Εργατικός Αγώνας

Η τσαέρα και άλλα δήθεν αγγλικά δάνεια της κυπριακής

Του Νίκου Σαραντάκου.

Πριν από καμιά δεκαριά μέρες, σε μια συζήτηση που είχα στο Φέισμπουκ με μια φίλη, που έχει καταγωγή (και) από την Κύπρο, ήρθε ο λόγος, δεν θυμάμαι πώς ακριβώς, στη λέξη «τσαέρα», όπως λέγεται στην κυπριακή ελληνική η καρέκλα.

Τότε κάποιος ανέφερε ότι η τσαέρα είναι δάνειο από την περίοδο της αγγλοκρατίας, από τη λέξη chair, και η φίλη μου συμφώνησε, προσθέτοντας πως η κυπριακή έχει δανειστεί πολλές λέξεις από τα αγγλικά, όπως είναι η τσαέρα ή το σταφύλι βέρικο.

Είναι αλήθεια ότι η κυπριακή έχει δανειστεί από τα αγγλικά λέξεις που δεν τις έχει δανειστεί η κοινή νέα ελληνική, ενώ πολύ περισσότερα αγγλικά δάνεια έχει το λεξιλόγιο των Κυπρίων του Λονδίνου (των Τσάρληδων). Όμως, ούτε η τσαέρα ούτε το βέρικο έχουν αγγλική αρχή -και σε αυτά τα δήθεν αγγλικά δάνεια θα αφιερώσω το σημερινό άρθρο.

Βέβαια, η ομοιότητα του «τσαέρα» με το chair είναι μεγάλη, αλλά η ομοιότητα δυο λέξεων δεν σημαίνει ότι η μία προέκυψε με δανεισμό της άλλης: θα μπορούσε η ομοιότητα να είναι συμπτωματική ή θα μπορούσε οι δυο λέξεις να συγγενεύουν, αναγόμενες σε μια τρίτη κοινή αρχή. Θέλω να πω ότι δεν μπορούμε όπου βλέπουμε ομοιότητες να δεχόμαστε αμέσως γλωσσικό δανεισμό -χρειάζονται και άλλα στοιχεία.

Στην περίπτωση της τσαέρας, η υπόθεση του δανεισμού από τα αγγλικά αποδεικνύεται αβάσιμη αν κοιτάξουμε την ιστορία της λέξης -πρόκειται για λέξη παλιά, που υπάρχει σε δημοτικά τραγούδια («τζαι κάτσετε τους φίλους μου πάνω γρυσές τσαέρες»), επομένως αποκλείεται να οφείλεται σε επίδραση της αγγλικης γλώσσας αφού η αγγλική κυριαρχία στην Κύπρο χρονολογείται από το 1877. (Αυτός ο εμπειρικός κανόνας διατηρεί την ισχύ του και για την κοινή νέα ελληνική: λέξεις που υπήρχαν στη γλώσσα από τον 18ο-19ο αιώνα είναι απίθανο να έχουν αγγλική αρχή).

Η τσαέρα είναι λέξη παλιά, με μακρά και ενδιαφέρουσα ιστορία. Ξεκινάμε από το αρχαίο καθέδρα, το οποίο στα λατινικά γίνεται cathedra και περί το 1100 δίνει τον αρχαίο γαλλικό τύπο chaere/chaire από τον οποίο αργότερα προέκυψε η σημερινή γαλλική λέξη για την καρέκλα, chaise (εξού και η δική μας σεζλόνγκ).  Ο τύπος chaere (ή ο προβηγκιανός chaira) περνάει στην γαλλοκρατούμενη Κύπρο της εποχής των Λουζινιάν, και επιβιώνει στο σημερινό τσαέρα.

Μάλιστα, η αγγλική λέξη chair προέρχεται και αυτή από το παλαιογαλλικό chaire, άρα είναι αδερφάκι της τσαέρας, όχι μητέρα της. Όπως λέει και ο Κύπριος λεξικογράφος Κ. Γιαγκουλλής με αφορμή αυτό το λάθος, «Επειδή το έδαφος είναι ολισθηρό, δεν σημαίνει ότι έχουμε το δικαίωμα να λέμε πελλάρες [παλαβομάρες]».

Για την ποικιλία σταφυλιού βέρικο (βέρικον στα Κυπριακά, ποικιλία επιτραπέζιου κόκκινου σταφυλιού) είναι πλατιά διαδομένη η θεωρία ότι, τάχα, προέρχεται από το αγγλικό very good. Δεν αποκλείω μάλιστα να υπάρχει και κάποιο νατσουλίζον ανέκδοτο, για κάποιον Άγγλο που δοκίμασε τα σταφύλια, αναφώνησε «Very good!» και έκτοτε καθιερώθηκε να τα λένε έτσι.

Όμως και πάλι η πραγματικότητα είναι πιο πεζή. To βέρικο λέγεται έτσι επειδή εισήχθη στην Κύπρο περί το 1855 από την περιοχή των λόφων Μπέριτσι (Berici) στην Ιταλία, που είναι και σήμερα διάσημη για τα σταφύλια της και τα κρασιά της.

Ένας τυπικός κυπριακός μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου είναι ο αμπάλατος. Αμπάλατος είναι ο αγροίκος, ο άξεστος, ο αγράμματος, ο ενοχλητικός. Και για τη λέξη αυτή ακούγεται κάποτε ότι προέρχεται από το… αγγλικό unbalanced -το είχε γράψει κάποτε και η δημοσιογράφος και πρώην βουλεύτρια Χριστίνα Ταχιάου, προφανώς μεταφέροντας απόψεις Κυπρίων φίλων της (περισσότερα εδώ)

Δεδομένου ότι η λ. αμπάλατος βρίσκεται στο Άνθος των Χαρίτων, εργο του 15ου αιώνα, αποκλείεται εντελώς να έχει αγγλική αρχή. Δυστυχώς δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους μελετητές για την αρχή της λέξης -κάποιοι την ανάγουν στο αμάρτυρο *αναπάλωτος (ανυποχώρητος) ενώ ο Κ. Καραποτόσογλου, που συνήθως κάνει εύστοχες προτάσεις, βρίσκει την αρχή στο αραβικό balid, ablad < balada (ηλίθιος).

Το ρήμα κουτσιώ που μεταξύ άλλων σημαίνει «ευστοχώ στο σημάδι, χτυπάω» ετυμολογείται από μερικούς από το αγγλικό «good shot». Η εξήγηση αυτή έχει πείσει κάποιους (παράδειγμα σε βικιλεξικό) παρά τον ολοφάνερα απίθανο χαρακτήρα της -και λέω «ολοφάνερα», επειδή, πέρα από το γενικά απίθανο των δανείων απο την αγγλική, που ήδη το αναφέραμε, πόσο πιθανό είναι να φτιαχτεί ρήμα από ξένη φράση χωρίς έστω την κατάληξη -άρω;

Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει ο Κ. Γιαγκουλλής στο λεξικό του, το «κουτσιώ» ή «κουτσίζω» αντιστοιχεί στο αρχαίο «κοκκίζω» και είχε αρχική σημασία «προσθέτω κόκκους κριθαριού στη ζωοτροφή» (διατηρείται ως σήμερα και αυτή η σημασία), μεταφορικά «διοχετεύω έντεχνα πληροφορίες» για να φτάσει ως τη σημερινή.

Η λέξη σικκιρτισμένος (=απαυδισμένος) δεν προέρχεται από το αγγλ. sick and tired όπως πιστεύουν αρκετοί, αλλά από το τουρκικό sıkıldım (βαρέθηκα).

Ούτε βέβαια το νάμι (το όνομα, η φήμη, η υπόληψη -βλ. και τη φρ. «εφκάλαμεν νάμι» δηλ. μας βγήκε το (κακό) όνομα) έχει την αρχή του στο αγγλικό name. Πρόκειται και πάλι για δάνειο από το τουρκικό nam, που είναι περσικής αρχής και από την ίδια ινδοευρ. ρίζα με το ελληνικό «όνομα». Εχουμε γράψει γι’ αυτή τη λέξη, που υπάρχει και στα κρητικά ενώ υπήρχε παλιά και στην κοινή ελληνική (θυμηθείτε το διήγημα «Το νάμι της» του Παπαδιαμάντη).

Το πιο αστείο είναι ότι σε άρθρο της κυπριακής Μηχανής του χρόνου, που επικρίνει κάμποσες από τις ψευτοαγγλικές ετυμολογήσεις που μόλις είδαμε, και που κάνει τη (σωστή) επισήμανση ότι η κυπριακή έχει και κάμποσα γνήσια αγγλικά δάνεια, αναφέρεται και το ρήμα «αγκρίζουμαι» (=θυμώνω) ως δήθεν αγγλικης προέλευσης, από τη λέξη angry!

Κι όμως, το αγκρίζουμαι ή στην ενεργητική μορφή το αγκρίζω (εύχρηστος επίσης είναι ο τύπος αγκρισμένος = θυμωμένος) δεν έχει αγγλική αρχή αλλά ελληνική. Άλλωστε δεν είναι λέξη μόνο κυπριακή αλλά ακούγεται και σε πολλές περιοχές της Ελλάδας ή τουλάχιστον ακουγόταν.

Αγγρίζω θα πει ερεθίζω, ενοχλώ· προκειμένου για ζώα, βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού. Άγγρισμα είναι, σύμφωνα με τον ορισμό του Σεφέρη, «η καύλα των ζώων», αλλά για ανθρώπους είναι η δυσαρέσκεια. Αγγρισμένο άλογο είναι το ερεθισμένο, είτε σεξουαλικά είτε αλλιώς. Όλες οι λέξεις αυτής της οικογένειας βρίσκονται γραμμένες και με –γκ, αγκρίζω κτλ. Ετυμολογούνται από το αρχαίο αγρίζω, από το άγριος.

Βέβαια, υπάρχουν και γνήσια αγγλικά δάνεια στην κυπριακή. Για παράδειγμα, το πόλιπιφ, το βοδινό της κονσέρβας, κορν-μπιφ που λέμε εμείς οι καλαμαράδες, προέρχεται όντως από τα αγγλικά, αν και όχι από το boiled beef, όπως λένε αρκετές πηγές, αλλά από το bully beef, που είναι άλλη ονομασία του κορν-μπιφ και είναι εξαγγλισμός του γαλλικού boeuf bouilli.

Επίσης, στο τάσπιν, τον κάλαθο των αχρήστων, πρέπει να αναγνωρίσουμε το dustbin. Αυτό που εμείς λέμε σελοτέιπ, οι κουμπάροι το λένε πιτφίξ, από την εμπορική ονομασία Speedfix.

Κι άλλη μια περιεργότατη λέξη που μου την έμαθε η φίλη μας η Λ. είναι το τεκάλεμιτ. Σύμφωνα με τη φίλη μας, τεκάλεμιτ στην Κύπρο ειναι το συνεργειο που καθαριζει/πλενει το αυτοκινητο μέσα και έξω αλλά κυρίως πλενει τη μηχανή. Λένε κάμνω το αυτοκινητο τεκαλεμιτ. Αλλά η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά, π.χ. για τη γενική καθαριότητα στο σπίτι

Η φίλη μας βρήκε ότι Tecalemit ήταν το όνομα ενός εργοστασίου στο Πλύμουθ (στην πόλη που κατασκευαζαν τα γνωστά πλύμουθ λεωφορεία και φορτηγά). Το εργοστάσιο αυτό έφτιαχνε εξοπλισμό για τη συντήρηση αυτοκινήτων. Αγνοώ πόθεν προέκυψε η ονομασία, ίσως από συντμήσεις άλλων λέξεων πάντως ενώ το εργοστάσιο έχει κλείσει και η εταιρία κοντεύει να ξεχαστεί, το τεκάλεμιτ ακόμα ακούγεται στην Κύπρο! η εταιρεία υπάρχει ακόμα, οπότε ίσως μπορούμε να μάθουμε γιατί ονομάστηκε έτσι.

 

Πηγή: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας