουλειές με το Πολεμικό Ναυτικό, εξασφαλίζοντας του δουλειές κοντά στο ποσό που έδωσε για την αγορά των Ναυπηγείων. Ο Ταβουλάρης μέσα σε 5 μήνες απέλυσε 1600 εργαζόμενους και επαναπροσέλαβε 750 με πετσοκομμένους μισθούς και δικαιώματα. Τον ίδιο χρόνο πήρε 7 δις δραχμές επιχορήγηση απ’ το κράτος και 7 δις δραχμές δάνειο. Το 2011 η διοίκηση της εταιρείας, με αίτηση που κατέθεσε η μητρική εταιρεία «Νεώριων Συμμετοχών» ζήτησε την υπαγωγή στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα λόγω «προβλημάτων ρευστότητας».

Από όλο αυτό το πλαίσιο δεν πρέπει να μας ξεφεύγει η ΕΕ, καθώς με τις δικές της εντολές και παρεμβάσεις, βάση της 7ης οδηγίας των αρχών της δεκαετίας του ’90, συνολικά της πολιτικής που υπαγορεύει, και στοχεύει στη συγκέντρωση της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας κυρίως σε εταιρείες-μεγαθήρια στη Γερμανία, και ακολούθησαν πιστά όλες οι κυβερνήσεις έως σήμερα, συνέβαλε καθοριστικά στη διάλυση τόσο της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας της χώρας, όσο και στις σκανδαλώδεις ρυθμίσεις υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου της χώρας.

Η σημερινή κατάσταση

Σήμερα τα ναυπηγεία εξυπηρετούν την επισκευή λίγων πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού, με την κυρωμένη από τη Βουλή σύμβαση του 2016, και ουσιαστικά υπολειτουργούν και βρίσκονται σε φάση παρακμής. Το ΠΝ καλύπτει το 70% της μισθοδοσίας των 950 περίπου εργαζομένων, ενώ συνάμα η διοίκηση Ταβουλάρη έχει συνολικές οφειλές προς τους εργαζόμενους ύψους 17 εκ. ευρώ.

Το Σεπτέμβρη του ’18 στη ΔΕΘ, έγινε συνάντηση μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τον Ξενοκώστα, ισχυρό άνδρα της αμερικανικών συμφερόντων εταιρείας, ONEX με παρουσία του Αμερικανού υπουργού εμπορίου Γ. Ρος. Η συνάντηση αυτή έγινε στο πλαίσιο της τότε πρόσφατης αγοράς των Ναυπηγείων της Σύρου από την ίδια εταιρεία. Το ενδιαφέρον του αμερικανικού παράγοντα είναι πολύ ισχυρό στη προκειμένη, καθώς ήδη από τον Μάρτη του ’18 είχε βρεθεί στη Σύρο υψηλόβαθμο στέλεχος του ΠΝ των ΗΠΑ.

Μέσα αυτό πλαίσιο, πρέπει να δούμε την διμερή συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ για τις βάσεις, που σκοπό έχει να μετατρέψει ολοκληρωτικά τη χώρα σε αμερικανικό ορμητήριο. Η συμφωνία αυτή, που προετοίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ και έφερε η ΝΔ, είναι η ομπρέλα κάτω από την οποία εκτυλίσσεται η παρέμβαση του ξένου παράγοντα με διπλό σκοπό: αφενός να στηρίξει τις θέσεις του μες τη χώρα, επηρεάζοντας πιο βαθιά μια σειρά παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής και αφετέρου να ενισχύσει τη στρατιωτική και πολιτική του θέση σε σχέση με τα άλλα κέντρα.

Μάλιστα στην εκδήλωση για τα εγκαίνια του ναυπηγείου Σύρου, στις 4/12/19, όπου παραβρέθηκε και ο υπουργός ανάπτυξης, Γεωργιάδης και δήλωσε χαρακτηριστικά ότι υπάρχει βιομηχανική συνέχεια, καθώς οι διαπραγματεύσεις για την επένδυση ξεκίνησε επί ΣΥΡΙΖΑ και ολοκληρώθηκε επί ΝΔ και ότι η Σύρος ήταν μόνο η αρχή, και εντός ολίγων μηνών θα βρίσκονταν και στην Ελευσίνα. Όλα αυτά, με παρουσία του Αμερικανού πρέσβη.

Αφού λοιπόν βρέθηκε η χρυσή τομή για την αγορά του Ναυπηγείου της Σύρου από την ONEX με μεγάλο «κούρεμα» χρεών της προηγούμενης ιδιοκτησίας προς το δημόσιο, και με εργασιακές συνθήκες άθλιες, καθώς οι εργαζόμενοι είναι εργολαβικοί και κυριαρχούν οι ατομικές συμβάσεις και το ωρομίσθιο, η ONEX με τη πλήρη στήριξη των Αμερικανών έκανε κινήσεις ώστε να αγοράσει και τα ναυπηγεία της Ελευσίνας.

Με την υπαγωγή στο άρθρο 106βδ του πτωχευτικού κώδικα, βρέθηκε η λύση ώστε να περάσουν τα ναυπηγεία στην ONEX, η οποία στηρίζεται στη περίπτωση της Ελευσίνας και στην αμερικανική κρατική τράπεζα DFC, δείχνοντας πόσο σημαντικό είναι για αυτούς να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των Ναυπηγείων Ελευσίνας στην ONEX. Από τις 9/7 μάλιστα, πέρασε στην ONEX το 53% των μετοχών και έγινε ο κύριος ιδιοκτήτης. Η επένδυση εκτιμάται ότι θα είναι ύψους 400 εκ. ευρώ και ο φιλοκυβερνητικός τύπος την έχει υποδεχτεί ως «πραγματική αλλαγή σελίδας» για τα ναυπηγεία. Μάλιστα ορισμένα σοβαρά φιλοκυβερνητικά sites έφτασαν στο σημείο να «πανηγυρίζουν» που τα ναυπηγεία θα γίνουν «χώρος συντήρησης του 6ου στόλου».

Με από κοινού άρθρο τους στη Καθημερινή στις 5/7, Γεωργιάδης και Πάϊατ επιχειρούν να καλλιεργήσουν κλίμα αποδοχής για την επένδυση και τις επιβουλές του αμερικανικού παράγοντα στη χώρα. Μια επένδυση η οποία θα αφορά όπως κάνουν λόγο και στο άρθρο τους, την «ενεργειακή ασφάλεια, ναυτιλιακή συνεργασία, και άμυνα» και συγκεκριμένα το βάρος δίνεται στις εισαγωγές υγροποιημένου αερίου απ’ την Αμερική και στην υποστήριξη του 6ου στόλου των ΗΠΑ.

Αναφέραμε και παραπάνω, ότι το πλαίσιο που εξελίσσονται οι αμερικανικές παρεμβάσεις τόσο σε οικονομικό όσο (και ίσως περισσότερο) σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Η νέα συμφωνία για τις βάσεις, τους έδωσε όλα εκείνα τα μέσα που χρειάζονταν ώστε νέες βάσεις να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, πλέον και σε Αλεξανδρούπολη, Στεφανοβίκειο Λαρίσας και αλλού, να αναβαθμιστούν οι υπάρχουσες, με χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη της Σούδας και να υπάρξουν μια σειρά οικονομικοί όροι εκμετάλλευσης και υποστήριξης των αμερικανικών θέσεων, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα στη περίπτωση μας, τα ναυπηγεία σε Σύρο και Ελευσίνα όπου οι επενδύσεις ακριβώς στοχεύουν στην υποστήριξη του αμερικανικού ΠΝ.

Το ερώτημα που εύλογα θα έχει κανείς είναι: «τι κερδίζει απ’ όλα αυτά η ελληνική άρχουσα τάξη;». Βεβαίως κερδίζει και εκείνη, και μάλιστα αποσκοπεί αφενός στην ενίσχυση και θωράκιση της εξουσίας της πάνω στους εργαζόμενους και το λαό -ιδιαιτέρως την περίοδο που διανύουμε, όπου η νέα φάση της καπιταλιστικής κρίσης έχει χτυπήσει ήδη και τη δική μας πόρτα, και είναι σχεδόν νομοτελειακό ότι οι λαϊκές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις θα κλιμακωθούν-, την απρόσκοπτη συνέχιση της εκμετάλλευσης της πλατιάς λαϊκής πλειοψηφίας και κυρίως της εργατικής τάξης και αφετέρου τα «ξεροκόμματα» απ’ όλες αυτές τις επιχειρήσεις των Αμερικανών. Αυτά τα «ξεροκόμματα» άλλοτε είναι περισσότερα και άλλοτε λιγότερα ανάλογα σε ποια φάση βρίσκεται η διεθνής καπιταλιστική οικονομία, ωστόσο παραμένουν ξεροκόμματα.

Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, η άρχουσα τάξη και δέχεται και συναινεί στην εκμετάλλευση της στρατηγικής σημασίας επιχείρησης των ναυπηγείων της Ελευσίνας από την ONEX. Για αυτό ακριβώς, το συμφέρον κυρίως των Αμερικανών βαφτίζεται «κοινό» συμφέρον και άλλες φορές «εθνικό» μολονότι καμία σχέση δεν έχει ούτε με το ένα ούτε με το άλλο. Πρόκειται για ανισοβαρής σχέση καθορισμένη από ιστορικούς παράγοντες, και η οποία γέρνει συντριπτικά προς τις ΗΠΑ και τους μόνους που δεν ωφελεί είναι τους εργαζόμενους και τον λαό.

Υπάρχει λύση;

Το μεγάλο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί από όσους δεν συμβιβάζονται με αυτή τη κατάσταση, με αυτή τη πολιτική, είναι αν ένας άλλος δρόμος είναι εφικτός. Αν μπορούν συνολικά τα πράγματα να πάνε αλλιώς για τον λαό και τον τόπο, και για αυτό να πάνε και διαφορετικά και για τα ναυπηγεία, τη σημαντική αυτή επιχείρηση της ελληνικής οικονομίας που οδήγησαν σε μαρασμό οι κυβερνήσεις, η ΕΕ και το κεφάλαιο. Από τη δική μας τη μεριά, απαντάμε ότι λύση ναι, υπάρχει. Μπορούν τα ναυπηγεία να λειτουργήσουν χωρίς ζημιές, να είναι προσοδοφόρα και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Την πραγματική ανάπτυξη για τον τόπο, και όχι το σάπιο μοντέλο των υπηρεσιών και του τουρισμού.

Είναι επιτακτική ανάγκη, ώστε τα ναυπηγεία να αρχίσουν να λειτουργούν προς όφελος των εργαζομένων και του λαού να περάσουν στην αποκλειστική ιδιοκτησία του κράτους και με την συνένωση όλων των ναυπηγείων σε έναν ενιαίο κρατικό φορέα ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας να αρχίσει η σχεδιασμένη ανάπτυξη ώστε να ενισχυθεί και να αναπτυχθεί παραπέρα η βιομηχανία της χώρας και πολύ περισσότερο η πραγματική βαριά βιομηχανία, δηλαδή η παραγωγή μέσων παραγωγής, πλοίων, μηχανημάτων κλπ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η χώρα θα εκμεταλλευτεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της, δηλαδή την υπέροχη της στη θάλασσα, με την ανάπτυξη σύγχρονων, ποιοτικών και φθηνών θαλάσσιων συγκοινωνιών για τους εργαζόμενους και το λαό και για εμπορικούς σκοπούς. Αφετέρου, θα ενισχυθούν οι προϋποθέσεις να αναπτυχθεί η εθνική αμυντική βιομηχανία και να σπάσουν τα δεσμά της στρατιωτικής εξάρτησης από το ΝΑΤΟ και τα υπέρογκα εξοπλιστικά προγράμματα.

Βέβαια για την εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής, είναι αδήριτη ανάγκη να ανασυνταχθεί και να δυναμώσει το εργατικό-λαϊκό κίνημα. Να δυναμώσουν οι πραγματικές κομμουνιστικές δυνάμεις. Μια τέτοια πολιτική, απαιτεί την απειθαρχία στις επιταγές της ΕΕ των μονοπωλίων και του ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου. Απαιτείται σύγκρουση εν τέλει με την ίδια την άρχουσα τάξη και το καθεστώς της υποτέλειας και της εξάρτησης.

Μια άλλη πολιτική συνολικά προς όφελος των λαϊκών αναγκών είναι και αναγκαία και εφικτή. Ο δρόμος σαφώς και δεν είναι εύκολος, ούτε στρωμένος με ροδοπέταλα. Χρειάζεται να διανύσουμε πολύ δρόμο ωστόσο είμαστε βέβαιοι ότι τα πράγματα και μπορούν και θα πάνε αλλιώς. Η πραγματική λαϊκή αναγέννηση μιας άλλης, σοσιαλιστικής Ελλάδας είναι η μόνη εν τέλει πραγματική εναλλακτική στο σύστημα της υποτέλειας, της φτώχειας και των πολιτικών διαρκούς λιτότητας. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα, πρέπει να δυναμώσει και η λαϊκή πάλη ώστε τα ναυπηγεία της Ελευσίνας, καθώς και όλα τα ναυπηγεία, να λειτουργήσουν προς όφελος του λαού.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας