Εργατικός Αγώνας

57 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη

Συμπληρώνονται φέτος 57 χρόνια από τη στυγερή δολοφονία του αγωνιστή της Ειρήνης βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από το δεξιό παρακράτος.

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1912 στην Κερασίτσα της Αρκαδίας. Σπούδασε ιατρική και ειδικεύτηκε στη γυναικολογία. Υπήρξε αθλητής με πολλές πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες και κατείχε για 23 χρόνια το πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος. Στη διάρκεια της κατοχής διοργάνωνε με άλλους συναθλητές του αγώνες, διαθέτοντας τα έσοδα σε λαϊκά συσσίτια.

Στις εκλογές του 1961 εκλέχτηκε βουλευτής Πειραιά με την Ενιαία Δημοξρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Ήταν αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Στις 21 Απριλίου 1963 αψηφώντας την απαγόρευση της αστυνομίας, πραγματοποίησε την 1η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Βάδισε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μόνος του, εν μέσω απειλών, πριν τελικά συλληφθεί και κρατηθεί για μερικές ώρες.

Το χρονικό της δολοφονίας

Λίγο μετά τις 8 το βράδυ της Τετάρτης 22 Μαΐου 1963 ο Γρηγόρης Λαμπράκης ξεκίνησε από το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ της Θεσσαλονίκης για να πάει να μιλήσει σε εκδήλωση που διοργάνωσε η «Επιτροπή δια την διαθνή ύφεσιν και ειρήνην». Όμως, από το απόγευμα πολλές δεκάδες άτομα ακραίων δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων είχαν αρχίσει να συγκροτούν αντισυγκέντρωση στα πεζοδρόμια των οδών Σπανδωτή, Ερμού και Βενιζέλου, κοντά στο κτίριο όπου επρόκειτο να γίνει η συγκέντρωση. Στρελέχη της ΕΔΑ έκαναν διαβήματα στην αστυνομία τονίζοντας την επικινδυνότητα της κατάστασης. Στον τόπο της συγκέντρωσης βρίσκονταν 180 ένστολοι χωροφύλακες, ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου και ο διευθυντής των αστυνομικών δυνάμεων της πόλης, συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμουτσής. Κανείς τους όμως δεν έδωσε διαταγή να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση. Έτσι ο Γρηγόρης Λαμπράκης προπηλακίστηκε καθώς πήγαινε στο κτίριο όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, απ’ όπου και εκφώνησε μετά από λίγο το λόγο του, κάτω από τις έξαλλες κραυγές του πλήθους των «αγανακτισμένων πολιτών», ενώ έπεφταν βροχή οι πέτρες εναντίον του.

Αφού ολοκλήρωσε την ομιλία του για την ειρήνη, ο Λαμπράκης φώναξε από το μικρόφωνο:

«Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Β. Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου». Βοή βοώντος καθώς το κράτος και το παρακράτος ήταν ήδη έτοιμα για το μεγάλο «φινάλε».

Το πρελούδιο ήταν η επίθεση «αντιφρονούντων» ενάντια στον βουλευτή Καβάλας της ΕΔΑ Γιώργο Τσαρουχά. Ο Τσαρουχάς τραυματίστηκε κι ενώ τον μετέφεραν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, δέχθηκε ξανά επίθεση των παρακρατικών στοιχείων που τον κατέβασαν κάτω κι άρχισαν να τον χτυπούν και να τον κλωτσούν μανιωδώς. Πολίτες τον μετέφεραν αιμόφυρτο, στον Σταθμό Α΄ Βοηθειών.

Ο Λαμπράκης, ετοιμάστηκε να αποχωρήσει καθώς ο μοίραρχος Παπατριανταφύλλου, τον διαβεβαίωσε ότι η περιοχή είχε εκκαθαριστεί από τους συγκεντρωμένους. Βγαίνοντας ο Λαμπράκης συνάντησε τον συνταγματάρχη Καμουτσή, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ασυδοσία των παρακρατικών. Βλέποντας να εκκαθαρίζεται ο χώρος μπροστά στο κτίριο, ο Λαμπράκης μαζί με αρκετά άτομα ξεκίνησαν να περάσουν απέναντι στο ξενοδοχείο. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ακούστηκε ο θόρυβος από μία τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που όρμησε με ξέφρενη ταχύτητα και έπεσε πάνω στην ομάδα του βουλευτή και των φίλων του, ενώ κάποιος που ήταν ανεβασμένος στην καρότσα, χτύπησε με ένα λοστό τον Λαμπράκη στο κεφάλι. Ο βουλευτής σωριάστηκε αιμόφυρτος στο έδαφος. Οδηγός του τρίκυκλου ήταν ο μεταφορέας Σπύρος Γκοτζαμάνης, τύπος του υπόκοσμου της Θεσσαλονίκης. Ένας από τους παρευρισκόμενους οπαδούς του Λαμπράκη, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, πήδηξε μέσα στην καρότσα του τρίκυκλου με σκοπό να σταματήσει το όχημα, που αναπτύσσοντας ταχύτητα έφυγε αμέσως. Αργότερα έγινε γνωστό ότι πάνω στο τρίκυκλο επέβαινε και ο ποινικός Μανώλης Εμμανουηλίδης καταδικασμένος για βιασμό, παιδεραστία, κλοπή κ.α. Ακολούθησε άγρια πάλη μεταξύ Χατζηαποστόλου και Εμμανουηλίδη. Το τρίκυκλο σταμάτησε, ο Γκοτζαμάνης κατέβηκε και με ένα γκλομπ χτύπησε τον Χατζηαποστόλου, έως ότου εμφανίστηκε ένας τροχονόμος, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη κατόπιν υποδείξεων των περαστικών.

Στο μεταξύ ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ θανάσιμα τραυματισμένος. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στη νύχτα της Αθήνας. Τα ξημερώματα της 27ης Μαΐου 1963 ο Λαμπράκης έχασε τη μάχη.

Το πολιτικό κουκούλωμα

Το χτύπημα κατά του Λαμπράκη προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το σύνολο του κεντρώου και αριστερού Τύπου να κάνουν λόγο από την πρώτη στιγμή για οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά και η κυβέρνηση της ΕΡΕ.

Ήδη, στη Θεσσαλονίκη είχαν ξεκινήσει οι ανακρίσεις για το «ατύχημα», από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη και τους εισαγγελείς Δημήτριο Παπαντωνίου και Νίκο Αθανασόπουλο, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα.

Η ηγεσία της Xωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες, η ανακριτική ομάδα (παρά τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις και πιέσεις που δέχτηκε από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα -το 1967- πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλλια) κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα και να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του. Έτσι, τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη ακολούθησαν τρανταχτά ονόματα.

Τον Ιούλιο του 1963 ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης απήγγειλε κατηγορίες για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Λαμπράκη εναντίον του υπομοίραρχου Εμμανουήλ Καπελώνη, διοικητή του αστυνομικού τμήματος Τριανδρίας, και του Ξενοφώντα Γιοσμά (που, λόγω της δράσης του στην Κατοχή, είχε καταδικαστεί ως δοσίλογος και, ακριβώς για τον λόγο αυτό, αποκαλούνταν συχνά κοροϊδευτικά Φον Γιοσμάς). Στις 14 Σεπτεμβρίου, με ομοφωνία ανακριτή και εισαγγελέως κρίθηκαν προφυλακιστέοι ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, οι συνταγματάρχες Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, και Μιχαήλ Διαμαντόπουλος και ο μοίραρχος Τρύφων Παπατριανταφύλλου.

Στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης έμεινε ο υπομοίραρχος της Ασφάλειας Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος «Δίωξης Κομμουνιστών». Όπως ισχυρίστηκε ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, ο Κατσούλης ειδοποίησε όλα τα παραρτήματα να στείλουν τους άνδρες τους στον τόπο της συγκέντρωσης και να πάρουν μαζί τους «εθνικόφρονες πολίτες» για ν’ αποδοκιμάσουν τους διαδηλωτές. Ο υπομοίραρχος Κατσούλης σε κάθε ευκαιρία τόνιζε ότι «στόχος μας είναι ο Λαμπράκης». Στο υπόμνημά του ο υπομοίραρχος Καπελώνης ισχυρίστηκε ότι ώρες πριν τη συγκέντρωση και όσα ακολούθησαν, ο Κατσούλης μέσα στα γραφεία της Γενικής Ασφαλείας δήλωνε χαμογελώντας στους αξιωματικούς: «Σήμερα θα δείτε τι θα γίνει…».

Παρά το κλίμα φόβου που επικρατούσε, και παρότι η αστυνομία ελάχιστα στοιχεία έδωσε στις ανακριτικές αρχές, αλλά και τις «άνωθεν» παρεμβάσεις στο «έργο» της Δικαιοσύνης, έγινε κατορθωτό να γίνουν ορισμένες αποκαλύψεις για τους αυτουργούς του εγκλήματος.

Καταρχάς, έγινε γνωστό ότι ο Κοτζαμάνης ήταν μέλος της παρακρατικής οργάνωσης «Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Αντιστάσεως Β. Ελλάδος», με αρχηγό τον δοσίλογο επί κατοχής Ξενοφώντα Γιοσμά. Η οργάνωση αυτή έμεινε γνωστή ως η οργάνωση «Καρφίτσα», λόγω της καρφίτσας που φόραγαν τα μέλη της που είχαν αξιοποιηθεί απ’ την αστυνομία κατά την επίσκεψη του Ντε Γκωλ στην Ελλάδα. Μέλος της «Καρφίτσας» ήταν και ο Αντώνης Πιτσώκος, που ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που κακοποίησαν τον Τσαρουχά.

Τελικά, στις 30 Δεκέμβρη 1966, εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία οι Κοτζαμάνης – Εμμανουηλίδης καταδικάστηκαν σε 11 και 8,5 χρόνια κάθειρξης, ενώ άλλοι 7 καταδικάστηκαν σε ποινές από 3 έως 15 μήνες φυλάκισης. Ο Γιοσμάς καταδικάστηκε μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης.

Το «έργο» ολοκληρώθηκε έπειτα από την επιβολή της χούντας όταν το σύνολο των εμπλεκομένων αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι δικαστικοί που έπαιξαν ρόλο στην ανάδειξη των ενόχων (όπως ο Παύλος Δελαπόρτας και ο Χρήστος Σαρτζετάκης) απολύθηκαν. Στη φυλακή βρέθηκαν επίσης για ψευδορκία οι μάρτυρες Χατζηαποστόλου και Σωτηρχόπουλος.

Πέρα απ’ όσους δεν τιμωρήθηκαν μέσω της δικαστικής οδού, υπήρξαν και άλλοι εμπλεκόμενοι στη δολοφονία που παραμένουν άγνωστοι. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης, ανακριτής στην υπόθεση έγραψε πως αναμφισβήτητα υπήρξαν περισσότεροι ηθικοί αυτουργοί απ’ όσους κατηγορήθηκαν, οι οποίοι δεν επισημάνθηκαν λόγω έλλειψης στοιχείων. Στα 30 χρόνια απ’ τη δολοφονία, ο ίδιος υποστήριξε ακόμα πως οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας βρίσκονταν πολύ ψηλά και η αποκάλυψή τους θα οδηγούσε σε «αναμόχλευση των πολιτικών παθών».

***

Η δολοφονία Λαμπράκη ήταν ένα προσχεδιασμένο και εκτελεσμένο πολιτικό έγκλημα στα πλαίσια της τρομοκρατίας ενάντια στους κομμουνιστές και τους αντιιμπεριαλιστές-φιλειρηνιστές που καθημερινά αποκτούσαν κύρος μέσα στο λαό παρά τις λυσσώδεις διώξεις. Ο Λαμπράκης τόσο με τη ζωή και τη δράση όσο και με τη στυγερή δολοφονία τους έγινε ένα από τα σύμβολα του ανυπότακτου αγώνα ενάντια στον ολοκληρωτισμό, το φασισμό και τα σχέδια των πολεμοκάπηλων να σιδηροδένουν τη χώρα μας με βάσεις και πυρηνικά. Μαζί με τόσους άλλους αγωνιστές της ελευθερίας και της Ειρήνης θα ΖΕΙ για πάντα στη συνείδηση όλων εκείνων που δεν υποστέλλουν τη σημαία του αγώνα για ένα καλύτερο μάλλον του λαού. Θα ζουν και θα εμπνέουν για νέους αγώνες.

***

Ο Εργατικός Αγώνας, ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του Γρηγόρη Λαμπράκη, προσφέρει στους αναγνώστες του το διασημότερο πολιτικό-καλλιτεχνικό αφιέρωμα στον αγωνιστή της Ειρήνης:

 

 

 
Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας