Εργατικός Αγώνας

Ο κίνδυνος του οικονομισμού και οι αγώνες του συνδικαλιστικού κινήματος

Επανερχόμαστε με το σημερινό άρθρο γύρω από ορισμένα επίκαιρα ζητήματα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και γενικότερα του μαζικού κινήματος. Απ’ αφορμή ένα άρθρο του Εργατικού Αγώνα για τα ζητήματα αυτά ο Ριζοσπάστης απάντησε με σειρά άρθρων κατά τον συνήθη τρόπο του, αποφεύγοντας την ουσία των ζητημάτων που τίθενται και όλων των επίμαχων προβλημάτων, ωραιοποιώντας την κατάσταση και φυσικά καταφεύγοντας σε χαρακτηρισμούς. Φυσικά. ο Εργατικός Αγώνα δεν έχει κανένα λόγο να ακολουθήσει τέτοια τακτική. Θα ασχοληθούμε με ορισμένα πολύ ουσιαστικά ζητήματα του κινήματος και των αγώνων.

1 Σχετικά με τη μαζικότητα των αγώνων που διοργανώνει το ΠΑΜΕ και τις διαδικασίες που εφαρμόζει για τη λήψη των αποφάσεων, την πλατιά εμπλοκή των εργαζομένων στη διαδικασία αυτή. Το βασικό επιχείρημα των αρθρογράφων, είναι ότι τις αποφάσεις για τη δίμηνη καμπάνια του ΠΑΜΕ τις πήραν 200 συνδικαλιστές, έχουν πάρει απόφαση για συμμετοχή 485 σωματεία και άλλοι φορείς μέχρι τότε, περισσότερα τις επόμενες μέρες και ότι έγιναν εκατοντάδες παρεμβάσεις, συγκεντρώσεις και κινητοποιήσεις αυτό το διάστημα.

Το πρώτο που θέλουμε να παρατηρήσουμε είναι ότι είναι ανάγκη όλοι όσοι εμπλέκονται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και στην πολιτική ζωή από την πλευρά της αριστεράς και ιδιαίτερα από το ΚΚΕ πρέπει να έχουν σαφή αίσθηση του τεράστιου ταξικού πολέμου που διεξάγεται. Όχι απλά να φιλολογούν για αυτόν, αλλά να αντιλαμβάνονται τις διαστάσεις και τις συνέπειες του, τι διακυβεύεται, σε ποιες συνθήκες θα είναι αναγκασμένη η εργατική τάξη και ο λαός να ζήσουν και να αγωνιστούν τα επόμενα χρόνια αν τα σχέδια της αστικής τάξης υλοποιηθούν και την ανάγκη οι απαντήσεις να δίνονται κατά το δυνατόν με ανάλογους όρους. Σήμερα η επίθεση του κεφαλαίου εναντίον της εργατικής τάξης και των εργαζομένων, αξιοποιώντας τη μεγάλη κρίση που πλήττει τη χώρα μας και μεγάλο τμήμα του πλανήτη είναι πρωτοφανούς έκτασης. Προωθούνται τεράστιες αλλαγές σε βάρος των εργαζομένων σε ολόκληρη τη σφαίρα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Με τους 400 και περισσότερους μνημονιακούς νόμους και αποφάσεις η αστική τάξη διαμόρφωσε μία νέα πολύ πιο δύσκολη για τους εργαζόμενους πραγματικότητα, διαμόρφωσε εντελώς διαφορετικούς όρους λειτουργίας και ανάπτυξης του καπιταλισμού. Δεν είναι μόνο η τεράστια μείωση των μισθών, των συντάξεων και γενικότερα των εισοδημάτων των εργαζομένων, το 1,5 εκατομμύρια άνεργοι, η πρωτοφανών διαστάσεων ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και η κατάσταση ζούγκλας που επικρατεί στην οικονομία και τις επιχειρήσεις, αλλά και η τεράστια φορολογία, η πλήρης αποδιάρθρωση των όρων λειτουργίας των τομέων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Είναι η τεράστιας έκτασης ιδιωτικοποιήσεις, το βάθεμα της εξάρτησης της χώρας με την παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας από τις αστικές κυβερνήσεις, το πλήθος των αντιδημοκρατικών ρυθμίσεων κ.λπ. Όλα αυτά διαμορφώνουν τη νέα πραγματικότητα, η οποία ακόμη δεν έχει οριστικά επιβληθεί, παρά τις νίκες του κεφαλαίου μέχρι σήμερα και την αδυναμία της εργατικής τάξης να οργανώσει αποτελεσματικά την αντίσταση της.

Απέναντί σ’ αυτή την πρωτοφανών διαστάσεων επίθεση του κεφαλαίου, αντίστοιχων διαστάσεων αντίσταση και αγώνα για την ανατροπή της πρέπει να αναπτύξει η εργατική τάξη. Όχι τμήματα της, όχι πρωτοπορίες ή «πρωτοπορίες», αλλά η τάξη και μαζί τα φτωχότερα εργαζόμενα τμήματα της κοινωνίας. Το ερώτημα που τίθεται διαβάζοντας τα δημοσιεύματα της εφημερίδας είναι το εξής: Από τη σκοπιά αυτή βλέποντας τα πράγματα είναι ευχαριστημένη η εφημερίδα, βλέπει την αντίδραση ικανοποιητική και μαζί τη μαζικότητα και τους όρους που η δράση αυτή αναπτύσσεται και τη συνεισφορά του ΠΑΜΕ σ’ αυτή;

Η συμμετοχή στις μέχρι τώρα κινητοποιήσεις για τη δίμηνη καμπάνια ήταν πολύ μικρή. Το γράψαμε και στο προηγούμενο άρθρο μας. Η εφημερίδα σ’ αυτό σιωπά, αποφεύγει να δώσει οποιαδήποτε απάντηση. Δεν έχουμε κανένα λόγο να μη δεχθούμε ότι η προσπάθεια αυτή της δίμηνης καμπάνιας του ΠΑΜΕ γίνεται με καλύτερους όρους από ότι συνήθως, όταν η απόφαση για κινητοποιήσεις παίρνονταν στις κορυφές και εφαρμόζονταν από τα όργανα του κινήματος μέχρι τη βάση χωρίς πολλή συζήτηση και χωρίς καθόλου να λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα, οι ιδιαιτερότητες και οι ιεραρχήσεις κάθε χώρου, δεν υπήρχε καμιά μαζική εμπλοκή των εργατοϋπαλλήλων σε αυτές τις αποφάσεις.

Πρέπει όμως να κρίνουμε μ’ αυτό το κριτήριο τη δράση, ή με το κριτήριο τι μπορούσε να γίνει και τι έπρεπε να γίνει στη σημερινή συγκυρία; Ούτε φυσικά πείθει κανέναν η άποψη των αρθρογράφων ότι δεν υπάρχει καμία διαδικασία άλλη που να συντελεί σε διεργασίες στο μαζικό κίνημα και να κινητοποιεί πλατιά τους εργαζόμενους. Από τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό φυσικά δεν μπορεί να περιμένει κανείς κάτι καλύτερο, ούτε από δυνάμεις που δρουν με λογική συμβιβασμού και εκλογικών επιδιώξεων. Αυτό δεν είναι καν επιχείρημα.

Μια ακόμη πλευρά: Πόσοι φορείς της εργατικής τάξης, με πραγματική παρουσία και υπόσταση πήραν απόφαση για την κινητοποίηση; Πόσες γενικές συνελεύσεις σωματείων και συγκεντρώσεις προετοιμασίας έγιναν; Σε τελική ανάλυση ποιο τμήμα της εργατικής τάξης καλύπτουν πραγματικά οι οργανώσεις που πήραν απόφαση και με την υπόλοιπη εργατική τάξη, τη μεγάλη πλειοψηφία της δηλαδή, τι θα γίνει; Ή θα βρεθεί τρόπος, θα χαραχθεί τακτική για να απευθυνθεί και να ‘‘μιλήσει’’ στην τάξη ολόκληρη και να την κινητοποιήσει ή θα οδηγηθεί στην περιχαράκωση και τη φθορά.

Σε ένα από τα προαναφερόμενα άρθρα, διαμαρτύρεται ο αρθρογράφος για την άποψη που διατυπώνεται, ότι το ΠΑΜΕ είναι κίνηση «από τα πάνω». «Όχι πια αυτό πάει πολύ», γράφει εξοργισμένος. Και για του λόγου του αληθές αναφέρει ένα απόσπασμα από την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΜΕ, στο οποίο αναφέρεται ότι «το ΠΑΜΕ είναι συνδικαλιστικό μέτωπο, ανοιχτό, δημοκρατικό, ενωτικό και επιδιώκει να έχει στις γραμμές του τις πιο ζωντανές δυνάμεις του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος… στο ΠΑΜΕ συμμετέχουν τα πιο δραστήρια συνδικάτα… το ΠΑΜΕ διαφύλαξε το χαρακτήρα του σαν ενιαίο συνδικαλιστικό μέτωπο που συνενώνει αγωνιστές με διαφορετικές αφετηρίες, με διαφορετικές ιδεολογίες και πολιτικές διαδρομές». Όντως έτσι ήταν τα πράγματα κατά την ίδρυση του, 15 χρόνια πριν, όταν εκδόθηκε η κήρυξη αυτή, γι’ αυτό το λόγο και οι κομμουνιστές και μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης αγκάλιασε την ιδέα της δημιουργίας του και το ίδιο το ΠΑΜΕ στα συνέχεια. Στα δεκαπέντε χρόνια που μεσολάβησαν συνέβησαν πολλά και διάφορα, τα οποία οδήγησαν σε πλήρη ανατροπή του χαρακτήρα του. Από μέτωπο συνδικάτων ουσιαστικά, έγινε μόνο τυπικά, περιορίσθηκε στα συνδικάτα που καθοδηγούνται από το ΚΚΕ και στα οποία πλειοψηφεί το ΠΑΜΕ, ενώ η δημοκρατική λειτουργία του υποβαθμίστηκε στο επίπεδο να αποφασίζει η κορυφή και να υλοποιούν οι πάντες, κυρίως πανελλαδικές καμπάνιες και συγκεντρώσεις την ίδια μέρα με το ίδιο θέμα και κατά βάση χωρίς μαζικότητα. Έλειψε και λείπει η ζωντάνια, η δημιουργικότητα και η πρωτοβουλία στις αποφάσεις και στη δράση του και φυσικά συρρικνώθηκε από άποψη πολιτικού και συνδικαλιστικού εύρους. Πόσοι από αυτούς που πήραν μέρος στη συγκρότηση του, συνδικάτα και συνδικαλιστές πέραν του ΚΚΕ συμμετέχουν σήμερα; Γιατί αποχώρησαν όλοι οι ευρύτεροι;. Ποιοί και πόσοι ευρύτεροι συμμετέχουν σήμερα; Εν τέλει ποια πρόοδο μετράει το ΠΑΜΕ τα 15 χρόνια της ύπαρξής του;

Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να βλέπει και να προσεγγίζει κανείς την πραγματικότητα, είτε όπως ακριβώς είναι, είτε μέσω παραμορφωτικών φακών που τα δείχνουν όλα καλά. Πολλά στελέχη σήμερα γνωρίζουν την πραγματικότητα και την αντιλαμβάνονται ορθά, επιλέγουν όμως τη σιωπή ή την ωραιοποίηση της κατάστασης. Άλλοι νεότεροι συνδικαλιστές και αρθρογράφοι, χωρίς πείρα και γνώσεις, χωρίς γνώση της ιστορίας του συνδικαλιστικού και γενικότερα του εργατικού κινήματος και σήμερα αυτοί είναι πολλοί, πιθανόν να μην αντιλαμβάνονται το σημείο που το συνδικαλιστικό κίνημα και το ΠΑΜΕ βρίσκονται. Αυτό όμως δυστυχώς δεν αλλάζει την κατάσταση και τα αδιέξοδα.

Και όμως υπάρχει διαδικασία, υπάρχει τακτική, που να οδηγεί σε πλατιά επικοινωνία με την εργατική τάξη και στην κινητοποίηση της. Αυτή όμως αποκλείει την ξεχωριστή δράση, τη δράση χώρια και απέναντι στο σύνολο των άλλων συνδικάτων πέραν των συνδικάτων της επιρροής του ΠΑΜΕ και πέραν όλων των άλλων παρατάξεων. Για το ΠΑΜΕ το κριτήριο είναι η πολιτική και συνδικαλιστική ταυτότητα και όχι η δυνατότητα συμφωνίας και κοινής δράσης πάνω σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ικανοποιητικό για τη σημερινή συγκυρία, δηλαδή αγώνας για την επιβίωση, για τους μισθούς και τα μεροκάματα, τη σύνταξη, την ασφάλιση, για την παιδεία και την υγεία και μαζί αγώνας για την άρση των κυριότερων αιτιών που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και τους εργαζόμενους στην απόγνωση. Μ’ αυτή την τακτική στην καλύτερη περίπτωση να γίνει δεκτός στις κινητοποιήσεις ένας αγωνιστής, ή κάποιοι πολιτικοποιημένοι εργάτες, ή ένα σωματείο που παρότι δεν πήρε μέρος στη διαμόρφωση των όρων του αγώνα – αιτήματα, πλαίσιο, στόχευση, τακτική, κλιμάκωση- θέλει να πορευτεί με τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ. Πόσα όμως συνδικάτα είναι η μπορούν να είναι αυτά; Ελάχιστα και δεν πρόκειται να γίνουν περισσότερα, διότι κανείς δεν είναι διατεθειμένος να απαλλοτριώσει υπέρ κανενός τα δικαιώματα του και κυρίως το δικαίωμα της συμμετοχής του σε όλες τις διαδικασίες και για όλα τα ζητήματα που τον αφορούν.

Σήμερα δύο δρόμοι υπάρχουν για την εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα. Ο δρόμος της ξεχωριστής κινητοποίησης, της διαίρεσης των εργατών ανάλογα με ποιο κόμμα ακολουθούν και ο δρόμος της πλατιάς συσπείρωσης της εργατικής τάξης πάνω στη βάση των ζωτικών αιτημάτων και των διεκδικήσεων της, ο δρόμος δηλαδή του ενιαίου μετώπου. Ο πρώτος δρόμος οδηγεί, ίσως σε κάποια πρόσκαιρα κομματικά οφέλη, κυρίως σε μια επιβεβαίωση της παρουσίας της πολιτικής δύναμης που καθοδηγεί. Μακροπρόθεσμα όμως οδηγεί τον πολιτικό φορέα και τα συνδικάτα που επηρεάζει στην συρρίκνωση και τη φθορά, στο αδιέξοδο και την εργατική τάξη στον αφοπλισμό. Ο δεύτερος και μάλιστα δοκιμασμένος δρόμος οδηγεί στην ενότητα της εργατικής τάξης, στο δυνάμωμα του συνδικαλιστικού κινήματος, στην ανάπτυξη μεγάλων και νικηφόρων αγώνων, στην ικανοποίηση άμεσων αιτημάτων της, στη συνειδητοποίηση του ρόλου της στην κοινωνική εξέλιξη και στην προετοιμασία της αυτό το ρόλο να τον υλοποιήσει.

2 Σχετικά με τα αιτήματα που κάθε φορά προωθούνται και στον ισχυρισμό των άρθρων ότι, άλλοτε κατηγορείται το ΠΑΜΕ για μαξιμαλισμό, άλλοτε για σεχταρισμό και τελευταία για οικονομισμό.

Το περιεχόμενο της πάλης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και ιδιαίτερα τα αιτήματα του, είναι πολύ σημαντικό ζήτημα και σε μεγάλο βαθμό κρίνει την αποτελεσματικότητα και την επιτυχία του. Τελικά είναι άδικες οι κατηγορίες αυτές;

Με ποια κριτήρια διαχρονικά το συνδικαλιστικό κίνημα διαμορφώνει τα αιτήματα του; Ποιοι παράγοντες λαμβάνονται υπόψη; Πολύ πρόχειρα αναφέρομε ορισμένους από αυτούς όπως, τις ανάγκες των εργαζομένων, το συσχετισμό δύναμης κάθε φορά, την ετοιμότητα, τη συνειδητότητα και τις διαθέσεις της εργατικής τάξης, το βαθμό επίτευξης της αλληλεγγύης με τα άλλα εργαζόμενα στρώματα του πληθυσμού, καθώς και τις ανάγκες της ταξικής πάλης γενικότερα.

Πριν αρκετά χρόνια το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ ανέδειξαν το ζήτημα των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης, στοιχείο ορθό με βάση και τη μαρξιστική θεωρία. Οι σύγχρονες ανάγκες σε κάθε χρονική φάση διαφέρουν και προσδιορίζονται από αρκετούς παράγοντες. Στην πορεία δραχμοποίησε ή εξέφρασε σε ευρώ τις ανάγκες αυτές και ανέδειξε αιτήματα όπως 1200 € κατώτερος μισθός που κάθε χρόνο αυξάνεται κατά 50 ευρώ για να φτάσει στα 1400 €, κατώτερη σύνταξη 1280 €, αιτήματα με συγκεκριμένο οικονομικό ύψος για διάφορες ανάγκες των εργαζομένων. Τελικά όλοι οι κλάδοι που το ΠΑΜΕ επηρέαζε και σε κάθε χώρο, έθεταν τα ίδια ακριβώς αιτήματα για άμεση διεκδίκηση και όχι ως αιτήματα ζύμωσης. Στις ενστάσεις που διατυπώνονταν η απάντηση ήταν ότι αυτές είναι οι σύγχρονες ανάγκες και δεν είναι δυνατόν να μην τις διεκδικούμε. Βρεθήκαμε μπροστά στη μεγάλη αντίφαση να διεκδικούν τα συνδικάτα 1400 € κατώτερο μισθό και αντίστοιχους μισθούς στις ανώτερες μισθολογικές κατηγορίες και τα συνδικάτα επιρροής του, να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις με την εργοδοσία που προέβλεπαν αύξηση 3%, η 4% κ.λπ. Να κατηγορούνται όλα τα άλλα συνδικάτα για συμβιβασμό με την εργοδοσία όταν υπέγραφαν παρόμοιες συμβάσεις, ενώ για το ΠΑΜΕ ήταν σωστά.

Ενώ η κατάσταση άλλαζε μπαίνοντας στην οικονομική κρίση, ενώ οι εξελίξεις οδηγούσαν στην ανάγκη αναπροσαρμογής των προτεραιοτήτων και των αιτημάτων το ΠΑΜΕ επέμενε στα ίδια. Η επιβολή του μνημονίου από την κυβέρνηση Παπανδρέου και η εγκατάσταση της τρόικας καθιστούσε αναγκαία την προώθηση διεκδικήσεων σχετικά με την απόκρουση αυτής της πολιτικής και την ανατροπή της, την ακύρωση του μνημονίου και των συμφωνιών με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, το διώξουμε της τρόικας, ως αιχμή των αγώνων και φυσικά την ανατροπή της κυβέρνησης. Το ΠΑΜΕ όμως επέμενε στα ίδια συνθήματα, στην πορεία σάστισε και σιώπησε και ύστερα ήρθαν οι εκπτώσεις. Έτσι σήμερα προωθούνται παράλληλα και ταυτόχρονα όσον αφορά τον κατώτερο μισθό: κατώτερος μισθός 751 €, κατώτερος μισθός στα προ του 2009 επίπεδα, ή ουσιαστικές αυξήσεις και τελευταία δειλά δειλά το σύνθημα για 1400 ευρώ.

Παλαιότερα πριν την κρίση συχνά πυκνά μαζί με τα οικονομικά αιτήματα έμπαιναν και πολιτικά που κατά βάση αναφέρονταν στην αναγκαιότητα και στις προϋποθέσεις του σοσιαλισμού. Απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, λαϊκή εξουσία, εργατική εξουσία κ.λπ. και μαζί εκτεταμένη κριτική σε όλα τα άλλα, πλην του ΚΚΕ, κόμματα όχι μόνο για εργατικά ζητήματα, πράγμα που είναι κατανοητό, αλλά για το σύνολο της πολιτικής και του χαρακτήρα τους. Το τελευταίο διάστημα διατυπώθηκε πλαίσιο αιτημάτων στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, που περιλαμβάνει μόνο αιτήματα άμεσης οικονομικής ανακούφισης και κανένα πολιτικό σύνθημα, ούτε καν αυτά που έχουν αποδοχή σε εκτεταμένα τμήματα της εργατικής τάξης. Αυτό είναι που ενόχλησε το ΠΑΜΕ και το Ριζοσπάστη.

Κατά συνέπεια δεν είναι άδικος ο χαρακτηρισμός για οικονομισμό, ούτε οι άλλοι χαρακτηρισμοί που ακούγονταν κατά διαστήματα παλαιότερα και θα ξανακουστούν όσο το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ ακολουθούν την ίδια αδιέξοδη πολιτική και τον ίδιο αδιέξοδο δρόμο.

Τα οικονομικά αιτήματα και γενικότερα τα αιτήματα πρέπει να ανοίγουν δρόμους, να συσπειρώνουν την εργατική τάξη και να την κινητοποιούν στους αγώνες, να συσπειρώνονται οι εργάτες μαζικά στα συνδικάτα. Η συνέπεια ενός συνδικάτου ή μιας παράταξης δεν μετριέται μόνο με το αριθμητικό ύψος των διεκδικήσεων αλλά και από πολλά άλλα πράγματα και κυρίως αν το συνολικό πλαίσιο ανοίγει προοπτικές στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Ακούγοντας ο εργαζόμενος «1400 € κατώτερος μισθός» σκέφτονταν «καλά θα ήταν, αλλά είναι ανεδαφικό».

Άλλη μια φορά θα πούμε ότι αν τις οικονομικές διεκδικήσεις δεν τις συνοδεύουν και πολιτικές, είτε άμεσα πολιτικά αιτήματα, είτε αιτήματα με γενικότερη αντικαπιταλιστική σημασία που η εργατική τάξη σ’ ένα βαθμό τα αποδέχεται και πρέπει να γίνουν συνείδηση της, αν δεν τεθούν πολιτικοί στόχοι ώριμοι που φέρουν το συνδικαλιστικό κίνημα ακόμη και σε άμεση σύγκρουση με την κυβέρνηση και τον αστικό πολιτικό κόσμο, π.χ. να πέσει η κυβέρνηση, τότε ο κίνδυνος του οικονομισμού είναι άμεσος. Αυτό ο Ριζοσπάστης το αντιλαμβάνεται καλά και πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη του.

                                                                                 Α. Κ.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας