Εργατικός Αγώνας

Ο Υπαρξισμός και ο Μαρξισμός

του Ροζέ Γκαρωντύ

Ο Εργατικός Αγώνας αναδημοσιεύει ένα παλιό μα αρκετά ενδιαφέρον κείμενο σχετικά με την αντιδιαστολή του Υπαρξισμού και του Μαρξισμού. Πρόκειται για κριτική του Ρ. Γκαρωντύ στο βιβλίο του Ζ. Π. Σαρτρ «Κριτική του Διαλεκτικού λόγου». Η κριτική, μεταφρασμένη στα ελληνικά, δημοσιεύτηκε στο τεύχος 67-68 (Ιούλιος – Αύγουστος 1960) του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης». Η κριτική θα μπορούσε να είχε γραφτεί και σήμερα για κείνους που ξέθαψαν τις «προμαρξιστικές μορφές της αφηρημένης σκέψης» και ξαναβάζουν «τη διαλεχτική να περπατάει με το κεφάλι».

 

 

Πριν από λίγον καιρό βγήκε το καινούργιο βιβλίο του Σαρτρ, με τον τίτλο «Κριτική του Διαλεκτικού λόγου» που πολλοί έσπευσαν να το χαρακτηρίσουν σαν «το βιβλίο του αιώνος», και σα «σύνθεση» του μαρξισμού με τον φροϋντισμό, τη φαινομελογία και την κοινωνιολογία. Για το βιβλίο αυτό η Ε.Τ. δημοσιεύει μια ανάλυση και τοποθέτηση στην πραγματική του βάση, από το γνωστό Γάλλο θεωρητικό Ροζέ Γκαρωντύ.

 

Ό υπαρξισμός του Σαρτρ βαθαίνει άραγε και συμπληρώνει το μαρξισμό ή είναι ριζική του άρνηση;

Ο Σαρτρ προσπαθεί στην εισαγωγή του βιβλίου του «Κριτική του διαλεκτικού λόγου» να παρεμβάλει τον υπαρξισμό σαν ένα ξένο σώμα μέσα στην κίνηση της μαρξιστικής σκέψης. Ο μαρξισμός, λέει, δίνει έκφραση στη γενική κίνηση της Ιστορίας. Γεννήθηκε απ’ αυτή την κίνηση και ταυτόχρονα έχει σκοπό να την οδηγήσει στο τέρμα της. Το «ξεπέρασμα» δήθεν του μαρξισμού δε μπορεί παρά να είναι επιστροφή στη χειρότερη περίπτωση στον προ μαρξισμό και ανακάλυψη στην καλύτερη περίπτωση μιας σκέψης που περιέχεται στη φιλοσοφία πού νομίζει κανείς πως ξεπερνάει.

Αλλά ο Σαρτρ πιστεύει ότι ο μαρξισμός έχει «σταματήσει», υποτιμώντας τον ρόλο του ανθρώπου και την ιδιομορφία του. “Έχει τη γνώμη ότι από την εποχή του Ένγκελς ο μαρξισμός ρίχνει στο τυχαίο κάθε άλογη και ανεξήγητη ατομική περίπτωση.

Άλλα αυτός ο συλλογισμός δείχνει μιαν αρκετά άξεστη γνώση της μαρξιστικής σκέψης: Ο Ένγκελς (όπως άλλωστε κι’ ο Μαρξ) δεν σύγχυζε ποτέ τη σύγχυση το τυχαίο με την απροσδιοριστικότητα, όπως κάνει ο Σαρτρ. Τυχαίο δεν είναι η έλλειψη της αιτιότητας, άλλα η έλλειψη της αναγκαιότητας, κι’ ο Ένγκελς (όπως κι’ ο Μαρξ) ανάλυσε τα πολλαπλά μέσα που μάς επιτρέπουν να εξηγούμε και να κατανοούμε το τυχαίο σαν «μια μορφή ύπαρξης τής αναγκαιότητας».

Και οι «σύγχρονοι μαρξιστές» δεν παραγνωρίζουν κι’ αυτοί το ατομικό, είτε πρόκειται για τις εργασίες του Βαλλάν για τη ψυχολογία του παιδιού και τη διαμόρφωση της ατομικότητας, είτε για τις εργασίες του Ζαζώ για τη διαλεκτική των διατομικών σχέσεων, είτε για την ιστορική μέθοδο της αντίληψης για το άτομο που επεξεργάσθηκε ο Ντεσαντί στη μελέτη του για τον Σπινόζα, είτε πρόκειται για την αποκρυπτογράφηση των προσωπικών επιδιώξεων στους σφιχτοδεμένους τομείς των ιστορικών δυνατοτήτων, στον «πραγματικό κόσμο» των μυθιστορημάτων του Αραγκόν.

Ο Σαρτρ προσπαθεί να εισαγάγει στη μαρξιστική έρευνα, για τη, μελέτη της υποκειμενικότητας και της μοναδικότητας, τρία όργανα: την ψυχανάλυση, την κοινωνιολογία και την «εύληπτη» μέθοδο της φαινομενολογίας.

Αξιόλογες προθέσεις που δεν είναι άλλωστε ξένες με τις ασχολίες των «σύγχρονων μαρξιστών» που ζητάνε, όπως και ο Σαρτρ, να «κατανοήσουν» τις μορφές της ανθρώπινης συμπεριφοράς με βάση τους επιδιωκόμενους σκοπούς, κι’ όχι μόνο να τους «εξηγήσουν» με βάση τις αιτίες και τις ωθήσεις που δέχονται παθητικά. Οι μαρξιστές όμως φροντίζουν να αρθρώνουν την εξήγηση και την κατανόηση σαν δύο στιγμές της γνώσης και δεν ξεπέφτουν στο δυϊσμό του Σαρτρ που χωρίζει και μάλιστα αντιτάσσει στο «θετικιστικό λόγο», που θα συγκεντρώνεται στις «επιστήμες της φύσης», το διαλεκτικό λόγο που ισχύει μονάχα από τη στιγμή που εμφανίζεται ο άνθρωπος.

Ο Σαρτρ, ορίζοντας τη διαλεχτική σαν ένα τρόπο νοητικότητας που είναι ξεχωριστό γνώρισμα των οργανωμένων «συνόλων», θεωρεί πως τίποτα δεν είναι κατανοητό παρά μόνο σε συνάρτηση με έναν ανθρώπινο σκοπό, ένα αντικείμενο ή μια πράξη που τοποθετεί ο άνθρωπος σαν μέσο για να πετύχει ένα σκοπό και φωτίζει μια παρούσα κατάσταση με το μέλλον που τής δίνει ένα νόημά!.

Η μέθοδός του είναι ιδεαλιστική. Ο ισχυρισμός ότι κατανοούμε το κατώτερο από το ανώτερο δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο: ξεκινώντας από την αρχή από το όλον για να προχωρήσει προς τα επί μέρους, η φιλοσοφική του σκέψη, όπως και όλων των ιδεαλιστών, αρχίζει απ’ το τέλος. Ακολουθεί δρόμο αντίθετο από την πραγματική εξέλιξη όπως έχουν χαράξει από δω κι’ έναν αιώνα την αναμφισβήτητη πορεία της οι επιστήμες της φύσης: τα πολύπλοκα νευρικά όργανα και οι πιο ολοκληρωμένες μορφές του ψυχισμού εμφανίζονται στο τέλος κι’ όχι στην αρχή·

Ο Σαρτρ, πιστεύει, όπως και όλοι οι προηγούμενοι ιδεαλιστές, ότι η σκέψη μπορεί να κατανοήσει μόνο ό,τι έχει παραγάγει αυτή η ίδια.

Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρχει διαλεχτική παρά .μόνο στις επιστήμες του ανθρώπου, και δεν νοείται να εφαρμόζεται στις επιστήμες της φύσης.

Η αντίληψη του Σαρτρ για την ύλη είναι κατά βάθος ιδεαλιστική. Δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο μόνον η γνώση της άλλα και η ίδια η ύπαρξή της. Ο Σαρτρ απορρίπτει την μαρξιστική αντίληψη της αλλοτρίωσης [1] (ιστορικό φαινόμενο που συνδέεται με ορισμένες ταξικές σχέσεις) και ξαναγυρίζει σε μια παραλλαγή της εγελιανής αντίληψης συγχέοντας αλλοτρίωση και αντικειμενικοποίηση. Ο Σαρτρ πιστεύει ότι η μόνη λειτουργία και πραγματικότητα της ύλης είναι να περιμένει παθητικά τι θα την κάνουν οι άνθρωποι. Αυτό μοιάζει με το «μη – εγώ» του Φίχτε. Είναι αποκρυσταλλωμένη ανθρώπινη ενέργεια. Η ακατέργαστη ύλη, λέει ο Σαρτρ, «δεν εμφανίζεται πουθενά στην ανθρώπινη εμπειρία»: Αυτή η επιχειρηματολογία, επανάληψη του Μπέρκλεϋ και του Φίχτε, είναι μια αλήθεια του Λα Παλίς, να πρόκειται για τη γνώση της ύλης και ένας παραλογισμός να πρόκειται για την ύπαρξή της. Το ότι η ύλη είναι κατανοητή μόνο με τη γνώση, αυτό είναι πια κοινοτυπία. Το να λέμε όμως πως η ύλη δεν υπάρχει παρά μόνο με τη γνώση αυτό είναι ένας παραλογισμός που μπορεί να μάς οδηγήσει στη σκέψη ότι η γνώση είναι γνώση για το τίποτα, αφού δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ αυτήν.

Παραβιάζοντας διαδοχικά τα πολύ στενά όρια του ορθολογισμού, το είναι έχει επιβάλει στη γνώση μας ένα πιο πολύπλοκο ορθολογισμό, αυτόν που σήμερα ονομάζουμε διαλεχτική και μιλάμε για «διαλεχτική της φύσης» γιατί δεν είναι μια καθαρή δημιουργία του πνεύματός μας ούτε κανενός πνεύματος, μα καρπός μακρόχρονης πάλης της ανθρώπινης σκέψης και πράξης με μια πραγματικότητα που για να υπάρχει δεν έχει ανάγκη απτό τον άνθρωπο και αποκαλύπτει σιγά – σιγά στον άνθρωπο που ενεργεί και σκέπτεται τα όριά της, τις κινήσεις της και τους νόμους της.

«Κι’ έτσι η διαλεχτική της φύσης αντί να είναι μια α πριόρι προέκταση στη φύση, είναι απλώς ένας πάντα προσωρινός και υποκείμενος σε αναθεώρηση απολογισμός μιας σκέψης που υποτάσσεται στις απαιτήσεις της εμπειρίας και της πράξης του ανθρώπου.

Το να λέμε ότι υπάρχει διαλεχτική της φύσης, σημαίνει πως η διάρθρωση και η κίνηση της πραγματικότητας είναι τέτοιες που μόνο η διαλεχτική σκέψη μάς επιτρέπει να σκεπτόμαστε γι’ αυτήν σωστά και να την μεταμορφώνουμε αποτελεσματικά. Το να λέμε ότι η σκέψη είναι αντανάκλαση, αυτό δεν σημαίνει πως εγκαταλείπουμε τη σκέψη μας στις οκνηρές μεταφορές του καθρέφτη, ούτε στις δογματικές αυταπάτες του εμπειρισμού, άλλα σημαίνει πως αναγνωρίζουμε ότι να η γνώση είναι ενεργητική κατά τρόπο ουσιαστικό, αυτή η ενεργητικότητα τείνει να αναπαραγάγει την πραγματικότητα και όχι να την δημιουργήσει.

Ο ίδιος ο Σαρτρ, διαπιστώνοντας πως υπάρχουν «μορφές της άρνησης που είναι ακόμα σκοτεινές και βιολογικές», αναγνωρίζοντας πως, πέρα από τα ανθρώπινα σχέδια, υπάρχει μια διαλεχτική στις σχέσεις ανάμεσα στον ζωντανό οργανισμό και στο περιβάλλον του, παραδέχεται κι’ όλας ότι υπάρχει διαλεχτική της φύσης. Αντιφάσκει έτσι προς την άποψή του ότι «στη φύση βρίσκουμε μόνο την διαλεχτική που εμείς τοποθετήσαμε μέσα της».

Απ’ τη στιγμή που υπάρχει μια άλλη τομή, ένα άλλο κατώφλι απ’ το κατώφλι της συνείδησης, είναι δύσκολο να σταματήσουμε μεσοδρομίς: να παραδεχόμαστε μια πρώτη μορφή του συνόλου και της άρνησης μέσα στον ζωντανό οργανισμό, πώς είναι δυνατό να μην παραδεχόμαστε μια άλλη ακόμα λιγότερο πολύπλοκη μορφή του συνόλου και της άρνησης μέσα σ’ έναν ατομικό πυρήνα;

Η αναγνώριση της υλικής πραγματικότητάς της βιολογικής εξέλιξης, απόρροια μακρόχρονης διαλεχτικής ανάπτυξης της μη ζωντανής φύσης που, υπήρξε πριν από την ανθρώπινη ιστορία θα έδινε στον Σαρτρ τα αναγκαία για την κατανόηση του ιστορικού υλισμού όργανα: η μελέτη των πιο κοινών μορφών της σχέσης ανάμεσα στις αγέλες των ζώων και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν θα του επέτρεπε να προσανατολισθεί προς μη ατομιστικές και μη ιδεαλιστικές μεθόδους και να βρει το σημείο της εμφάνισης των καθαρά ανθρώπινων κοινωνιών με την εμφάνιση της εργασίας.

Εντελώς όμως αντίθετα, ο Σαρτρ ξεκινάει από το άτομο και ξαναφτιάχνει την κοινωνία, θέλει να υφάνει την ιστορία με ατομικά σχέδια και με σχέσεις ατόμου προς άτομο: «Η μόνη ολοκληρωμένη βάση της ιστορικής διαλεκτικής, λέει, είναι η διαλεχτική διάρθρωση, της ατομικής πράξης».

Για τον Σαρτρ, τόσο στον τομέα, της ιστορίας όσο και στον τομέα της φύσης, η ύλη καθορίζεται σαν όριο, σαν αδράνεια, σαν απουσία, σαν «σπανιότητα». Η «σπανιότητα» αυτή που μαζεύει τους ανθρώπους σαν σε ένα είδος ζούγκλας όπου αντιμάχονται οι ανταγωνιστικές ορέξεις, όπου ουδετεροποιούνται κι αντικειμενοποιουνται τα ατομικά σχέδια, γίνεται ο βασικός συνδετικός κρίκος των κοινωνιών και το κίνητρο της ιστορίας. Κατά κάποιο τρόπο που θυμίζει την μέθοδο του Μάλθους, ο Σαρτρ μετατρέπει την κατάσταση που δημιουργήθηκε στον άνθρωπο μέσα στην αστική κοινωνία, με τον ατομικισμό της και με τους ανταγωνισμούς της, σε ένα μεταφυσικό καθεστώς του ανθρώπου και των ανθρώπινων σχέσεων.

Στις συγκεκριμένες ανθρώπινες σχέσεις που δεν είναι — όπως απέδειξε ο Μαρξ— σχέσεις ατόμου προς άτομο, αλλά ταξικές σχέσεις, ο Σαρτρ υποκαθιστά τον αντικατοπτρισμό: τις σχέσεις του Άλλου προς τον Άλλον. Αυτή η δήθεν διαλεχτική αγνοεί την πραγματική ιστορία. Επικαλείται αυτές τις «σχέσεις του Άλλου προς τον Άλλον» για να χαρακτηρίσει οποιαδήποτε ανθρώπινη ομάδα: αυτούς που κυρίευσαν τη Βαστίλλη, καθώς και τους τυχοδιώκτες του ’Αλκαζάρ… ή την ουρά αυτών που περιμένουν το λεωφορείο. Μια τέτοια αντίληψη είναι πολύ ξεπερασμένη, όχι μόνο σε σχέση με τον Μαρξ, αλλά και σε σχέση με τον εγελιανό ιδεαλισμό που προσπάθησε να συλλάβει τη πραγματική ιστορία. Η αλλοτρίωση, η παρουσίαση μιας απλής υποθέσεως σαν βεβαιωμένη πραγματικότητα ξεκομμένη απ’ την οικονομική και κοινωνική της βάση, μοιάζει περισσότερο με το «προπατορικό αμάρτημα» των θεολόγων παρά με τον «φετιχισμό του εμπορεύματος» του Μαρξ.

Το ιστορικό φαινόμενο της εκμετάλλευσης ταυτίζεται με την καταπίεση γενικά: «Το προτσές της εκμετάλλευσης είναι. μια πράξη αλλοτριομένης, και συστηματικής καταπίεσης».

Σ’ αυτό το βαθμό θεωρητικής αφαίρεσης, η θεωρία δεν επιτρέπει πια τη στροφή προς; την πράξη, ή ιστορική πραγματικότητα γίνεται ένας θεωρητικός καπνός.

Ο Σαρτρ, αρνούμενος να θέσει, για κάποιο περασμένο, ή σημερινό ιστορικό γεγονός, το βασικό ερώτημα του Μαρξισμού: για ποια τάξη πρόκειται; δεν διαθέτει κανένα κριτήριο, και ο ιστορικός του φορμαλισμός δεν του επιτρέπει να ξεχωρίσει την επανάσταση από την αντεπανάσταση.

Η βασική αξία του Μαρξ έγκειται στο ότι ανακάλυψε το νόμο της ιστορικής ανάπτυξης ενός καθορισμένου κοινωνικού συστήματος: του καπιταλισμού. Μ’ αυτή ακριβώς την ανακάλυψη άνοιξε στην εργατική τάξη την προοπτική του σοσιαλισμού και της έδωσε τα μέσα για να διεξαγάγει νικηφόρα τον αγώνα της.

Σ’ αυτά τα τρία βασικά σημεία, το βιβλίο του Σαρτρ εγκαταλείπει εντελώς την προσφορά του έργου του Μαρξ.

Αυτό που ο ίδιος ο Μαρξ θεωρούσε σαν την πιο ουσιαστική του συμβολή, το ότι «η πάλη των τάξεων οδηγεί αναγκαία στη δικτατορία του προλεταριάτου» (γράμμα στον Βάϋντερμεγιερ της 5ης Μαρτίου 1852), ο Σαρτρ το αρνείται απόλυτα. Για τη δικτατορία του προλεταριάτου ο Σαρτρ βεβαιώνει πως «ακόμα και η ιδέα της είναι παράλογη». Το βιβλίο του είναι μια οπισθοδρόμηση σε σχέση, με τις σειρές των άρθρων του «Οι κομμουνιστές κι’ η ειρήνη» και την «Απάντηση προς τον Λεφόρ». Δεν πιστεύει πια στο μέλλον της εργατικής τάξης, που είναι καταδικασμένη σύμφωνα με τη γνώμη του στην ανικανότητα και στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Εγκαταλείπει τώρα τη θεωρία του Κόμματος, που είχε διατυπώσει από το 1952 ως τα 1954 υποδείχνοντας την αναγκαίά σύνδεση με την εργατική τάξη.

Και εδώ ίσως βρίσκεται το κλειδί της εξέλιξης της σκέψης του Σαρτρ: έχασε φανερά την εμπιστοσύνη του στο μέλλον της εργατικής τάξης και, σαν συνέπεια, η ιστορία, χάνει τη σημασία της, την εσωτερική σταθερότητά της. Η απόρριψη της αληθινής ιστορικής διαλεχτικής συνεπάγεται κατά μείζονα λόγο την απόρριψη της διαλεκτικής της φύσης και την όλο και πιο μεγάλη, απομάκρυνση από όλες τις μορφές του υλισμού.

Αυτή είναι, δίχως αμφιβολία, η βαθύτερη έννοια του βιβλίου αυτού που προσφέρεται σαν συμπλήρωση του μαρξισμού και που στην πραγματικότητα είναι η ολοκληρωτική του εγκατάλειψη. Διαχωρίζοντας τη φιλοσοφική του σκέψη από την πάλη της εργατικής τάξης και απ’ το Κόμμα της, ο Σαρτρ επιστρέφει στις προμαρξιστικές μορφές της αφηρημένης σκέψης και ξαναβάζει τη διαλεχτική να περπατάει με το κεφάλι.

Να λοιπόν, που γυρίσομε πάνω από έναν αιώνα πίσω, κι’ ο Σαρτρ θα μπορούσε, σχετικά με την φιλοσοφία του (φυλαχτό τής ταλαίπωρης συνείδησης εκείνων που ξέπεσαν έξω απ’ τον πραγματικό κόσμο), να αναστρέψει τη διατύπωση του Μαρξ και να πει: Το ζήτημα πιά δεν είναι να μεταβάλουμε τον κόσμο, παρά μονάχα να τον εξηγήσουμε.

(Μετάφρ. Β.Σ.)

***

Λίγα λόγια για τα πρόσωπα που αναφέρονται

Ο Ροζέ Γκαρωντύ (Roger Garaudy) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και για πολλά χρόνια ανώτατο στέλεχος και θεωρητικός του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1913 στη Μασσαλία. Είκοσι χρονών, το 1933, πριν αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή του Κλερμόν, εντάχθηκε στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Επί σαράντα χρόνια υπήρξε ο κύριος στοχαστής, θεωρητικός και εκφραστής των θέσεων του ΓΚΚ.

Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ανήκε στην Αντίσταση και πολέμησε στην Αλγερία, όπου συνελήφθη αιχμάλωτος και κρατήθηκε επί 30 μήνες σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Το 1945 έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Γαλλικού ΚΚ και το 1956 μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Τιμήθηκε για την αντιστασιακή του δράση. Έγινε βουλευτής για πρώτη φορά το 1945, επανεξελέγη στην Εθνοσυνέλευση το 1956-1958 και ήταν γερουσιαστής του Σηκουάνα την περίοδο 26/4/1959 έως 31/10/1962 οπότε παραιτήθηκε.

Το 1953 έγινε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης υποβάλλοντας διατριβή με τίτλο «Η υλιστική θεωρία της γνώσης», το 1954 διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Μόσχας, όπου παρουσίασε μελέτη με τίτλο «Το πρόβλημα της ελευθερίας και της αναγκαιότητας στο φως του μαρξισμού». Το 1956 συγκρούστηκε με έναν άλλο μαρξιστή φιλόσοφο, τον Λουί Αλτουσέρ.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 άσκησε κριτική στο Κομμουνιστικό Κόμμα, χαρακτήρισε μάλιστα τον ηγέτη του Ζωρζ Μαρσέ νεκροθάφτη του ΚΚ. Επίσης, στηλίτευσε τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Ως συνέπεια το Κομμουνιστικό Κόμμα τον διέγραψε από τις τάξεις του τον Μάιο του 1970.

Το 1996 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Οι θεμελιώδεις μύθοι της ισραηλινής πολιτικής», στο οποίο αρνούνταν το Ολοκαύτωμα. Το 1998, καταδικάστηκε σε φυλάκιση με αναστολή, στη βάση του νόμου Γκεϊσό, ο οποίος απαγορεύει να τίθεται εν αμφιβόλω η γενοκτονία των Εβραίων από τους Ναζί. Θεωρούσε αμερικανική προβοκάτσια τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Έγραψε περισσότερα από 50 βιβλία, κυρίως πολιτικής φιλοσοφίας.

Ο Ροζέ Γκαρωντύ πέθανε στις 13 Ιουνίου 2012 στο Παρίσι.

 

 

Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Charles Aymard Sartre) (ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός, ο γνωστότερος εκπρόσωπος του υπαρξισμού. Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος υπήρξε ένας στρατευμένος καλλιτέχνης στηρίζοντας τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του.

Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 21 Ιουνίου 1905.

Σπούδασε Φιλοσοφία στην περίφημη École Normale Supérieure όπου ανέπτυξε την επαναστατική του φύση και τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ, την κατοπινή ισόβια σύντροφό του.

Στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο κατατάχτηκε στην υπηρεσία μετεωρολογίας του στρατού, πιάστηκε αιχμάλωτος και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία από όπου μπόρεσε να διαφύγει μόνο με ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις. Εκεί διαμόρφωσε την άποψη ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ατομιστής αλλά έχει χρέος στην κοινωνία. Μετά την αποφυλάκισή του, συμμετείχε στο αντιστασιακό δίκτυο «Σοσιαλισμός και ελευθερία» (« Socialisme et liberté »).

Μετά τον πόλεμο ίδρυσε το λογοτεχνικό περιοδικό “Μοντέρνοι καιροί” (Les Temps modernes. Στο εκδοτικό σημείωμα του πρώτου τεύχους μάλιστα έθετε το θέμα της ευθύνης των διανοούμενων καθώς και της στρατευμένης λογοτεχνίας.

Δήλωνε αριστερός αλλά «αντίθετος με τις σταλινικές μεθόδους».

Τάχθηκε κατά του πολέμου της Ινδοκίνας και ασκούσε έντονη κριτική στην ιμπεριαλιστική τακτική των ΗΠΑ. Τελικά εντάχθηκε στο ΚΚ Γαλλίας από το οποίο αποχώρησε το φθινόπωρο του 1956, μετά τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία δίνοντας μία παταγώδη συνέντευξη στις 9/11 στην εφημερίδα “L’Express”.

Μαζί με τον Μπέρτραντ Ράσελ προέδρευσαν στο «δικαστήριο Ράσσελ», ένα αυτοδιορισμένο δικαστήριο, αποτελούμενο από διανοούμενους διαφόρων εθνικοτήτων, με κατηγορητήριο κατά της Αμερικής για εγκλήματα πολέμου στο Βιετνάμ.

Συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα του Μάη του ’68 στους δρόμους, στα αμφιθέατρα καθώς και στα μέσα ενημέρωσης. Πήρε συνέντευξη από τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ για το περιοδικό le Nouvel Observateur, προσφέροντάς του την ευκαιρία να εξηγήσει καλύτερα το κίνημα του Μάη.

Πέθανε στις 15 Απριλίου 1980 σε ηλικία 75 ετών στο Παρίσι από πνευμονικό οίδημα.

Ο υπαρξισμός

Ενώ άλλοι φιλόσοφοι θεωρήθηκαν θεμελιωτές του υπαρξισμού, ο Σαρτρ ήταν αυτός που τον έφερε στο προσκήνιο και δημιούργησε το ομώνυμα γαλλικό κίνημα, υποστηρίζοντας και εικονογραφώντας τις ιδέες του με πληθώρα έργων από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Ο Υπαρξισμός (existentialisme) είναι το κίνημα της σκέψης που προέβαλε την ύπαρξη (existence) σε αντιπαραβολή και αντίθεση με την ουσία (essence). Η τελευταία αντιμετωπίστηκε ως απατηλό δημιούργημα του φιλοσοφικού στοχασμού που παρέβλεπε μέχρι τότε το άμεσο και οδυνηρό δεδομένο της ύπαρξης. Ο Σαρτρ ανέφερε χαρακτηριστικά με παιγνιώδες ύφος στα γαλλικά «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» («L’ existence précè de l’ essence»).

Συνοψίζοντας τελείως επιγραμματικά τα βασικά σημεία της θεωρίας του, ο Σαρτρ υποστήριξε την ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Είπε για τον άνθρωπο πως «είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και τον έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη για αυτές. Άλλωστε θεωρούσε ότι ανεξαρτήτως των συνθηκών καθένας κρίνεται μόνο από τις πράξεις του, που επιπλέον είναι και μη αναστρέψιμες. Εξάλλου η -συχνά εφιαλτική- κρίση των άλλων μόνο σε αυτές μπορεί να βασιστεί και όχι στις προθέσεις ενός ατόμου. Ως ιδανικό τίθεται η ελευθερία επιλογής της δράσης και η ανάληψη της ευθύνης που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο.

 


[1] Με τη λέξη «αλλοτρίωση» αποδίδουμε τον μαρξιστικό όρο alienation που δεν έχει μπει ακόμα στην Ελληνική φιλοσοφική γλώσσα.

Η έννοια «αλλοτρίωση» είναι για ένα ον το γεγονός ότι εξωτερικοποιεί κάτι που βρίσκεται μέσα του, που αποτελεί την ουσία του, και ότι θεωρεί αυτό που εξωτερικοποιεί σαν κάτι ξέχωρο από τον εαυτό του, σαν μια πραγματικότητα αντίθετη και ξένη ταυτόχρονα προς αυτό το ον. (βλ. Pensée no 17/1948 σελ. 66).

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας