Εργατικός Αγώνας

Η πασαρέλα της ΔΕΘ και η λαϊκή απάντηση

Γράφει ο Γεράσιμος Αραβανής.

Είθισται στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση να αναλώνονται σε κάθε είδους εξαγγελίες και παραπλανητικές αντιπαραθέσεις στοχεύοντας στο κέρδισμα των εντυπώσεων από τους εργαζόμενους. Στη φετινή έκθεση με την παρουσία τους έδωσαν την εικόνα της έναρξης της προεκλογικής εκστρατείας με στόχο τη νίκη στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση που πολλοί εικάζουν ότι δεν θα αργήσει.

Η έναρξη έγινε με τον πρωθυπουργό που εξήγγειλε μέτρα 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ παροχές υπέρ του συνόλου του λαού, όπως δήλωσε και μάλιστα κοστολογημένα με απόλυτη ακρίβεια.

Έχει αξία να ρίξουμε μία ματιά στα σπουδαιότερα εξ αυτών.

Εξαγγελίες υπέρ των πλουσίων

Μειώνεται ο φόρος στα μερίσματα από επιχειρήσεις από 10% σε 5% και αν αυτό συνδυαστεί με τη μείωση της φορολογίας στο 22% το κέρδος για τους μετόχους μεγαλώνει. Φυσικά το μέτρο αυτό δεν αφορά τους κατόχους μικρού αριθμού μετοχών, εκεί το κέρδος είναι ελάχιστο σταγόνα στον ωκεανό, αλλά  τους μεγαλομετόχους και να σημειώσουμε ότι το ύψος των μερισμάτων που δηλώθηκε το 2019 αν είσαι σε 1,836 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το αφορολόγητο για γονικές παροχές και δωρεές από 150.000 ευρώ που ήταν πήγε στις 800.000 για κάθε γονέα και κάθε τέκνο, δηλαδή για δύο γονείς ανέρχεται σε 1,6 εκατομμύρια ευρώ για κάθε τέκνο αφορολόγητα και άλλα τόσα για τον παππού και τη γιαγιά αν υπάρχουν. Είναι σαφές ποιοι ωφελούνται από την ρύθμιση αυτή,  οι λίγοι και πολύ πλούσιοι, οι 14.700 φορολογούμενοι που δηλώνουν ακίνητη περιουσία άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Σημειωτέον ότι στις γονικές παροχές και δωρεές λογίζονται σπίτια, οικόπεδα διαμερίσματα, βίλες και όλες οι κινητές αξίες- μετρητά, ομόλογα, μετοχές κ.α. Με την ψήφιση της ρύθμισης αυτής το κύμα των μεταβιβάσεων φαίνεται ότι σαρώνει τα συμβολαιογραφεία. Παράλληλα το υπουργείο των οικονομικών εξετάζει το σενάριο επέκτασης του  μέτρου αυτού και στις κληρονομιές. Μία σύγκριση που κάνει τα πράγματα περισσότερο σαφή είναι ότι  με τις προηγούμενες διατάξεις ο φόρος ως 150.000 ευρώ ήταν μηδενικός, ως 300.000 ευρώ  ήταν 1%, από 300.000 έως 600.000 ο φόρος ανέβαινε στο 5% και από κει και πάνω στο 10%. Αντιλαμβάνεται κανείς ποιοι και πόσο ωφελούνται από τη ρύθμιση αυτή.

Φαίνεται ότι   οι κυβερνητικές στοχεύσεις, μέσω των ρυθμίσεων αυτών, είναι πολύ ευρύτερες από τη διευκόλυνση των νοικοκυριών. Επιδιώκεται το πέρασμα της ιδιοκτησίας των μεγάλων οικογενειακών επιχειρήσεων της χώρας στη νεότερη γενιά με το μικρότερο δυνατό κόστος, ώστε να διαμορφωθεί το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς και η επιχειρηματική βάση στις σύγχρονες συνθήκες και παράλληλα προωθούνται πολιτικές σε άλλους τομείς στην ίδια κατεύθυνση κυρίως με τη συγχώνευση επιχειρήσεων, ουσιαστικά δηλαδή την απορρόφηση των μικρών επιχειρήσεων από τις μεγάλες και για το σκοπό αυτό διατίθενται πόροι από το ταμείο ανάκαμψης. Με το γνωστό του ύφος ο Α. Γεωργιάδης το διατύπωσε με τη φράση «συγχώνευση  γιατί χανόμαστε».

Σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων ιδιαίτερα των μεγάλων, των μονοπωλιακών πρέπει να επισημάνουμε την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που είναι βασικό στοιχείο των σχεδίων κυβέρνησης και κεφαλαίου. Μετά τη ΔΕΠΑ, κατασκευές,  τον ΔΕΔΗΕ, έρχεται η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ της μεγαλύτερης βιομηχανικής επιχείρησης της χώρας και έπεται συνέχεια.

Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα κινείται στην ίδια λογική και ενισχύει τα υψηλά εισοδήματα. Πχ φορολογούμενοι με 50.000 ευρώ ετήσιες αποδοχές έχουν όφελος 2070 ευρώ, ενώ για εισόδημα 200.000 οι φορολογούμενοι ωφελούνται κατά 15.350 ευρώ.

Οι μεγάλοι κερδισμένοι από τις αλλαγές στην φορολογική κλίμακα είναι επίσης τα υψηλά εισοδήματα, ιδιαίτερα άνω των 100 χιλιάδων ευρώ, παρομοίως και η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ για ακίνητα άνω των 250 χιλιάδων ευρώ το καθένα θα ωφελήσει τους ιδιαίτερα μεγάλους ιδιοκτήτες.

Τα μέτρα αυτά που ο πρωθυπουργός τα παρουσίασε ως μέτρα ανακούφισης των λαϊκών νοικοκυριών όλων, πλούσιων και φτωχών, αφού η ΝΔ δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ τους, είναι σαφέστατο ότι ωφελούν κυρίως στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και τις μεγάλες ιδιοκτησίες.

Στο βήμα της Διεθνούς έκθεσης Θεσσαλονίκης ακολούθησε ο Α. Τσίπρας ο οποίος ήταν και περισσότερο γενναιόδωρος: ανέβασε τον πήχη των παροχών στα 5 δισεκατομμύρια για το 2022, 3,2 δις προσωρινά μέτρα και μόνιμα σε βάθος τετραετίας για το 2022 που ανέρχονται σε 1,6 δις και αυτά απόλυτα κοστολογημένα μη  μας κατηγορήσουν κιόλας.

Ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει σε βάθος τετραετίας 2 δισεκατομμύρια για το νέο ΕΣΥ, 746 για την Παιδεία, ανακοίνωσε κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, και του τέλους επιτηδεύματος, επιστροφή φόρου κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο.

Ο διαγκωνισμός για τις ψήφους του κέντρου, της περίφημης μεσαίας τάξης, οδηγεί τον Α. Τσίπρα σε εξαγγελία κουρέματος των χρεών της πανδημίας κατά 1,7 δισεκατομμύρια και μείωση του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα κατά 1,5 δις. Μίλησε για κατάργηση του Πτωχευτικού Κώδικα που ψήφισε η ΝΔ ως απόδειξη συνέπειας και εναρμόνισης λόγων και έργων και την ανάληψη του μάνατζμεντ μιας τράπεζες από το κράτος, θεωρώντας ότι έτσι αλλάζει ο χαρακτήρας του τραπεζικού συστήματος: θα δανείζει τους μικρομεσαίους και θα είναι πιο φιλολαϊκό. Ανακοίνωσε αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ.

Όλα αυτά και από την κυβέρνηση και από το ΣΥΡΙΖΑ είναι εξαγγελίες  και στο βαθμό που έχουν και τα δύο κόμματα παρελθόν, δεκαετιών η ΝΔ και τέσσερα χρόνια κυβερνητικά ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει κάποιος να είναι επιφυλακτικός. Το ερώτημα που τίθεται για τις εξαγγελίες Τσίπρα είναι πόσο φιλολαϊκή και αριστερή είναι η πολιτική που εξήγγειλε; Λίγο πιο «αριστερή» από αυτή της ΝΔ; Σε ένα καθημαγμένο λαό από τα μνημόνια και την πανδημία αυτή είναι η αριστερή απάντηση; Μία μικρή διευκόλυνση ή μείωση ορισμένων αντιλαϊκών μέτρων με ένα πιο γρήγορο ρυθμό από τη ΝΔ;

Ο Α. Τσίπρας στη ΔΕΘ έδωσε ακριβώς τα όρια της πολιτικής του λέγοντας ότι το πρόγραμμά του εκφράζει «το πάντρεμα του ριζοσπαστισμού με το ρεαλισμό» και τις δυνατότητες που δίνονται σήμερα. Τις δυνατότητες και εν τέλει το ρεαλιστικό σήμερα τις επιβάλει η ΕΕ, οι δανειστές, οι απαιτήσεις των επιχειρηματιών και η εξυπηρέτηση του θηριώδους δημόσιου χρέους, αυτά είναι τα όρια του ρεαλισμού που επικαλείται.

Με δεδομένη την πίτα του εθνικού εισοδήματος που είναι συγκεκριμένη η ενίσχυση των λαϊκών στρωμάτων συνεπάγεται τη μείωση του ποσοστού του εθνικού εισοδήματος που πάει στο κεφάλαιο και αυτό σημαίνει πολύ συγκεκριμένα μέτρα σε βάρος του που δεν το ακούσαμε ούτε από τη ΝΔ ούτε από το ΠΑΣΟΚ, ίσα-ίσα που και τα δύο κόμματα παίρνουν μέτρα υπέρ του.

Έχει επιβληθεί στη χώρα, από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ελληνικές κυβερνήσεις στις οποίες συμμετείχαν και τα δύο κόμματα, ένα επαχθές οικονομικό πλαίσιο και η αντίστοιχοι κανόνες για τον έλεγχο της εφαρμογής του για να αποπληρωθεί το δημόσιο χρέος που  ξεπέρασε το 210% του ΑΕΠ. Και τα δύο κόμματα σέβονται και θα σεβαστούν απολύτως τη δέσμευση τους αυτή όπως διακηρύσσουν. Πρόσφατα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης δήλωσε ότι «Εμείς θα συνεχίσουμε να ασκούμε νοικοκυρεμένη δημοσιονομική πολιτική αφού το χρέος μας θα είναι πάντα εκεί και εξαρτάται από τις δικές μας πολιτικές να το κρατάμε διαχειρίσιμο».  Ποιες δυνατότητες φιλολαϊκής πολιτικής απομένουν; Η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και τα πλεονάσματα ως το 2060 που έχουν δεχθεί οι κυβερνήσεις δεν αφήνουν περιθώρια για κάτι τέτοιο και το αίτημα της διαγραφής του δημόσιου χρέους αποκτά κεντρική σημασία, τα δύο κόμματα όμως δεν είναι διατεθειμένα να μπουν σε μία τέτοια διεκδίκηση.

Για τη ΝΔ το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών είναι αδιαπραγμάτευτο και ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς κάτι ψελλίζει για ανάληψη του management μιας τράπεζας από το κράτος  όταν γίνει κυβέρνηση.

Σχετικά με τη φορολογία το ερώτημα που τίθεται είναι αμείλικτο, είναι λαϊκή ανάγκη ένα κοινωνικά πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα φορολογεί βαριά το μεγάλο κεφάλαιο, θα απαλλάσσει της φορολογίας τα  φτωχότερα στρώματα και θα προβλέπει ένα αφορολόγητο τέτοιο που να διασφαλίζεται ανθρώπινη διαβίωση ή κάποιες φοροελαφρύνσεις για να εκτονώνεται η δυσαρέσκεια; 

Σχετικά με την υπεράσπιση της εργασίας δηλαδή την κατάργηση όλων των  αντεργατικών νόμων, την κατάργηση της μερικής απασχόλησης και των ελαστικών μορφών της η κυβέρνηση δεν εξάγγειλε κάτι και ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει αναφορά στην εφαρμογή 35ωρου σε πιλοτική μορφή χωρίς μείωση αποδοχών μεν, αλλά με ενίσχυση των επιχειρήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από την τσέπη των εργαζομένων. Κι αυτό όταν το αίτημα που προβάλλουν οι εργαζόμενοι είναι η μείωση των ωρών εργασίας στις 30 εβδομαδιαίως οριζόντια με νόμο χωρίς μείωση των αποδοχών και χωρίς ενίσχυση των επιχειρήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό, τουλάχιστον των μεγαλύτερων.

Το καθεστώς της εξάρτησης της χώρας από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ στρατιωτικά κυρίως και οικονομικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται ότι είναι κάτι αδιαπραγμάτευτο και για τα δύο κόμματα. Όλα στη διάθεση των συμμάχων.

Η μείωση της ανεργίας, η προστασία των ανέργων είναι ζήτημα πρώτης γραμμής. Ενώ οι άνεργοι είναι κοντά στο ένα εκατομμύριο μόνο το 11,2% λαμβάνει επίδομα ανεργίας και γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά μέριμνα.

Οι εξαγγελίες και των δύο κομμάτων είναι στην ίδια κατεύθυνση, είναι ευθυγραμμισμένες με τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Οι δύο αρχηγοί φρόντισαν να θέσουν ωμά τα διλήμματα τους.  «Δική μου κυβέρνηση ή θα γυρίσει η χώρα στο 2015, ή εγώ ή το χάος και η καταστροφή είπε ο πρωθυπουργός». «Νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με απλή αναλογική που θα διασφαλίσει τη συγκρότηση Προοδευτικής Κυβέρνησης ή νίκη της ΝΔ που θα οδηγήσει σε εκβιασμούς και εκλογικές περιπέτειες», ζήτησε ο πρόεδρος του  ΣΥΡΙΖΑ. Η επιδίωξη τους είναι η πόλωση να φτάσει στα ύψη και οι εκβιασμοί να δώσουν αποτελέσματα σε βάρος των μικρότερων πολιτικών δυνάμεων.

Για τους δύο μονομάχους όμως τα πράγματα δεν θα είναι ιδιαίτερα εύκολα, αντίθετα αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες. Οι εξαγγελίες των δύο κομμάτων είναι στην ίδια κατεύθυνση, είναι ευθυγραμμισμένες με τα συμφέροντα των μονοπωλιακών επιχειρήσεων,   των τραπεζών, του εφοπλιστικού κεφαλαίου και των συμμάχων τους. Οι διαφορές μεταξύ τους είναι ποσοτικές. Δεν  πρέπει κάνεις να τις υποτιμά, αλλά η ουσία είναι η ίδια: είναι πολύ μακριά από τις άμεσες λαϊκές ανάγκες και την απαίτηση για αλλαγή σελίδας στην πορεία της χώρας.

Επιλογή ανάμεσα στο κλασσικό κόμμα της αστικής τάξης και στο νεόκοπο;

Οι εργαζόμενοι έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στον κλασικό εκφραστή της πολιτικής της ολιγαρχίας και στο νεόκοπο που θέλει να φαίνεται πιο φιλολαϊκός παρότι φόρτωσε στον ελληνικό λαό ένα ολόκληρο μνημόνιο και έδωσε νέες διαστάσεις στην αμερικανοκρατία. Λύση για το λαό και για την ικανοποίηση των αναγκών του δεν είναι ούτε η ΝΔ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι η πολιτική που και τα δύο κόμματα εφαρμόζουν και τα συμφέροντα που εξυπηρετούν. Η πολιτική τους πρέπει να ηττηθεί και αυτό μπορεί να γίνει με τους αγώνες των εργαζομένων που θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις της βαθιάς αλλαγής του συσχετισμού δύναμης, θα διαμορφώσουν ένα ισχυρό εργατικό και λαϊκό κίνημα ταξικά προσανατολισμένο σε βαθιές ανατροπές εναντίον του κεφαλαίου σε κάθε εκδοχή  διαχείρισης του.

Ήδη πριν περάσει καιρός οι εξαγγελίες της κυβέρνησης στη Διεθνή Έκθεση δεν φαίνεται ότι πείθουν. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις  δεν δείχνουν ουσιαστική βελτίωση των ευρημάτων για την κυβέρνηση, κυρίως όσον αφορά τους τα ποιοτικά στοιχεία, δεν ικανοποιείται μεγάλο τμήμα του λαού από τη διαχείριση της κυβέρνησης σε όλους τους τομείς και η πολιτική της είναι δεδομένο ότι θα δημιουργήσει στο μέλλον μεγαλύτερη δυσαρέσκεια και αποσυσπείρωση. Στον τύπο εμφανίστηκαν ήδη τα πρώτα δημοσιεύματα σχετικά με ένα νέο πακέτο μέτρων για να δελεάσει η κυβέρνηση τους εργαζομένους μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η αύξηση του κατώτατου μισθού. Είναι μέτρα που μόνο στόχο έχουν να συγκρατήσουν τους ψηφοφόρους της και  να μην ενισχυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα μέτρα που θα προωθήσει η κυβέρνηση θα είναι επίσπευση των αντιλαϊκών νεοφιλελεύθερων μέτρων, επιτάχυνση του ξεπουλήματος,  παροχές στο μεγάλο κεφάλαιο, ικανοποίηση των συμμάχων ευρωπαίων και Αμερικανών και ότι άλλο χρειαστεί που θα βοηθά την αντιπαράθεση των δύο κομμάτων ενόψει των ερχόμενων εκλογών.

Οι δημοσκοπήσεις επίσης εμφανίζουν το ΣΥΡΙΖΑ καθηλωμένο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να ξεκολλήσει, όπως «το νέο πρόγραμμα Θεσσαλονίκης», το κατακόρυφο ανέβασμα των τόνων της ηγεσίας του και της πλατιάς κινητοποίησης της. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθουν ότι με την πολιτική τους κάτι ουσιαστικό θα αλλάξει στο άμεσο μέλλον.  Αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποστασιοποίηση των εργαζομένων, σε μείωση της εμπιστοσύνης και της οποίας αισιοδοξίας τους.

Οι εξελίξεις στο πλαίσιο της βαθιάς κρίσης του συστήματος που σοβεί

Την κρίση αυτή αξίζει να την τοποθετήσουμε στο ευρύτερο πλαίσιο της  λαϊκής αποδοχής των ίδιων των βάθρων του αστικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Οι μετρήσεις δείχνουν ένα  ευρύτερο κλονισμό της εμπιστοσύνης του λαού. Πρόσφατη δημοσκόπηση καταγράφει ότι μόνο το 35% τάσσεται υπέρ της προεδρίας της δημοκρατίας, το  27% υπέρ της εκκλησίας, το 24% υπέρ του κοινοβουλίου, το 15% υπέρ της δικαιοσύνης και των πολιτικών κομμάτων και παρόμοια ποσοστά εμφανίζουν και οι θεσμοί στο σκληρό πυρήνα του καθεστώτος, όπως η αστυνομία, ο στρατός κλπ. Μόνο το ΕΣΥ έχει ποσοστό αποδοχής άνω του 50%. Αυτή η εικόνα απαξίωσης των θεσμών και η βαθιά δυσαρέσκεια του λαού σέρνεται πολλά χρόνια τώρα. Ήταν παρούσα ακόμα και όταν η οικονομική κρίση δεν είχε ενσκήψει. Επιδεινώθηκε τη δεκαετία των μνημονίων και συνεχίζεται. Στην εικόνα αυτή πρέπει να προσθέσουμε το μεγάλο ανορθολογικό ρεύμα που διαπερνά την κοινωνία και έκανε εμφατική την εκδήλωση του με την άρνηση του εμβολιασμού και είναι ενδεικτικό του μεγάλου αποπροσανατολισμού σημαντικού λαϊκού τμήματος.

Μπορεί οι απαντήσεις των ερωτώμενων να μην περικλείουν μία βαθύτερη συνειδητοποίηση και γνώση του τι ακριβώς ευθύνεται για την κατάσταση αυτή, τι σημαίνουν και που μπορούν ή πρέπει να οδηγήσουν, έχουν όμως τεράστια σημασία. Παρόμοια εικόνα εμφανίζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η κυβερνητική προπαγάνδα ισχυρίζεται ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα έχει τη μορφή εκτίναξης ελατηρίου, ότι η χώρα μπήκε σε φάση ταχείας οικονομικής ανάπτυξης, ότι η αύξηση των λαϊκών εισοδημάτων και η επίλυση λαϊκών προβλημάτων έρχεται άμεσα. Κανένα δεδομένο όμως δεν συνηγορεί σ’ αυτό και πολύ περισσότερο δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο η σκληρή φιλομονοπωλιακή πολιτική της κυβέρνησης. Με το ελληνικό χρέος στα ύψη και το παγκόσμιο συνολικό χρέος να καλπάζει από 86 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2001 να φτάνει το 2017 στα 237 δις 317,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ, τι ανάπτυξη μπορεί να υπάρξει για τις διάφορες χώρες και περισσότερο για την Ελλάδα;

Ενώ οι εργαζόμενοι απέναντι σε κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνουν εμπιστοσύνη το ίδιο συμβαίνει και με τις πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στην εργατική τάξη και το λαό και αναφερόμαστε στην αριστερά και κυρίως τους κομμουνιστές. Ελπίδα για το λαό μπορεί να προέλθει μόνο από τις δυνάμεις αυτές, αλλά απαιτούνται πολύ μεγάλες αλλαγές για τις οποίες δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχουν διαθέσεις.

Η  συγκυρία εμπεριέχει μεγάλες δυσκολίες λόγω της παθητικότητας μεγάλων τμημάτων των εργαζομένων και της καταθλιπτικής επίδρασης του συσχετισμού δύναμης εμπεριέχει όμως και σημαντικές δυνατότητες για την εργατική τάξη και την κομμουνιστική αριστερά στο βαθμό που η κρίση είναι τόσο βαθιά και η ανάταξη της από το κεφάλαιο τόσο δύσκολη και οι πολιτικές δυνάμεις, το πολιτικό σύστημα και οι φορείς του αστικού καθεστώτος που θα την πραγματοποιήσουν απαξιωμένοι.

Η διέξοδος

Διέξοδος από αυτή τη μακροχρόνια κρίση είναι πολύ δύσκολη με την τρέχουσα πολιτική ή κάποια άλλη εκδοχή της και με την εναλλαγή αστικών κυβερνήσεων στη διακυβέρνηση. Δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι ουσιαστικό υπέρ των εργαζομένων μία νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σε βάρος της ΝΔ στις εκλογές ούτε η διαμόρφωση κάποιας κυβέρνησης συνεργασίας. Η πολιτική που εφαρμόζουν πρέπει να ηττηθεί, αυτό όμως δεν πρόκειται να γίνει στις επόμενες εκλογές και γενικότερα μέσω των εκλογών. Προϋποθέτει ισχυρούς λαϊκούς αγώνες, προγραμματική πρόταση που θα απευθυνθεί στο λαό, θα τον συγκινήσει βαθιά και θα δίνει απαντήσεις στα σύγχρονα μεγάλα προβλήματα και αγωνίες των εργαζομένων και της νεολαίας και θα οδηγεί σε βαθιά τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε βάρος των αστικών δυνάμεων.

Η πείρα της δεκαετίας του 2010 είναι πρόσφατη και πρέπει να γίνει σε όλους μας μάθημα ότι παρόμοια λάθη δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από την εκτίναξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος εναντίον  των μνημονίων και όσων τα επέβαλαν, την ποδηγέτηση  του από το ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ στην πορεία,. Αυτή η κυβέρνηση υπηρέτησε πιστά τους δανειστές και την ολιγαρχία της χώρας και οδήγησε στη βαθιά απογοήτευση τους εργαζόμενους και εν τέλει στην υποχώρηση του κινήματος και τον κατακερματισμό του. Οδήγησε στη μεγάλη δυσφήμιση της αριστεράς.

Το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς όλων των εκδοχών της και του ΚΚΕ μαζί έχουν μεγάλες ευθύνες αφού δεν φρόντισαν να ξεκαθαρίσουν στα μάτια των εργαζομένων τι ακριβώς φορέας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και πού μπορεί να οδηγήσει η ενίσχυση του και μάλιστα ορισμένοι, οργανώσεις ολόκληρες, εντάχθηκαν στην πορεία στο ΣΥΡΙΖΑ η έδειξαν ανοχή έχοντας αδικαιολόγητες αυταπάτες. Πολλές οργανώσεις αριστερές δελεάστηκαν από την ιδέα της αριστερής κυβέρνησης που θα άνοιγε το δρόμο για έξοδο από την κρίση υπέρ του λαού η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πορεία προς το σοσιαλισμό. Άλλες δυνάμεις διαφώνησαν και πολέμησαν μία τέτοια αντίληψη, όμως η τακτική τους ήταν εντελώς λανθασμένη και εν τέλει δεν ωφέλησε. Η ιδέα να στηριχθεί ένας τέτοιος φορέας, ένα τέτοιο μέτωπο  υπό την ηγεσία μικροαστικών και συμβιβασμένων δυνάμεων που θα άνοιγε το δρόμο για βαθύτερες αλλαγές ουσιαστικά με την ανοχή της αστικής τάξης, ιστορικά δεν πέτυχε πότε και σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε σε τραγωδίες. Μόνο όταν οι κομμουνιστές ήταν στην πρωτοπορία η Ιστορία εξελίχθηκε,  πολλές φορές, με βάση τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.

Η πρόταση που ακούγεται συχνά να ενωθούν όλες οι αριστερές δυνάμεις σε ένα μέτωπο αντινεοφιλελεύθερο που θα δώσει τη μάχη στις επόμενες εκλογές είναι σε λάθος κατεύθυνση. Και γιατί τη λύση δεν πρόκειται να δώσουν οι εκλογές και γιατί οι πλατιές άμορφες συνεργασίες και μέτωπα ιστορικά οδηγούν στην ήττα και την ενσωμάτωση. Αυτή είναι η πείρα όλων των προσπαθειών τις τελευταίες δεκαετίες. Ο αγώνας θα είναι μακρόχρονος και δύσκολος, θα απαιτήσει μεγάλες προσπάθειες και θα διεξαχθεί μέσα στους εργαζόμενους και στους αγώνες τους, εκεί θα μπουν οι βάσεις και θα έρθουν τα αποτελέσματα.

Κεντρικός στόχος πρέπει να είναι ένα Κομμουνιστικό Κόμμα με προγραμματική βάση τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία συνυπολογίζοντας τις εξελίξεις του ιμπεριαλισμού στην εποχή μας και ένα καταστατικό και αρχές που θα έχουν βάση το λενινιστικό κόμμα νέου τύπου και την πείρα θετική και αρνητική που το κομμουνιστικό  κίνημα αποκόμισε τον 20ο αιώνα.

Οι κομμουνιστές ανένταχτοι και ενταγμένοι αυτό το στόχο πρέπει να προωθήσουν. Χωρίς κομμουνιστικό κόμμα ικανό, μαζικό και ριζωμένο στην εργατική τάξη και στα σύμμαχα στρώματα η εργατική τάξη και ο λαός δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ο κεφάλαιο και το κράτος του και να νικήσουν.

Είναι αναγκαίες οι κοινωνικές, πρωτίστως, συμμαχίες και οι πολιτικές, ένα ενιαίο μέτωπο κοινωνικό και πολιτικό που θα συνενώνει ευρύτερες δυνάμεις και οι κομμουνιστές θα επιδιώξουν να είναι η πρωτοπορία του, μέτωπο που θα στρέφεται εναντίον της  αστικής πολιτικής και των φορέων της και θα κατακτά σταδιακά ένα ανώτερο επίπεδο και στόχους ανάλογα με τη διαμόρφωση των δεδομένων. Η πείρα του Κομμουνιστικού κινήματος περισσότερο από έναν αιώνα είναι πλούσια από θετικά και αρνητικά παραδείγματα.

Η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και η ανάπτυξη των αγώνων πρέπει να είναι επίσης κεντρικός στόχος. Χωρίς εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και γενικότερα κινήματα όλων των καταπιεζόμενων τάξεων και στρωμάτων σε στενή συνεργασία με το εργατικό δεν θα υπάρξουν ουσιαστικές εξελίξεις υπέρ των εργαζομένων. Το μαζικό κίνημα είναι η δύναμη που θα συγκρουστεί με την αστική τάξη, εκεί σφυρηλατούνται οι συνειδήσεις,  διαπαιδαγωγούνται οι εργαζόμενοι ταξικά και ωριμάζουν πολιτικά, είναι το σχολείο του σοσιαλισμού. Ο στόχος είναι δύσκολος και η προώθηση του προϋποθέτει την απαλλαγή από στρεβλώσεις του παρελθόντος και του παρόντος όπως το πατρονάρισμα του και η κομματικοποίηση, η υποταγή των συνδικάτων στην κυβέρνηση και την εργοδοσία, η γραφειοκρατική αποστέωσή του. Η νίκη των ταξικών δυνάμεων επί του ρεφορμισμού έχει πρωτεύουσα σημασία.

Η κατεύθυνση του κινήματος δεν μπορεί να είναι άλλη από την υπεράσπιση και διεύρυνση των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων της εργατικής τάξης και του λαού από την επιθετικότητα του κεφαλαίου,  η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας πρέπει να είναι ο άξονας της δράσης συνολικά. Πάνω  σε  αυτή την αντίθεση συναρθρώνονται τα κάθε είδους προβλήματα που δημιουργεί το σύστημα στο λαό, τα δικαιώματα κοινωνικών ομάδων που καταπατώνται. Ο δικαιωματισμός, η ανάδειξη αυτόνομα προβλημάτων όπως το προσφυγικό, η βία σε βάρος των γυναικών, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ κ.α. ως κυρίαρχα ζητήματα ανεξάρτητα από τη γενικότερη πάλη εναντίον του κεφαλαίου δεν βοηθά τη γενική υπόθεση των εργαζομένων και δεν προωθεί τη λύση των ιδιαίτερων προβλημάτων αυτών των κοινωνικών ομάδων και σε τελική ανάλυση με αυτό τον τρόπο υπονομεύεται ο αγώνας για το σοσιαλισμό.

Τέλος,  τεράστιας σημασίας ζήτημα είναι η ανάπτυξη του ιδεολογικού μετώπου: η αντιπαράθεση με την αστική ιδεολογία και τις αρχές του καπιταλιστικού συστήματος, ώστε να παρεμποδιστεί η διαβρωτική επίδραση του στην εργατική τάξη και το λαό με την αξιοποίηση των πανίσχυρων μέσων που το κράτος και οι μηχανισμοί του έχουν στη διάθεσή τους. Η υπεράσπιση της μαρξιστικής λενινιστικής θεωρίας από την αποσιώπηση και κυρίως τη διαστρέβλωση της  είναι βασική παράμετρος της δράσης.

 

 

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας