Εργατικός Αγώνας

Οι μύθοι

Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει ένα ενδιαφέρον άρθρο του λογοτέχνη Δημήτρη Φωτιάδη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (τεύχος 9, Σεπτέμβρης 1955). Διατηρήσαμε την ορθογραφία και το συντακτικό του.

 

Οι πρώτοι μύθοι δεν είταν τίποτ’ άλλο παρά ή συμβολική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Για τον πρωτόγονο άνθρωπο δεν υπήρχε καμιά απόσταση ή χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο μύθο. Πραγματικότητα και μύθος στεκόταν ένα και το ίδιο πράμα γι’ αυτόν, κάτι τ’ απόλυτα αδιαίρετο.

Οι μύθοι, λοιπόν, κάθε λαού στο πρωτόγονο στάδιό του είταν οργανικά δεμένοι με τη ζωή του και καθρέφτιζαν, κάθε φορά, μια ορισμένη ιστορική στιγμή. Όταν οι υλικές βάσεις άλλαζαν, άλλαζαν κι’ αυτοί, με κάποιο βραδύτερο όμως ρυθμό γιατί το εποικοδόμημα, όπου βλέπουμε σ’ όλες τις εποχές, ως τώρα ακόμα, είναι εκείνο που τελευταίο προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες της παραγωγής.

Ο Α. Φ. Λόσεφ στη μελέτη του με τον τίτλο «Η μυθολογία του Ολύμπου μέσα στα πλαίσια της κοινωνικοϊστορικής εξέλιξης» φέρνει ένα χτυπητό παράδειγμα, την Αθηνά. Στην αρχή, στην εποχή της συλλεκτικής και της κυνηγετικής οικονομίας, που συμπίπτει με την εποχή του φετιχισμου, η Αθηνά είναι μια τετράγωνη στήλη, έπειτα γίνηκε φίδι, χελιδόνι, κουκουβάγια, ελιά, κυπαρίσσι. Στην εποχή της μητριαρχίας είναι θεά —μητέρα και σύγκαιρα θεά—εξοντώτρια. Στην περίοδο τής πατριαρχικής οικογένειας, εποχή πια της παραγωγικής οικονομίας, η Αθηνά γίνεται θεά-παρθένα, γέννημα του νου του Δία, προσωποποίηση της σοφίας, προστάτιδα των ηρώων, των τεχνών, της επιστήμης, των επαγγελμάτων. Ενσαρκώνει, όπως μας φανερώνει ο Αισχύλος στις Εριννύες, το ρόλο της συμφιλιώτριας ανάμεσα στη μητριαρχία και την πατριαρχία, προστατεύοντας τη νέα κρατική οργάνωση και το υπέρτατο διοικητικό και δικαστικό σώμα της Αθήνας, τον Άρειο Πάγο. Αργότερα, έπειτα από την ανάπτυξη της μεγάλης οικονομίας και της δουλοχτησίας, η Αθηνά, όπως κι’ άλλοι θεοί του Ολύμπου, μετατρέπεται σέ σύμβολο.

Μας φανερώνουν, λοιπόν, οι μύθοι την κοσμοθεωρία του πρωτόγονου, κάτω από ορισμένες συνθήκες ζωής και κοινωνικής σύνθεσης και τη διαλεχτική, με μυστικόπαθο βέβαιο τρόπο, αντιμετώπιση των προβλημάτων για την επιβίωσή του σαν άτομο, που εύρισκε την έκφρασή του, όπως και τα μέσα για ν’ αυτοσυντηρηθεί και να υπάρξει μονάχα σαν μέλος μιας ομάδας ανθρώπων. Γι’ αυτό αρχικά οι μύθοι αντικαθρέφτιζαν τις επιδιώξεις της ολότητας, όπως κοινά κι’ αξεχώριστα στέκονταν τα συμφέροντα όλων. Αργότερα όμως, όταν αρχίζει ο χωρισμός σε τάξεις, εκφράζουν, όλο και περισσότερο, το ιδεολογικό περιεχόμενο της άρχουσας τάξης. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε, πως ορισμένοι μύθοι απηχούν και τις δυσφορίες των καταπιεσμένων τάξεων. Υπάρχουν, λοιπόν, μύθοι όχι μονάχα με ιερατική, μα και με λαϊκή προέλευση. Το ιερατείο, βέβαια, πρόβαλλε εκείνους τους μύθους, που εκπροσωπούσαν περισσότερο τα συμφέροντά του.

Όσοι ξεχνούν τις απλές αυτές αλήθειες, θαυμάζουν την πρωτόγονη φαντασία για τον πλούτο των ποιητικών εικόνων της! Νομίζουν πως η πρόθεση των πρωτογόνων, όταν ρυθμοποιούσαν τα στοιχεία της φύσης και τις κυρίαρχες ιδέες, τους νόμους, όπως τους λέμε σήμερα, που ρύθμιζαν τις σχέσεις τους ανάμεσά τους στον αγώνα για την επιβίωσή τους, είταν να κάνουν λογοτεχνία!

Τους πρωτόγονους μύθους τους επεξεργάσθηκαν λογοτεχνικά πολύ πιο αργά, όταν οι τεχνικές ανακαλύψεις κ’ οι γνώσεις βοήθησαν τον άνθρωπο ν’ αποχτήσει άλλες έννοιες για την πραγματικότητα. Το δεύτερο αυτό αναγκαστικό στάδιο, όπου οι υλικές συνθήκες αλλάζουν το εποικοδόμημα κι αυτό, με τη σειρά του, επιδρά πάνω στην υλική ανάπτυξη και την προωθεί, θα δούμε σ’ άλλα κεφάλαια, ν’ αποτελεί τον πυρήνα του έπους και της τραγωδίας, θα τους επεξεργαστούν τότε όχι για να εξηγήσουν τις ιδέες που εκφράζουν οι μύθοι στη γένεσή τους, μα για να δώσουν σ’ αυτούς ένα νέο περιεχόμενο, αντικαθρέφτισμα της πραγματικότητας του καιρού τους. Κι αυτοί ακόμα οι μύθοι, όπως αναφέρουνται τόσο στα Ομηρικά έπη όσο και στη «θεογονία» του ‘Ησίοδου, είναι αποκρυσταλλώσεις μιας ανώτερης βαθμίδας πολιτισμού. Αποτελούν πια ένα σύνολο, μ’ άλλα λόγια ένα σύστημα και μια κοσμοθεωρία.

Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ

Η πιο παλιά μορφή των αρχαίων ελληνικών μύθων δεν έχει βέβαια σωθεί. Μα και μέσα σ’ αυτούς που έφτασαν ως εμάς, να κ’ επεξεργασμένοι από πολλές γενεές σ’ ανώτερα στάδια πολιτισμού, είναι κατανοητή η προέλευσή τους. Ο Decbarme γράφει:

«Ο δαιμονιακός αυτός τρόπος ν’ ατενίζουν τη φύση στάθηκε ο τρόπος των πρώτων Ελλήνων. Όπως τη βλέπουν πάντα δραστήρια κι’ αθάνατη μπροστά στο θνητό άνθρωπο, εξουσιάζοντάς τον και συνθλίβοντάς τον με τις ανελέητες δυνάμεις της, νόμισαν πως όλα τα φαινόμενά της είταν πράξεις θαυμάσιων όντων, πολύ πιο δυνατών από την κακομοιριασμένη ανθρωπότητα. Τα όντα αυτά τα ονόμασαν θεούς»[1].

Ο πρωτόγονος νόμιζε τα μόνιμα γεγονότα της φύσης—την εναλλαγή των εποχών, την ανατολή και τη δύση των ουρανίων σωμάτων—σα μιαν απλή ιδιοτροπία υπερφυσικών όντων. μονάχα η μακρόχρονη παρατήρηση, όταν συνοδεύτηκε από επιστημονικές σκέψεις, μπόρεσε να εξηγήσει τους νόμους της κυκλικής επαναφοράς τους. Όπου η επιστήμη, με κάθε νέα κατάχτησή της θριαμβεύει, οι μύθοι γκρεμίζονται. Μερικοί αφελείς, που αυτοαποκαλούνται «διανοούμενοι», λυπούνται γι’ αυτό και νοσταλγούν την «ωραία εκείνη ποιητική εποχή των μύθων!»

Τόσο για τον τρόπο που γεννήθηκαν οι μύθοι, όσο και για το πόσο απλοϊκό κι άμεσα παρμένο μέσα από τη ζωή είταν τ’ αρχικό περιεχόμενό τους, θ’ αναφέρουμε ένα μύθο των Βασμάνων:

«Ένα κορίτσι από την παλιά γενιά, ήθελε να κάνει φως για να βρίσκουν το δρόμο τους όσοι γυρίζουν στο καλύβι τους. Έρριξε λοιπόν αναμμένη ανθρακιά στον αέρα κι’ οι σπίθες γίνηκαν αστέρια».

Ο μύθος αυτός μας θέλγει με την αφέλειά του κ’ είμαστε έτοιμοι, από τη σημερινή σκοπιά των γνώσεων μας, να τον αποδώσουμε σε τυχόν ποιητική διάθεση των Βασμάνων. Γι’ αυτούς όμως δεν είχε κανένα τέτοιο περιεχόμενο. Στεκόταν, απλούστατα, μια εξήγηση για το πώς δημιουργήθηκαν τ’ αστέρια, που αντικαθρέφτιζε στο νου αυτών των πρωτογόνων, μιαν άλλη μεγάλη κι όχι τόσο απόμακρη γι’ αυτούς κατάχτηση, τη φωτιά —το πρώτο τούτο μέγα αγαθό στα χέρια του ανθρώπου. Βλέποντας, άμα φύσαγαν την ανθρακιά για ν’ αναζωπυρώσουν τη φωτιά, τις σπίθες που αναπηδούσαν και τρεμόσβηναν τα μικροσκοπικά αστράκια, φαντάστηκαν πως με κάποιο παρόμοιο τρόπο χύθηκαν κι’ απλώθηκαν στον ουρανό και τ’ άστρα. Η εξήγηση που δώσανε είτανε σύμφωνη με τις «τεχνικές» τους γνώσεις.

Στους αρχικούς μύθους δεν ξεχωρίζουμε «ηθικό περιεχόμενο κι’ αυτό στέκεται μια ακόμα απόδειξη πως δε γύρευαν τίποτ’ άλλο, παρά να εξηγήσουν τα φαινόμενα της φύσης που τους έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση. «Ηθικό περιεχόμενο» οι μύθοι αποχτούν πολύ αργότερα, όταν δημιουργήθηκαν κοινωνίες πιο σύνθετες, με τάξεις μ’ αντιμαχόμενα συμφέροντα. Μια άλλη απόδειξη, πως ο πρωτόγονος άνθρωπος δε μπορούσε να δημιουργήσει μύθους με «ηθικό περιεχόμενο», μας τη δίνει η γλωσσολογία. Είναι πια παραδεκτό απ’ όλους πως οι γλώσσες, στην πρώτη μορφή τους, δεν είχαν αφηρημένες λέξεις. Μ’ άλλα λόγια οι πρωτόγονοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να μιλήσουν παρά μονάχα με εικόνες.

Ανακεφαλαιώνοντας όσα ως τώρα είπαμε, διατυπώνουμε τούτη εδώ την αρχή: Ο μύθος είναι η γνώση του κόσμου καταχτημένη όχι επιστημονικά μα θεογνωσικά.

Η αλήθεια αυτή δεν είναι κάτι νέο. Πολλοί, κι απ’ αυτόν ακόμα τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, την υποστήριξαν, αδιαφορώντας για την οργή πού προκαλούσαν στο πανίσχυρο ιεραρχείο. Ο Επίχαρμος έλεγε, πως οι θεοί δεν είναι τίποτ’ άλλο στην πραγματικότητα, παρά οι άνεμοι, το νερό, η γη, ο ήλιος, η φωτιά και τ’ αστέρια[2]. ‘Ο φιλόσοφος Μητρόδωρος ο Χίος που τον αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, έλεγε πως τα περιστατικά των θεών παριστάνουν τους συνδυασμούς των στοιχείων μέσα στη φύση[3].‘Ανάμεσα σ’ ένα μεγάλο πλήθος αρχαίων σοφών που εξηγούσαν ορθολογιστικά τους μύθους, είταν ο Ηρόδωρος κι΄ ο Εκαταίος. Ο Πλάτωνας, φυσικά, όχι μονάχα αντιτάχτηκε στην ορθολογιστική αυτή ερμηνεία των μύθων, μα κι΄ο ίδιος δημιούργησε μύθους για να κρύψει μ’ αυτούς τ’ αδύνατα σημεία των ιδεαλιστικών θεωριών του.

Όλοι οι μύθοι, βέβαια, δεν είναι κοσμογονικοί. Με τον καιρό πλουτίστηκαν από άλλους, με ηρωικό, κοινωνικό και ιστορικό περιεχόμενο.

Ο Ευήμερος, που ο Κάσσανδρος του ανάθεσε να περιπλεύσει την Ερυθρά θάλασσα και τα μεσημβρινά παράλια ης Ασίας, έλεγε πως βρήκε στον Ινδικό ωκεανό, στο νησί Παγκαία, επιγραφές που αποκάλυφταν πως οι θεοί πουύ λατρεύουν οι Έλληνες δεν είταν θεοί, μα βασιλιάδες, πολεμιστές και φιλόσοφοι που θαυμάστηκαν από τους συγκαιρινούς τους και τους δόθηκαν, υστέρα από το θάνατό τους, θεϊκές τιμές. Είναι φανερό πως τέτοιες επιγραφές δε βρήκε ο Ευήμερος, μα θέλησε, με τον τρόπο αυτόν, να δώσει αποκαλυπτικό βάρος στη γνώμη του για την ιστορική καταγωγή των μύθων. Επίσης οι υλιστές φιλόσοφοι, οι στωϊκοί κι΄ οι επικούρειοι παραδέχονταν, γενικά, πως οι μυθικοί θεοί εκπροσωπούσαν φαινόμενα της φύσης. Όσο για τους νεώτερους, κάνοντας αρχή από το Βοκκάκιο στην Αναγέννηση, άπειροι είναι όσοι υποστήριξαν την τόσο φανερήν αυτή αλήθεια.

Οι μύθοι δεν είναι όμοιοι σ’ όλους τους λαούς, αν και συναντούμε πολλές συγγένειες ανάμεσά τους. Έχουν όμως κοινή την προέλευσή τους. Αλλάζουν όχι μονάχα ανάλογα με το βαθμό του πολιτισμού, μα κι΄ από τις κλιματολογικές και τοπικές συνθήκες. Παράδειγμα: Σε μια χώρα που δε βρέχεται από τις θάλασσες είναι φυσικό να μην υπάρχουν σχετικοί μύθοι γι’ αυτούς. Στην Ελλάδα, αντίθετα, όχι μονάχα οι τέτοιοι μύθοι είναι πολλοί, μα σύμφωνα με τον Όμηρο ο Ωκεανός στάθηκε ο πατέρας των πάντων: Ὠκεανοῦ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτικται.

Η φυλή των Γιουρούμπα της δυτικής Αφρικής, που ζει στα παράλια του ωκεανού και μέσα σε λιμνοθάλασσες, πιστεύει κι αυτή πώς κάποτε δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο από νερό.

Ο σχετικός μύθος, ο τόσο χαρακτηριστικός για την απλοϊκότητά του, αξίζει ν’ αναφερθεί :

«Εάν από τα εγγόνια του Οντουντούβα[4] βρήκε ένα μπογαλάκι παραπεταμένο σε μια γωνιά. Τ’ άνοιξε κι’ είδε νάχει μέσα ένα σβώλο χώμα κ’ έναν κόκκορα. Ακούμπησε το σβώλο στο νερό κι’ έβαλε πάνω σ’ αυτόν τον κόκκορα, που άρχισε να τον σκαλίζει με τα νύχια του ώσπου τον άπλωσε και γίνηκε στεριά. Τότες οι άνθρωποι, που ζούσαν ως εκείνον τον καιρό μέσα στο νερό και σάπιζαν, προτίμησαν να καταλαγιάσουν στην ξερή γη».

Ένας άλλος μύθος της ίδιας φυλής, που έχει κι’ αυτός σχέση με το γενάρχη τους, μας αποκαλύφτει όπως νομίζω, πάρα πολλά πράματα:

«Όταν πέθανε ο Οντουντούβα τον κληρονόμησαν τα εγγόνια του, γιατί ο πατέρας τους είχε πεθάνει πρωτύτερα. Ο μεγάλος πήρε τα κοχύλια[5], ο δεύτερος τις γυναίκες, ο τρίτος τα κοπάδια, ο τέταρτος τις χάντρες, ο πέμπτος τα ρούχα, ο έχτος την κορώνα και για τον έβδομο, τον Οραντιάνι, δεν απόμεινε πια τίποτα. Άμα γύρισε, τ’ αδέρφια του, μη έχοντας τι να του δώσουν, του είπανε να πάρει τη γη. Δεν παραπονέθηκε. Σε λίγον όμως καιρό πάει και βρίσκει τ’ αδέρφια του και τους λέει, πως η γη που έχουν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους είναι δίκιά του και πρέπει είτε να φύγουν είτε να του πληρώσουν νοίκι. Κ’ έτσι, σιγά-σιγά, τους πήρε τα κοχύλια, τις γυναίκες, τα κοπάδια, τις χάντρες, τα ρούχα και την κορώνα».

Ο μύθος αυτός, που για έναν επιπόλαιο παρατηρητή, έχει άξια μονάχα σαν ένα νόστιμο παραμυθάκι, για τους Γιουρούμπα κλείνει την ιστορική πορεία τους πηρός τα διάφορα στάδια του πολιτισμού τους: Ο πρώτος αδερφός αντιπροσωπεύει την καθιέρωση μιας μόνιμης ανταλλακτικής αξίας, ο δεύτερος της ανδρικής πολυγαμίας, ο τρίτος το πέρασμα στην ποιμενική οικονομία, ο τέταρτος το στόλισμα, ο πέμπτος την ανάπτυξη της υφαντουργίας κι ο έχτος την καθιέρωση του βασιλικού θεσμού. Στον πιο μικρό χαρίζουν τι γη, που από μόνη της δεν είχε καμιά άξια. Με την καλλιέργειά της όμως και την καθιέρωση της ιδιοχτησίας, εκείνος που κατέχει το μεγαλύτερο κομμάτι γης αυτός έχει και τα περισσότερα αγαθά.

ΟΙ «ΛΟΓΙΟΙ» ΜΥΘΟΙ

Για να γίνει κατανοητή πόσο μεγάλη είναι η διαφορά του αρχικού μύθου με τη λογοτεχνική σε μεταγενέστερα χρόνια επεξεργασία του, παραθέτουμε το μύθο των τζιτζικιών από το «Φαίδρο» του Πλάτωνα:

«Λένε πως τα τζιτζίκια είταν κάποτε άνθρωποι, απ’ όσους ζούσαν πριν γεννηθούν οι Μούσες. Έπειτα, όταν γεννήθηκαν πια και βγήκε το τραγούδι, πολλοί από τους ανθρώπους εκείνου του καιρού τόσο ζαλίστηκαν από ευχαρίστηση που τραγουδώντας αδιάκοπα, παραμέλησαν να φάνε και να πιούνε κ’ έτσι, δίχως να το νοιώσουν, πέθαιναν. Απ’ αυτούς φύτρωσε το γένος των τζιτζικιών, που τους δόθηκε δώρο από τις Μούσες να μην έχουν ανάγκη από τροφή άμα γεννηθούν, μα ευθύς, νηστικά κι’ απότιστα, να τραγουδούν ώσπου να πεθάνουν. Έπειτα πάνε και βρίσκουν τις Μούσες και τους μολογούνε ποιος από τους εδώ κάτω ποιες απ’ αυτές τιμά. Λέγοντας στην Τερψιχόρη ποιοι την τίμησαν στους χορούς, τους κάνουν πιο αγαπητούς σ’ αυτή· στην Ερατώ, πάλι, για τα ερωτικά τραγούδια· όμοια και σε κάθε άλλη ανάλογα με την τιμή που της ταιριάζει. Στην πρωτότοκη Καλλιόπη και στην μετά απ’ αυτήν Ουρανία μολογάνε ποιοι περνούν τη ζωή τους φιλοσοφικά, τιμώντας εκεινών τη μουσική. Γιατί αυτές, απ’ όλες τις άλλες Μούσες, νοιάζονται πιότερο για τα ουράνια και με πανώριες φωνές τραγουδούν τα θεία και τ’ ανθρώπινα λόγια»[6].

Ο Πλάτωνας, πλάθοντας τούτον το μύθο, παίζει ανάμεσα στ’ αστείο και στο σοβαρό, γυρεύοντας να πλουτίσει το λόγο του με στοιχεία τέτοια, που θα θέλξουν τον ακροατή. Ο πρωτόγονος όμως ποτέ και σε καμιά περίπτωση, δε διανοήθηκε να μεταχειριστεί για ένα τέτοιο σκοπό τους μύθους. Το μόνο που γύρευε απ’ αυτούς είταν να του δώσουν μιαν απάντηση τόσο στις απορίες του από τη θέα του κόσμου όσο και στα προβλήματα της ίδιας του ζωής.

Χαρακτηριστικό, γι’ αυτό που υποστηρίζουμε, στέκεται ο μύθος του Ενδυμίωνα, που τον ερωτεύτηκε η Σελήνη. Ο Ενδυμίωνας είναι ο ήλιος, που κάθε βράδυ βουτάει στον ορίζοντα και χάνεται, όταν σύγκαιρα ανεβαίνει το φεγγάρι στον ουρανό για ν’ αγκαλιάσει τον αγαπημένο της, που κείτονταν ανάσκελα στη σπηλιά του Λάτμου, να ξεκουραστεί από την τρομαχτική διαδρομή που έκανε όλη τη μέρα πάνω στον ουρανό. Εμείς βρίσκουμε σ’ αυτόν το μύθο μια ωραία γεμάτη αφέλεια και ποίηση φαντασία. Για τον πρωτόγονο άνθρωπο κάτι τέτοιο είταν ολότελα ανύπαρχτο. Πίστευε, απλούστατα, πως έτσι γινόταν τά πράματα.

Ολόκληρη η περίοδος αυτή, που καθορίζει ένα από τα στάδια του πολιτισμού, τη μυθική φάση όπου ονομάστηκε, ξακολούθησε να υπάρχει αργότερα κι από αυτά ακόμα τα ομηρικά έπη και τη Θεογονία, υποχωρώντας όμως αδιάκοπα μπροστά στη διαφώτιση και την επιστήμη. Η απόσταση από τούτη τη «μυθική φάση» ίσαμε τις σημερινές μας γνώσεις για το σύμπαν είναι βέβαια, τεράστια. Η πραγματικιά λύτρωση τού ανθρώπου από τα δεσμά της φύσης, αρχίζει από τη στιγμή που έφυγε από την περιοχή του μύθου και μπήκε στην περιοχή της επιστήμης. Από τη στιγμή εκείνη όλες οι δυνατότητες είταν πια ανοιχτές μπροστά του. Οι πρόδρομοι υλιστές φιλόσοφοι—Θαλής, Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος, Δημόκριτος — στέκονταν οι πρώτες αχτίδες μιας αβασίλευτης ανατολής, που τελικά θα σκορπίσει τα σκοτάδια του κόσμου.

ΗΡΩΪΚΟΙ ΚΙ΄ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ

Οι ηρωϊκοί και οι ιστορικοί μύθοι είναι, όπως είπαμε, πολύ μεταγενέστεροι. Κλασσικό παράδειγμα ηρωϊκου μύθου, που έχει πια ξεκάθαρο ηθικό περιεχόμενο, είναι ο μύθος του Ηρακλή. Σ’ αυτόν τον μύθο βρίσκουμε μια θαυμάσια απεικόνιση της πάλης της ίδιας της ανθρωπότητας ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Δεν ηρωοποιεί πια τα σκοτεινά κ’ εχθρικά πνεύματα, μα τον ηρώα που θ’ αγωνιστεί ενάντια στο κακό και θα το νικήσει.

Ο Ηρακλής είναι ο πρωτοπόρος που μοχθεί όχι για τον εαυτό του, μα για τους άλλους. Στέκεται, ακόμη, η προσωποποίηση της ανθρώπινης προσπάθειας να δαμάσει τη φύση και να την υποχρεώσει να τον υπηρετήσει.

Οι ιστορικοί μύθοι είναι ακόμα πιο νέοι κι’ αναφέρουνται σε συγκεκριμένα γεγονότα, που έχουν σχέση με τα μεγάλα περιστατικά μιας φυλής: πόλεμοι, εσωτερικές κοινωνικές και πολίτικές μεταβολές, αποικισμοί κ.ά. Αναφέρουμε ένα χτυπητό παράδειγμα Ιστορικού μύθου: Γύρω από την 37η Ολυμπιάδα οι Μινόοι από τη Θεσσαλία εγκαταστάθηκαν στη Λιβύη κ’ έφτιασαν μιαν αποικία, την Κυρήνη. Ύστερα από συμβουλή του μαντείου του Πυθείου Απόλλωνα στο ιερατείο της καινούργιας πολιτείας, αυτό έβγαλε το μύθο πως η Κυρήνη είταν μια νέα παρθένα από τη Θεσσαλία, που ο Απόλλωνος την ερωτεύτηκε, την άρπαξέ και την έφερε στα Λιβυκά ακρογιάλια. Έτσι η Κυρήνη απόχτησε κι’ αυτή τον «προστάτη άγιο της» όπως λέμε σήμερα. Ανάλογοι Ιστορικοί μύθοι αναφέρουνται σε γεγονότα που γίνηκαν στην αρχαία Ελλάδα ίσαμε κι’ αυτόν ακόμα τον έχτο π.Χ. αιώνα.

ΔΗΜ. ΦΩΤΙΑΔΗΣ

 


[1]Ρ. Decharme. Mythologie de la Grece Antique., Ρ. XXIV. Ο χαρακτηρισμός του της ανθρωπότητας σαν «κακομοιριασμένης» ασφαλώς δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η στάση της ανθρωπότητας στάθηκε πάντα αγωνιστική. Ποια άλλη μεγαλύτερη απόδειξη μπορεί να βρει κανείς της αλήθειας αυτής απ’ αυτούς τους ίδιους τους μύθους; Μα κι ο άλλος χαρακτηρισμός του, πως οι ανελέητες δυνάμεις της φύσης συνθλίβουν τον άνθρωπο είναι επιφανειακός. Ξεχνάει κι αυτός, όπως τόσοι άλλοι, πως η φύση δημιουργεί κι υποβοηθά την ύπαρξη και τη διαιώνιση της ζωής.

[2] «Τούς θεούς εἶναι ἀνέμους, ὓδωρ, γήν, ᾕλιον, πῦρ, ἀστέρας» (Στοβ. Άνθολ. 91, 92).

[3] Διογ. Λαέρτ. Β’ 11.

[4] Τον Οντουντούβα οι Γιουρούμπα τον λογαριάζουν για γενάρχη τους.

[5] Η φυλή των Γιουρούμπα είχε, ίσαμε πριν από λίγα χρόνια, για χρήμα τα κοχύλια.

[6] Πλάτωνα «Φαίδρος», 259 bu. π.

***

Ο Δημήτρης Φωτιάδης ήταν Έλληνας λογοτέχνης που γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1898 και πέθανε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 1988. Έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα με τα θεατρικά «Μάνια Βιτρόβα» και «Το μαγεμένο βιολί» το 1931, ενώ εργάστηκε και ως διευθυντής του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα» (1936-1941). Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφυγε στο εξωτερικό και εργάστηκε ως ανταποκριτής στο Λονδίνο και τη Μέση Ανατολή. Ξαναγυρνώντας στην Ελλάδα εξορίστηκε στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Μακρόνησο, την Ικαρία και τον Άγιο Ευστράτιο, ενώ υπήρξε διευθυντής του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» (1945-48) που αποτέλεσαν πεδίο έκφρασης για πολλούς διανοούμενους της εποχής.

Μετά την απελευθέρωσή του, έγινε στέλεχος της ΕΔΑ. Στράφηκε στην ιστοριογραφία, επικεντρώνοντας το έργο του κυρίως στην ελληνική επανάσταση του 1821. Τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόνης (1939) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας (1982, για το έργο του «Ενθυμήματα»). Από το 1974 ως το 1977 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας