Εργατικός Αγώνας

Το πορτραίτο του «παππού» μου

Του Χρήστου Τρικαλινού.
Φθινόπωρο του 1965. Η τελευταία κυβέρνηση των αποστατών έχει πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Οι μεγάλες διαδηλώσεις της Αθήνας καταλαγιάζουν. Μένει η πικρή γεύση των δακρυγόνων, ο πόνος για το Σωτήρη, που πριν λίγες μόλις μέρες ζούσε ανάμεσά μας και τώρα δεν υπάρχει πια κι η αγανάκτηση.

Έχω επιστρέψει, μετά το γεμάτο αγωνία καλοκαίρι που πέρασα στον Αλμυρό, στην Αθήνα για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Τα πανεπιστήμια βράζουν, Ύστερα από κάμποσα χρόνια οι δυνάμεις της ΕΡΕΝ σηκώνουν ξανά κεφάλι, αλλά δυναμικά συνεχίζουν να αναπτύσσονται η ΕΔΗΝ κι η Νεολαία Λαμπράκη.
Έχει αλλάξει κι η δική μου ζωή. Οι θείες μου, που στο πρώτο έτος είχαν έρθει μαζί μου στην Αθήνα, για να «φροντίζουν το παιδί», μετά τη 10μηνη παραμονή τους σε ένα ημιυπόγειο της οδού Κίου στην Κυψέλη, δεν άντεξαν. Έτσι μάζεψαν ξανά όλα τα πράγματα κι επέστρεψαν στο πατρικό. Ήρθε η ώρα να ζήσω μόνος. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα μιας τετραμελούς οικογένειας, αντρόγυνο και δυο μικρά κοριτσάκια 8 και 9 χρονών, στην οδό Μπουμπουλίνας, λίγα μέτρα από το διαβόητο κτήριο της Ασφάλειας, που αργότερα αγοράστηκε από το ΚΚΕ, για να ξαναπουληθεί και να είναι σήμερα το Υπουργείο Πολιτισμού. Το οικογενειακό συμβούλιο κατέληξε ότι θα μου δινόταν για όλα τα έξοδά μου, συμπεριλαμβανομένου και του ενοικίου, 900 δραχμές. Δεν ήταν μικρό για την εποχή το ποσό. Τότε το εισιτήριο στα αστικά λεωφορεία κόστιζε 1,20 δραχμές (0,60 για τους φοιτητές), ενώ οι εφημερίδες 1,50. Οι 160 δραχμές πήγαιναν στο ενοίκιο και με τα υπόλοιπα έπρεπε να καλύψω όλα τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ήταν απαραίτητα για το Πανεπιστήμιο: βιβλία, υλικά χημείας, γραφική ύλη κ.τ.λ.
Το βασικό έξοδο ήταν το φαγητό. Δεν είχα κουπόνια σίτισης, γιατί στο πρώτο έτος δεν μου χρειάζονταν και τώρα ήταν πια αργά. Πάντως μια φορά που χρησιμοποίησα τα κουπόνια ενός συμφοιτητή μου για να φάω σε ένα από τα εστιατόρια του κέντρου που τα δεχόταν, κατάλαβα, ότι το φαγητό μόνο για ανθρώπους δεν ήταν. Έτσι βρήκα ένα φτηνό και καθαρό εστιατόριο κοντά στο σπίτι μου, στην αρχή της οδού Ηπείρου. Εκεί έτρωγα μεσημέρι βράδυ πληρώνοντας κάθε φορά 10-13 δραχμές. Ευτυχώς που τότε μπορούσαν να σερβίρουν και μισές μερίδες, γιατί η μία (συνήθως λαδερά και κιμάδες) δεν έφτανε. Γνώρισα εκεί και το μικρό 15χρονο ηπειρωτάκι, τον συνονόματο Χρηστάκη, που είχε έρθει απ΄ το χωριό του αναζητώντας καλύτερη ζωή και δούλευε βοηθός σερβιτόρου. Χαμογελαστός και σβέλτος με συμπάθησε και τον συμπάθησα. Έτσι πάντα, ανεξάρτητα από τις δυνατότητές μου, του άφηνα μια δραχμή για φιλοδώρημα. Τι να απόγινε άραγε μετά από τόσα χρόνια…
Όσο για τα άπλυτα. Αυτά κάθε δυο εβδομάδες έμπαιναν σε μια βαλίτσα και έφευγαν από τον σταθμό των ΚΤΕΛ, που τότε ήταν σε πάροδο της Αγίου Κωνσταντίνου, για Αλμυρό, για να παραληφθούν πεντακάθαρα και σιδερωμένα μερικές μέρες αργότερα.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς, πως τα χρήματα δεν μου επέτρεπαν να ξανοιχτώ σε παρέες και διασκεδάσεις, που, σα νέος, τόσο πολύ ήθελα. Ακόμα κι ο κινηματογράφος ήταν πολυτέλεια.
Ευτυχώς η λύση βρέθηκε γρήγορα. Ήταν τα ιδιαίτερα στα Μαθηματικά και τη Φυσική για παιδιά του Γυμνασίου. Την αξιοποίησα, χωρίς υπερβολές. Στόχος μου ήταν απλά να μπορώ να έχω κάποια χρήματα για να χαρώ λίγο τη ζωή μου. Βέβαια ήταν κι αυτό μια εμπειρία. Στα δυο χρόνια που ασχολήθηκα μπήκα σε διάφορα σπίτια. Ήρθα αντιμέτωπος με διάφορα παιδιά όχι πολύ μικρότερα από μένα και είδα στάσεις γονιών που τότε μου φάνηκαν περίεργες. Κάποιος γονιός απαίτησε να καρπαζώνω τον 14χρονο γιο του αν ήταν αδιάβαστος κι απρόσεχτος. Κάποιοι άλλοι πάλι μόλις με είδαν μ’ έδιωξαν φοβούμενοι, όπως εκ των υστέρων έμαθα, ότι την 15χρονη κόρη τους την απασχολούσαν πολύ περισσότερο άλλα πράγματα εκτός από τα Μαθηματικά και τη Φυσική… Τέλος θυμάμαι την τελευταία μαθήτριά μου που με κοίταζε με μάτια λιγωμένα και όπως μου εξομολογήθηκε πολλά – πολλά χρόνια μετά κάθε άλλο παρά με έβλεπε σαν καθηγητή. Ήταν η μαθήτρια από τα μαθήματα της οποίας εξαφανίστηκα ξαφνικά, όταν ξεκίνησα το μακρύ ταξίδι μου για την ξενιτιά. Αλλά γι’ αυτά άλλη φορά.
Στο Πανεπιστήμιο η ζωή συνεχιζόταν. Τα μαθήματα, τα εργαστήρια κι όλη η φοιτητική ζωή, που τη ζούσα πιο έντονα μέσα από τις γραμμές της Νεολαίας Λαμπράκη. Ανέλαβα καθήκοντα στο Γραφείο της Φυσικομαθηματικής κι έγινα και γραμματέας στην οργάνωση του Φυσικού. Προσπαθούσαμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα εκπαιδευτικά, πολιτικά, αλλά και ζητήματα πολιτισμού. Επίκεντρο της δουλιάς μας έγινε το περιοδικό «Θετική Σκέψη», που εξέδιδε η οργάνωση της Φυσικομαθηματικής με τη συνεργασία όχι μόνο των μελών, αλλά και πολλών ανήσυχων συμφοιτητών μας. Ήταν ένα περιοδικό με επιστημονικά, κοινωνικά άρθρα και με θέματα πολιτισμού (κινηματογράφος, βιβλία, παραστάσεις κ.τ.λ). Ύστερα ήταν κι οι προβολές της Φοιτητικής Κινηματογραφικής Λέσχης στην «Ίριδα», τον κινηματογράφο που ανήκει στο Πανεπιστήμιο. Προβολές που συνήθως συνοδεύονταν από πολύωρες συζητήσεις για το καλλιτεχνικό περιεχόμενο και τα πολιτικά μηνύματα των ταινιών.
Τότε η εργάσιμη εβδομάδα ήταν εξαήμερη κι η μόνη ελεύθερη μέρα ήταν η Κυριακή. Όλη η παρέα, συμφοιτητές και φίλοι, κάπου πήγαιναν να ξεδώσουν. Εγώ κάθε απόγευμα Κυριακής είχα μια συνηθισμένη διαδρομή. Το λεωφορείο με έφερνε στη Μεσογείων. Εκεί που ήταν το Σανατόριο Σωτηρία. Όχι δεν πήγαινα σ’ αυτό καθ’ αυτό το νοσοκομείο. Έπαιρνα το δρόμ που το χώριζε από το σημερινό Υπουργείο Συγκοινωνιών, δεν θυμάμαι τι ήταν τότε, μάλλον άδειο οικόπεδο, και έμπαινα από μια μικρή σιδερόφρακτη πόρτα. Εκεί ήταν οι φυλακές Σανατόριο Σωτηρία. Φύλακες ήταν αστυνομικοί κι όταν περνούσες την πόρτα, μετά από το σχετικό έλεγχο έφτανες σε ένα σιδερένιο πλέγμα. Εκεί, πίσω από αυτό το πλέγμα με περίμενε ο πατέρας μου. Ύστερα από πολλές φυλακές, στην ηπειρωτική Ελλάδα και σε νησιά βρέθηκε εκεί. Μαζί του κάμποσα ακόμη στελέχη του κόμματος. Ο Κώστας ο Λουλές, ο Σπύρος ο Κωτσάκης, ο Κυριάκος Τσακίρης, ο νεαρός ακόμη Νίκος Οικονομάκος και κάμποσοι άλλοι, τα ονόματα των οποίων δεν θυμάμαι πια. Όλοι τους με μια πραγματική η πλασματική ασθένεια βρέθηκαν εκεί, όπου οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από πολλές άλλες φυλακές, παρ’ όλο που κι εκεί φυλακή ήταν…
Εκείνες τις Κυριακές γινόταν το επισκεπτήριο. Εκεί γνώρισα κι άλλα παιδιά, σχεδόν συνομήλικούς μου, που είχαν βιώσει κι αυτά την οδύνη του εμφύλιου και τη πίκρα της ζωής κι έρχονταν να δουν τους γονιούς τους, που είχαν χρόνια και χρόνια να σφίξουν στην αγκαλιά τους. Ήταν η Κατερίνα του Κωτσάκη κι η Νίτσα του Λουλέ με το μικρότερο αδερφό της το Δημήτρη, που τόσο πρόωρα κι άδικα έφυγε από τη ζωή. Εκεί σμίξαμε κι εκείνες οι στιγμές μας δένουν όπου κι αν βρεθούμε, ότι κι αν πιστεύουμε. Εκεί σμίξαν οι νεανικές μας ελπίδες και τα όνειρα, πίσω από ένα σιδερένιο πλέγμα…
Με τον πατέρα συζητούσα για την καθημερινότητά μου. Του διηγιόμουν το τι έκανα, τι έφαγα, ποιον συνάντησα. Μικρές λεπτομέρειες που, όπως πιστεύω, τον έκαναν κι αυτόν να δραπετεύει, έστω και νοερά, από τον εγκλεισμό του. Εκεί συνέβη και το περιστατικό που έδωσε αφορμή για το κείμενο αυτό.
Στα χρόνια της φυλακής ο πατέρας μου προσπαθούσε να γεμίζει το χρόνο του με διάφορες ασχολίες, εκτός από τα κομματικά καθήκοντα που και μέσα εκεί τηρούσαν ευλαβικά. Έτσι ασχολήθηκε με την καλλιτεχνική δημιουργία. Ζωγράφιζε πέτρες κι έκανε απλά σχέδια με ψάθα πάνω σε μαύρο χαρτί. Στη Σωτηρία του ήρθε η ιδέα να κάνει πιο περίπλοκα ψηφιδωτά, χρησιμοποιώντας δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες χρωματισμένες μικροσκοπικές ψηφίδες από ψαθί – άχυρο. Οι πρώτες του δοκιμές, που περιελάμβαναν θέματα κυρίως από τη φύση, ή εικόνες που έβλεπε πίσω από το συρματόπλεγμα, στέφθηκαν με επιτυχία. Και τότε ήταν που σκέφτηκε να φτιάξει την προσωπογραφία του ανθρώπου, που καθόρισε όλη του τη ζωή, του Λένιν. Τρεις μήνες δούλευε. Τρεις μήνες παίρνοντας όλες τις προφυλάξεις, γιατί αν το αντιλαμβανόταν η φρουρά είναι σίγουρο πως το έργο δεν θα τέλειωνε. Παρ’ όλες τις προφυλάξεις, δεν τα κατάφερε. Μια μέρα, χωρίς να γίνει αντιληπτός, μπήκε στο θάλαμο ο γιατρός της φυλακής. Μαρτέν τον έλεγαν κι αγαπούσε τη ζωγραφική. Το μισοτελειωμένο έργο τράβηξε αμέσως την προσοχή του. Όλοι πάγωσαν. Φοβήθηκαν το κακό. Εκείνος πλησίασε, το πήρα στα χέρια του και με μεγάλη αφέλεια κι ενθουσιασμό είπε απευθυνόμενος στον πατέρα μου:
– Πολύ ωραίο! Ποιος είναι; Ο πατέρας σου;
Ο πατέρας μου αμέσως έπιασε το νόημα.
– Ναι, ο πατέρας μου.
– Πολύ ωραίος πίνακας, είπε ο Μαρτέν. Θαυμάσια μορφή, κι επέστρεψε με προσοχή τον πίνακα στα χέρια του πατέρα μου.
Έτσι το έργο τέλειωσε. Ο πίνακας έπρεπε να φυγαδευτεί. Μια μέρα ο Σπύρος ο Κωτσάκης ένιωσε αδιαθεσία. Έτσι επέτρεψαν τη Κατερίνα να περάσει από την άλλη μεριά του σιδερένιου πλέγματος. Τότε ο πατέρας μου βρήκε ευκαιρία και της έδωσε το πορτραίτο. Ο φύλακας που στεκόταν όλη την ώρα για να βλέπει και να ακούει τα πάντα, δυσανασχέτησε.
– Τι είναι αυτό! Απαγορεύεται!
– Είναι το πορτραίτο του πατέρα μου. Αν δεν με πιστεύετε ρωτήστε και τον κύριο Μαρτέν. Θέλω να το στείλω στις αδελφές μου.
Στο άκουσμα του ονόματος του Μαρτέν ο φύλακας ηρέμησε. Η Κατερίνα που αμέσως αναγνώρισε το πρόσωπο με δυσκολία κράταγε τα γέλια της. Το πήρε μαζί της κι έφυγε σα να μη συνέβη τίποτε.
Έτσι το πορτραίτο έφτασε στα χέρια μου, παραδόθηκε σε συγκεκριμένους ανθρώπους σύμφωνα με τις οδηγίες του πατέρα μου και στάλθηκε στο εξωτερικό από αυτούς. Λίγους μήνες μετά, προσφέρθηκε ως δώρο στο Μουσείο Λένιν της Μόσχας. Όταν πια βρέθηκα εκεί, στη πρώτη μου επίσκεψη στο μουσείο, το είδα σε μια από τις βιτρίνες του και με περηφάνεια διηγήθηκα την ιστορία στους ξένους συμφοιτητές μου με τους οποίους είχα πάει.
Τα χρόνια πέρασαν. Οι μεγάλες αλλαγές που συντελέστηκαν είναι σε όλους γνωστές. Κάποια στιγμή το Μουσείο Λένιν έκλεισε. Η οικογένεια ζήτησε να μας επιστραφεί το πορτραίτο. Πολύ ευγενικά μας εξήγησαν, πως το μουσείο καταργήθηκε μεν ως φυσική οντότητα, εξακολουθούσε όμως να υπάρχει ως διοικητική μονάδα του Μουσείου Ιστορίας της Ρωσίας και διατηρούσε όλα τα εκθέματά του σε αποθήκες, χωρίς δικαίωμα να εκχωρήσει κάποιο από αυτά.
Εκεί λοιπόν, σε μια από αυτές τις αποθήκες υπάρχει το πορτραίτο του «παππού» μου, η φωτογραφία του οποίου δεν αποδίδει σωστά την πραγματική γκάμα των χρωμάτων του.

 

Αρχική δημοσίευση: facebook

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας