Εργατικός Αγώνας

Ο ποιητής της εργατικής τάξης συναντά τον ποιητή της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης

Γράφει η Δώρα Μόσχου.

Σ` αυτόν εδώ τον τόπο, «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα», όπου «κακιά σκουριά δεν πιάνει», σαν κόκκινη κλωστή διαπερνά την ιστορία η μνήμη των λαϊκών αγώνων, κοινωνικών – ταξικών και εθνικοαπελευθερωτικών. Στη μεγάλη αυτή σκυταλοδρομία της ιστορίας, όπου η μια γενιά περνά στην επόμενη τη σημαία του αγώνα, συμμετέχουν και οι μεγάλοι δημιουργοί, οι μεγάλοι καλλιτέχνες, διαμορφώνοντας μια δική τους αλληλουχία και συνέχεια, σε στενή σύνδεση με τη συνέχεια και την εξέλιξη των αγώνων του λαού μας, αποτυπώνοντας την κάθε φορά εκδήλωσή τους μέσα στις νέες ιστορικο–κοινωνικές συνθήκες.

                Κάποτε, μοιάζει σαν να αναπτύσσουν μεταξύ τους ένα διάλογο, παρά τη χρονική απόσταση που τους χωρίζει. Ίσως, ο πιο σημαντικός, ο πιο ενδιαφέρων από αυτούς τους «διαλόγους», είναι εκείνος που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ποιητή της εργατικής τάξης, τον Κώστα Βάρναλη, και τον ποιητή της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης των ελλήνων, το Διονύσιο Σολωμό.

Ο Σολωμός υπήρξε ο άνθρωπος που μετάπλασε την αναπτυσσόμενη εθνική συνείδηση των ελλήνων σε υψηλή ποίηση∙ ο άνθρωπος που διάλεξε πατρίδα, τάξη και γλώσσα και συντάχτηκε με τις πιο προοδευτικές, τις πιο λαϊκές, τις πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις του καιρού και του τόπου του∙ ακόμα, ο άνθρωπος που χάρισε στην Ελλάδα και στο λαό της τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν»∙ τον Ύμνο που συνόδεψε τις πιο ηρωικές του στιγμές: τον αγώνα των ελλήνων και φιλελλήνων μέσα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι∙ την πορεία των επτανήσιων Ριζοσπαστών, αγωνιστών για την ένωση με την Ελλάδα και τη διανομή της γης σ` αυτούς που για αιώνες την πότιζαν με τον ιδρώτα τους προς τις κρεμάλες των άγγλων αποικιοκρατών∙ το μεγαλειώδη χορό προς το θάνατο των 200 ηρώων της Καισαριανής∙ τη σπαραχτική κραυγή των υπερασπιστών του Πολυτεχνείου…

                Ο Βάρναλης πάλι, εκφραστής των πρωτοπόρων κοινωνικών δυνάμεων του δικού του καιρού, της εργατικής τάξης, πέρασε από την καταρχήν αμφισβήτηση του σολωμικού έργου στην αποδοχή, στο θαυμασμό, κάποτε στην προσπάθεια δημιουργικής μίμησης και στη διερεύνηση των προϋποθέσεων εκείνων – ιστορικών, οικονομικών, κοινωνικών, ιδεολογικών – που έκαναν το Σολωμό μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές του καιρού του. Το κομβικό γεγονός που συντέλεσε στην αλλαγή της στάσης του Βάρναλη απέναντι στο Σολωμό, υπήρξε, δίχως άλλο, η συγκλονιστική εμπειρία της Εθνικής Αντίστασης, του «νέου `21», του αντιφασιστικού αγώνα του ελληνικού λαού.

                Ο Κώστας Βάρναλης ξεκίνησε την ποιητική του πορεία ως ιδεαλιστής. Μετά όμως το κομβικό για την Ελλάδα 1922, ο Βάρναλης μεταστρέφεται: επηρεάζεται από την Οχτωβριανή Επανάσταση, μελετά τις σοσιαλιστικές ιδέες και η μεταστροφή του αυτή αποτυπώνεται στην πρώτη μεγάλη ποιητική του σύνθεση, το «Φως που καίει» (1923). Δύο χρόνια μετά, το 1925, επηρεασμένος από την έκδοση του βιβλίου του Γιάννη Αποστολάκη «Η ποίηση στη ζωή μας», στην οποία παρουσιάζεται ένας υπερβατικός Σολωμός, ο Βάρναλης κάνει το πρώτο σημαντικό του βήμα στο «διάλογό» του με το μεγάλο ζακυνθινό. Εκδίδει την κριτική μελέτη με τίτλο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», ένα εξαιρετικό υπόδειγμα μαρξιστικής αισθητικής και φιλολογικής κριτικής. Αργότερα, το έργο αυτό συμπληρώνεται με μία σειρά άρθρα που αφορούν επί μέρους ζητήματα του σολωμικού έργου και της ζωής του Σολωμού, αλλά και αναθεωρείται σε πολλά σημεία, σε σχέση με τις απόλυτες κρίσεις που ο Βάρναλης διατύπωνε στην πρώτη εκδοχή του έργου του. Τέλος, συμπληρώνεται με μία σειρά άρθρων άμεσης πολιτικής πολεμικής (του 1957 αυτά) στα οποία καταδικάζεται ο τρόπος με τον οποίο η μετεμφυλιακή επίσημη Ελλάδα «τιμά» τον ποιητή, καταστρατηγώντας στην πράξη τις αξίες του και απαξιώνοντας το έργο του.

               

Ο Σολωμός, ο κόσμος του και ο Βάρναλης

Οι πρώτες απόπειρες μαρξιστικής θεώρησης της ιστορίας και της τέχνης στην Ελλάδα έχουν ένα χαρακτήρα ηρωισμού αλλά και το πρόβλημα της μηχανιστικής μεταφοράς της θεωρίας και της μεθόδου στα διάφορα επιστημονικά πεδία. Η μελέτη του Βάρναλη για το Σολωμό είναι κατά το δυνατόν απαλλαγμένη από αυτά.

Ο Βάρναλης εφαρμόζει στην ανάλυσή του τη βασική μαρξιστική θέση για τη βάση και το εποικοδόμημα, για τη σχέση ανάμεσα στον κάθε φορά οικονομικό – κοινωνικό σχηματισμό και στους θεσμούς, την ιδεολογία, την τέχνη, τον πολιτισμό. Στο «Σολωμό» του, ο Βάρναλης προσπαθεί να αποδείξει ότι ο ποιητής δεν είναι ένα υπερκόσμιο ον, προικισμένο με θεϊκές αρετές, αλλά, αντίθετα, ένα γνήσιο παιδί της εποχής του και του τόπου του.             

Έτσι, εξετάζει κατ` αρχήν, το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον των Ιονίων νήσων, την εποχή της γέννησης του Σολωμού: μια κοινωνία αυστηρά δομημένη κατά τα φεουδαρχικά πρότυπα της δυτικής Ευρώπης, όπως την κληροδότησε στους γάλλους του Ναπολέοντα η μακρόχρονη βενετική επικυριαρχία. Δύο πράγματα εντυπωσιάζουν στο κείμενό του: η λογοτεχνική γλαφυρότητα και το χιούμορ του, αλλά και η ιστορική του ακρίβεια. Ο Βάρναλης, έχοντας στα χέρια του μόνο δημοσιευμένες πηγές, όχι μόνο αποδίδει πιστά την εποχή – ακόμη και στις λεπτομέρειές της – αλλά και διεισδύει στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, δίνοντας εύστοχες ερμηνείες που αποδεικνύονται σήμερα από τη μελέτη αντίστοιχων αρχειακών πηγών.Ας δούμε, για παράδειγμα, πως ο Βάρναλης αναλύει το γλωσσικό ιδίωμα των νησιωτών του Ιονίου:               

                «(…) Μέσα σε τετρακόσια χρόνια πήρανε τη γλώσσα της Μητρόπολης. Όμως όξω στον κάμπο οι χωριάτες μιλούνε ακόμα ρωμέϊκα. Τα βενετσάνικα, αλήθεια, είναι γλυκά και τρεχούμενα στο μίλημα. Δεν είναι γλώσσα πιο χαριτωμένη σε νέο γυναίκιο στόμα, σα μολογάει τρυφερά αισθήματα. Όμως απάνου στο θυμό ή σε νιτερέσο[1], γινάμενη γρήγορη και σοβαρή, καθώς είναι από φυσικό της τραγουδιστή, φαίνεται αστεία. Αυτή τη γλώσσα δεν πρέπει να τη μιλάει κανείς παρά στις καλοθύμητες ώρες της ζωής».[2]

                Η γλώσσα αποτυπώνει και οργανώνει την πρόσληψη του κόσμου, όχι μόνο σε ατομικό, αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Σε αυτό το απόσπασμα, ο Βάρναλης αποδίδει τον τρόπο με τον οποίο η βενετσιάνικη διάλεκτος έχει αποτυπώσει την κοινωνία της Βενετίας, της πόλης όπου γεννήθηκαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αλλά που δεν ωρίμασαν ποτέ: την τρυφηλότητα της ζωής των αστών, αλλά και τη σκληρότητά τους στο «νιτερέσο», και την αγριότητά τους στο θυμό: αγριότητα που έχει ιστορικά εκδηλωθεί στις ληστρικές επιδρομές τους στις γειτονικές χώρες, στη διαπάλη τους με τους οθωμανούς, στη διοίκηση που ασκούσαν στην επικράτειά τους

Σε άλλο σημείο, ο Βάρναλης περιγράφοντας τη ζακυνθινή και την κορφιάτικη ύπαιθρο: «Έξω ο κάμπος είναι γεμάτος από δέντρα: αμπέλια, λεϊμονιές, πορτοκαλλιές, νεραντζιές, ατέλειωτες ελιές. Όμως λιγοστά χωράφια – πολύς χέρσος τόπος. Η αμοιβή, που έδινε η βενετσιάνικη κυβέρνηση για το φύτεμα κάθε ρίζας, πλήθυνε τον αριθμό των λιόδεντρων κι` έκανε τους νησιώτες ν` αμελήσουνε κάθε άλλη καλλιέργεια. (…) Έτσι τα δέντρα μεγαλώνουνε στην τύχη, τα κλαριά τους μπλέκονται τόνα με τα` άλλο κι ο καρπός γίνεται λιγότερος. Μα θαρρούνε, πως, όσο το δέντρο είναι πυκνότερο, τόσο πιότερο καρπό θα δώσει».[3]

Αντιπαραβάλλω το προηγούμενο απόσπασμα με βενετσιάνικη αρχειακή πηγή, ένα δικόγραφο που αφορά την Κέρκυρα του 1786:

                «Ποιος δεν γνωρίζει πόσο εύφλεκτο είναι αυτό το φυτό; Ποιος δεν γνωρίζει την πυκνότητα και την ενότητα των φυτειών; Αν η ελιά μπορεί ν` αρπάξει εύκολα φωτιά, αν τα κλαδιά του ενός μπλέκονται στα κλαδιά του γειτονικού του, (…) αν η ξηρασία του καλοκαιριού επιταχύνει αυτό το αποτέλεσμα, ποιος δεν ξέρει ότι μέχρι ν` ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, μπορεί να εξαπλωθεί στα λιόδεντρα η πιο μεγάλη πυρκαγιά;»[4]

Σαφήνεια λοιπόν και γνώση, ακόμη και στη λεγόμενη «μικρή ιστορία», διακρίνει τον τρόπο με τον οποίο ο Βάρναλης περιγράφει το γεωγραφικό και το κοινωνικό τοπίο των μικρών νησιωτικών κόσμων από τους οποίους προέρχεται ο Σολωμός.

Το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Σολωμός δεν ήταν βέβαια εκείνο της υπαίθρου, αλλά της πόλης∙ εκεί όπου με βάση την καταγωγή, τη συμμετοχή στη διοίκηση, τη μη άσκηση χειρωνακτικού επαγγέλματος και – κάποτε, αλλά όχι απαραίτητα – την κατοχή γης με όρους φεουδαρχικής ιδιοκτησίας – συγκροτούνταν το θεσμοθετημένο κοινωνικό στρώμα των επτανησίων ευγενών[5]. Η ίδια η προσωπικότητα του Σολωμού υπήρξε πεδίο σύγκρουσης των διαφορετικών του καταγωγών, από εθνολογική, γλωσσική και κοινωνικοταξική άποψη. Ήταν γιός ενός ευγενούς, ενός κόντε – του Νικόλαου Σολωμού, γόνου παλιάς βενετοκρητικής οικογένειας από αυτές που, μετά την άλωση του Χάνδακα από τους οθωμανούς, οι βενετοί μετέφεραν μαζικά στη συχνά ερημούμενη από σεισμούς και λοιμούς Ζάκυνθο. Η μάνα του ήταν ένα λαϊκό κορίτσι, μια υπηρετριούλα δεκαέξι χρονών, με καταγωγή από τη Μάνη, η Αγγελική Νίκλη, η σιόρα Αγγέλικα. Ο Σολωμός γεννήθηκε στα 1798, σε συνθήκες επαναστατικού αναβρασμού στα Ιόνια νησιά: ένα χρόνο πριν τη γέννησή του, οι γάλλοι του Ναπολέοντα, φορείς ακόμα των επαναστατικών ιδεωδών του 1789, είχαν φτάσει στα Επτάνησα, διώχνοντας τους βενετούς και καταργώντας τα φεουδαρχικά προνόμια. Δέντρα της ελευθερίας φυτεύτηκαν στις κεντρικές πλατείες των πόλεων των νησιών και το «πόπολο», οι υποτελείς τάξεις, έκαψαν τελετουργικά τα κατάστιχα όπου βρίσκονταν καταχωρημένα τα ονόματα των ευγενών.

Δεν ξέρουμε ποιάν ακριβώς στάση κράτησε σ` αυτή τη διαδικασία ο άρχοντας Νικόλαος Σολωμός, δεδομένου ότι, γενικά, το αρχοντολόϊ των νησιών ήταν εχθρικό απέναντι στους γάλλους: ξέρουμε όμως ότι δε δίστασε να έχει δάσκαλο των παιδιών του τον ιταλό παπά Σάντο Ρόσσι, πολιτικό εξοριστό, αγωνιστή για την απελευθέρωση της Βόρειας Ιταλίας από τους αυστριακούς και για την πολιτική ενοποίηση της ιταλικής χεσονήσου. Ο Σολωμός διαπαιδαγωγήθηκε έτσι από τα πολύ νεαρά του χρόνια με τις ιδεολογικές, επαναστατικές αρχές του Διαφωτισμού και ολοκλήρωσε την ένταξή του στα πρωτοπόρα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του με τις σπουδές του στην Ιταλία.

Αυτό είναι και το δεύτερο επίπεδο των επιδράσεων που δέχτηκε ο Σολωμός και το οποίο εξετάζει ο Βάρναλης: το αξιακό σύστημα της ανερχόμενης αστικής τάξης, διαμορφωμένο από το κίνημα του Διαφωτισμού. Ο Βάρναλης ορίζει ως βασικά στοιχεία αυτού του συστήματος τον πολιτικό φιλελευθερισμό, την πίστη στην ανθρώπινη λογική, τη στροφή στην κλασική ελληνική και λατινική παιδεία, το ρομαντισμό (ως τάση προσέγγισης και αναγνώρισης της ρίζας των εθνών) και το φιλελληνισμό, ανώτατη έκφραση της «αρχής των εθνοτήτων», που επίσης διατύπωσε ο Διαφωτισμός[6]..

                Περνώντας από την υλική βάση της κοινωνίας στο πολιτιστικό εποικοδόμημα, αλλά και από το γενικό στο μερικό και στο ειδικό, εφαρμόζοντας δηλαδή στο ακέραιο τις αρχές της μαρξιστικής διαλεκτικής, ο Βάρναλης εξετάζει τον οικογενειακό μικρόκοσμο του Σολωμού: ο ηλικιωμένος αριστοκράτης κόντε Νικόλαος Σολωμός, ήδη παντρεμένος με τη Μαρνέτα Κάκνη που ήταν χρόνια κατάκοιτη και είχε αποκτήσει μαζί της δυο παιδιά, το Ροβέρτο και την Έλενα, περίμενε να πεθάνει η νόμιμη γυναίκα του, για να παντρευτεί, μια μέρα πριν πεθάνει ο ίδιος, τη σιόρα Αγγέλικα, αναγνωρίζοντας και τους δυο του γιους, Διονύσιο και Δημήτριο. Μέσα στον ίδιο χρόνο, η χήρα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον έμπορο Μανώλη Λεονταράκη και κίνησε μακρόχρονο δικαστικό αγώνα για να πάρει την περιουσία των γιών του κόντε και να τη δώσει στον άλλο της γιό, Ιωάννη Λεονταράκη. Οι μελετητές της ζωής και του έργου του Σολωμού την έχουν κατ` εξακολούθηση λοιδορήσει, θεωρώντας την υπαίτια για το ιδιόρρυθμο χαρακτήρα – ακόμα και τον αλκοολισμό – του ποιητή. Ο Βάρναλης της αφιερώνει ένα σύντομο άρθρο με τον τίτλο: «Η μάνα του Σολωμού». Σε αυτό, μέσα από μια της επιστολή (γραμμένη σε εξαίσια ελληνικά) παρουσιάζεται μια γυναίκα μόνη, αφημένη στην τύχη της από τα παιδιά της, από τα οποία δεν ζητά άλλο από το να έρχονται να τη δουν. Γράφει ο Βάρναλης:

                «Η μάνα αυτή, που ζητούσε από τα παιδιά της όχι τόσο τα «δόσια», παρά την καλή καρδιά και περιποιότανε μήνες μιαν άρρωστη υπηρέτρια – τόσο άρρωστη που της άλλαζε «πέντε και έξι σεντόνια την ημέρα» (τι να κάνω, όπου μας εδούλεψε όλους τόσον καλά τριαντατρεις χρόνους»!) όταν πέθανε άφησε τα μισά υπάρχοντά της στο Δημήτρη, που την βοηθούσε και στο Διονύσιο που δεν της έδινε τίποτε …».[7]    

Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιταλία, ο Σολωμός επέστρεψε στη Ζάκυνθο – υπό αγγλική «προστασία», δηλαδή στυγνή αποικιοκρατία, από το 1815 – όπου η είδηση της ελληνικής επανάστασης έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Οι αγγλικές αποικιακές αρχές ωστόσο, καθώς η Μεγάλη Βρετανία στάθηκε ήταν καταρχήν απόλυτα εχθρική απέναντι στην επανάσταση, κρεμούσαν τους ζακυνθινούς που πανηγύριζαν και άφηναν τα πτώματά τους, βουτηγμένα σε κατράμι, να κρέμονται έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους. Μαζί με τους άγγλους επικυρίαρχους, το αρχοντολόϊ της Ζακύνθου εχθρευόταν και αυτό τους επαναστατημένους έλληνες: «βάζουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή, οι βασιλιάδες της Ευρώπης, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ολπίδες», θα πει η «Γυναίκα της Ζάκυθος», η εφιαλτική λογοτεχνική περσόνα που έπλασε ο Σολωμός στο ομώνυμο πεζό του, για να χλευάσει και να στηλιτεύσει τη στάση της τάξης του απέναντι στην επανάσταση[8].

Η μεγάλη επανάσταση των ελλήνων, πέρα από το γεγονός ότι ξαναζωντάνεψε τα όνειρα όλης της προοδευτικής ανθρωπότητας, ότι ανανοηματοδότησε την πίστη πως τα ιδανικά της γαλλικής επανάστασης δεν πέθαναν, υπήρξε για το Σολωμό η λυδία λίθος για τη συγκρότηση της συνείδησής του. Ο θρύλος (;) τον θέλει να γράφει τον Ύμνο ακούγοντας τα κανόνια από την πολιορκία του Μεσολογγιού. Έτσι, αυτός ο ιταλοθρεμμένος «κόντες» (που, εξ άλλου, διατήρησε σε όλη του τη ζωή τον τίτλο του κόμη και με αυτόν υπέγραφε) διάλεξε να γράψει στη γλώσσα της μάνας του∙[9] διάλεξε να υπηρετήσει το λαό και την τάξη της μάνας του∙ όπως η ιστορική συγκυρία όρισε να γίνει ο συντοπίτης του – και, εν πολλοίς – ομοϊδεάτης του, Ούγκο Φόσκολο ιταλός – και εθνικός ποιητής της Ιταλίας – ο Σολωμός έγινε βαθύτατα έλληνας. Η επιλογή του ήταν μια απολύτως πολιτική επιλογή: το να γίνει έλληνας σήμαινε για τον ποιητή ότι συστρατεύεται με την επανάσταση. Και αυτή τη συστράτευση, και αυτή την επιλογή, μ΄ όλη του τη σχεδόν απόσυρση από τα εγκόσμια στην κερκυραϊκή φάση της ζωής του, δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Υπήρξε πάντα κριτικός απέναντι στην αγγλική «προστασία»: «Κυρία Βικτωρία, εσείς που φαίνεστε πάντα τόσο νέα και όμορφη στους εγγλέζικους πίνακες», θα γράψει ειρωνικά στα ιταλικά, στο περιθώριο ενός από τα τελευταία του ποιήματα[10]. Ακόμη, είναι ελάχιστα γνωστό ότι σε αυτή την τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Σολωμός χρηματοδοτούσε τους ιταλούς αγωνιστές για την ανεξαρτησία και την ενοποίηση της Ιταλίας που είχαν καταφύγει ως εξόριστοι στην Κέρκυρα. Ανάμεσά τους και τους ήρωες αδελφούς Μπαντιέρα, που την τραγική τους ιστορία μετάπλασαν αριστουργηματικά για τον κινηματογράφο οι αδελφοί Ταβιάνι στην ταινία τους «Αλλονζανφάν».

Ο Σολωμός δεν έγινε ποτέ πολίτης του ελληνικού κράτους. Γεννήθηκε γάλλος υπήκοος και πέθανε βρετανός. Δεν έζησε ποτέ τη χαρά να δει τον τόπο του τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Τα Ιόνια νησιά ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864, εφτά χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή και την πάνδημη κηδεία του. Στην τελετή «παράδοσης» των νησιών από τον τελευταίο βρετανό ύπατο αρμοστή στο βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο ακούστηκε για πρώτη φορά ο «’Υμνος εις την Ελευθερίαν», μελοποιημένος από τον επιστήθιο φίλο του ποιητή Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο. Η μελοποιημένη εκδοχή του «Ύμνου» μαθεύτηκε και αγαπήθηκε από ολόκληρο τον ελληνικό λαό και, μετά από λαϊκή απαίτηση, ορίστηκε ως εθνικός ύμνος των ελλήνων. Όχι χωρίς αντιρρήσεις: οι «λόγιοι», οι ίδιοι αυτοί που ο Σολωμός χλευάζει στο «Διάλογό» του για τη γλώσσα, αντιτάχθηκαν, γιατί ο Ύμνος ήταν γραμμένος στη «γλώσσα του χυδαίου όχλου». Η άρχουσα τάξη γιατί «εξύβριζε τις μεγάλες δυνάμεις», τους «προστάτες» μας. Ο Κώστας Βάρναλης γράφει στα φιλολογικά του απομνημονεύματα, αναθυμούμενος την εποχή που έκανε το δάσκαλο στα Μέγαρα: Κάποια χρονιά που είχα συγκεντρωμένα στην Γ΄ Ελληνικού πολλά καλά παιδιά, τους δίδαξα ολάκερο τον “Εθνικό Ύμνο” του Σολωμού, που δεν τον είχε το πρόγραμμα. Βρέθηκε αμέσως ο “επιστήμονας” του χωριού να με καταγγείλει στο υπουργείο ότι υπονομεύω την αθάνατον ημών γλώσσαν άτε διδάσκων εις τους παίδας τον “Εθνικόν Ύμνον!”. Πού να το φανταζότανε ο Σολωμός ότι ο ύμνος του θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το υπουργείο με κάλεσε “εις απολογίαν!”.

               

Η ανάλυση του Σολωμικού έργου και οι επιδράσεις

Ο Βάρναλης γράφει ότι η απάντησή του στο έργο του Γιάννη Αποστολάκη είναι η μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», αλλά και η δεύτερη μεγάλη ποιητική του σύνθεση, οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», που εκδόθηκε το 1927. Με αυτό το έργο, «διαλέγεται» με το Σολωμό σε ένα άλλο επίπεδο: στο επίπεδο της αξιοποίησης των κατακτήσεων της τεχνικής του, αλλά και, το κυριώτερο, της ανάπτυξης των αξιών του μέσα σε ένα νέο κοινωνικό περιβάλλον, στο πλαίσιο μιας νέας κοσμοθεωρίας, για την έκφραση και την εξυπηρέτηση νέων κοινωνικών αναγκών και αντιθέσεων. Ο Βάρναλης έχει μελετήσει το σύνολο του σολωμικού έργου – ακόμη και τους «Στοχασμούς», τα αισθητικά και φιλοσοφικά σχόλια που συνοδεύουν τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» υπήρξαν για το Σολωμό έργο ζωής. Η κεντρική ιδέα των τριών σχεδιασμάτων είναι η ακόλουθη: οι υλικές πιέσεις και οι εξαναγκασμοί (η βία του εχθρού, η αδιαφορία ή και εχθρική στάση των μεγάλων δυνάμεων στο δράμα των μεσολογγιτών, η άγρια πείνα λόγω της μακρόχρονης πολιορκίας) είναι όλοι εξωτερικοί παράγοντες που δεν μπορούν να επηρεάσουν το φρόνημα των πολιορκημένων. Όσο σφίγγει ο κύκλος της βίας και των στερήσεων, τόσο η πίστη στις «Μεγάλες Ουσίες», σύμφωνα με την έκφραση του ίδιου του Σολωμού, ατσαλώνεται και οι πολιορκημένοι μένουν εσωτερικά, ηθικά, ελεύθεροι και νικητές.

Ο Βάρναλης εισάγει στην προβληματική του Σολωμού ένα νέο στοιχείο: το στοιχείο της ταξικής ανισότητας και της πάλης των τάξεων. Οι ταξικές ανισότητες, η κοινωνική αδικία αποσαθρώνει τη βούληση των καταπιεσμένων, που δεν μπορούν να αντισταθούν στις «πολιορκίες» που τους επιβάλλουν τα καταπιεστικά εκμεταλλευτικά συστήματα. Ο Βάρναλης, μέσω του τίτλου που δίνει στο έργο του, «συνδιαλέγεται» και με έναν άλλο, όψιμο, εκπρόσωπο της Επτανησιακής Λογοτεχνίας, που είναι και ένας από τους πρώτους σοσιαλιστές – μαρξιστές πεζογράφους μας: το μεγάλο Ντίνο Θεοτόκη και το μυθιστόρημά του – τοιχογραφία μιας εποχής «Οι Σκλάβοι στα Δεσμά τους». Οι άνθρωποι του Βάρναλη – όπως και οι μυθιστορηματικοί ήρωες του Θεοτόκη – είναι «σκλάβοι πολιορκημένοι», σκλάβοι της υλικής ανάγκης. Στο έργο του Θεοτόκη αυτή η υλική ανάγκη τους συνθλίβει (εξ άλλου, οι κεντρικοί ήρωες είναι εκπρόσωποι της παλιάς κοινωνικής τάξης των ευγενών που σβήνει): στο Βάρναλη, αντίθετα, ακούγεται το σάλπισμα της «Καμπάνας» – το κάλεσμα για την κοινωνική επανάσταση, με το οποίο κλείνει η σύνθεση.

                Σε όλο το έργο, ο Βάρναλης μιμείται δημιουργικά το Σολωμό. Πρώτα – πρώτα, στιχουργικά, με τους γρήγορους τροχαίους του (τροχαϊκό είναι το μέτρο του «Ύμνου στην Ελευθερία», αλλά δεν πρόκειται για πολύ συχνό μέτρο στην ελληνική ποίηση) και τους άρτιους δεκαπεντασύλλαβους, που και οι δύο δημιουργοί έχουν αντλήσει από τη λαϊκή μήτρα της νεοελληνικής ποίησης, το δημοτικό τραγούδι, αλλά και τη λόγια, την κρητική αναγεννησιακή ποίηση. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο Βάρναλης μιμείται στο ακέραιο τη στιχουργική του Σολωμού. Παραθέτω ενδεικτικά μία στροφή από την «Καμπάνα», από τους «Σκλάβους πολιορκημένους»:

Μες στο δροσάνεμο

που αναγαλλιάζω                                          

κι ο νους βυθίζεται

σε χάος γαλάζο,

ανθρώποι, αφήστε με

να ξεχαστώ

φωτοπερίχυτη,

στόμα κλειστό.

                Ας συγκρίνουμε αυτή τη στροφή με την πρώτη στροφή από την «Τρελή Μάνα» του Σολωμού:

Τώρα που η ξάστερη

νύχτα μονάχους

μας ηύρε απάντεχα,

κι εκεί εις τους βράχους

σχίζεται η θάλασσα

σιγαλινά.

                Το μέτρο στα δύο ποιήματα είναι πανομοιότυπο, με τη προσθήκη δύο ακόμη στίχων από το Βάρναλη.

                Αλλού, εμφανίζονται στιχουργικά και τεχνικά μοτίβα πολύ όμοια, αν και αναφέρονται σε τελείως διαφορετικά πράγματα. Η πολύ ανθρώπινη και πολύ λαϊκή Παναγία των «Πόνων της Παναγιάς» του Βάρναλη, αναπολεί τον «άγγελο», της καλής είδησης – που ο ποιητής σαφώς υπαινίσσεται ότι δεν είναι όραμα, αλλά ανθρώπινο πλάσμα:

Απομονώνω από το ποίημα τους παρακάτω στίχους:

Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ` ακροθαλάσσι να πετάς,

κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς:

κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ` έρημο πηγάδι:

καν αναγνώστη στο ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς –

που σ` είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;

                Ας τους συγκρίνουμε τώρα με τους στίχους από τον «Κρητικό» του Σολωμού, όπου ο ήρωας της συντριμμένης κρητικής επανάστασης προσπαθεί να αναγνωρίσει τη λαμπρή γυναικεία μορφή η οποία βρίσκεται μπροστά του:

Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω

καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,

κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου

καν τ` όνειρο όταν μ` έθρεφε το γάλα της μητρός μου.

                Η δημιουργική όμως αξιοποίηση της σολωμικής κληρονομιάς από το Βάρναλη λειτουργεί κυρίως στο πεδίο των προσώπων – συμβόλων της εποχής του καθενός και των αγώνων της. Ιδιαίτερα στο τμήμα των «Σκλάβων πολιορκημένων» που επιγράφεται «Ο πόλεμος», ο Βάρναλης αντιγράφει το Σολωμό, όταν εμφανίζει την αντρική και τη γυναικεία (αλλά «αντρίκεια», για το Σολωμό, ως προς τη γενναιότητα) συμπεριφορά μπροστά στον πόλεμο. Την ίδια όμως αυτή συμπεριφορά την αντιστρέφει, διότι στους «Σκλάβους Πολιορκημένους» ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι οι ήρωες που αντιστέκονται στον εξωτερικό καταναγκασμό, στη βία και στην πείνα: είναι, αντίθετα, τα συνθλιμμένα από τους πολέμους που άλλοι αποφάσισαν πλάσματα ενός κατώτερου – με την κοινωνική, την ταξική έννοια του όρου – θεού, που λαχταράνε τις απλές χαρές του καθημερινού μόχθου, της καθημερινής ζωής:

Στον ουρανό σου, κρούσταλλο, με ποιόνε νάσαι, Θέ μου;

Ο σκοτωμένος σε πονά, ο φονιάς σ` ευφραίνει; Πε μου!

                Έτσι τελειώνει το σπαρακτικό μονόλογό της η Γυναίκα. Αλλά κι ο άντρας πολεμιστής που εμφανίζεται στο ποίημα «Η χαρά του πολέμου» ως «σκιά ενός κλέφτη από τα περασμένα», δείχνει περισσότερο βάρβαρος και λιγώτερο γενναίος ήρωας ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

                Εδώ οφείλω να κάνω μία επισήμανση. Οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι» είναι ένα βαθύτατα αντιπολεμικό ποιητικό έργο. Γράφτηκε στα 1927, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει υπάρξει ακόμα η σπουδαία συλλογική εμπειρία του ελληνικού λαού από την εαμική εθνική αντίσταση και, αργότερα, τον αγώνα του ΔΣΕ. Οι πολεμικές εμπειρίες του αιώνα, για τον ελληνικό λαό ήταν το γενικευμένο σφαγείο του ιμπεριαλιστικού Α` παγκοσμίου πολέμου και η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Χρειάστηκε να έρθει η μεγάλη δεκαετία του 1940, με την εποποιία, αλλά και τις ήττες της, για να συνδεθεί οργανικά το πολιτικό υποκείμενο της εργατικής τάξης με την αντάρτικη κληρονομιά του `21 και να κεφαλαιοποιήσει τα διδάγματά της στη συγκρότηση αγωνιστικής συνείδησης.

Οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», οι σκλάβοι της υλικής ανάγκης, οδηγούνται στη δική τους έξοδο, την αντίστοιχη με εκείνη την ηρωική του Μεσολογγίου. Αυτή η έξοδος δεν είναι άλλη από την κοινωνική επανάσταση που κηρύσσει, η «Καμπάνα ήτοι η Ελευθερία». Στο θαυμάσιο αυτό προσκλητήριο εξέγερσης, ο Βάρναλης αποτίει έναν ακόμη φόρο τιμής στο Σολωμό, μεταπλάθοντας το ακόλουθο ημιτελές δίστιχο, από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»:

Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος

Εκείθε βγήκε ανίκητος …

             Αντίστοιχα, καλεί η «Καμπάνα» – επανάσταση, τους κολασμένους της γης:

«Φτωχέ, σου μάραναν

κόποι και πόνοι

τη θέληση άβουλη

πιωμένη αφιόνι.

Αν είν` ο λάκκος σου

πολύ βαθύς,

χρέος με τα χέρια σου

να σηκωθείς».

                Η σχέση ανάμεσα στους δύο ποιητές είναι πολύμορφη και πολύτροπη. Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο από τη σχέση ενός «δασκάλου», με το μαθητή του, που τον σέβεται, αλλά και τον ξεπερνάει. Ο «διάλογος» των δύο δημιουργών είναι, κατά τη γνώμη μου, διάλογος ανάμεσα στις πρωτοπορίες του καιρού και του τόπου τους. Ακόμη και τα καθαρά ατομικά τους χαρακτηριστικά, είναι αποτυπώσεις συμπεριφορών της τάξης τους και της εποχής τους.

Ο παλαιότερος: ο γιός του αριστοκράτη και της υπηρέτριας που ονειρεύτηκε να γίνει αστή, ο άνθρωπος που διάλεξε πατρίδα και τάξη με το έργο του και ύμνησε μοναδικά τη μεγάλη επανάσταση των ελλήνων: ιδιόρρυθμος, μοναχικός, εστέτ, «με όλα τα ελαττώματα του άεργου αριστοκράτη και όλες τις αρετές του μεγάλου ποιητή»,   όπως γράφει ο Βάρναλης, αγαπήθηκε από τον ελληνικό λαό στο σύνολό του και «τιμήθηκε» από την άρχουσα τάξη όπως αυτή ξέρει να «τιμά» όσους την ενοχλούν: απαξιώνοντας το έργο του, χλευάζοντας το – εξαίσιο ωστόσο – γλωσσικό του ιδίωμα, με τον ισχυρισμό ότι δεν ήξερε ελληνικά! Σύμβολο πνευματικό μιας εποχής και μιας τάξης που πραγμάτωσε την επανάσταση και συγκρότησε το ελληνικό κράτος, αλλά που δεν μπόρεσε – και δεν μπορεί – ιστορικά ούτε τον εαυτό της να ξεπεράσει ούτε και να αποδεχτεί ακόμη και τις δικές της μεγάλες επαναστατικές στιγμές.

                Και έρχεται ο νεότερος να τον μελετήσει και να κεφαλαιοποιήσει την κληρονομιά του: βαλκάνιος κι ανατολίτης, δημόσιος υπάλληλος, κομμάτι της εργατικής τάξης, όχι όμως από τα απαξιωμένα τμήματά της, με πλατειά και βαθειά παιδεία. Μαρξιστής, υλιστής και υλοζωιστής, γλεντζές και γυναικάς, ενταγμένος στη ζωή σε όλη της την κλίμακα και, πάνω απ` όλα, στρατευμένος, όχι μόνο με το έργο αλλά και με τη ζωή του: όχι στρατευμένος σε ένα γενικό και αόριστο ανθρωπισμό, αλλά ενεργός κομμουνιστής, ταγμένος στην υπόθεση της εργατικής τάξης και της σοσιαλιστικής επανάστασης.

                Έτσι, η βαθειά επίδραση που ο Σολωμός άσκησε στο Βάρναλη αποτυπώνει, στην ουσία, την εξέλιξη του ελληνικού λαού και των αγώνων του, από τις παραμονές της συγκρότησης του κράτους του, μέχρι και σήμερα. Είναι η παράδοση της αγωνιστικής σκυτάλης από την κάθε φορά πρωτοπόρα κοινωνική τάξη στην επόμενη. Σ` αυτό το πεδίο, ο κόντε Διονύσιος και ο μπάρμπα – Κώστας θα διαλέγονται εσαεί, διαπαιδαγωγώντας στο πνεύμα της εξέγερσης, τον αγαπημένο τους λαό, τον «πάντοτ` ευκολοπίστευτο και πάντα προδομένο»: μέχρι την πραγμάτωση των «Μεγάλων Ουσιών» του πρώτου, σε κοινωνίες που όπως πίστεψε ο δεύτερος – και συμμεριζόμαστε κι εμείς την πίστη του – θα έχουν κατακτήσει την εθνική, την κοινωνική και, αρθρωμένη, πάνω σε αυτές, την πολιτισμική και ηθική ελευθερία.

 

Η Δώρα Μόσχου είναι ιστορικός. Επί σειρά ετών διετέλεσε μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

Το παραπάνω άρθρο στηρίζεται σε μια παλιότερη διάλεξή της η οποία στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας».

 


[1] Το συμφέρον, κυρίως το οικονομικό.

[2] Κώστα Βάρναλη: «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική».

[3] Ο.π.

[4] Αρχείο του Κράτους της Βενετίας (Archivio di Stato di Venezia), αρχειακή σειρά «Δίκες και δικαστικά έγγραφα», φάκελλος αρ. 14.

[5] Πρέπει όμως να σημειώσω ότι η πόλη της Ζακύνθου είχε αστική τάξη αναπτυγμένη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο νησί του Ιονίου. Η αστική αυτή τάξη μάλιστα φαίνεται ότι συνωμοτούσε – πριν ακόμη από την άφιξη των γάλλων στα νησιά – με τους αντιπροσώπους των γαλλικών επαναστατικών κυβερνήσεων. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από τις εκθέσεις των Inquisitori di Stato, της βενετσιάνικης – ΚΥΠ, που παρακολουθούσαν, ειδικά στη Ζάκυνθο, τις κινήσεις και τις συναντήσεις του γάλλου προξένου Saint Sauveur.

[6] Βέβαια, ο ποιητής, ο καλλιτέχνης Σολωμός είναι ρομαντικός. Εντάσσεται δηλαδή στο μεγάλο ρεύμα του επαναστατικού ρομαντισμού όπως και άλλοι σπουδαίοι σύγχρονοί του: ο Ουγκώ, ο Μπάϋρον, ο Σέλλεϊ, ο Πούσκιν.

[7] Κώστα Βάρναλη: «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική».

[8] Λέγεται ότι η «Γυναίκα της Ζάκυθος» αποτελεί τη λογοτεχνική μετάπλαση της γυναίκας του αδελφού του ποιητή, Δημήτριου, ενός ανθρώπου στενά δεμένου με όλες τις ξενικές επικυριαρχίες. Πάντως ποτέ το αρχοντολόϊ της Ζακύνθου δεν συγχώρεσε το Σολωμό για τη στάση του και αυτό υπήρξε, μαζί με τη δίκη για την κληρονομιά του πατέρα του ο ένας από τους δυι λόγους για την αυτοεξορία του στην Κέρκυρα.

[9] Ο Σολωμός έγραψε τα πρώτα – αλλά και τα τελευταία – ποιήματά του στα ιταλικά. Ο πολιτικός και λόγιος Σπυρίδων Τρικούπης ήταν εκείνος που τον παρακίνησε να γράψει στα ελληνικά – και τότε, μέσα στον ποιητή, ανάβλυσε η εξαίσια γλώσσα που διδάχτηκε από τη μάνα του.

[10] Γράφει ο σπουδαίος ιταλός ελληνιστής Mario Vitti στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (εκδ. «Οδυσσέας», μετ. Μυρσίνης Ζορμπά, σελ. 172): «Ένα άλλο σχεδίασμα μαρτυράει την πρόθεση του Σολωμού να εξυμνήσει την επανάσταση της Θεσσαλίας, καταδεικνύοντας τη θέση της στο ευρύτερο πλαίσιο του Κριμαϊκού πολέμου και, πιθανόν, στιγματίζοντας τις δυνάμεις που συντέλεσαν στην αποτυχία της. Φαίνεται, μάλιστα, ότι από το ποίημα δεν θα έλειπε και κάποια δηκτικότητα, αφού απευθύνεται προς τη βασίλισσα της Αγγλίας με τα λόγια: «Madama Vittoria che diventate sempre più giovane e più bella nei quadri inglesi”.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας