Εργατικός Αγώνας

Γούντστοκ, το κύκνειο άσμα του στρατευμένου ροκ

Επιμέλεια: Στάθης Καρέλης.

Πέρασε κιόλας μισός αιώνας από το Φεστιβάλ του Γούντστοκ ή σωστότερα το Πανηγύρι Μουσικής και Τέχνης του Γούντστοκ (Woodstock Music & Art Fair). Το Γούντστοκ ήταν ένα μοναδικό μουσικό γεγονός που όμοιο του δεν έχει εμφανιστεί ξανά.

Σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι συγκεντρώθηκαν επί 4 συνεχόμενες μέρες σε μια φάρμα έξω από τη Νέα Υόρκη για να τραγουδήσουν και να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους ενάντια στον συνεχιζόμενο πόλεμο του Βιετνάμ και την επεκτατική πολιτική της Ουάσιγκτον. Αποτέλεσε ορόσημο μιας ολόκληρης εποχής, των «παιδιών των λουλουδιών» που διακήρυτταν την αγάπη, την ειρήνη -και τα ναρκωτικά- ως τη λύση σε όλα τα ανθρώπινα προβλήματα

Για πολλούς το Γούντστοκ δεν ήταν απλά ένα μουσικό γεγονός, ήταν μια πολιτική διαμαρτυρία συνέχεια των δυναμικών κινητοποιήσεων της νεολαίας των ΗΠΑ σε κολέγια και πανεπιστήμια εναντίον του βρώμικου πολέμου στο Βιετνάμ και των τεράστιων απωλειών που αυτός επέφερε στην αμερικάνικη κοινωνία. Το κίνημα αυτό είχε ανησυχήσει το κατεστημένο των ΗΠΑ που προσπάθησε με κάθε τρόπο να το καταστείλει. Τελικά όσα δεν κατάφερε η ωμή βία τα κατάφεραν τα ναρκωτικά και οι ψυχότροπες ουσίες που «τυχαία» παρεισέφρησαν στις γραμμές των διαδηλωτών. Αλλά αυτό είναι αντικείμενο ενός άλλου σημειώματος. Ας δούμε εδώ το χρονικό του Πανηγυριού του Γούντστοκ.

Το χρονικό των τεσσάρων ημερών

Από τις 15 μέχρι και τις 18 Αυγούστου 1969 στη γαλακτοκομική φάρμα του Μαξ Γιασγκούρ στο Μπέθελ που απείχε 43 μίλια από την κωμόπολη Γούντστοκ της πολιτείας της Νέας Υόρκης συγκεντρώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι για να ακούσουν τους αγαπημένους τους μουσικούς σε μια μαραθώνια συναυλία αφιερωμένη στην ειρήνη και τον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ, η οποία χαρακτηρίστηκε από το μουσικό περιοδικό Rolling Stone ως μία από τις 50 στιγμές που άλλαξαν την ιστορία του rock and roll.

‘Όπως κάθετι στις ΗΠΑ, η οργάνωση του φεστιβάλ, έγινε με ξεκάθαρο στόχο το κέρδος. Οι μουσικοί παραγωγοί Μάικλ Λανγκ, και Τζων Ρόμπερτς μαζί με τους Άρτι Κόρνφελντ και Τζόελ Ρόουζενμαν από την εταιρία Γούντστοκ Βέντσερς, αποφάσισαν να διοργανώσουν ένα υπαίθριο φεστιβάλ της ροκ στο μικρό χωριό Γουόλκιλ, με βασικό σλόγκαν “Τρεις μέρες μουσική και ειρήνη”. Στα μέσα Ιουλίου του 1969, συνεργεία γενειοφόρων νεαρών, με περίεργα ρούχα, μπαντάνες και τατουάζ, άρχισαν να διαμορφώνουν το χώρο για τη συναυλία, όταν οι συντηρητικοί αγρότες του Γουόλκιλ τρομοκρατημένοι κατέθεσαν αγωγή για την απαγόρευση της συναυλίας στο όνομα της διασάλευσης της “δημόσιας τάξης”. Έτσι, οι διοργανωτές αποφάσισαν να μετακινηθούν στο γειτονικό Γούντστοκ, όπου κατάφεραν να νοικιάσουν την τεράστια φάρμα του γαλακτοπαραγωγού Μαξ Γιασγκούρ.

Η μετακίνηση αυτή κόστισε χρήμα και πήγε πίσω τις ετοιμασίες. Το σούρουπο της 14ης Αυγούστου τίποτα δεν ήταν έτοιμο στο χώρο που σε λίγες ώρες θα φιλοξενούσε το μεγαλύτερο ανοιχτό μουσικό γεγονός. Περιμετρικά από την εξέδρα στήθηκαν κέντρα πρώτων βοηθειών υπό την επίβλεψη των 18 γιατρών που είχαν μισθώσει οι οργανωτές, ενώ σε άλλα σημεία φτιάχτηκαν πρόχειρες καντίνες. Για την εξυπηρέτηση των θεατών, στήθηκαν εξακόσιες φορητές τουαλέτες οι οποίες καταστράφηκαν από τις πρώτες ώρες του φεστιβάλ και δεξαμενές νερού οι οποίες ήταν η αιτία δημιουργίας ελών που μετατράπηκαν σε λασπόλουτρα από κάποιους χίπις.

Όσο έπεφτε το σκοτάδι, άρχισε να συρρέει κόσμος στο χώρο του φεστιβάλ. Οι πρώτοι επισκέπτες, που ήρθαν να πιάσουν από νωρίς θέσεις, έστησαν τη σκηνή ή το σλίπινγκ μπανγκ τους μπροστά στην εξέδρα, έγιναν πολλοί, ύστερα πιο πολλοί, ακόμα πιο πολλοί, για να εξελιχθούν σ’ ένα εκπληκτικό, πολύχρωμο καραβάνι που κατέκλυσε την εθνική οδό και προκάλεσε ένα ανεκδιήγητο μποτιλιάρισμα. Ένα “καμπριολέ” Citroën 2CV με μωρό στο καροτσάκι τού πίσω καθίσματος, ένα χίπις “σκαραβαίος” με λουλούδια στους προφυλακτήρες, ένα παμπάλαιο φορτηγό με ψυχεδελικά σχέδια στο σασί και με την επιγραφή “Διεύθυνση Ναρκωτικών Νέας Υόρκης” στο παρμπρίζ, θεότρελες μοτοσικλέτες, αυτοκινητάκια των τεσσάρων ή των πέντε ατόμων να κουβαλάνε δέκα ή και δεκαπέντε άτομα, σκαρφαλωμένα στους προφυλακτήρες ή και στον “ουρανό” τους, αμέτρητοι χίπις με μακριά μαλλιά, κελεμπίες, δερμάτινα γιλέκα και χάντρες, ξυπόλητες κοπέλες με μακριά ινδικά φορέματα, κάθε λογής χαϊμαλιά και το σήμα της ειρήνης στο στήθος, άτομα με προβιές και περίεργα κοπέλα, αμερικανικές σημαίες ανάκατες με σημαίες των Βιετκόνγκ, πλανόδιοι πωλητές χοτ ντογκ, μπίρας, προφυλακτικών και LSD. Το καραβάνι άφηνε την εθνική οδό και κατευθυνόταν προς το Γούντστοκ μέσω ενός αγροτικού δρόμου, που είχε μετονομαστεί από τους οργανωτές σε “Οδό Ευτυχίας”.

Την επόμενη μέρα το χτεσινό “ποτάμι” της εθνικής οδού σχημάτιζε πλέον μία εκπληκτική λαοθάλασσα. Αρχικά, οι οργανωτές έβαλαν εισιτήριο και τοποθέτησαν φράκτες περιμετρικά του χώρου, όμως, όταν έμαθαν για τον αριθμό των θεατών, έκοψαν τους φράκτες και σταμάτησαν να εκδίδουν εισιτήρια, ώστε να μη δημιουργηθούν συμπλοκές. Αργά το απόγευμα, τα μεγάφωνα προκάλεσαν θύελλα ενθουσιασμού στο πλήθος αναγγέλλοντας: “Είμαστε κιόλας 250.000 άνθρωποι, τι λέω, 500.000 άνθρωποι!“. Από ασήμαντο χωριουδάκι, το Γούντστοκ έγινε, έστω για τρεις μέρες μόνο, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Εκατοντάδες χιλιάδες άτομα παρέμειναν μποτιλιαρισμένα στο δρόμο, καθώς ήταν αδύνατο να προσεγγίσουν τον χώρο του φεστιβάλ.

Η πέρα από κάθε πρόβλεψη προσέλευση του κόσμου δημιούργησε μία σειρά προβλήματα. Ένα από αυτά ήταν η μεταφορά των μουσικών, αλλά και των κάθε είδους εφοδίων, που λύθηκε αναγκαστικά με ελικόπτερα. Ο θόρυβος των ιπτάμενων επισκεπτών ανακατευόταν με τους ήχους της ροκ και κάτω από άλλες συνθήκες θα δημιουργούσαν μεγάλο εκνευρισμό. Όχι όμως στο Γούντστοκ. Κοινό και τραγουδιστές προσέλαβαν το πήγαινε-έλα ως απροσδόκητο “χάπενινγκ” που όχι μόνο δεν μείωνε, αλλά αντιθέτως πολλαπλασίαζε τη γοητεία της παράστασης.

Το πρωτόγονο, εύθραυστο δίκτυο υπηρεσιών του Γούντστοκ, αν και εξωθήθηκε στα ακρότατα όριά του, κατάφερε τελικά να σταθεί στα πόδια του χάρη στο μοναδικό πνεύμα αλληλοβοήθειας, συλλογικότητας και εθελοντικής προσφοράς των επισκεπτών του. Κάποια στιγμή, ανήσυχοι οι διοργανωτές ανακοίνωσαν: «Κάπου έχουν σπάσει σωλήνες του νερού και δεν μπορούμε να εντοπίσουμε τη βλάβη. Αν πέσετε πάνω σε κανένα σπασμένο σωλήνα, παρακαλούμε ειδοποιήστε μας για να τον φτιάξουμε». Σε μία ώρα, οι σπασμένοι σωλήνες επιδιορθώθηκαν και ο κίνδυνος της λειψυδρίας αποσοβήθηκε. Την ίδια ώρα, εναλλακτικές αγροτικές κομμούνες από το Νέο Μεξικό και το Όρεγκον έστησαν υπαίθριες καντίνες που προσέφεραν δωρεάν τροφή, παρακαλώντας τους σιτιζόμενους να επιστρέφουν το φαγητό που τους περισσεύει, όπως και έγινε.

Η μουσική πλευρά του Φεστιβάλ

Η συναυλία άρχισε μέσα σε ένα πανδαιμόνιο χειροκροτημάτων και ξεφωνητών, όταν το τεράστιο δίκτυο από μικρόφωνα, κονσόλες, ενισχυτές, αναμεταδότες και ηχεία πήρε μπρος και γέμισε το Γούντστοκ με τη βαθιά, μελωδική φωνή του Ρίτσι Χέιβενς, που τραγούδησε μεταξύ άλλων το περίφημο “Freedom” (Ελευθερία), τραγούδι-σύμβολο της γενιάς της αμφισβήτησης. Ο Τζέφρι Σάρτλεφ χαιρέτισε το πλήθος λέγοντας: “Αυτό που ζούμε σήμερα, είναι μια νέα αμερικανική επανάσταση. Η διαφορά της με τις άλλες επαναστάσεις είναι ότι τούτη εδώ δεν έχει εχθρούς!“. Και σε μία ειρωνική χειρονομία “καλής θέλησης”, αφιέρωσε το επόμενο τραγούδι στον υπερσυντηρητικό κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, θερμό υποστηρικτή του πολέμου του Βιετνάμ, τον μετέπειτα πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν. Το τραγούδι που συγκλόνισε ήταν μία αντιπολεμική μπαλάντα της Τζόαν Μπαέζ, η οποία προκάλεσε ένα κύμα συγκίνησης και αλληλεγγύης όταν αναφέρθηκε στον άντρα της και στους άλλους ακτιβιστές του αντιπολεμικού κινήματος που είχαν κλειστεί από την κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον στις αμερικανικές φυλακές. Στη συνέχεια, παρέλασαν ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζο Κόκερ, ο Κάρλος Σαντάνα και άλλα ιερά τέρατα της ροκ, της ποπ και της κάντρι.

Η βροχή που ξέσπασε, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ

Η βροχή που τόσο φοβούνταν οι οργανωτές πραγματικά ξέσπασε και συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα όλη τη νύχτα της Παρασκευής. Το πρωί του Σαββάτου, η φάρμα του Γιασγκούρ είχε πια μετατραπεί σε τεράστιο βούρκο. Το χάος ήταν απερίγραπτο: Φαγητό και ποτά δεν υπήρχαν, καθώς τα φορτηγά της τροφοδοσίας κολλήσανε στη λάσπη και το μποτιλιάρισμα στην “Οδό Ευτυχίας” παρέλυσε τα πάντα. Εμφανίστηκε έλλειψη πόσιμου νερού και φαρμάκων και το αναπόφευκτο “ράδιο αρβύλα” έκανε λόγο για τρομερή επιδημία δυσεντερίας ή και πιο σοβαρών μολυσματικών ασθενειών. Οι διοργανωτές φοβήθηκαν ότι τα τεντωμένα νεύρα των επισκεπτών θα έφερναν, κάποια στιγμή, ανεξέλεγκτες εκρήξεις βίας που θα μπορούσαν να μετατρέψουν τη γιορτή σε τραγωδία. Σε οποιαδήποτε πόλη 500.000 κατοίκων με το ένα δέκατο των προβλημάτων του Γούντστοκ, κάποια επεισόδια βίας λόγω εκνευρισμού θα ήταν αναπόφευκτα. Στο Γούντστοκ, όμως, δεν σημειώθηκε ούτε ένα περιστατικό. Κάποια στιγμή που δύο άντρες λογομάχησαν έντονα κοντά στην κεντρική εξέδρα, άλλα άτομα τους περικύκλωσαν και άρχισαν να τραγουδάνε ρυθμικά “Ειρήνη! Ειρήνη!”, μέχρι που οι δύο καβγατζήδες έδωσαν τα χέρια εισπράττοντας τα χειροκροτήματα χιλιάδων παρευρισκόμενων. Σιγά σιγά και με τη βοήθεια των μουσικών η ένταση και η δυσφορία μετατράπηκαν σε μια -υποβοηθούμενη και από τις ουσίες- αποφασιστικότητα «we can stop the rain» («μπορούμε να σταματήσουμε τη βροχή») που εκτόνωσε την κατάσταση. Έτσι, η γιορτή συνεχίστηκε και το κέφι επέστρεψε δριμύτερο. Τα διαλείμματα του προγράμματος ακυρώθηκαν και η μουσική συνεχίστηκε όλη τη νύχτα.

Το πρώτο φως της ημέρας, στις 5.40 π.μ. της Κυριακής, βρήκε το ακροατήριο να ακούει τους ηλεκτρικούς ήχους των Who, που μόλις είχαν ξεκινήσει μία εκπληκτική δίωρη παράσταση. Ακολούθησαν άλλες δύο ώρες μουσικής από τους Jefferson Airplane, που έμειναν στη σκηνή ως τις 9.30 το πρωί. Το απόγευμα της Κυριακής έβρεξε καταρρακτωδώς για δεύτερη φορά, ενώ ο σφοδρός άνεμος έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Πολλοί αναζήτησαν καταφύγια σε πρόχειρα υπόστεγα από νοβοπάν, κάποιοι έσφιξαν τις γροθιές τους προς τον ουρανό, αλλά οι περισσότεροι απλώς συμφιλιώθηκαν με τη λάσπη και οι πιο τολμηροί πήγανε στη γειτονική λιμνούλα των Φιλιππίνων, όπου έκαναν μπάνιο γυμνοί. Σε λίγο, η πλαγιά γέμισε από αγόρια και κορίτσια που κάθονταν γυμνά στο γρασίδι και απολάμβαναν φυσικότατα τη βροχή. Ένας άντρας και μια γυναίκα, ο ένας πάνω στον άλλο, ολόγυμνοι, σχημάτισαν το σήμα της ειρήνης, παραπέμποντας παραστατικότατα στο “Make love, not war“.

Το βράδυ της Κυριακής άρχισε η μεγάλη έξοδος, πάντα υπό τους ήχους της ροκ, που συνεχίστηκε ως τις 10.30, το πρωί της Δευτέρας. Οι εναλλακτικές κομμούνες κάλεσαν εθελοντές για το άχαρο έργο της καθαριότητας. Καθώς το πολύχρωμο καραβάνι έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, στο “διοικητήριο” του φεστιβάλ, οι διοργανωτές μετρούσανε κέρδη και ζημιές και έβγαλαν ένα τεράστιο “μείον” της τάξης των δύο εκατομμυρίων δολαρίων. Αποζημιώθηκαν και με το παραπάνω, όμως, τα επόμενα χρόνια από τις εισπράξεις του μουσικού άλμπουμ και της κινηματογραφικής ταινίας της ιστορικής αυτής συναυλίας.

Παρουσίες και απουσίες

Τις τέσσερις μέρες του Αυγούστου 32 καλλιτέχνες «ιερά τέρατα» της ροκ πάτησαν τη σκηνή. Ανάμεσα τους ήταν οι Richie Havens, Sweetwater, The Incredible String Band, Bert Sommer, Tim Hardin, Ravi Shankar, Melanie, Arlo Guthrie, Joan Baez, Quill, Keef Hartley Band, Country Joe McDonald, John Sebastian, Santana, Canned Heat, Mountain, Grateful Dead, Creedence Clearwater Revival, Janis Joplin και The Kozmic Blues Band, Sly & the Family Stone, The Who, Jefferson Airplane, Joe Cocker, Country Joe and the Fish, Τen Years After, The Band, Blood, Sweat & Tears, Johnny Winter & Edgar Winter, Crosby, Stills, Nash & Young, Neil Young, Paul Butterfield Blues Band, Sha-Na-Na.

Πολλά μουσικά συγκροτήματα δεν κατάφεραν ποτέ να φθάσουν στο χώρο του φεστιβάλ, παραμένοντας στο αεροδρόμιο, λόγω του τεράστιου αριθμού των θεατών. Στο «απουσιολόγιο» μπήκε το όνομα του Bob Dylan εξ αιτίας μιας ξαφνικής αρρώστιας κάποιου παιδιού του και του John Lennon του οποίου η είσοδος στις ΗΠΑ είχε απαγορευτεί από την αμερικανική κυβέρνηση. Για διαφορετικούς λόγους απουσίασαν επίσης οι Rolling Stones, οι Doors, οι Led Zeppelin, οι Byrds και οι Jethro Tull. Ξεχωριστή περίπτωση ήταν αυτή της Joni Mitchell, η οποία δεν πήγε επειδή δεν περίμενε να γίνει κάτι σπουδαίο στο Γούντστοκ. Στη διάρκεια όμως του φεστιβάλ, και παρακολουθώντας τις ανταποκρίσεις από την τηλεόραση, συγκλονίστηκε από τις εικόνες και έγραψε το γνωστό τραγούδι Woodstock που έγινε ύμνος του φεστιβάλ.

Η ταινία

Ένας σημαντικός λόγος που το Γούντστοκ “ακούστηκε” σε όλον τον κόσμο ήταν η ταινία. Ο σκηνοθέτης Michael Wadleigh, είχε την ιδέα να κινηματογραφήσει το Φεστιβάλ. Η ταινία αυτή, αποτύπωσε καταστάσεις ανεπανάληπτες, μοναδικές. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό και επηρέασε τη νεολαία όλου του κόσμου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία προβλήθηκε και στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1970. Μάλιστα, ο σκηνοθέτης είχε έρθει στη χώρα μας για να πραγματοποιήσει σειρά ομιλιών, πάνω στο νόημα του κινηματογραφικού του έργου. Όμως αμέσως σχεδόν, το “Woodstock” απαγορεύτηκε από τη χούντα. Η προβολή του «επετράπη» αργότερα, αφού όμως οι χουντικοί αφαίρεσαν εικόνες που έκριναν ως επικίνδυνες για τη νεολαία. Το συνολικό υλικό που αφαιρέθηκε, είχε διάρκεια μίας ώρας και η λογοκρισία αυτή αλλοίωνε το ήθος και το ύφος του έργου. Παρόλα αυτά το φιλμ (και το φεστιβάλ) αποτέλεσε ένα από τα κύρια πρότυπα (αισθητικής και συμπεριφοράς) στη διαμόρφωση της ελληνικής νεολαίας της εποχής.

Ο «μύθος» γύρω από το Γούντστοκ

Η κεντρική ιδέα που πρόβαλλαν οι διοργανωτές του Φεστιβάλ Γούντστοκ ήταν υπέρ της ειρήνης, της αγάπης, της ελεύθερης χρήσης ναρκωτικών και του ελεύθερου έρωτα και κατά του πολέμου (κυρίως αυτού του Βιετνάμ) και του ρατσισμού. Σύμφωνα με αυτούς, το Γούντστοκ ήταν ο εναλλακτικός τρόπος ζωής, ο χαμένος παράδεισος μιας ολόκληρης γενιάς. Ο απεσταλμένος του Life, Μπάρι Φάρελ, έγραψε λίγες μέρες αργότερα: «Όλοι όσοι είμαστε εκεί, καταλαβαίναμε εκείνες τις ώρες ότι διαβαίναμε έναν πολιτιστικό Ρουβίκωνα».

Για τους 500.000 ανθρώπους που είχαν αυτή τη μοναδική εμπειρία και για τα εκατοντάδες εκατομμύρια των νέων σ’ όλο τον κόσμο που αγκάλιασαν τη μυθολογία της, το Γούντστοκ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία μουσική πανδαισία. Ήταν η δική τους “Πολιτεία του Ήλιου”, η δική τους “Ουτοπία”, μία πόλη όπου κυριάρχησε όχι το κέρδος αλλά η κοινοκτημοσύνη, όχι ο ανταγωνισμός αλλά η αλληλεγγύη, όχι η βία αλλά η ειρήνη, όχι ο κομφορμισμός αλλά η ελευθερία -η φευγαλέα “Ιθάκη” μιας ανήσυχης γενιάς. Ένα όνειρο πολύ όμορφο για να γίνει αληθινό, αλλά και πολύ συναρπαστικό για να ξεχαστεί εύκολα.

Ο απεσταλμένος του Time έγραψε για το Γούντστοκ: «Η εμπειρία που έζησα αυτό το τριήμερο περιείχε τόσες εκπλήξεις και τόσες τρέλες, που σήμερα η ανάμνησή της μοιάζει να ‘ρχεται όχι από το παρελθόν αλλά από το μέλλον».

Από την άλλη, ξεχωρίζει η άποψη του Pete Townshend κιθαρίστα των Who: «Όλοι αυτοί οι χίπις χόρευαν πιστεύοντας ότι ο κόσμος πρόκειται να αλλάξει κάποια ημέρα. Ως κυνικός Άγγλος που ήμουν, περιφερόμουν ανάμεσά τους, θέλοντας να φτύσω τους περισσότερους από αυτούς, κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν ότι τίποτε δεν άλλαξε και τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Αυτό που πίστευαν ότι, ήταν μια εναλλακτική κοινωνία στην ουσία ήταν ένα χωράφι με τρία μέτρα λάσπη στολισμένο με LSD. Αν αυτός ήταν ο κόσμος που ήθελαν να ζήσουν, τότε γ…. τους».

Ως συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα. Το Γούντστοκ ξεκίνησε ως μια χυδαία εμπορευματοποίηση του φιλειρηνικού-αντιπολεμικού κινήματος των ΗΠΑ, μια προσπάθεια εκτροχιασμού του μέσα από τις απολίτικα ουτοπικές χίπικες ιδέες των ναρκωτικών ως μέσου επίλυσης των ατομικών ή κοινωνικών προβλημάτων. Ως δούρειος ίππος χρησιμοποιήθηκε η ροκ μουσική η οποία, με την επαναστατικότητα της, συνέβαλλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη αυτού του κινήματος, τούτη τη φορά όμως ως όχημα διασποράς της «φιλοσοφίας» της «απελευθέρωσης» μέσω των ναρκωτικών.

Θα έλεγε κανείς ότι οι στόχοι πιάστηκαν, βλέποντας τη συρρίκνωση του αντιπολεμικού κινήματος το επόμενο διάστημα και τον εκφυλισμό της ροκ που έχασε το βασικό της όπλο: τον ανατρεπτικό πολιτικό στίχο που αντικαταστάθηκε από σαχλοστιχάκια. Από αυτή την άποψη, το Γούντστοκ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το κύκνειο άσμα της στρατευμένης πολιτικά ροκ μουσικής και των αντιπολεμικών κινημάτων μέσα στις ΗΠΑ.

Όμως, όπως συμβαίνει συχνά, το αποτέλεσμα δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμεναν οι φανεροί διοργανωτές και όσοι πραγματικά κρύβοταν πίσω από ένα τέτοιο εγχείρημα. Η δυναμική που απέκτησε το ίδιο το γεγονός ξεπέρασε τόσο τους διοργανωτές όσο και όποιους πήραν μέρος σ’ αυτό. Το Γούντστοκ έγινε ένας θρύλος που δεν μπόρεσε κανείς να τον επαναλάβει. Όσα «πολιτικοποιημένα» μουσικά χάπενιγκς επιχειρήθηκαν από καλλιτέχνες με θέμα τη φτώχια, την πείνα στην Αφρική ή τον τρίτο κόσμο απέτυχαν παταγωδώς.

Το Γούντστοκ παραμένει ξεχωριστό σημείο αναφοράς και συνεχίζει να συγκινεί. Ίσως γιατί έπρεπε να παραμείνει ως μοναδικό φαινόμενο, ως ορόσημο για το τέλος της αφέλειας και της «αθωότητας» πως ο καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο μπορούν να καταπολεμηθούν παθητικά μόνο με το άκουσμα μερικών εκπληκτικών εξεγερτικών τραγουδιών σε συνδυασμό με LSD και άλλες «βοηθητικές ουσίες» αντί των λαϊκών κινημάτων και της οργανωμένης αντίστασης και πάλης.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας