Εργατικός Αγώνας

Το κοινωνικό κράτος πρόνοιας σε μια νεοφιλελεύθερη εποχή

Του Νίκου Δαμιανάκη.

Η υγεία και η πρόνοια  αποτελούν κοινωνικό αγαθό και δεν χωρά, σε καμία περίπτωση ο αγοραίος χαρακτήρας,  η εμπορευματοποίηση και η κερδοσκοπία

Η αναβάθμιση του δημόσιου τομέα και η αποδυνάμωση του ιδιωτικού, αποτελεί προϋπόθεση της αποτελεσματικής λειτουργίας του Δημόσιου Εθνικού Συστήματος Υγείας-Πρόνοιας.

 

1. Το κοινωνικό κράτος πρόνοιας

Το κράτος πρόνοιας, ως πολιτική αντίληψη, εφαρμόστηκε στον Δυτικό Κόσμο μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην εφαρμογή των συγκεκριμένων πολιτικών, οι κοινωνικές δαπάνες πραγματοποιούνται για χρήσιμα αντικείμενα, όπως σχολεία, νοσοκομεία, δρόμους. Υπηρεσίες, δηλαδή, που αξιοποιούνται από τους πολίτες, έχουν αναγκαιότητα ύπαρξης και προσφέρονται  από ιδιωτικές επιχειρήσεις με υψηλό κόστος για τον πολίτη. Τις δημόσιες επενδύσεις αυτού του χαρακτήρα τις συναντούμε, κυρίως, στον κλάδο της δημόσιας υγείας και πρόνοιας. Έναν  κλάδο με δυνατότητα επέκτασης (τότε τουλάχιστον), ανάλογης των επικρατέστερων συνθηκών-παραγόντων, στην οικονομία. Οι κοινωνικές  επενδύσεις πραγματοποιούνται από το κράτος και διευθύνονται απ’ αυτό. Το κράτος αναλαμβάνει τη διοίκηση των υγειονομικών μονάδων και ιδρυμάτων.  

Ο σχεδιασμός κι η αποτελεσματικότητα της κοινωνικής επένδυσης βασίζονται στην έγκαιρη πληροφόρηση για τα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια, ώστε να περιοριστούν, αν όχι να εξαφανιστούν. Επίσης, σημαντικές είναι και οι γνώσεις του κράτους για μελλοντικές τεχνολογικές βελτιώσεις και εξελίξεις, ώστε να επιτύχει μια σημαντική εισχώρηση στην αγορά της υγείας. Tο κράτος, θα πρέπει να παρέμβει, σ’ ένα ευρύ πεδίο πραγματοποίησης δημοσίων δαπανών, εκτέλεσης δημοσίων έργων και δημοσίων επιχειρήσεων, με στόχο, την αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα της υγείας και πρόνοιας . Οι δημόσιες δαπάνες μπορούν, επίσης, να έχουν τη μορφή επιδομάτων και  ενισχύσεων  με κύριο στόχο την ανακούφιση των αναγκών των ασθενέστερων στρωμάτων.
Σημαντική είναι η εναρμόνιση του κοινωνικού και ατομικού συμφέροντος, μέσω της διάθεσης του παραγόμενου εθνικού προϊόντος, για την ικανοποίηση συλλογικών και κοινωνικών αναγκών. Στις κοινωνικές επιχειρήσεις τα μέσα παραγωγής λειτουργούν υπό τη σκέπη του κράτους. Η ίδρυση των επιχειρήσεων και η διοίκηση της εκάστοτε μονάδας είναι κεντρικά ορισμένη-σχεδιασμένη από το κράτος. Το κράτος είναι επιφορτισμένο με την ευθύνη ίδρυσης και διατήρησης της οικονομικής επάρκειας της κοινωνικής επιχείρησης, όπως, επίσης,  και για την έναρξη της λειτουργίας και τον καθορισμό των πλαισίων ελέγχου υλοποίησης των κρατικών πολιτικών.

 

2. Η νεοφιλελεύθερη εποχή…

Ως πολιτική και πολιτικό εγχείρημα, ο νεοφιλελευθερισμός είναι συνδεδεμένος με  την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, αγαθών, την παραχώρηση των κρατικών λειτουργιών στο ιδιωτικό κεφάλαιο, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την απαξίωση (αρχικά) και κατάργηση του κράτους πρόνοιας, την απελευθέρωση της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών, ως μορφή επένδυσης, καθώς και την αγοραία και «εμπορευματοποιημένη»  μορφή της κοινωνίας. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη φανερώνει την τάση να μειώσει την κρατική επιρροή και περιουσία. Από τη δεκαετία του 1970 ως και σήμερα -με πιο επιθετική μορφή- οι επιδιώξεις του νεοφιλελευθερισμού δεν έχουν αλλάξει. Το κράτος μειώνει τις κρατικές δαπάνες ανακούφισης, που θα εξασφάλιζαν και εργασία στα επαγγέλματα του τομέα υγείας και προχωρά σε περικοπές των κοινωνικών παροχών.
Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό σύστημα είναι δομημένο για μία «ιδανική πορεία», που αξιοποιεί άριστα τις οικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες. Κάθε ανισορροπία στο σύστημα είναι προσωρινή, αφού οι ελεύθεροι μηχανισμοί θέτουν σε κίνηση εκείνες τις δυνάμεις, οι οποίες επαναφέρουν την πορεία ισορροπίας. Αυτό το σύστημα της αγοράς θεωρείται αυτορυθμιζόμενο, καθώς στηρίζεται στους αυτόματους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς, δηλαδή το μηχανισμό τιμών. Για να επιτύχει, όμως, αυτή η ενέργεια, θα πρέπει να περιοριστούν οι κρατικοί παρεμβατικοί μηχανισμοί. Η ανεργία είναι προσωρινό φαινόμενο και ο μόνος ρόλος του χρήματος είναι ο προσδιορισμός του απόλυτου ύψους των τιμών. Οπωσδήποτε, όμως, ο αυτοματισμός του συστήματος προϋποθέτει την ανυπαρξία ατελειών στην αγορά.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της  νεοφιλελεύθερης οικονομίας:

α) Το άνοιγμα της οικονομίας και η προώθηση της διεθνοποίησης τον κεφαλαίου. Προωθήθηκε με τις διάφορες ολοκληρώσεις  ανάμεσα στις ανεπτυγμένες  οικονομίες.

β) Η εξάλειψη και των τελευταίων φιλεργατικών ρυθμίσεων από τις δομές της αγοράς, στο  εργασιακό δυναμικό  και στις εργασιακές σχέσεις. Ιδιαίτερο ρόλο, έπαιξαν εδώ οι πολιτικές ευελιξίας της εργασίας. Βέβαια, ακόμα  και μ’ αυτούς τους μετασχηματισμούς, η κρίση στον πυρήνα των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων δεν επιλύθηκε. Οι αναδιαρθρώσεις στη διαδικασία παραγωγής αφέθηκαν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, που όμως, δεν επωμίστηκε το κόστος τέτοιων αλλαγών, τουλάχιστον στην αναγκαία έκταση.

Κεντρικές μέθοδοι φιλελευθεροποίησης της οικονομίας της υγείας και της πρόνοιας είναι: η ενίσχυση του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου τομέα και   η μετατροπή δημόσιων δομών υγείας σε επιχειρήσεις παροχής υγείας. Κρίσιμο χαρακτηριστικό τους είναι η πεποίθηση, ότι, «πρέπει να μπεις πιο βαθειά στην κρίση για να βγεις πιο γρήγορα απ’ αυτήν».

Οι βασικές πολιτικές τους είναι:

• Δημοσιονομική λιτότητα (μείωση κρατικών δαπανών και πληρωμών).

• Επιχειρηματικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. απορύθμιση αγοράς εργασίας, απόσυρση

προστατευτισμού, περιορισμός κρατικών ρυθμίσεων).

 

3. Η επίδραση του νεοφιλελευθερισμού στο «υπαρκτό» κοινωνικό κράτος

Η υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος -πρόνοιας εμπεριέχει,  ως κρίσιμο παράγοντα, τη μη αντιμετώπιση των εργασιακών προβλημάτων του εργαζόμενου προσωπικού και την υποβάθμιση των παροχών υγείας. Η ποικιλομορφία των εργασιακών σχέσεων στο χώρο της πρόνοιας δημιουργεί σοβαρά προβλήματα αναγκών εκπροσώπησης, διεκδικήσεων και συμφερόντων, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση των εργασιακών σχέσεων, της ανασφάλειας και κατ΄ επέκτασιν την Εργατική Αποδυνάμωση των Φορέων Κρατικής Πρόνοιας.  Πραγματοποιείται ένα δημόσιο σύστημα πρόνοιας με υποστελέχωση*, διαφθορά, με αφανείς μορφές ιδιωτικοποίησης, απαράδεκτη υλικοτεχνική υποδομή, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, χαμηλές αμοιβές κι εξαντλητικές συνθήκες εργασίας για τους επαγγελματίες της Πρόνοιας.

Τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας, όπου παρέχονται νοσηλευτικές υπηρεσίες και μάλιστα εξειδικευμένες, σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, μαστίζονται από τη μη κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων κυρίως νοσηλευτικού, ιατρικού, παραϊατρικού, εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού.  Επίσης παρά την ολοκλήρωση των νέων οργανισμών, που έχουν συσταθεί,  ήδη από τον Ιούνιο του 2018, οι οργανισμοί αυτοί δεν έχουν ενεργοποιηθεί.  Από κει εκπορεύεται κι η ανάγκη ανανέωσης των προγραμμάτων κοινωφελούς και μη, εργασίας με μονιμοποίηση  του επιστημονικού προσωπικού και την πρόσληψη του μέσω οργανικών θέσεων μιας και καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Έτσι αποφεύγεται η υποστελέχωση των μονάδων πρόνοιας και η διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ κοινωνικών επιστημόνων και περιθαλπόμενων, όπως, δυστυχώς,  παρατηρείται σήμερα.

Σε επίπεδο εργαζομένων, η διατάραξη των ενιαίων εργασιακών σχέσεων εμφανίζεται με την κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Έτσι μεγενθύνεται η εργασιακή ανασφάλεια των εργαζομένων στις διάφορες δομές. Τα πιο σημαντικά εργασιακά προβλήματα του ανθρώπινου δυναμικού είναι η ανυπαρξία ουσιαστικών αυξήσεων στους βασικούς μισθούς, η συρρίκνωση των επιδομάτων, η μη τήρηση της εργατικής νομοθεσίας και η μη κοινωνική και εκπαιδευτική αναβάθμιση των εργαζομένων, ανεξαρτήτως ειδικότητας και αρμοδιοτήτων.

Έκδηλη είναι η απουσία  κρατικής  μέριμνας των εργαζομένων στην παραμεθόριο και στα ακριτικά νησιά, απέναντι σε φαινόμενα εκμετάλλευσης,  σε  στέγαση, σε περίθαλψη και σε υπηρεσίες κοινωνικής ωφέλειας.

Χαρακτηριστική, νεοφιλελεύθερη πρακτική είναι και η υποβάθμιση  των εγκαταστάσεων της πρόνοιας, σε επίπεδο χωροταξικών υποδομών, τεχνολογικού και υλικοτεχνικού εξοπλισμού.  Αποτέλεσμα αυτών,  η υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών κι η επιδείνωση της κατάστασης των περιθαλπόμενων. Η πρακτική αυτή, οδηγεί, αρχικά, στην απαξίωση των δομών και των παρεχόμενων υπηρεσιών και στη συνέχεια το νεοφιλελεύθερο μοντέλο οδηγεί στην ιδιωτικοποίησή τους.

Ως προς τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση των δομών υγείας και πρόνοιας, έχει ανοίξει ο δρόμος στις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα  που επεκτείνονται και στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Όπως έχει αποδείξει η διεθνής εμπειρία, οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα  είναι αντίθετες στο δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον, αυξάνουν κατακόρυφα το κόστος υπηρεσιών και την κατευθυνόμενη ζήτηση υπηρεσιών, χωρίς κανένα όφελος για τους πολίτες και τους εργαζόμενους.

Η εφαρμογή του  ΣΔΙΤ είναι, κατ΄ ουσίαν,  επιζήμια. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα στο συγκεκριμένο τομέα, έχουν τη δυνατότητα να απομυζούν τεράστια ποσά από τις δαπάνες υγείας των ασφαλιστικών οργανισμών και να καθορίζουν πολιτικές στο χώρο της υγείας. Η συνεχής επέκταση του ιδιωτικού τομέα στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις ασκούμενες πολιτικές των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ (κι όπως αναμένεται θα επαναληφθεί κι απ’ την κυβέρνηση της ΝΔ), στις ανεπάρκειες του δημόσιου τομέα, στη δημιουργία καταναλωτικών στερεοτύπων ζήτησης υπηρεσιών υγείας-πρόνοιας (π.χ οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι πιο αποτελεσματικές από τις δημόσιες)  και κυρίως στην άκρατη κερδοσκοπία κι «ασύδοτη» δράση των κεφαλαιοκρατών.

Στο μεγαλύτερο μέρος,  η λειτουργία των δομών υγείας και πρόνοιας θα τεθεί κάτω από την εποπτεία του ιδιώτη επιχειρηματία και των τραπεζών κι αυτό θα επιδράσει δραματικά:

— Στο κόστος περίθαλψης (είναι βέβαιο, ότι τα νοσήλια θα ανέβουν δραματικά, για να αποσβέσει την επένδυσή του ο ιδιώτης, επιβαρύνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία και τον οικογενειακό προϋπολογισμό των εργαζομένων).

— Στον προσανατολισμό της παρεχόμενης περίθαλψης (θα επιλέγονται κυρίως περιστατικά που αφήνουν μεγάλο κέρδος στις Δομές και κατ’ επέκταση στον επιχειρηματία).

— Στην κατηγοριοποίηση, ανάλογα με το εισόδημα, της ποιότητας της περίθαλψης (θα διατίθενται δωμάτια ανάλογα με την ασφαλιστική κάλυψη και τα χρηματικά ποσά που θα καταβάλλονται).

— Στην πληρότητα της περίθαλψης (τμήματα των Δομών που θα κρίνονται, μακροχρόνια, οικονομικά ασύμφορα είναι σίγουρο ότι θα οδηγούνται σε κλείσιμο, στερώντας την τοπική κοινωνία από τις υπηρεσίες τους).

— Στη μεγάλη επιβάρυνση και για 30 χρόνια του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς το Δημόσιο θα καταβάλλει στον ιδιώτη επιχειρηματία κάθε έτος ένα μεγάλο ποσό ως “ενοίκιο” (τέλος διαθεσιμότητας), το οποίο θα καθοριστεί μετά από διαπραγμάτευση Δημοσίου και ιδιώτη.

 

4. Επίλογος

Η υγεία και η πρόνοια  αποτελούν κοινωνικό αγαθό και δεν χωρά, σε καμία περίπτωση ο αγοραίος χαρακτήρας,  η εμπορευματοποίηση και η κερδοσκοπία. Στην πορεία υλοποίησης της εναλλακτικής  πρότασης, σαν φυσικό επακόλουθο της ολόπλευρης ανάπτυξης του δημοσίου τομέα και της ορθολογικής χρήσης δημόσιων κονδυλίων-δαπανών, ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να ελεγχθεί ουσιαστικά ή να συρρικνωθεί δραστικά.

Η αναβάθμιση του δημόσιου τομέα και η αποδυνάμωση του ιδιωτικού, αποτελεί προϋπόθεση της αποτελεσματικής λειτουργίας του Δημόσιου Εθνικού Συστήματος Υγείας-Πρόνοιας.

Δεδομένης της εισχώρησης του ιδιωτικού κεφαλαίου στον τομέα υγείας και πρόνοιας θα πρέπει να ενεργοποιηθούν αυστηροί ελεγκτικοί μηχανισμοί που δεν θα επιτρέπουν την ασύδοτη λειτουργία.

Στόχος θα πρέπει να είναι η συγκρότηση ενός ευρύτερου κοινωνικού μετώπου δυνάμεων, για την υπεράσπιση και ανάπτυξη του Δημόσιου Τομέα Υγείας – Πρόνοιας, στο οποίο οφείλουν να συνταχτούν οι δυνάμεις (πολιτικές, κοινωνικές, επιστημονικές και συνδικαλιστικές) που ως κατεύθυνσή τους θα έχουν, όχι μόνο τη διατήρηση και τη διεύρυνση του  τομέα  υγείας και πρόνοιας, οπωσδήποτε κάτω από δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία,  αλλά και η στοχοκατεύθυνση του τομέα αυτού προς το δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον.

Στο μέτωπο αυτό, ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου των Κομμουνιστικών Δυνάμεων οφείλει να είναι βασικός και δυναμικός πυλώνας.

 

Αρχική δημοσίευση: kommon.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας