Εργατικός Αγώνας

Ορισμένες παρατηρήσεις και σκέψεις πάνω στη διακήρυξη της ΛΑΕ

Γράφει ο Γ. Μυλωνάς.

Πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα η διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας (ΛΑΕ) με τίτλο «Ανατροπή τώρα! Για τι; Με ποιους; Πώς;».

Θα καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις με διάθεση και πνεύμα συμβολής στην προσπάθεια της ΛΑΕ και της γενικότερης συζήτησης που διεξάγεται τα πλαίσια της μαχόμενης Αριστεράς.

Το πρώτο σημαντικό ζήτημα που κατά τη γνώμη μας τίθεται είναι ποιος είναι ακριβώς ο χαρακτήρας της ΛΑΕ με βάση τη διακήρυξη αυτή.

Γενικά, με βάση την ιστορική πείρα, μια συμμαχία, ένα μέτωπο πολιτικών δυνάμεων μπορεί να είναι είτε τακτικού- περιορισμένου χαρακτήρα, είτε να έχει στρατηγική στόχευση. Στην πρώτη περίπτωση η βάση της συμφωνίας των πολιτικών δυνάμεων που συμπράττουν στο μέτωπο αυτό είναι η παρέμβαση στη συγκυρία που έχει διαμορφωθεί, η επιδίωξη άμεσων ακόμη και μεσοπρόθεσμων στόχων και διατηρώντας την αυτονομία της κάθε πολιτική δύναμη και με βάση τις ιδιαίτερες θέσεις της τοποθετείται στα γενικότερα, τα στρατηγικά ζητήματα.

Στη δεύτερη περίπτωση είναι δυνατή μια πολύ πιο προωθημένη συμφωνία που περιλαμβάνει όλα τα ζητήματα στα οποία ένας πολιτικός φορέας πρέπει να τοποθετείται. Πιο συγκεκριμένα, ποια είναι η στρατηγική επιδίωξη του και μια και αναφερόμαστε σε δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς πρέπει να περιγράφεται η σοσιαλιστική κοινωνία την οποία ο φορέας επιδιώκει, τουλάχιστον σε αδρές γραμμές, η στρατηγική μέσω της οποίας θα οδηγηθεί στην επανάσταση και στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, οι κινητήριες δυνάμεις της και το πλαίσιο των πολιτικών συμμαχιών και φυσικά η τακτική που θα την υπηρετήσει και θα διαμορφώνει τις προϋποθέσεις της σε κάθε φάση της πορείας ως την επανάσταση.

Με βάση τα παραπάνω τίθεται το ερώτημα: “η διακήρυξη της ΛΑΕ σε ποια κατηγορία εντάσσεται;”. «Η ΛΑΕ», διαβάζουμε, «είναι ένας μετωπικός πολιτικός φορέας με καινούργιο σχέδιο αντίστασης και ανατροπής της μνημονιακής τάξης για τη σωτηρία του λαού» και στη συνέχεια «να αποτινάξουμε το δικό μας ζυγό, το ζυγό των μνημονίων και του χρέους που συντρίβει τα κοινωνικά δικαιώματα των πολλών και μετατρέπει την ελληνική κοινωνία σε οιονεί προτεκτοράτο της ΕΕ, πειραματικό εργαστήριο ενός αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού». Με βάση τους στόχους αυτούς πρόκειται για ένα μέτωπο τακτικού χαρακτήρα χωρίς στρατηγικές επιδιώξεις. Παράλληλα στη διακήρυξη περιλαμβάνονται ένα πλήθος άλλων στόχων, όπως να πάρουμε τον έλεγχο της οικονομίας στα χέρια μας,   κατάργηση των μνημονίων, διαγραφή του χρέους, σταθερή και αξιοπρεπής δουλειά για όλους, να παράγουμε αλλιώς προς όφελος των εργαζομένων διαφυλάσσοντας την οικολογική ισορροπία, να μοιράσουμε τον πλούτο και όχι τη φτώχεια, να πάρουμε στα χέρια μας τις τράπεζες, να υπερασπιστούμε τα δημόσια αγαθά, αλληλεγγύη στους μετανάστες κ.λπ. ακόμη και εντελώς άμεσοι, παραδείγματος χάρη αφορολόγητο 12.500 €. Η πρώτη παρατήρηση μας σε αυτό είναι ότι πρόκειται για εξαιρετικά ασαφείς στόχους, οι οποίοι κινούνται από εντελώς άμεσους, όπως αλληλεγγύη στους μετανάστες ή το αφορολόγητο των 12.500 ευρώ, μέχρις στόχους που απαιτούν σοσιαλισμό για να υλοποιηθούν.

Πώς θα υλοποιηθούν όλα αυτά; Με βάση τη διακήρυξη, όταν η ΛΑΕ και οι σύμμαχοί της νικήσουν στις εκλογές και σχηματίσουν κυβέρνηση της Αριστεράς, τότε θα μπουν οι βάσεις για μια νέα λαϊκή μεταπολίτευση και μια νέα δημοκρατία του λαού. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι δεν προβλέπεται το παραμικρό για την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής και των σχέσεων ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, τίποτε πέραν της κρατικοποίησης των τραπεζών και της ανάγκης οι βασικές κοινωνικές υπηρεσίες να είναι δημόσια αγαθά. Για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προβλέπεται απλώς κοινωνικός έλεγχος και να παραμείνουν φυσικά στους ιδιοκτήτες τους, όπως επίσης και οι μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, τουλάχιστον δεν προβλέπεται κάτι για την κρατικοποίηση τους. Άρα η οικονομία, οι σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας καθόλου δεν θίγονται.

               Με βάση τα προηγούμενα πρόκειται για ένα μέτωπο που στοχεύει στην παρέμβαση στην επικαιρότητα, διεκδικώντας ένα πιο λαϊκό, δημοκρατικό και ως ένα βαθμό αντιιμπεριαλιστικό πλαίσιο στόχων, το οποίο θα υλοποιηθεί από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, ενώ τίθενται με ένα γενικό και εντελώς ασαφή τρόπο γενικότεροι στόχοι ακόμη και με σοσιαλιστικό περιεχόμενο που δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν στις συνθήκες του καπιταλισμού και από μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Άρα η ΛΑΕ δεν είναι ούτε μια τακτική συμμαχία ούτε μια συμμαχία με στρατηγικούς στόχους. Αυτό το θεωρούμε εντελώς αρνητικό ακόμη και επικίνδυνο. Η πείρα της εξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδεικτική. Ένα πολιτικό σχήμα-κίνημα, συμμαχία διαφορετικών δυνάμεων και παράλληλα ενιαίο κόμμα με πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα που επεδίωκε να συσπειρώσει ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας και με πολύ διαφορετικές αντιλήψεις και ιδεολογικές αναφορές και στη βάση ενός πλαισίου θέσεων και με τακτική που φρόντιζε να τους ικανοποιήσει όλους, διολίσθησε σε ένα κόμμα αστικό που υπηρετεί το σύστημα με το χειρότερο τρόπο, αφού εξοβέλισε ότι αριστερό προοδευτικό και ριζοσπαστικό υπήρχε στις γραμμές του. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την επίσης αρνητική πείρα από το εντελώς γενικόλογο και ασαφές κοινό πόρισμα της αριστεράς για το σχηματισμό του συνασπισμού της Αριστερά και της προόδου το 1989. Όχι τη δημιουργία του ίδιου του Συνασπισμού, αλλά το σχήμα που διαμορφώθηκε, οι προοπτικές που δόθηκαν χωρίς να υπάρχουν οι αντίστοιχες προϋποθέσεις.

Το συμπέρασμα που εντελώς αβίαστα συνάγεται είναι ότι τα χαρακτηριστικά αυτά ενδεχομένως να ταιριάζουν σε αστικό ή μικροαστικό κόμμα που προορίζεται να υπηρετήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, όχι όμως σε μια δύναμη που διεκδικεί να πραγματοποιήσει βαθιές ριζοσπαστικές αλλαγές, την ίδια την αλλαγή της κοινωνίας. Στην περίπτωση αυτή τα πράγματα πρέπει να είναι εντελώς αποσαφηνισμένα κάτι το οποίο η διακήρυξη της ΛΑΕ δεν κάνει.

Η διακήρυξη θέτει το ζήτημα της αναγκαιότητας εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη και αυτό είναι το δεύτερο σημείο στο οποίο θα αναφερθούμε. «Δεν υπάρχει δρόμος διεξόδου για το λαό μέσα στην ευρωζώνη», «η ευρωζώνη δεν είναι το κοινό μας σπίτι», αναφέρει η διακήρυξη. Μένει όμως εκεί δεν θέτει θέμα εξόδου από την ΕΕ έστω και ως μια εξέλιξη που θα προέλθει σταδιακά όταν ωριμάσουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, αν αυτό είναι αναγκαίο και δυνατό και θεωρεί την έξοδο από την ευρωζώνη προϋπόθεση για να «απελευθερωθεί η χώρα από το βραχνά του χρέους και των μνημονίων, να αποκτήσει τον έλεγχο πάνω στον κρατικό προϋπολογισμό και την αναγκαία ρευστότητα στην οικονομία και με την κεντρική τράπεζα ως δανειστή τελευταίας καταφυγής. Θα αποτελέσει παράγοντα ενίσχυσης των εξαγωγών και σταδιακής υποκατάστασης των εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα».

Όλα αυτά θα επιτευχθούν μόνο με έξοδο από την ευρωζώνη και ενώ η χώρα θα παραμένει στην ΕΕ. Σαν να μην έρχεται η ΕΕ, η συγκρότηση, οι αρχές και η πολιτική της, σε πλήρη αντίθεση με μια πολιτική που επιδιώκει τη διαγραφή του χρέους, καταργεί τη λιτότητα, απαλλοτριώνει τις κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις κ.λπ. Μάλιστα θα διαμορφώσει μια οικονομία τέτοια πού τα εισαγόμενα προϊόντα θα αντικατασταθούν από εγχωρίως παραγόμενα. Σε καθεστώς ελεύθερων εισαγωγών και μιας οικονομίας χαμηλής παραγωγικότητας, υψηλού κόστους παραγωγής και με σημαντικότατα διαρθρωτικά προβλήματα πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό;

Το κυριότερο εμπόδιο για ένα τέτοιο εγχείρημα δεν είναι κυρίως η ευρωζώνη και οι νομισματικές και δημοσιονομικές δεσμεύσεις που επιφέρει, αλλά η ΕΕ και οι τέσσερις ελευθερίες που ισχύουν σε αυτή και που όσο κάποια χώρα παραμένει στα πλαίσια της θα είναι σε ισχύ και θα βάζουν εμπόδια όχι μόνο σε βαθιές ανατροπές στην οικονομία αλλά και σε ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα αντιμετώπισης της φτώχειας και επιβίωσης του λαού. Αυτό το παραδέχεται ουσιαστικά και η διακήρυξη θεωρώντας βέβαιη την αντίδραση της ολιγαρχίας αν επιδιωχθεί η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη. Τότε γιατί η επιμονή ως στόχος να τεθεί μόνο η ευρωζώνη;

Το ζήτημα της σχέσης της χώρας με την ΕΕ είναι κεντρικό πρόβλημα, είναι η κόκκινη γραμμή που διαχωρίζει την εργατική πολιτική και τα εργατικά και τα λαϊκά συμφέροντα από την αστική τάξη και τις επιδιώξεις της. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να είναι ο κεντρικός πυλώνας γύρω από τον οποίο θα διαμορφωθεί ένα πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης υπέρ του λαού με προοπτική βαθιές ανατροπές στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει κατά τη γνώμη μας οι τοποθετήσεις να είναι ξεκάθαρες και χωρίς εκπτώσεις και συμβιβαστικές λύσεις.

Η διακήρυξη θεωρεί σίγουρο ότι η χώρα με φιλολαϊκή διακυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με «τις πολιτικές και τους μηχανισμούς της ΕΕ. Επιδιώκουμε την ανατροπή της σύγχρονης αυτοκρατορίας από τους λαούς της Ευρώπης», σημειώνει. Πως θα λύσει η κυβέρνηση της Αριστεράς αυτό το κορυφαίο πρόβλημα; Θα καλέσει το λαό σε δημοψήφισμα με το ερώτημα την παραμονή ή όχι στην ΕΕ. Αυτή είναι κατά τη διακήρυξη η λύση. Στις συγκεκριμένες συνθήκες με την αστική τάξη παρούσα και πανίσχυρη αφού κανένα προνόμιο και καμιά δυνατότητα δεν θα της έχει αφαιρεθεί, διαθέτοντας όλους τους μηχανισμούς στα χέρια της, μέσα μαζικής ενημέρωσης, κράτος και δυνάμεις καταστολής, εκκλησία και το σύνολο των ιδεολογικών μηχανισμών και σε συμμαχία με τη δύναμη των ευρωενωσιακών θεσμών και του ιμπεριαλισμού διεθνώς πως μπορεί ο λαός να αποφασίσει ελεύθερα και χωρίς επηρεασμούς; Δεν φοβάται η ΛΑΕ ότι υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος να είναι υπέρ της ΕΕ; Η θέση αυτή μάλλον ως επίφαση δημοκρατίας και μεταφορά στις πλάτες του λαού ενός σοβαρού προβλήματος το οποίο οφείλει η πολιτική ηγεσία του να λύσει μοιάζει.

               Και στο θέμα αυτό δεν φαίνεται ότι η ΛΑΕ να έβγαλε τα σωστά συμπεράσματα από την περιπέτεια της συμμετοχής της στην κυβέρνηση της Αριστεράς και στο ΣΥΡΙΖΑ. Ριζοσπαστική φιλολαϊκή πολιτική και πολύ περισσότερο αντικαπιταλιστική με έξοδο μόνο από την ευρωζώνη και παραμένοντας στην ΕΕ είναι οδυνηρή αυταπάτη και με τις αυταπάτες πρέπει η αγωνιζόμενη Αριστερά να τελειώσει.

Τίθεται το ερώτημα ποιος θα υλοποιήσει όσα η διακήρυξη περιλαμβάνει; « Η ανάθεση σε μια κυβέρνηση, σωστά επισημαίνει η διακήρυξη, δεν μπορεί να λύσει το κοινωνικό πρόβλημα. Μόνο ο αγώνας του οργανωμένου λαού μπορεί να εμποδίσει τα αντιλαϊκά μέτρα να δρέψει κοινωνικές κατακτήσεις και να φέρει τη μεγάλη αλλαγή». Στη συνέχεια γράφει ότι, «οι αντιστάσεις του λαού θα μείνουν κατακερματισμένες, αν δεν έχουν προοπτική την πολιτική ανατροπή. Την ανάδειξη κυβέρνησης της μαχόμενης Αριστεράς, μιας εξουσίας των εργαζομένων με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα δημοκρατίας, εθνικής ανεξαρτησίας, παραγωγικού μετασχηματισμού, οικονομικής ανόρθωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης και οικολογικής προστασίας». Εξ’ αυτών συνάγεται ότι η κατεύθυνση της ΛΑΕ είναι η πολιτική ανατροπή και αυτό το εννοεί ως ανάδειξη κυβέρνηση της μαχόμενης Αριστεράς, μιας εξουσίας των εργαζομένων. Εδώ αρχίζουν οι αντιφάσεις.

Αν η πολιτική ανατροπή ισοδυναμεί με μια κυβέρνηση της Aριστεράς, δεν μπορεί να είναι εξουσία και μάλιστα των εργαζομένων. Η κατάκτηση της εξουσίας έχει τεράστια απόσταση από την ανάδειξη μιας ορισμένης, οποιεσδήποτε κυβέρνησης. Εξουσία εγκαθιδρύει η επανάσταση και όχι η ανάδειξη κυβέρνησης κοινοβουλευτικά. Επιπλέον τι σημαίνει εξουσία των εργαζομένων; Τι ακριβώς εννοούμε με τη λέξη εργαζόμενοι; Όλοι μαζί, εργάτες, υπάλληλοι, αγρότες, μικροαστικά στρώματα της πόλης, μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες και όλοι αυτοί χωρίς καμιά ιεράρχηση και με ένα ισοδύναμο τρόπο στα πλαίσια του μετωπικού σχήματος και της κυβέρνησης; Φαίνεται πώς εδώ δημιουργούμε ένα νέο κεφάλαιο στο μαρξισμό. Στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό η επανάσταση δεν μπορεί να είναι παρά μόνο σοσιαλιστική, να την καθοδηγεί η εργατική τάξη και να συνεπικουρούν οι σύμμαχοι της, τα φτωχότερα μικροαστικά στρώματα. Η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας θα είναι το μέσον για τη ριζική αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και συνολικά της ριζικής αλλαγής των αστικών κοινωνικών σχέσεων, που σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με ένα πρόγραμμα αλλαγών στα ζητήματα της δημοκρατίας, ορισμένα μέτρα εθνικής ανεξαρτησίας, παραγωγικού μετασχηματισμού και οικονομικής ανόρθωσης, που αναφέρει η διακήρυξη. Κατά συνέπεια οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η διακήρυξη αναφέρεται σε μια κυβέρνηση που θα επιχειρήσει ένα πλέγμα φιλολαϊκών αλλαγών. Ως εκεί.

Τελευταίο ζήτημα που θα θίξουμε είναι το ζήτημα της κυβέρνησης της Αριστεράς ή γενικότερα της κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού. Σε ποια ακριβώς κυβέρνηση αναφερόμαστε; Σε μια κυβέρνηση Αριστερών δυνάμεων που επιδιώκει την υλοποίηση ενός φιλολαϊκού προγράμματος και ορισμένων δημοκρατικών και αντιιμπεριαλιστικών αλλαγών και η οποία αναμενόμενο είναι να εκχωρήσει τη θέση της σε μια κυβέρνηση του κεφαλαίου στο επόμενο διάστημα, δηλαδή σε μια κυβερνητική εναλλαγή εντελώς συνηθισμένο φαινόμενο στο καπιταλισμό ή σε μια κυβέρνηση που πιθανόν να αναδειχθεί κοινοβουλευτικά, άλλα επιδιώκει βαθιές ανατροπές επαναστατικού χαρακτήρα και θα ωθήσει την ταξική σύγκρουση με το κεφάλαιο ως την επαναστατική ανατροπή;

Στην πρώτη περίπτωση η κατάσταση δεν μπορεί να εξελιχθεί πέραν της επιδίωξης ορισμένων προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, αν προχωρήσουν και αυτές, που στην επόμενη στροφή των εξελίξεων θα αφομοιωθούν από την αστική τάξη. Στη δεύτερη περίπτωση γίνεται λόγος για μια κυβέρνηση εντός του καπιταλισμού που στοχεύει στην επιδίωξη της επαναστατικής ανατροπής. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν σοβαρά η ιστορική πείρα του Κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος και σ’ αυτή τη βάση να κριθούν οι θέσεις της ΛΑΕ.

Το ζήτημα αυτό το αντιμετώπισε πολιτικά με ολοκληρωμένο τρόπο και κατά τη γνώμη μας ορθά για τότε και σε γενικές γραμμές και για τη σημερινή περίοδο το 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το συνέδριο τοποθετήθηκε θετικά στο ερώτημα αν μπορούν και πρέπει οι επαναστατικές δυνάμεις να στηρίξουν ή και να συμμετέχουν σε κυβέρνηση εργατική στις συνθήκες καπιταλισμού ακόμη. Θέτει όμως ορισμένες πολύ σημαντικές προϋποθέσεις όπως, ότι σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης μπορεί να χρησιμοποιείται προπαγανδιστικά σε πολλές περιπτώσεις, αλλά ως στόχος άμεσης διεκδίκησης μόνο όταν η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι « πολύ λίγο ασφαλής», η αστική εξουσία αμφισβητείται σε μεγάλο βαθμό, ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη είναι τέτοιος που τίθεται από τα πράγματα στην ημερήσια διάταξη η εργατική κυβέρνηση ως άμεση πολιτική ανάγκη. Επίσης πρέπει να είναι προϊόν και αποτέλεσμα του αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού. Θα πρέπει να κατευθύνει τη δράση της στην ανατροπή της αστικής τάξης και τέλος θα πρέπει να προκύπτει από τον αγώνα και τις διαθέσεις των εργαζομένων και να στηρίζεται σε αυτόν.

Ιστορικά στον 20ο αιώνα έχουμε πλούσια θετική και αρνητική πείρα που κατά βάση επιβεβαιώνει την ορθότητα της θέσης αυτής της Κομιντέρν. Υπάρχουν κυβερνήσεις που αναδείχθηκαν με κοινοβουλευτικό τρόπο, στηρίχθηκαν σε ένα ισχυρό ταξικό συσχετισμό υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στο εσωτερικό των χωρών και διεθνώς, σε ισχυρό εργατικό κίνημα, υπήρχε και καθοδηγούσε τις εξελίξεις ένα ισχυρό Κομμουνιστικό κόμμα, ενώ παράλληλα η αστική τάξη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και στο εργατικό στρατόπεδο ήταν ξεκάθαρη η απόφαση να προωθηθούν αντιιμπεριαλιστικές και αντικαπιταλιστικές αλλαγές ως τη σύγκρουση και την επαναστατική ανατροπή. Σε αυτές τις περιπτώσεις η προσπάθεια οδηγήθηκε σε απόλυτη επιτυχία. Κλασικό παράδειγμα είναι η Τσεχοσλοβακία το 1945-1948. Οι ισχυρισμοί ότι η επιτυχία αυτή και η ανατροπή της αστικής τάξης ήταν αποτέλεσμα της παρουσίας του κόκκινου στρατού και του ιδιαίτερου βάρους που έριχνε η Σοβιετική Ένωση είναι εντελώς ανυπόστατοι. Καταρχήν δεν υπήρχε κόκκινο στρατός στην Τσεχοσλοβακία και δεύτερον ήταν τέτοιος ο εσωτερικός συσχετισμός δυνάμεων και μάλιστα καταγραμμένος και από κοινοβουλευτικές εκλογές που οδήγησε τις εξελίξεις στην επικράτηση της εργατικής τάξης.

Υπάρχουν φυσικά άλλες περιπτώσεις, π.χ. η Χιλή το 1973 που οι προϋποθέσεις αυτές δεν εκπληρώνονταν και κυρίως οι τεράστιες αυταπάτες των αριστερών και επαναστατικών δυνάμεων όσον αφορά το ρόλο του στρατού και των κατασταλτικών μηχανισμών, τη δύναμη και τη συμπεριφορά του κρατικού μηχανισμού, τη στάση των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού και τις δυνατότητες του κεφαλαίου για μεγάλη παρέμβαση στις εξελίξεις που οδήγησαν το επαναστατικό εγχείρημα στην καταστροφή και σε ορισμένες περιπτώσεις στο φασισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι ήταν λάθος και δεν έπρεπε να διεκδικηθεί η κυβέρνηση και να επιδιωχθεί, η ανατροπή της αστικής τάξης. Οπωσδήποτε στις περιπτώσεις αυτές δεν εντάσσονται σοσιαλδημοκρατικές και άλλες μικροαστικές κυβερνήσεις που δεν είχαν καμία πρόθεση να αμφισβητήσουν το καπιταλιστικό σύστημα.

Στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων και της μεγάλης φθοράς της αστικής εξουσίας και κυρίως των κομμάτων της και του πολιτικού συστήματος και των δυνατοτήτων που η κρίση αυτή έδινε στην εργατική τάξη και στο εργατικό κίνημα, φαίνεται ότι η πείρα αυτή ξεχάστηκε. Ενώ δεν υπήρχαν προϋποθέσεις και δυνατότητες για ανάδειξη πραγματικής κυβέρνησης της αριστεράς με προοπτική την επιδίωξη εκτεταμένων βαθιών αλλαγών στην κοινωνία και την πολιτική, στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής -ισχυρό Κομμουνιστικό κόμμα, ισχυρή κοινωνική συμμαχία, μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, επεξεργασμένο συνολικό σχέδιο για την αξιοποίηση της κρίσης του συστήματος με στόχο την ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης, ως πρώτο βήμα- διαμορφώθηκε η πολιτική αντίληψη ότι προβάλλοντας ως στόχο και επιδιώκοντας την ανάδειξη κυβέρνησης της Αριστεράς ήταν δυνατόν όλες αυτές οι προϋποθέσεις να υλοποιηθούν να κατακτηθεί κυβέρνηση και να ανοίξει η επαναστατική διαδικασία. Ενώ η επιδίωξη Αριστερής κυβέρνησης (εργατική κατά την Κομιντέρν που βέβαια δεν είναι το ίδιο πράγμα) προϋποθέτει όλα όσα προαναφέραμε, έθεταν την επιδίωξη της κυβέρνησης ως το μέσο για να επιτευχθούν οι προϋποθέσεις αυτές. Έμπαινε δηλαδή το κάρο μπροστά από τα αλόγα. Τις προϋποθέσεις που έπρεπε να δημιουργήσει η ταξική πάλη και ο εργαζόμενος λαός με τον αγώνα του, τις ανάθεταν στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και στις εκλογές. Το χειρότερο είναι ότι αυτή την καθαρά καιροσκοπική λογική την ασπάστηκαν δυνάμεις, κινήσεις και πρόσωπα που δεν είναι δυνατόν να καταταγούν με βάση τις συνολικές θέσεις τους στο ρεφορμισμό ή στις αστικές δυνάμεις.

Άλλος δρόμος για την Αριστερά και την εργατική τάξη δεν υπάρχει από τον δύσκολο δρόμο της παρέμβασης στην πραγματικότητα και την ανάπτυξη του κινήματος, τη διαμόρφωση ενιαίου κοινωνικοπολιτικού μετώπου των δυνάμεων της αντίστασης και της ανατροπής και πρωτίστως τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης που θα απαντά στις σημερινές ανάγκες των εργαζομένων και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και θα διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την επαναστατική ανατροπή και το σοσιαλισμό.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας