Εργατικός Αγώνας

Σκέψεις πάνω στις Θέσεις για το 21ο συνέδριο του ΚΚΕ

Το συνέδριο του ΚΚΕ  δίκαια απασχολεί τους κομμουνιστές και τον αριστερό κόσμο  λόγω  της ιστορικής πορείας του κόμματος, των αγώνων  και του μεγέθους του, ως η κύρια  δύναμη στον κομμουνιστικό και αριστερό χώρο.

Ιδιαίτερα τα χρόνια των μνημονίων και αργότερα, το ΚΚΕ έχει προβληματίσει πολλούς εργαζόμενους με τις θέσεις και την τακτική του.

Ορισμένη τροποποίηση της τακτικής  του το τελευταίο διάστημα και κάποια σημεία που περιλαμβάνονται στις Θέσεις δημιουργούν την εντύπωση σε αριστερό κόσμο ότι στο ΚΚΕ κάτι αλλάζει, ότι αφήνει πίσω του τον «απομονωτισμό». Κάποιοι μάλιστα περιμένουν ότι μπορεί να είναι τα πρώτα βήματα μιας γενικότερης στροφής που θα το καταστήσει ικανό να ηγηθεί της εργατικής τάξης και του λαού στον αγώνα για το σοσιαλισμό.   Μένει  αποδειχθεί αν και οι ελπίδες δεν πρέπει να είναι πολλές.

Στο άρθρο αυτό δεν θα ασχοληθούμε με τις Θέσεις γενικά, αλλά  με ορισμένες πλευρές που σχετίζονται με λανθασμένες εκτιμήσεις του και θεωρητικές αντιλήψεις που οδηγούν στη σημερινή τακτική και  τις θέσεις και σε τελική ανάλυση στα προβλήματα του.

Σταχυολογούμε από τις Θέσεις (Θ):

Το κείμενο θεωρεί λανθασμένο το υπαρκτό γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις  ταυτίζεται από μέλη του η προβολή των θέσεων του με την διαμόρφωση των πλαισίων πάλης χωρίς καμία επεξεργασία.  (Γ σ (Θ) Φυλλάδιο 45).

Απορρίπτει την ξεχωριστή δράση του κόμματος και του ΠΑΜΕ παντού, όπως εν γένει ίσχυε για πολλά χρόνια, ανεξαρτήτως χώρου που αυτή εξελίσσεται, συνδικαλιστικής δύναμης που  κυριαρχεί, επισημαίνοντας ότι: (Πρέπει) “τα μέλη του κόμματος να πρωτοστατούν και παρεμβαίνουν στις κινητοποιήσεις, ακόμα και όταν αναπτύσσονται από  φορείς και συσπειρώσεις όπου εμείς δεν έχουμε πλειοψηφία ή δεν έχουμε εκπροσώπους. (Στο ίδιο σ. 47)

Διαφοροποιείται από την ισοπεδωτική ταύτιση με πρακτικό τρόπο κόμματος και συνδικαλιστικών οργανώσεων και αναφέρει: «τα συνδικάτα αποτελούνται από εργάτες και εργάτριες με διαφορετικό βαθμό ταξικής συνειδητοποίησης, που εκφράζεται με διαφορετικές ιδεολογικές-πολιτικές αντιλήψεις και επιρροές, με διαφορετική συνδικαλιστική πείρα  και δράση, ενώ η συνδικαλιστική πάλη από τη φύση της περιστρέφεται γύρω από τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης». (Θ σ. 46)

Και μόνο αυτά τα τρία σημεία είναι ενδεικτικά. Ποιος όμως  μετέδωσε και εμπέδωσε  στο ΚΚΕ αυτές τις λανθασμένες αντιλήψεις πού τώρα η Κεντρική Επιτροπή  καταγγέλλει; Παλαιότερα και μόνο η αναφορά στα τρία διαφορετικά επίπεδα που διεξάγεται η ταξική πάλη -συνδικαλιστικό, πολιτικό και θεωρητικό- που με σαφήνεια ανέλυσαν οι κλασικοί του μαρξισμού που ναι μεν δεν διαχωρίζονται με σινικά τείχη, αλλά έχει καθένα την αυτοτέλεια του, συναντούσε την απόλυτη άρνηση της ηγεσίας του κόμματος και χαρακτηρισμούς για τους κομμουνιστές αυτούς. 

Ποιος επέβαλε την  κήρυξη πανελλαδικής απεργίας στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα όχι από τα συνδικάτα των εργατών κάθε χώρου, αλλά από τη γραμματεία του ΠΑΜΕ με αποτέλεσμα να απεργήσουν μόνο ορισμένοι κομμουνιστές και σε όποιους έφεραν αντιρρήσεις επιβλήθηκαν καταστατικές κυρώσεις, μέχρι και διαγραφές;

Τότε η αντίρρηση στη διοργάνωση ξεχωριστών δράσεων από το ΠΑΜΕ σε όλες τις περιπτώσεις έφερνε το χαρακτηρισμό του οπορτουνιστή. Για όλα τα παραπάνω η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά την ηγεσία του κόμματος. Αυτή ήταν η πολιτική της που σήμερα την απορρίπτει.

Τότε ήταν η περίοδος που κάποιοι θεωρούσαν ότι ήταν η ώρα της επαναστατικής απογείωσης του ΚΚΕ και είχαν βάλει πλώρη για τη δημιουργία ξεχωριστής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η ζωή  όμως  διέψευσε τραγικά όλες αυτές τις αυταπάτες.

Θα μπορούσε να πει κάποιος “κάλλιο αργά παρά ποτέ” μόνο που δεν διορθώνεται με αυτά τα μέτρα η πορεία του κόμματος και μάλιστα για πολλούς λόγους.

Η τάση να ωραιοποιεί το ΚΚΕ την κατάσταση είναι έντονη στα κείμενα, οι διαπιστώσεις είναι αμβλυμμένες και τα προβλήματα δεν εμφανίζονται στα πραγματικά μεγέθη τους. Ορισμένα, δυστυχώς λίγα, άρθρα στον προσυνεδριακό διάλογο δίνουν μία πιο αντικειμενική εικόνα, περιγράφουν μία γκρίζα κατάσταση.

Επιπλέον δεν φτάνουν οι διαπιστώσεις, ποτέ δεν έλειψαν, πάντα υπήρχε περίσσευμα. Έλλειψη πολύ σοβαρή μάλιστα υπήρχε και υπάρχει στη διερεύνηση των αιτιών που δημιουργούν τη στασιμότητα και ακόμη περισσότερο ότι δεν περιλαμβάνονται καθόλου προτάσεις και μέτρα για  να ξεπεραστούν. Όσες φορές αναφέρονται  αιτίες αυτές κατά βάση έχουν οργανωτικό χαρακτήρα, η ολιγωρία κάποιες φορές, κάποιοι δεν προσπάθησαν όσο έπρεπε ή δεν έδρασαν σωστά, και το συνηθέστερο “κάναμε πρόοδο αλλά όχι αρκετή”.

Η αναγκαία αντιστοίχηση της αποφασισμένης πολιτικής με την εφαρμογή της και τα αποτελέσματα που φέρνει, η κριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, η εξαγωγή συμπερασμάτων και η επανεξέταση της πολιτικής ώστε να επιβάλλονται οι αναγκαίες διορθώσεις και να εμπλουτίζεται η θεωρία είναι αυτό που λείπει.  Και όσο αυτό συνεχίζεται, οι όποιες αλλαγές θα είναι επιφανειακές, θα λειαίνουν οξείες γωνίες και ενδεχομένως θα αμβλύνουν τα προβλήματα και τις αντιθέσεις. Δεν θα διορθώνουν όμως ριζικά τα πράγματα, δεν θα αποκαθίσταται η πολιτική και οι θεωρητικές αντιλήψεις στα λενινιστικά πλαίσια τους και δεν θα απελευθερώνεται η δημιουργικότητα και το επαναστατικό δυναμικό που κρύβει η εργατική τάξη και ο λαός.

Θα σταθούμε σε δύο μόνο σημαντικά ζητήματα πού οι θεωρητικές αντιλήψεις και η πολιτική που διαμορφώνει το ΚΚΕ είναι λανθασμένες και επηρεάζουν σοβαρά την ανάπτυξη του κόμματος και του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Πρώτο  Η σεχταριστική θεώρηση του χαρακτήρα των πολιτικών δυνάμεων της χώρας είναι ένα βασικό πρόβλημα. Το ΚΚΕ αδυνατεί να εκτιμήσει ορθά και εντελώς αντικειμενικά το χαρακτήρα των πολιτικών κομμάτων.  Θεωρεί ότι όλα τα πολιτικά κόμματα που δρουν στη χώρα είναι κόμματα αστικά, βρίσκονται στην αντίπερα όχθη από αυτή που βρίσκεται το ΚΚΕ και ως εκ τούτου δεν υπάρχει βάση για συνεργασίες και ακόμη περισσότερο για συμμαχία με κάποια από αυτά σε μονιμότερη βάση. Ακόμη περισσότερο θεωρεί ότι η συμμαχία του με κόμματα και οργανώσεις που εκφράζουν λαϊκές και εργατικές δυνάμεις  “είναι θνησιγενής, συγκρούεται με την αυτοτέλεια του κόμματος, δεν  συμβάλλει στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των συμμάχων του”.  (Θέσεις της ΚΕ για το 19ο συνέδριο σελίδα 19)

Είναι όμως πλατιά παραδεκτό ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και όχι πάντα με άμεσο τρόπο τα πολιτικά κόμματα και οργανώσεις είναι έκφραση των ταξικών συμφερόντων που υπάρχουν εντός της κοινωνίας. Υπάρχουν δυνάμεις που εκφράζουν την αστική τάξη ή τμήματα της – ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ με τις ιδιαιτερότητές του κ.ά-, κόμματα και οργανώσεις που εκφράζουν μικροαστικά συμφέροντα, επίσης κόμματα που εκφράζουν την εργατική τάξη στο σύνολο της, προωθώντας δηλαδή τα άμεσα συμφέροντα και την ιστορική προοπτική του συνόλου της τάξης και κόμματα που εκφράζουν  τμήματα της.

Όλα αυτά τα κόμματα δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται αστικά κόμματα, αυτές οι αντιλήψεις καμία σχέση δεν έχουν με τον Μαρξ και τον Λένιν.

Άμεση συνέπεια των αντιλήψεων αυτών είναι να ακυρώνεται κάθε δυνατότητα πολιτικών συνεργασιών και συμμαχιών. Από τη στιγμή που όλοι αντιμετωπίζονται ως αντίπαλοι, ακόμη και εχθροί, η δυνατότητα επικοινωνίας του ΚΚΕ με τους εργάτες και τους εργαζόμενους που συσπειρώνονται στις γραμμές τους είναι μηδαμινές.  Κατά αυτόν τον τρόπο οι πολιτικές συμμαχίες ακυρώνονται και στα συνεδριακά κείμενα των τελευταίων συνεδρίων του κόμματος αυτό γίνεται και με τη βούλα.

Όμως και η κοινωνική συμμαχία έχει απορριφθεί παρότι είναι ο τίτλος της συμμαχίας που επιδιώκει το ΚΚΕ.

Η κοινωνική συμμαχία προϋποθέτει τη διαμόρφωση κοινής βάσης στόχων και συμφερόντων της εργατικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πάνω στις επιδιώξεις της εργατικής τάξης, στην πάλη για το σοσιαλισμό, ούτε στις επιδιώξεις των μικροαστικών στρωμάτων πού είναι η βελτίωση της ζωής τους μέσα στον καπιταλισμό, να απαλλαγούν δηλαδή από την καταπίεση των μονοπωλίων. Αυτό σημαίνει να γυρίσει ο τροχός της ιστορίας προς τα πίσω στον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Αν δεν εννοούμε κοινή δράση, δηλαδή από κοινού πάλη πάνω σε άμεσα προβλήματα που είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και αναγκαία, αλλά πραγματική συμμαχία, η βάση της δεν θα είναι οι άμεσες διεκδικήσεις αλλά πιο προωθημένοι στόχοι που θα συσπειρώνουν όλα αυτά τα στρώματα και τις τάξεις και οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί από την αστική τάξη.

Υπάρχουν σημαντικά ιστορικά παραδείγματα τέτοιων κοινωνικών συμμαχιών, κάθε μία με τις ιδιαιτερότητές της, πού όμως όλες συσπείρωσαν πολύ μεγάλα τμήματα των καταπιεζόμενων τάξεων. Κορυφαία  είναι η συμμαχία εργατικής τάξης και φτωχής και μεσαίας αγροτιάς στη Ρωσία όχι υπό την ηγεσία κάποιου συνασπισμού πολιτικών δυνάμεων αλλά μόνο με βάση τις αναλύσεις και τη σωστή πολιτική γραμμή των  μπολσεβίκων.

Άλλο παράδειγμα είναι η συμμαχία εργατικής τάξης, αγροτών και  μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων στα πλαίσια του ΕΑΜ. Υπάρχουν πολλές ακόμα περιπτώσεις. Όλες αυτές οι κοινωνικές συμμαχίες επιτεύχθηκαν πάνω σε ένα πλαίσιο στόχων που αναδείκνυε ως κρίσιμο και αναγκαίο η συγκυρία και όλες είχαν ένα καθολικό χαρακτήρα.

Στη Ρωσία οι άξονες ήταν να περιέλθει η γη  σε αυτούς που τη δουλεύουν, η επίτευξη της ειρήνης και η έξοδος της Ρωσίας από το σφαγείο του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η ήττα του τσαρισμού και οι πολιτικές ελευθερίες. Η απελευθέρωση της Ελλάδας και η  λαοκρατική λύση του κοινωνικού προβλήματος της χώρας όσον αφορά στη συμμαχία του ΕΑΜ. Πάνω σε αυτούς τους στόχους συσπειρώθηκαν το προλεταριάτο και η μεγάλη πλειοψηφία των μικροαστικών στρωμάτων.

Στην Ελλάδα ένα τέτοιο σύγχρονο παράδειγμα είναι η συμμαχία εργατικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων την πρώτη περίοδο των μνημονίων από το 2010 ως το 2015 που διαμορφώθηκε αυθόρμητα: συσπειρώθηκαν μεγάλα τμήματα εργατοϋπαλλήλων και μικροαστών παρά την εχθρική στάση των αστικών κομμάτων και την αντίστοιχη αρνητική του ΚΚΕ. Τα αιτήματα είναι γνωστά: απαλλαγή από τα μνημόνια για να επιβιώσει ο λαός, η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών κλπ. 

Η ανάγκη απαλλαγής από τα μνημόνια ήταν παλλαϊκό αίτημα. Η έξοδος της χώρας από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν αίτημα που συσπείρωνε ευρύτατες κοινωνικές δυνάμεις. Η διαγραφή του χρέους είχε καθολική αποδοχή και το πέρασμα στο κράτος των τεσσάρων συστημικών τραπεζών που ο λαός της είχε χρυσοπληρώσει επίσης. Όλα αυτά οι εργαζόμενοι τα είχαν ενστερνιστεί, ήταν διατεθειμένοι να αγωνιστούν για αυτά όμως κανένα χωριστά και πολύ περισσότερο ως σύνολο δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά από την αστική εξουσία αφού την αμφισβητούσαν καίρια. Η εργατική τάξη και ο λαός στην ουσία αμφισβητούσαν, σε πολλές περιπτώσεις όχι ενσυνείδητα, την αστική εξουσία δεν είχαν ακόμη όμως δεχτεί την ανάγκη της κοινωνικής αλλαγής και της εξουσία της εργατικής τάξης.

Την ανάγκη μιας τέτοιας τακτικής εξέφρασε με πολύ γλαφυρό τρόπο η Κομμουνιστική Διεθνής στο 3ο συνέδριο της και στις Θέσεις της πάνω στην τακτική, έγραφε: «Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και αν οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων η ύπαρξή τους είναι αδύνατη τότε ο αγώνας γύρω από αυτά τα ζητήματα θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Η Κομμουνιστική Διεθνής  προωθεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, διεκδικήσεις που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης για την προλεταριακή δικτατορία. Ακόμα και πριν οι πλατιές μάζες κατανοήσουν συνειδητά την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου μπορούν να ανταποκριθούν σε καθεμία από τις ξεχωριστές διεκδικήσεις. Και καθώς ο  αγώνας για αυτές τις διεκδικήσεις αγκαλιάζει και κινητοποιεί ολοένα και περισσότερες μάζες και καθώς οι ζωτικές ανάγκες των μαζών συγκρούονται με τις ζωτικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας η εργατική τάξη θα φτάσει να συνειδητοποιήσει ότι αν αυτή θέλει να ζήσει ο καπιταλισμός πρέπει να πεθάνει» (Τρίτη διεθνής τα τέσσερα πρώτα συνεδρία σελίδα 269- 270).

Πάνω σε αυτή τη βάση διαμορφώθηκε η πολιτική του Ενιαίου εργατικού μετώπου που και σήμερα στα βασικά της σημεία παραμένει επίκαιρη.

Δεύτερο Το ΚΚΕ αρνείται την προώθηση πολιτικών αιτημάτων που αμφισβητούν τον καπιταλισμό,  θεωρεί ότι οδηγούν στην ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος. Κάθε τέτοιο προγραμματικό πλαίσιο θεωρεί ότι είναι υποταγή στον οπορτουνισμό και οδηγεί εκ των πραγμάτων σε κυβέρνηση διαχείρισης του καπιταλισμού. Τίποτε αναληθέστερο. Το πλαίσιο αυτό φυσικά δεν μπορεί να εννοείται ως κυβερνητικό πρόγραμμα μιας Προοδευτικής Κυβέρνησης, ούτε ως μεταβατικό πρόγραμμα που θα μας πάει στο σοσιαλισμό, αλλά ως ένα πλαίσιο στόχων πάλης μέσω του οποίου η εργατική τάξη επιδιώκει να προσεγγίσει την επανάσταση.

Σήμερα η αντίληψη της ανάγκης αριστερής κυβέρνησης η οποία θα ωριμάσει τις προϋποθέσεις του σοσιαλισμού είναι ευρέως διαδεδομένη στο χώρο της αριστεράς και σε κομμουνιστικές δυνάμεις και αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο αφού αμφισβητεί τη μόνη στρατηγική του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος που αποδείχθηκε ορθή στην πράξη και έδωσε αποτελέσματα. Να σημειώσουμε όμως ότι στη διάδοση αυτών το λανθασμένων αντιλήψεων συνέβαλε και το ΚΚΕ μέσω της άκαμπτης σεχταριστικής στάσης του.

Χωρίς ένα τέτοιο πλαίσιο πάλης μόνο κοινή δράση μεταξύ εργατικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων για τα άμεσα προβλήματα τους μπορεί να αναπτυχθεί. Δεν μπορεί να πάει πιο πέρα και με αυτή την πρακτική δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί πραγματική κοινωνική συμμαχία. Αυτό σημαίνει ότι το ΚΚΕ αρνείται ρητά, όπως είπαμε πριν, τις πολιτικές συμμαχίες και με έμμεσο τρόπο τις κοινωνικές συμμαχίες. Αυτό που μένει είναι η συσπείρωση των εργαζομένων γύρω από το ΚΚΕ και μάλιστα μόνο των πρωτοπόρων. Αυτή όμως δεν  είναι συμμαχία ούτε έχει προοπτική. 

Στις θέσεις του 21ου συνεδρίου και στα παλαιότερα κείμενα του κόμματος δεν υπάρχει η έννοια της τακτικής, πολύ περισσότερο δε η ίδια η ουσία της. Η αντίληψη που χαρακτηρίζει την πολιτική του ΚΚΕ ήταν και είναι, έστω και αν τελευταία δεν επαναλαμβάνεται ρητά, “δουλεύουμε με τη στρατηγική μας”. Μάλιστα δεν γίνεται διάκριση μεταξύ τακτικής και στρατηγικής όπως τουλάχιστο το κομμουνιστικό κίνημα τη γνωρίζει.

Στα πιο σύγχρονα προγραμματικά κείμενα αυτό εκφράστηκε ως άμεση προώθηση του σοσιαλισμού, περίπου μία απλή προβολή του σοσιαλισμού στο σήμερα, όχι ως μία αναγκαιότητα πού μένει το εργατικό κίνημα να την κατακτήσει αλλά ως άμεση υλοποίηση. Ακόμη και στο συνδικαλιστικό κίνημα έμπαινε σε πολλά σωματεία και ομοσπονδίες ως αίτημα διεκδίκησης η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η λαϊκή εξουσία, η εξουσία της εργατικής τάξης, η οποία φυσικά θα προκύψει μετά από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στις σχέσεις του κόμματος με τους αριστερούς ανθρώπους και τον εργαζόμενο λαό με αποτέλεσμα στην πορεία να προστεθούν ένα πλήθος άμεσα οικονομικά αιτήματα για κάθε τομέα της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, τα οποία φυσικά συνοδεύονταν από την επίκληση του σοσιαλισμού.

Έλειπαν ολοκληρωτικά οι πολιτικοί στόχοι προοπτικής μέσω των οποίων αποκαλύπτονται στους εργαζόμενους τα ιδιοτελή συμφέροντα και οι μεγάλες ευθύνες της αστικής τάξης και του πολιτικού συστήματος  που κυριαρχούν και αμφισβητείται η εξουσία της. Κατ’ αυτό τον τρόπο η πείρα ενός αιώνα του κομμουνιστικού κινήματος απορρίφθηκε.

Αυτό ήταν επακόλουθο της υιοθέτησης λανθασμένων θεωρητικών αντιλήψεων και η απόρριψη βασικών στοιχείων του μαρξισμού και του λενινισμού.

Αμφισβητήθηκε η θεωρία του ιμπεριαλισμού. Η Ελλάδα, από  χώρα μέσου επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων και με σοβαρά προβλήματα εξάρτησης από τον ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό και στρατιωτικά, κυρίως από τον αμερικανικό, έγινε χώρα ιμπεριαλιστική. Δεν υπήρχε πλέον και δεν υπάρχει θέμα εκμετάλλευσης της και διεκδίκησης της εθνικής ανεξαρτησίας της από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Είχε υιοθετηθεί η θέση της αστικής τάξης της χώρας ότι πλέον η Ελλάδα ήταν χώρα του στενού ιμπεριαλιστικού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία αντίληψη που εξέφρασε με την είσοδο στο ευρώ και στην ευρωζώνη η κυβέρνηση Σημίτη και φυσικά ήταν της αποδοχής ολόκληρης της αστικής τάξης. Η απόρριψη της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης οδηγεί στην απόρριψη της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Το αίτημα αποχώρησης της χώρας από το ΝΑΤΟ και η απομάκρυνση των βάσεων, η αλληλεγγύη στους λαούς που δεχόταν τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (Συρία,  Λιβύη κ. ά.) αμβλύνθηκαν ή εξέλιπαν. Από τη στιγμή που η Ελλάδα ανήκε πλέον στο ιμπεριαλιστικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το αίτημα αποδέσμευσης εγκαταλείφθηκε, θα λυνόταν όπως και πολλά άλλα στην εργατική εξουσία.

Το αίτημα εθνικοποίησης των μονοπωλίων στρατηγικής σημασίας εγκαταλείφθηκε ως λανθασμένο επειδή κατά την ηγεσία του κόμματος αυτό θα οδηγούσε στην ενσωμάτωση και την υποταγή της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος. Δεν έμενε πλέον τίποτε περισσότερο από την διεκδίκηση των οικονομικών αιτημάτων συνοδευόμενη από τη ζύμωση της ανάγκης του σοσιαλισμού, αυτό όμως ουσιαστικά είναι οικονομισμός και από αυτόν δεν απειλείται η αστική εξουσία.

Οι φοβίες ενσωμάτωσης  στο πλαίσιο της κυριαρχίας της αστικής τάξης και η φυγή στο μέλλον στις συνθήκες του παρόντος είναι σίγουρος δρόμος για την ενσωμάτωση μέσω της περιθωριοποίησης και της απαξίωσης.

 

Με  μία ορισμένη έννοια, οι θέσεις συνειδητοποιούν την ανάγκη να συνδεθεί η δράση σήμερα με την ιστορική προοπτική της εργατικής τάξης, να βρεθεί ένα όχημα σύνδεσης τους και πάνω του να οργανωθεί η δράση.  Το όχημα αυτό είναι κατά το ΚΚΕ οι «σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων ανθρώπων». “Η διεκδίκηση της αύξησης του μεροκάματου,  σημειώνουν οι Θέσεις, του μισθού, η υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας,  η διεκδίκηση σταθερού ωραρίου, η κατάργηση υπερωριών, η μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι ζωτικά αιτήματα που συγκρούονται με την καρδιά των αστικών μεταρρυθμίσεων  ενώ ταυτόχρονα οι συνολικές ανάγκες της  εργατικής- λαϊκής οικογένειας είναι η γραμμή συσπείρωσης, ενδυνάμωσης της πάλης, αντιπαράθεσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου”. (Θέσεις για το 21ο συνέδριο Φυλλάδιο Γ σ. 43).

Πρώτη παρατήρηση: εδώ παρατηρείται ο εξής  εγκεφαλικός διαχωρισμός. Όλες οι διεκδικήσεις που συνδέονται με την πώληση της εργατικής δύναμης (μισθός εργασίας, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, σταθερό ωράριο κλπ) συνδέονται με το άμεσο, με την αντιμετώπιση των αστικών μεταρρυθμίσεων, είναι διεκδικήσεις πάνω στις επιπτώσεις της άμεσης αντεργατικής δράσης του κεφαλαίου. Οι “ συνολικές ανάγκες” της  εργατικής-λαϊκής οικογένειας σχετίζονται με την αντιμετώπιση της στρατηγικής και μέσω των όποιων κατακτήσεων  πάνω στις ανάγκες αυτές διαμορφώνεται η συνείδηση για την αναγκαιότητα ριζικών ανατροπών. Αυτό υποστηρίζουν οι Θέσεις. Όμως ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ άμεσων και συνολικών αναγκών αφορά και στις δύο περιπτώσεις άμεσα ζωτικά αιτήματα των εργαζομένων: Ένα ανεπτυγμένο δημόσιο σύστημα υγείας, ένα δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης σε υψηλό επίπεδο για τα δεδομένα της εποχής, ικανοποιητική κατοικία, η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου και άλλα είναι το ίδιο ζωτικά και άμεσα όσο και τα προηγούμενα.

Δεύτερη παρατήρηση είναι ότι μέσω της ζύμωσης των αναγκών δεν είναι καθόλου εύκολο να κατανοηθεί  η εκμετάλλευση και  η ανάγκη κατάργησης του καπιταλισμού, “να προσανατολίζεται η πάλη ενάντια στις πραγματικές αιτίες, δείχνοντας τα όρια του καπιταλισμού, φωτίζοντας τις δυνατότητες και τους όρους να ικανοποιηθούν” (Θ σ. 44).  Αυτό μόνο μέσω μακροχρόνιων και εύστοχων αγώνων και της αναγκαίας πρακτικής ζύμωσης και θεωρητικής δράσης μπορεί να επιτευχθεί.

Στην έννοια των αναγκών έχει δοθεί ιστορικά εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, ανάλογα από ποια σκοπιά το αντιμετωπίζει καθένας. Στο μαρξισμό, καταρχήν οι ανάγκες συνδέονται με το μισθό που λαμβάνει ο εργαζόμενος από την πώληση της εργατικής του δύναμης: συνήθως ο κατώτατος μισθός ισούται με την αξία των προϊόντων για την απλή επιβίωση του  ίδιου και των παιδιών του, ώστε να  μπορέσει ο ίδιος να συνεχίσει να εργάζεται και να αναπαραχθεί  η εργατική τάξη. Η ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής και η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας καθιστούν δυνατή όχι μόνο η συντήρηση της απλής ύπαρξης του ανθρώπου, «των φυσικών αναγκών» του, αλλά πλέον υπάρχει η δυνατότητα και η αναγκαιότητα για την ικανοποίηση των “κοινωνικά καθορισμένων αναγκών”.

Σε άλλες περιπτώσεις ο Μαρξ αναφέρεται επίσης στην ιστορικότητα αυτών των αναγκών, στην εξάρτηση τους δηλαδή από την παράδοση κάθε χώρας και περιοχής, από το πολιτιστικό επίπεδο κλπ. Αναφέρεται επιπλέον η «γενική κοινωνική ανάγκη» ως μέσος όρος των ατομικών αναγκών που η κυρίαρχη τάξη τη σχετίζει με «το γενικό συμφέρον», όπως το αντιλαμβάνεται.

Τέλος στο Mαρξ και στη μαρξιστική φιλολογία υπάρχει η έννοια των “ριζικών αναγκών”, είναι οι ανάγκες που δεν περιορίζονται στην απόκτηση περισσότερων υλικών αγαθών και βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, αλλά οι ίδιοι έχουν διεκδικήσεις για ριζικές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση. Είναι η στιγμή που η αναγκαιότητα της επαναστατικής ανατροπής, το «Πρέπει», κατά τον Μαρξ, αποκτά αντικειμενικό χαρακτήρα,  η ίδια η κοινωνία διαμορφώνει τις ριζικές ανάγκες της. 

Πρόκειται επομένως για μία ασαφή έννοια σε μεγάλο βαθμό και ως τέτοια, παρά την χρησιμότητά της, δεν μπορεί να αποτελέσει το όχημα  μέσω του οποίου  οργανώνεται  η ταξική δράση για την αναμέτρηση με το κεφάλαιο και το κράτος του. Μπορεί να αποδειχθεί ένα χρήσιμο μέσον ζύμωσης μέσα στους εργαζόμενους για την αφύπνιση και τη συσπείρωση τους. Για κατανόηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της ανάγκης να ηττηθεί ο καπιταλισμός είναι αναγκαίοι  συγκεκριμένοι πολιτικοί στόχοι και αιτήματα που συσπειρώνουν ευρύτερα λαϊκά τμήματα και αμφισβητούν ευθέως την αστική κυριαρχία.

Η δύναμη που έχει το σύνθημα απαλλαγής από την Ευρωπαϊκή Ένωση που αποδεικνύεται πηγή δεινών για τη χώρα και για τους λαούς γενικότερα αλλά και ανικανότητας και παρακμής της, το σύνθημα της διαγραφής του δημόσιου χρέους ειδάλλως ο ελληνικός λαός θα είναι αιχμάλωτος του για δεκαετίες, το ώριμο σύνθημα να περάσουν οι τράπεζες στον έλεγχο του δημοσίου (πχ η Τράπεζα Πειραιώς που το ελληνικό δημόσιο κατέχει το 61% των μετόχων της και λειτουργεί προς όφελος των μετόχων της), η υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών και  δημοσίων χώρων είναι η βάση  για  ένα εργατικό κίνημα που θα αντιμετωπίσει την αστική τάξη με κατεύθυνση να την ανατρέψει.

 

Παρά την όποια αξία που ενδεχομένως έχουν οι αναπροσαρμογές της τακτικής που έχουν ήδη εφαρμοστεί στη ζωή και θα επικυρωθούν στο συνέδριο του ΚΚΕ, η λανθασμένη συνολική τακτική και η στρατηγική του παραμένουν ενεργές. Και δεν φαίνεται να περνά από το μυαλό της ηγεσίας του κόμματος ή κάποιου τμήματος της να την τροποποιήσει, αν αυτό είναι πλέον δυνατό να συμβεί.

Η αντιστροφή της αρνητικής πορείας του κόμματος απαιτεί βαθιές ανατροπές σε όλα τα επίπεδα και πρωτίστως στις θεωρητικές αντιλήψεις και τη στρατηγική στη βάση του μαρξισμού και του λενινισμού και στη φυσιογνωμία και τη λειτουργία του, στη αποκατάσταση, δηλαδή, της πραγματικής ουσίας του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.

 

                                                                                             Γ. Α.

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας