Εργατικός Αγώνας

Οι πρώτες αψιμαχίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Τι κάνουμε;

Γράφει ο Στωικός

Στο επίκεντρο του ελληνικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς ενδιαφέροντος, βρέθηκε η συνάντηση του προέδρου του Γιούρογκρουπ Γ. Ντάισελμπλουμ με τον πρωθυπουργό της κυβέρνησης Α. Τσίπρα και τον υπουργό Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη.

Τα ελληνικά και τα ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης, επικέντρωσαν στη «ρήξη» που επήλθε ανάμεσα στις δύο πλευρές στο θέμα της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και της παράτασης του μνημονίου.

Η ελληνική πλευρά ξεκαθάρισε στον κοινοτικό αξιωματούχο, ότι δεν τίθεται θέμα ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και παράτασης του υφιστάμενου μνημονίου, αλλά ούτε και συνέχισης της συνεργασίας με την τρόικα. Στη συνέντευξη Τύπου, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έκοψε τον γόρδιο δεσμό αναφέροντας ότι «με μια τριμερή επιτροπή που στόχο έχει την εφαρμογή ενός προγράμματος του οποίου εμείς θεωρούμε ότι τη λογική είναι αντιευρωπαϊκή, με αυτή που σύμφωνα και με το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι σαθρά δομημένη επιτροπή, δεν έχουμε στόχο να συνεργαστούμε».

Αμέσως μετά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έκαναν λόγο για «ρήξη» της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και άρχισαν οι εικασίες για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα από εδώ και στο εξής.

Τα φιλοϊμπεριαλιστικά κόμματα πήραν αμέσως θέση υπέρ των δανειστών. Ο εκπρόσωπος Τύπου της ΝΔ με δήλωση του ανέφερε ότι «Η συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου δεν ξέρει που βρίσκεται, δεν ξέρει τι διαχειρίζεται, δεν καταλαβαίνει τι πάει να κάνει».

Ποιο επιθετικό το νεοφιλελεύθερο «Ποτάμι» σε ανακοίνωση του υποστήριξε, ότι «η κυβέρνηση έχει επιλέξει την σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς» για να καταλήξει ότι «η κατάσταση από ανησυχητική εξελίσσεται σε επικίνδυνη».

Από την πλευρά του το ΚΚΕ, σε μια ανακοίνωση που μάλλον  αμηχανία προδίδει, αφού εκτιμά ότι «Η οριστική απαλλαγή του λαού από κάθε λογής μνημόνια, επιτηρητές και αντιλαϊκά μέτρα, δεν μπορεί να υπάρξει με παραλλαγές των λεγόμενων προγραμμάτων στήριξης ή με αντικατάσταση της τρόικας από άλλους μηχανισμούς εποπτείας, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ». Στο “δια ταύτα” επισημαίνει ότι «Αυτό που χρειάζεται είναι η ρήξη και η αποδέσμευση από την ΕΕ, η μονομερής διαγραφή του χρέους, με τον λαό ιδιοκτήτη του πλούτου που παράγει».

Η παραπομπή όλων των εξελίξεων στη λύση της στρατηγικής επιλογής που έχει προτάξει η ηγεσία του ΚΚΕ, είναι ευδιάκριτη και εδώ. Είτε η οικονομία βρίσκεται σε κρίση, είτε σε ανάκαμψη, είτε στη κυβέρνηση βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ είτε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ, τα πάντα παραπέμπονται στην επίλυση της βασικής αντίθεσης. Λες και όλα είναι ομοιόμορφα και προδιαγεγραμμένα. Αποχρώσεις, καμπές, βήματα μπροστά και βήματα πίσω δεν υπάρχουν. Κατά συνέπεια ούτε και ανάγκη προβολής τακτικών στόχων πάλης. Το ερώτημα είναι ότι με τις άκαμπτες και μεταφυσικές αυτές θέσεις, ποιους μπορεί να πείσει και πώς θα μπορέσει να παρέμβει στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, όπου έχουν διαμορφωθεί ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος.

 

Σηκώνοντας τη σημαία της λάιτ λιτότητας

Και όμως τις θέσεις του νέου προγράμματος που θα αντικαταστήσει το υπάρχον μνημόνιο δεν μπορείς να τις πεις και επαναστατικές. Κάθε άλλο μάλιστα. Κινούνται στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων της καπιταλιστικής οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας (φυσικά του κεφαλαίου), οι οποίες αποτελούν τους άξονες των κοινοτικών πολιτικών τα τελευταία 20 χρόνια. Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών φρόντισε να δώσει το γενικό περίγραμμα και τη φιλοσοφία του νέου προγράμματος επισημαίνοντας: «Από την δική μου μεριά, αναφέρθηκα εκτενώς στον κ. Ντάισελμπλουμ στις προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης στον τομέα της οικονομικής πολιτικής και συγκεκριμένα στην αποφασιστικότητα με την οποία σκοπεύουμε να προχωρήσουμε τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την ελαχιστοποίηση της οικονομικής αφαίμαξης που τόσο βάναυσα πλήττει εδώ και πολλές δεκαετίες, ακόμη και πριν από την δημιουργία της Ευρωζώνης, τη χώρα αυτή. Τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να είναι βαθιές, που πρέπει να γίνουν χωρίς φόβο και πάθος και οι οποίες θα αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα αυτής της χώρας.
Αναφέρθηκα ακόμα στην εγγύηση που η κυβέρνησή μας προτίθεται να προσφέρει κατ’ αρχάς στον ελληνικό λαό και σε δεύτερη φάση στους εταίρουςμας για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, με ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα στο διηνεκές
».

Μεταρρυθμίσεις, ανταγωνιστικότητα, ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί με μικρά πρωτογενή πλεονάσματα στο διηνεκές. Να προσθέσουμε εδώ ότι ο Γ. Βαρουφάκης απέφυγε να μιλήσει για «κούρεμα» του χρέους.

Πρόκειται για μια νέα έκδοση των πολιτικών λιτότητας. Όχι όμως σαν αυτή που ζήσαμε τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Αλλά μια λάιτ λιτότητα. Αντί να έχουμε τέσσερις δόσεις λιτότητας, όπως την περίοδο 2010  – 2014, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα έχουμε μία δόση, το πολύ μία και μισή. Αυτή είναι η διαφορά.

Και όμως η θέση της εφαρμογής ενός αναβαθμισμένου από την πρόσφατη λαϊκή εντολή, χαλαρότερου προγράμματος λιτότητας από τη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί αιτία πολέμου για τον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης και δη τον γερμανικό ιμπεριαλισμό ο οποίος ηγεμονεύει στις 28 χώρες της Ένωσης.

Έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο, όπου η οποιαδήποτε διαφωνία, η παραμικρότερη αμφισβήτηση της «ορθόδοξης γραμμής» που πρεσβεύει σήμερα ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, όχι μόνο από την Ελλάδα, να θεωρείται ανταρσία  και να πατάσσεται με την μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, κυρίως μέσω του οικονομικού πνιγμού.

Έχουμε φτάσει στο σημείο, όπου η δικτατορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, να είναι τόσο απροκάλυπτη, τόσο ασφυκτική και αποπνιχτική, ώστε την εκλογική ετυμηγορία ενός λαού -την κορωνίδα του αστικού στέμματος- χωρίς προσχήματα, να την ποδοπατούν και να την πετάνε στο καλάθι των αχρήστων, και αυτό να θεωρούν κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η κυρίαρχη γερμανική-οικονομική ολιγαρχία  που ηγεμονεύει σ΄ αυτή, έχει μετατραπεί σε μια τεράστια φυλακή των ευρωπαϊκών λαών. Ο αγώνας για αποδέσμευση από τον ιμπεριαλιστικό αυτό οργανισμό, στην πορεία για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και τη σοσιαλιστική προοπτική, ποτέ δεν ήταν περισσότερο επίκαιρη.

 

Τι κάνουμε;

Είναι προφανές ότι ζούμε τις πρώτες αψιμαχίες μεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και της ποδηγετούμενης από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Το πώς θα εξελιχθεί η αντιπαράθεση αυτή, δεν μπορούμε να το προεξοφλήσουμε, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί παράμετροι που επενεργούν και θα πρέπει να τους λάβουμε υπόψη. Το πιο πιθανό είναι ότι θα επέλθει κάποιου είδους συμβιβασμός.

Τα όπλα που έχει στα χέρια της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι τα κεφάλαια που διαχειρίζεται. Δεν είναι μόνο η χρηματοδότηση των τραπεζών από τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και τα κοινοτικά κονδύλια, τα οποία – ας μην υπάρχουν αυταπάτες – οι ροές τους θα διακοπούν, αν χρειαστεί να εκβιάσουν περαιτέρω την κατάσταση.

Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση της κρίσης δεν είναι και τα καλύτερα της. Οι σκληρές πολιτικές λιτότητας έχουν οδηγήσει σε εκτίναξη της ανεργίας, ειδικά στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, σε διάλυση των εργασιακών σχέσεων, σε μεγάλες περικοπές μισθών και συντάξεων και σε υπονόμευση του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας, της Υγείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης, έχουν οξύνει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.

Πάνω στο έδαφος αυτό έπεσαν οι σπόροι της αμφισβήτησης της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αναπτύχθηκαν κινήματα, τα οποία, είτε έχουν συντηρητικό – αντιδραστικό χαρακτήρα (το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν στη Γαλλία, το «Κόμμα Ανεξαρτησίας» του Νάϊγκελ Φάρατζ στην Αγγλία, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ( Πέπε Γκρίλλο) στην Ιταλία, η Χ.Α στην Ελλάδα), είτε κινούνται στη κατεύθυνση μιας ήπιας αναθεώρησης των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, Podemos στην Ισπανία). Δυστυχώς, από αυτό το κύμα αμφισβήτησης λείπει σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα, είτε γιατί δεν έχει τη στοιχειώδη φυσική παρουσία που να του επιτρέπει να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα του, είτε γιατί ο δεξιός οπορτουνισμός (ΠΚΚ στη Πορτογαλία) και ο ακραίος σεχταρισμός (ΚΚΕ στην Ελλάδα) το έχουν οδηγήσει στην περιθωριοποίηση.

Σε πολλούς αριστερούς, ριζοσπάστες, κομμουνιστές και δημοκρατικούς πολίτες, τις τελευταίες ημέρες έχει δημιουργηθεί το ερώτημα, τι στάση θα πρέπει να κρατήσουν απέναντι στη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που αυτή δείχνει αποφασισμένη να προβάλλει ορισμένες αντιστάσεις απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθήσουμε να καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις.

Κατ΄ αρχάς πρέπει να γίνει η διάκριση μεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ενός σημαντικού τμήματος του λαού που είτε ψήφισε το κόμμα αυτό στις τελευταίες εκλογές, είτε, αν και δεν το ψήφισε, διατηρεί προσδοκίες ότι με τη σημερινή κυβέρνηση, η ζωή του, τουλάχιστον, δεν θα χειροτερέψει κι΄ άλλο.

Το κόμμα και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν διακηρύξει και προεκλογικά και σήμερα, ότι σέβονται τη θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, ότι θα κάνουν οτιδήποτε για την παραμονή της Ελλάδας στους θεσμούς αυτούς, ενώ κατηγορούν τους θιασώτες των σκληρών πολιτικών λιτότητας, ότι είναι αυτοί που υπονομεύουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, και όχι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ η οποία μέσω μιας εναλλακτικής πολιτικής ήπιας λιτότητας θα ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη.

Τα πρώτα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, είχαν μεσοβέζικο χαρακτήρα, ειδικά στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων (σταματούν οι νέες ιδιωτικοποιήσεις, αλλά δεν θα υπάρξουν παρεμβάσεις σε αυτές που έχουν ήδη γίνει) και των τραπεζών, όπου, μετά τις επίσημες δηλώσεις ότι το Δημόσιο θα ασκήσει τα δικαιώματα του στις τέσσερις «συστημικές» τράπεζες και την κατάρρευση του τραπεζικού δείχτη που ακολούθησε, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκης  καθησύχασε τους ιδιώτες μετόχους των τραπεζών, λέγοντας  ότι θα συζητήσει μαζί τους προκειμένου να εξευρεθεί μία κοινά αποδεκτή λύση που να τους ικανοποιεί όλους.

Στα σχέδια της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, προβλέπεται επίσης το χτύπημα της μεγάλης φοροδιαφυγής και η προώθηση μίας φορολογικής μεταρρύθμισης, προκειμένου η οικονομική ολιγαρχία της χώρας, -σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό Α. Τσίπρα- να καταβάλει τους φόρους που στο παρελθόν απέφευγε να πληρώσει.

Σίγουρα, το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, ειδικά στο χώρο των καυσίμων -όπου όλοι στις μεταξύ τους συζητήσεις μιλούν για τους επώνυμους φοροφυγάδες, γνωστά ονόματα της οικονομικής ολιγαρχίας της χώρας, αλλά κανείς δεν τολμάει να τους κατονομάσει στο δημόσιο λόγο γιατί θα βρεθεί αντιμέτωπος με δικαστικές διώξεις- είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Όπως πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης είναι η προώθηση μιας φορολογικής μεταρρύθμισης που θα μεταφέρει τα φορολογικά βάρη από τους φτωχούς στην αστική τάξη.

Αλλά αν μείνουνε εκεί, απλώς περιγράφουμε ορισμένες μόνο πτυχές του οικονομικού προβλήματος της χώρας, χωρίς να παρουσιάζουμε  αυτό καθ’ εαυτό το πρόβλημα. Και το πραγματικό οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα, είναι ο ίδιος ο γερασμένος καπιταλισμός, οι παρωχημένες και ιστορικά ξεπερασμένες εκμεταλλευτικές παραγωγικές του σχέσεις, οι οποίες λειτουργούν σαν τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Και αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί  μέσα στα πλαίσια του εκμεταλλευτικού συστήματος όσες μεταρρυθμίσεις και αν κάνεις, όσες εναλλακτικές πολιτικές και αν εφαρμόσεις που θα επιχειρούν να μετριάσουν κάπως τα βάσανα του λαού.

Αντίθετα, από τη στιγμή που ισχυρίζεσαι ότι μπορείς να δημιουργήσεις ένα πιο «δίκαιο» και «ανθρώπινο» καπιταλισμό, όπου θα είναι δυνατό να συνυπάρχουν ειρηνικά και χωρίς ταξικές εντάσεις, τόσο οι αστοί όσο και οι προλετάριοι, θέλεις δεν θέλεις μετατρέπεσαι σε μια αντιδραστική δύναμη, γιατί συγκαλύπτεις τις πραγματικές αιτίες των δεινών του λαού. Που δεν είναι άλλες από την ταξική εκμετάλλευση που υφίσταται η τεράστια πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων από μια χούφτα εκμεταλλευτές.

Ως κομμουνιστές, ως άνθρωποι που θέλουμε να δημιουργήσουμε μια νέα κοινωνία χωρίς ταξική εκμετάλλευση, δεν μπορούμε να έχουμε την παραμικρή εμπιστοσύνη στη σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, για όλους τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω.

Απέναντι όμως στα λαϊκά στρώματα που εμπιστεύονται το ΣΥΡΙΖΑ και προσδοκούν μια στοιχειώδη καλυτέρευση της ζωής τους, πρέπει να έχουμε διαφορετική στάση. Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, δεν κάθεται σήμερα να αξιολογήσει τις γενικότερες πολιτικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ από την άποψη των λαϊκών συμφερόντων. Αν συνέβαινε αυτό, τότε σαν κίνημα και σαν χώρα, θα είμασταν σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο. Οι στόχοι πάλης θα ήταν και αυτοί διαφορετικοί, πιο προωθημένοι, πιο επιθετικοί.

Δεν βιώνουμε όμως μια τέτοια κατάσταση. Ο λαός της χώρας, τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει έρθει αντιμέτωπος με τον εφιάλτη των μνημονίων που έχουν διαλύσει τη ζωή του. Ειδικά μετά τον Ιούνη του 2012, έχει σταματήσει κάθε μορφής αντίσταση κατά της καταστρεπτικής αυτής πολιτικής, εξέλιξη η οποία συνδέεται άμεσα με την κρίση του κομμουνιστικού κινήματος. Χωρίς τον φυσικό του προστάτη -τους κομμουνιστές- η πλειοψηφία των εργαζομένων στράφηκε στις τελευταίες εκλογές προς το ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση του οποίου, τις πρώτες ακόμα ημέρες, έκανε γνωστό στους ευρωπαίους αξιωματούχους, ότι δεν προτίθεται να συνεχίσει την πολιτική των μνημονίων, ούτε και να συνεργαστεί με την τρόικα.

Υπό τις παρούσες συνθήκες η γεμάτη αντιφάσεις αυτή άρνηση στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων προσλαμβάνει διαστάσεις που την ξεπερνούν. Μετά από πέντε χρόνια ταπεινωτικών συμβιβασμών από τα κόμματα της αστικής τάξης  που οδήγησαν σε και μια απίστευτη λεηλασία των εισοδημάτων και της ζωής τους,  οι εργαζόμενοι βλέπουν μια κυβέρνηση που αμφισβητεί τις θέσεις των Βρυξελών και του Βερολίνου.

Και ανεξάρτητα πως θα εξελιχτεί η αντιπαράθεση αυτή αύριο, σήμερα έχει δημιουργήσει προσδοκίες αντίστασης. Και, ως κομμουνιστές, δεν μπορούμε να βρεθούμε απέναντι στις διαθέσεις των μαζών. Εφόσον εκδηλωθούν, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο αγωνιστικής ξηρασίας, αγωνιστικές διαθέσεις, αυτές πρέπει να τις ενισχύσουμε και να τις ενθαρρύνουμε. Αν κυοφορείται σήμερα ένα νέο λαϊκό κίνημα, που θα βρίσκεται κάτω από ξένη σημαία αυτή του αστικού εκσυγχρονισμού χωρίς τις βάρβαρες πολιτικές λιτότητας που επαγγέλλεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στο κίνημα αυτό πρέπει να συμμετάσχουμε, να δηλώσουμε παρόν, με το δικό μας όμως διεκδικητικό πλαίσιο πάλης.

Αν στα μέσα του Φλεβάρη διοργανωθούν συγκεντρώσεις στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας με κύριο αίτημα την στήριξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στις διαπραγματεύσεις που αυτή θα κάνει με τις Βρυξέλες για την απομείωση του ελληνικού κρατικού χρέους, θα είναι μια χρυσή ευκαιρία να προβάλλουμε το πλαίσιο αιτημάτων που εκφράζουν τα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα. Ένα πλαίσιο αιτημάτων που δεν μπορεί να ρίξει τον πήχη των απαιτήσεων του κάτω από βασικό αίτημα της άμεσης αποδέσμευσης της Ελλάδας από την ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και είναι πραγματικά θλιβερό, ύστερα από 50 χρόνια ανυποχώρητης ιδεολογικής και πολιτικής πάλης ενάντια στην ΕΟΚ-ΕΕ και τους θεσμούς της, η σημαία αυτή να έχει υποσταλεί σήμερα, εξ΄ αιτίας των αντεπαναστατικών σε τελική ανάλυση επιλογών της ηγεσίας του ΚΚΕ. Και είναι πραγματικά ειρωνεία της τύχης, το γεγονός, ότι το κόμμα κράτησε ψηλά τη σημαία της αποδέσμευσης όταν το ευρωενωσιακό οικοδόμημα ήταν στα πάνω του  και σήμερα που έχουν πέσει οι μάσκες και ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση και δείχνει το αποκρουστικό του πρόσωπο, η σημαία αυτή να έχει υποσταλεί.

Στην περίπτωση που εμφανιστούν και πάλι ψήγματα  λαϊκής αντίστασης, είναι αναγκαίο η αντίσταση αυτή να μην περιοριστεί στα στενά πλαίσια των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να αποκτήσει πραγματικά λαϊκά χαρακτηριστικά. Καθήκον μας είναι, η όποια λαϊκή ανάταση εκδηλωθεί να μπολιαστεί με το αίτημα της άμεσης αποδέσμευσης της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν το πετύχουμε αυτό, θα είναι ένα τεράστιο βήμα μπροστά και η δυναμική που θα δημιουργηθεί θα οδηγήσει σε νέα ανάταξη του πολιτικού σκηνικού της χώρας.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας