Εργατικός Αγώνας

Τραμπ και Κίνα: Προς έναν Ψυχρό ή Θερμό Πόλεμο;

Του Marc Vandepitte.

Με μια πρώτη ματιά, η διαμάχη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα περιστρέφεται γύρω από ζητήματα αθέμιτων ανταγωνιστικών πρακτικών και κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας. Με μια πιο προσεκτική εξέταση του ζητήματος, αντιλαμβανόμαστε ότι σχετίζεται με κάτι πολύ πιο θεμελιώδες: με τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Ουάσινγκτον να διατηρήσει την ηγεμονία της επί του πλανήτη. Οδεύουμε, άραγε, προς μία σύγκρουση των δύο τιτάνων;

Δύναμη απόλυτη και ανθεκτική στο χρόνο

Οι ΗΠΑ βγαίνουν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με μια τεράστια νίκη. Όλες οι παραδοσιακές και οι αναδυόμενες υπερδυνάμεις της εποχής έχουν εξαντληθεί πλήρως. Στην Ουάσινγκτον ονειρεύονται μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία θα είναι οι μόνοι επικεφαλής. Δυστυχώς, η ταχύτατη ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης και η κατάρριψη του πυρηνικού μονοπωλίου ανέκοψαν αυτά τα σχέδια.

Μισό αιώνα αργότερα, το όνειρο γίνεται πραγματικότητα, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Από εδώ και στο εξής, δεν θα υπάρχουν εμπόδια στην κυριαρχία της αυτοκρατορίας. Επιτέλους, οι ΗΠΑ αποτελούν τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της παγκόσμιας πολιτικής σκακιέρας. Και έτσι θέλουν να παραμείνουν τα πράγματα. Το Πεντάγωνο αναφέρει το 1992:

«Ο πρωταρχικός μας στόχος είναι να εμποδίσουμε την ανάδυση ενός νέου αντιπάλου. Θα πρέπει να διατηρούμε τον μηχανισμό εκείνο που θα αποτρέπει τους δυνητικούς ανταγωνιστές μας ακόμη κι από την ίδια την φιλοδοξία για έναν αναβαθμισμένο ρόλο σε περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο».

Σε αυτήν τη φάση, η Κίνα δεν αποτελεί (ακόμη) απειλή. Η οικονομία της είναι υποανάπτυκτη και το ΑΕΠ της είναι μόλις το 1/3 του αμερικανικού ΑΕΠ. Είναι, επίσης, μια χώρα ασήμαντη στο στρατιωτικό επίπεδο. Εκείνη την περίοδο η Κίνα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πρωτίστως ως παράδεισος κερδοφορίας: έχει ένα τεράστιο απόθεμα φθηνού, πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού, ενώ μπορεί να εξελιχθεί μακροπρόθεσμα σε μια ελκυστική νέα αγορά, καθώς διαθέτει το 1/5 του πληθυσμού παγκοσμίως.  Από την άλλη, η Κίνα αποβλέπει σε ξένες επενδύσεις και στην παγκόσμια αγορά, προκειμένου να αναπτυχθεί ραγδαία.

Στα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα, καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι με το οικονομικό άνοιγμα στην Κίνα ο καπιταλισμός θα παρεισφρήσει σταδιακά και κατά τρόπο μόνιμο στην Κίνα και θα καταφέρει εντέλει να την καταλάβει από το «κομμουνιστικό καθεστώς». Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: αφενός, ευνοϊκές προοπτικές για τις πολυεθνικές εταιρίες, αφετέρου εξάλειψη ενός ιδεολογικού αντιπάλου. Γι’ αυτό και η Κίνα γίνεται δεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001.

Σε κάθε περίπτωση, η είσοδος στον ΠΟΕ τόνωσε πραγματικά την κινεζική οικονομία. Το 1995 η Κίνα ήταν 11η στη λίστα των χωρών με τις μεγαλύτερες εξαγωγές αγαθών. Είκοσι χρόνια αργότερα, βρίσκεται στην κορυφή της λίστας. Από την είσοδο στον ΠΟΕ, η οικονομία της έχει τετραπλασιαστεί. Αυτή η ανάπτυξη σήμανε σημαντικά κέρδη και για τις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές πολυεθνικές κάνουν χρυσές δουλειές στην Κίνα. Οι πωλήσεις τους ανήλθαν πέρυσι σε 500 δις δολάρια, που σημαίνει 100 δις περισσότερα από το εμπορικό έλλειμμα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα. Η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού στις ΗΠΑ αυξάνεται λόγω της εισαγωγής φθηνών κινεζικών εμπορευμάτων. Υπάρχουν, επίσης, σημαντικά πλεονεκτήματα σε νομισματικό επίπεδο. Προκειμένου να διατηρήσει την ισοτιμία μεταξύ γουάν και δολαρίου, η Κίνα αγοράζει τεράστια ποσότητα δολαρίων, που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ αποκτούν πολύ φθηνές πιστώσεις και μπορούν να διατηρούν τα επιτόκια δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα.

Πέρα από τις αυταπάτες

Όμως, υπάρχει ένα τεράστιο «αλλά» στην όλη ιστορία: τίποτα δεν προχωράει βάση σχεδίου όσον αφορά την παλινόρθωση του καπιταλισμού εκ των έσω ή την αποδυνάμωση του κομμουνιστικού κόμματος.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας δεν τιθασεύτηκε μέσα από το εμπόριο. Το Κόμμα-Κράτος εξακολουθεί να ασκεί σταθερό έλεγχο στα ανώτερα επίπεδα της οικονομίας της Κίνας, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, μέσω της επιρροής του σε μεγάλες «ιδιωτικές» εταιρίες, οι οποίες μπορούν «να παραμείνουν κερδοφόρες και ιδιωτικές μόνο με την υποστήριξη του Κόμματος», λέει ο οικονομολόγος Brad W. Setser.

Αυτό το συνειδητοποιούν πλέον και οι κυρίαρχοι κύκλοι στις ΗΠΑ. Στην περιβόητη ομιλία του, ο Αντιπρόεδρος Pence το έθεσε χωρίς περιστροφές:

«Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πιστέψαμε ότι μια ελεύθερη Κίνα αποτελούσε αναπόφευκτο επακόλουθο. Η Αμερική, μεθυσμένη από την αισιοδοξία που επικρατούσε στις αρχές του 21ου αιώνα, επέτρεψε στο Πεκίνο να έχει ελεύθερη πρόσβαση στην οικονομία μας, ενώ εντάξαμε την Κίνα στον ΠΟΕ. […] Όμως η ελπίδα εκείνη ματαιώθηκε».

Οι καπιταλιστικοί γίγαντες, δηλαδή χρηματοπιστωτικές, βιομηχανικές ή τεχνολογικές εταιρίες όπως η Google, η Amazon ή η Facebook, μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Όχι όμως στην Κίνα. Είναι ένα από λίγα μέρη σε αυτόν τον πλανήτη όπου οι κολοσσοί αυτοί ασκούν μικρή ή και καθόλου επιρροή. Επιπροσθέτως, η Κίνα δεν αποτελεί πια μια χώρα διαμετακόμισης, όπου τα προϊόντα απλώς συναρμολογούνται, με αποτέλεσμα να παρέχονται υπηρεσίες που δεν αποφέρουν ιδιαίτερα κέρδη για την ίδια τη χώρα.

Το γεγονός ότι η Κίνα δεν είναι πια μια «παιδική χαρά» για τις μεγάλες πολυεθνικές είναι από μόνο του αρνητικό για τις ΗΠΑ. Όμως, το χειρότερο είναι ότι η οικονομική θέση των ΗΠΑ έχει αποδυναμωθεί, την ίδια περίοδο που αυτή της Κίνας έχει ενισχυθεί σημαντικά. Το 1980, το ΑΕΠ των ΗΠΑ αντιπροσώπευε το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ της Κίνας ήταν λίγο παραπάνω από το 1/20. Σήμερα αντιπροσωπεύουν αμφότερα από 1/4.

Μάλιστα, η ανάπτυξη της Κίνας δεν είναι μόνο ποσοτική. Η κινεζική οικονομία έχει κάνει και ένα ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός. Μεγάλη πρόοδος έχει σημειωθεί στο τεχνολογικό πεδίο. Μέχρι πρόσφατα, θεωρούνταν μια χώρα «αντιγραφέας» τεχνολογίας, ενώ σήμερα θεωρείται καινοτόμος. Σήμερα το 40% όλων των ευρεσιτεχνιών παγκοσμίως είναι κινεζικές, ποσοστό μεγαλύτερο από το αντίστοιχο  ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας σωρευτικά.  Το 2015 τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο «Made in China 2025», προκειμένου να αναπτυχθεί περαιτέρω η βιομηχανία και να επιτευχθεί μεγαλύτερη αυτονομία σε 10 τομείς – κλειδιά της οικονομίας.

Μέσα από την παραπάνω διαδρομή, τα κινεζικά προϊόντα και οι υπηρεσίες γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικά. Μακροπρόθεσμα θα απειλήσουν την πρωτοκαθεδρία των πολυεθνικών της Δύσης. Αυτό είναι, φυσικά, ένα ανεπιθύμητο και μη αποδεκτό αποτέλεσμα. Ο Peter Navarro, ανώτατος οικονομικός σύμβουλος του Trump δήλωσε ότι:

«Στο μανιφέστο της οικονομικής πολιτικής της, το “Made in China 2025”, η κυβέρνηση της Κίνας έχει θέσει αναλυτικούς στόχους σε σχέση με συγκεκριμένους βιομηχανικούς τομείς: από την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική και την κβαντική υπολογιστική ως τα αυτοκατευθυνόμενα οχήματα… Αν η Κίνα καταλάβει αυτούς τους τομείς, τότε οι ΗΠΑ δεν θα έχουν κανένα οικονομικό μέλλον».

«Είναι ο στρατός, ηλίθιε»!

Σύμφωνα με τον Navarro, το πρόβλημα δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την οικονομία, την ευμάρεια ή τα κέρδη.

«Δεν κινδυνεύει μόνο η αμερικανική ευημερία… Η πνευματική ιδιοκτησία που προσπαθεί να πάρει η Κίνα αποτελεί τον βασικό της στόχο και παίζει ρόλο – κλειδί για την συνέχιση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ».

Οι δηλώσεις του Navarro είναι εξόχως αποκαλυπτικές. Η κυβέρνηση Trump κραυγάζει για το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, όμως δεν είναι αυτή η βασική ανησυχία. Το σημαντικότερο είναι η διατήρηση της κυριαρχίας σε τρεις τομείς: την τεχνολογία, τους βιομηχανική παραγωγή του μέλλοντος και τους εξοπλισμούς. Η κυριαρχία αυτή απειλείται πρώτα και κύρια από την Κίνα.

O Navarro δεν εκφράζει προσωπικές του απόψεις, αλλά την κυβερνητική πολιτική. Η πολιτική αυτή αναπτύχθηκε αναλυτικά σε μια αποκαλυπτική έκθεση του Πενταγώνου, το Σεπτέμβριο του 2018. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι τρεις προαναφερθέντες τομείς –τεχνολογίες, οικονομία, εξοπλισμοί- είναι στενά συνυφασμένοι μεταξύ τους. Το τεχνολογικό προβάδισμα είναι απαραίτητο για την υπερίσχυση στον οικονομικό ανταγωνισμό και τη διατήρηση της στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας. Η έκθεση προειδοποιεί ότι:

«Οι κινεζικές δαπάνες στον τομέα της Έρευνας & Ανάπτυξης πλησιάζουν ταχέως τις αντίστοιχες των ΗΠΑ και πιθανότατα θα πετύχουν ισοτιμία κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον».

Η έκθεση αναφέρεται ρητά και στο «Made in China 2025».

«Μία από τις κυριότερες πρωτοβουλίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας στο πεδίο της βιομηχανίας, το “Made in China 2025”, επικεντρώνεται στην τεχνητή νοημοσύνη, την κβαντική υπολογιστική, τη ρομποτική, τα αυτόνομα και νέα ενεργειακά οχήματα, τις ιατρικές συσκευές υψηλής απόδοσης, τα εξαρτήματα πλοίων υψηλής τεχνολογίας, καθώς και σε άλλους ανερχόμενους τομείς που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εθνική άμυνα».

Η Πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt & Road Initiative – BRI) θεωρείται επίσης ως αρνητική εξέλιξη. Η BRI είναι ένα κινεζικό δίκτυο θαλάσσιων και χερσαίων εμπορικών δρόμων, που απλώνεται σε 64 χώρες και περιλαμβάνει επενδύσεις, δάνεια, εμπορικές συμφωνίες και πλήθος Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, με συνολική αξία 900 δις δολάρια.

«Η στρατηγική της Κίνας για “μία Ζώνη, ένα Δρόμο» περιλαμβάνει τόσο κινήσεις συνεργασίας όσο και πιο επιθετικές επιλογές· στο πλαίσιο της παραπάνω πολιτικής, η Κίνα επεδίωξε την απόκτηση κρίσιμων υποδομών στις ΗΠΑ, όπως σιδηροδρόμων, λιμανιών και τηλεπικοινωνιών. Οι οικονομικές στρατηγικές της Κίνας, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέφεραν οι βιομηχανικές πολιτικές άλλων κρατών, απειλούν σημαντικά τη βιομηχανική βάση των ΗΠΑ και δημιουργούν, κατά συνέπεια, όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο στην εθνική τους ασφάλεια».

Όμως, η σχέση που συνδέει τεχνολογία, οικονομία και εξοπλισμούς είναι πολύ βαθύτερη. Προκειμένου να διατηρήσουν την στρατιωτική κυριαρχία τους, οι ΗΠΑ χρειάζονται μια δική τους σταθερή βιομηχανική βάση. Από την οπτική της εθνικής ασφάλειας, η παγκοσμιοποίηση έχει παρατραβήξει. Η μετεγκατάσταση τμημάτων της αμερικανικής οικονομίας στο εξωτερικό έχει διαβρώσει τη βάση της πολεμικής βιομηχανίας, υπονομεύοντας έτσι την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

«Η απώλεια πάνω από 60.000 αμερικανικών εργοστασίων, μεγάλων εταιριών και σχεδόν 5 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στη βιομηχανία από το 2000, απειλεί να υπονομεύσει τη δυνατότητα των κατασκευαστών στις ΗΠΑ να ανταποκρίνονται στις εθνικές αμυντικές απαιτήσεις και δημιουργεί ανησυχία για την υγεία της βιομηχανικής βάσης παραγωγής και άμυνας. […] Σήμερα, στηριζόμαστε σε μεμονωμένες εγχώριες πηγές για ορισμένα προϊόντα και σε ξένες αλυσίδες ανεφοδιασμού για άλλα, και ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πιθανή αδυναμία να παράγουμε εξειδικευμένα στρατιωτικά εξαρτήματα εντός συνόρων».

Η προστατευτική πολιτική της κυβέρνησης Trump δεν πυροδοτείται κυρίαρχα από το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η έκθεση αναφέρεται σε αυτό μόνο παρεμπιπτόντως. Αυτό που έχει σημασία είναι η διασφάλιση μιας «δραστήριας αμυντικής βιομηχανικής βάσης», που θα στηρίζεται σε έναν «δραστήριο εγχώριο κατασκευαστικό τομέα» και σε «σταθερές αλυσίδες ανεφοδιασμού από το εξωτερικό». Αυτή είναι η «εθνική προτεραιότητα».

Όταν γίνεται λόγος για «αμυντικές δυνατότητες» αυτό σημαίνει, με  άλλα λόγια, πολεμική προετοιμασία. Αυτό που σκέφτεται το Πεντάγωνο δεν είναι μερικές περιφερειακές, μικρής κλίμακας συρράξεις, αλλά κατά βάση μία μεγάλη σε ένταση και διάρκεια πολεμική απόπειρα ενάντια στις «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις», δηλαδή στην Κίνα και τη Ρωσία. Η έκθεση προτείνει την ριζική «αναδιοργάνωση» της αμερικανικής οικονομίας και την προετοιμασία για το «σενάριο μιας σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων». Όπως το έθεσε και ένας υψηλά ιστάμενος στρατιωτικός αξιωματούχους:

«Είμαστε εδώ και καιρό απασχολημένοι με πολέμους χαμηλών τεχνολογικών απαιτήσεων ενάντια σε ανθρώπους που εκτοξεύουν βόμβες από τις καρότσες φορτηγών, ενώ όλο αυτό το διάστημα η Κίνα υπήρξε πιο ξύπνια και μας αιφνιδίασε. Εκεί θα επικεντρωθούμε τώρα».

Κατά τον 20ο αιώνα οι κυριότερες προσπάθειες των ΗΠΑ στρέφονταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ κατά τον 21ο επικεντρώνονται στον «κινεζικό κίνδυνο». Στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον προϋπολογισμό του 2019, το Κογκρέσο διατύπωσε ρητά ότι «ο στρατηγικός ανταγωνισμός με την Κίνα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο αποτελεί βασική προτεραιότητα των ΗΠΑ». Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο την οικονομία, αλλά μια συνολική στρατηγική σε πολλά μέτωπα. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, απαιτείται «η συντονισμένη λειτουργία πολλών επιμέρους στοιχείων της κρατικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την διπλωματία, την οικονομία, τις μυστικές υπηρεσίες, την επιβολή της νομιμότητας και το στρατό, έτσι ώστε να προστατευθεί και να ενισχυθεί η εθνική ασφάλεια».

Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε στα ζητήματα που αφορούν τη στρατηγική για την οικονομία και το στρατό.

Ένα οικονομικό σιδηρούν παραπέτασμα

O Trump επιδιώκει μια συνολική αναδιάταξη των οικονομικών σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας. Όπως το έχει θέσει και ο ίδιος με το γνωστό του στυλ:

«Όταν ανέλαβα βαδίζαμε σε μια κατεύθυνση που θα επέτρεπε τελικά στην Κίνα να είναι μεγαλύτερη από εμάς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό δεν πρόκειται πια να συμβεί».

Προκειμένου να αναχαιτιστεί η άνοδος της Κίνας, είναι αναγκαία η οικονομική αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Κίνα στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο. Τόσο οι κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ όσο και οι αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα πρέπει να περιοριστούν και να αποκλειστούν. Καταρχήν, δίνεται βάρος στους στρατηγικούς τομείς.

Θα πρέπει να περιοριστεί και το αμοιβαίο εμπόριο. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιβάλει δασμούς στις μισές περίπου εισαγωγές από την Κίνα. Ο Trump απειλεί να επιβάλει δασμούς στο σύνολο των εισαγωγών, εάν κριθεί απαραίτητο. Στο στόχαστρο βρίσκονται και οι εξαγωγές προς την Κίνα. Για την ανάπτυξή της, η Κίνα εξαρτάται σημαντικά από υψίστης σημασίας εξαρτήματα, όπως μικροκυκλώματα (microchips). Το Μάιο του 2015, οι πωλήσεις μικροτσίπ στην ZTE, μια μεγάλη κινεζική εταιρία τηλεπικοινωνιών που απασχολεί 75.000 ανθρώπους, διακόπηκαν προσωρινά, θέτοντάς την σε κίνδυνο πτώχευσης. Η επιτυχημένη manager Kathleen Gaffney  προβλέπει ότι τα παραπάνω είναι μόνο η αρχή:

«Έχουμε το απόλυτο προβάδισμα στην τεχνολογία και την καινοτομία όσον αφορά τη βιομηχανία παραγωγής μικροκυκλωμάτων. Η Κίνα επιθυμεί να ηγηθεί κι αυτή μακροπρόθεσμα. Θα τα παράγουν στην Κίνα μέχρι το 2025. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να τους θέσουμε εμπόδια περιορίζοντας τις εξαγωγές μας.  Μια τέτοια κίνηση θα βλάψει την Κίνα αλλά δεν θα βλάψει το σύνολο της οικονομίας. Σε τέτοιου είδους ενέργειες θα προβούμε».

Οι πιο σοβαροί σχολιαστές πιστεύουν ότι οι δασμοί που επιβάλλονται αφενός θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομία των ΗΠΑ και ότι  αφετέρου θα επιλύσουν το πρόβλημα του ελλείμματος με την Κίνα. Δεν είναι όμως αυτή η πραγματική έγνοια του Trump και της κλίκας του. Ο βασικός τους στόχος είναι «να προσπαθήσουν να εμποδίσουν την τεχνολογική άνοδο της Κίνας παρά να κλείσουν μια συμφέρουσα για την αμερικανική οικονομία συμφωνία», όπως το έθεσε και ένας επενδυτής.

Η κυβέρνηση Trump προσπαθεί, ακόμη, να επεκτείνει τον εμπορικό της πόλεμο με την Κίνα και σε άλλες χώρες. Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις με τον Καναδά και το Μεξικό για μια νέα συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, ο Trump έθεσε μια ρήτρα που ορίζει ότι οι δύο αυτές χώρες δεν μπορούν να συνάψουν καμία εμπορική συμφωνία με μια χώρα που δεν έχει «οικονομία της ελεύθερης αγοράς», δηλαδή με την Κίνα. Σκοπεύει να συνάψει στο μέλλον τέτοιες συμφωνίες και με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εάν οι ΗΠΑ πετύχουν κάτι τέτοιο, θα αποτελέσει μεγάλο πλήγμα και την Κίνα και θα υψωθεί ένα είδος «οικονομικού σιδηρού παραπετάσματος» γύρω από τη χώρα.

Η αντι-κινεζική στάση δεν περιορίζεται στον Trump και μερικά «γεράκια» στην κυβέρνησή του. Μεγάλα τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου πιστεύουν ότι ΗΠΑ και Κίνα έχουν εμπλακεί σε έναν μακροπρόθεσμο, στρατηγικό ανταγωνισμό και ότι η άνοδος του ασιατικού γίγαντα αποτελεί απειλή για τη θέση των ΗΠΑ διεθνώς. Υπάρχει όλο και μεγαλύτερη συμφωνία ως προς το ότι η εμπορική πολιτική και η πολιτική εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να είναι στο εξής ενιαίες και ότι ο Λευκός Οίκος θα πρέπει να απαντήσει δυναμικά στον στρατηγικό ανταγωνιστή του. Η δίψα για σύγκρουση μεγαλώνει.

Η αντι-κινεζική διάθεση διακατέχει Ρεπουμπλικανούς, υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς, «όρνια» της εθνικής ασφάλειας και ανθρώπους του Πενταγώνου. Διακατέχει, ακόμη, και Δημοκρατικούς και τμήμα των συνδικάτων και της αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι η επιθετική στάση απέναντι στην Κίνα θα διαρκέσει μάλλον για πολύ καιρό και σίγουρα δεν θα τερματιστεί μετά την αποχώρηση του σημερινού προέδρου από το οβάλ γραφείο.

«Άνοιξε πρώτος πυρ»

Η ανωτερότητα των ΗΠΑ στο στρατιωτικό επίπεδο είναι συντριπτική. Διαθέτουν 800 στρατιωτικές βάσεις σε πάνω από 70 χώρες και 150.000  στρατιώτες σε 177 χώρες. Οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούν τα 600 δις δολάρια, ποσό που υπερβαίνει το 1/3 των συνολικών δαπανών του πλανήτη. Είναι συνολικά 3 φορές περισσότερες σε σχέση με τις δαπάνες τις Κίνας και 12 φορές περισσότερες, αν υπολογιστούν κατά κεφαλήν.

Επί 70 χρόνια, οι ΗΠΑ κυριεύουν τις θάλασσες και τον εναέριο χώρο σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη, της Ανατολικής Ασίας περιλαμβανομένης. Απολάμβαναν σχεδόν απόλυτη ελευθερία κινήσεων και την δυνατότητα να στερούν από τους εχθρούς τους αυτήν την ελευθερία. Ο Trump επιθυμεί να παραμείνει έτσι:

«Η Αμερική δεν θα αποδεχθεί ποτέ να γίνει δεύτερη δύναμη. Θα κάνω τις ένοπλες δυνάμεις μας τόσο δυνατές, ώστε να μην φοβηθούμε ποτέ ξανά μια άλλη δύναμη».

Σύμφωνα με την έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του 2017, η Κίνα οικοδομεί «τον πιο ικανό και πιο χρηματοδοτούμενο στρατό στον κόσμο, μετά από τον δικό μας». Η «άλλη δύναμη» στην οποία αναφέρεται ο Trump είναι η Κίνα. Σύμφωνα με τον Πεντάγωνο, πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί η υπεροχή στην Ανατολική Ασία. Αυτό σημαίνει να περιοριστεί η Κίνα.

«Όσο η Κίνα συνεχίζει την οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξή της, διεκδικώντας εξουσία μέσω μιας μακροπρόθεσμης, πανεθνικής στρατηγικής, θα συνεχίσει να ακολουθεί ένα πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, που στοχεύει μεσοπρόθεσμα στην περιφερειακή ηγεμονία σε Ινδικό και Ειρηνικό και μακροπρόθεσμα στον εκτοπισμό των ΗΠΑ, προκειμένου να καταστεί παγκόσμια κυρίαρχος».

Στην ψυχροπολεμική του ομιλία τον περασμένο Οκτώβρη, ο Αντιπρόεδρος Pence δεν άφησε κανένα περιθώριο για αμφιβολίες:

«Το μήνυμά μας προς τους ηγέτες της Κίνας είναι το εξής: Αυτός ο Πρόεδρος δεν πρόκειται να κάνει πίσω. Όσο ενισχύουμε το στρατό μας, θα συνεχίσουμε να διασφαλίζουμε τα αμερικανικά συμφέρνοντα σε Ινδικό και Ειρηνικό».

Η στρατηγική κατά της Κίνας στο στρατιωτικό επίπεδο έχει δύο σκέλη: τον ανταγωνισμό για τους εξοπλισμούς και της περικύκλωση της χώρας.

Ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός έχει πάρει φωτιά. Οι ΗΠΑ δαπανούν 150 δις δολάρια ετησίως σε στρατιωτική έρευνα, δηλαδή 5 φορές περισσότερα από την Κίνα. Εργάζονται πυρετωδώς για μια νέα γενιά εξαιρετικά προηγμένων όπλων, drones και κάθε είδους ρομπότ, τα οποία δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει ένας μελλοντικός εχθρός. Τα F-35 ενσωματώνουν την κορυφαία τεχνολογία της εποχής και είναι 15-20 χρόνια πιο προηγμένα από τα κινεζικά μαχητικά αεροσκάφη. Στην ανάπτυξη τέτοιων όπλων προηγμένης τεχνολογίας χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική μηχανική, η τεχνολογία laser, οι υπερηχητικές ταχύτητες, η πυρηνική ανάφλεξη και ο ηλεκτρονικός πόλεμος. Πρόκειται για τις πολεμικές επιστήμες του μέλλοντος.

Προκειμένου να διατηρηθεί το εξοπλιστικό προβάδισμα, οι Κινέζοι θα πρέπει να κρατηθούν σε απόσταση. Σύμφωνα με την έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας του Δεκεμβρίου του 2017,

«Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός και η οικονομική διεύρυνση της Κίνας οφείλεται ως ένα βαθμό και στην πρόσβασή της στην οικονομία της καινοτομίας των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των κορυφαίων αμερικανικών πανεπιστημίων».

Ο Λευκός Οίκος στρέφεται προς τον προστατευτισμό όχι μόνο σε σχέση με το εμπόριο, τις επενδύσεις ή την τεχνολογία, αλλά σε σχέση και με τη γνώση.

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στα διαστημικά όπλα.

«Εάν η πολιτική της αποτροπής αποτύχει, είμαι πεπεισμένος ότι […] εάν έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν ισότιμο ή σχεδόν ισότιμο αντίπαλο, θα πρέπει να δώσουμε μάχη για την υπεροχή μας στο διάστημα», δηλώνει ο Στρατηγός John Raymond,  Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Πολεμικής Αεροπορίας.

Πέρυσι ο Trump αποφάσισε να ιδρύσει ένα νέο, πλήρως ανεπτυγμένο στρατιωτικό κλάδο: την Διαστημική Δύναμη των ΗΠΑ.

Η διεξαγωγή ενός προληπτικού πολέμου δεν αποκλείεται. Ο Bob Work, πρώην Υφυπουργός  Άμυνας, σημειώνει ότι η Κίνα αναπτύσσει πυραύλους που πλησιάζουν πολύ τις δυνατότητες των αμερικανικών.

«Οι ΗΠΑ δεν χρειάστηκε ποτέ να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που μπορούσε να ρίξει πυραύλους με τέτοιο βεληνεκές και τέτοια πυκνότητα βλημάτων όσο και οι ίδιες. Σε οποιονδήποτε μελλοντικό πόλεμο, η χρήση καθοδηγούμενων πυρομαχικών θα είναι τόσο εκτεταμένη και σημαντική[…]», ώστε θα έχει «μεγάλη σημασία να είμαστε οι πρώτοι που θα ανοίξουμε πυρ».

Το δεύτερο σκέλος του σχεδίου είναι η στρατιωτική περικύκλωση. Για το εξωτερικό της εμπόριο, η Κίνα βασίζεται κατά 90% στις θαλάσσιες μεταφορές. Περισσότερο από το 80% της πετρελαϊκής της τροφοδοσίας διέρχεται από τον Πορθμό της Malacca (κοντά στη Σιγκαπούρη), όπου οι ΗΠΑ έχουν μια στρατιωτική βάση. Ο Kissinger είπε κάποτε «έλεγξε το πετρέλαιο, και θα ελέγχεις τα κράτη». Σε κάθε περίπτωση, οι ΗΠΑ μπορούν με ευκολία να διακόψουν τη ροή πετρελαίου προς την Κίνα. Προς το παρόν, η Κίνα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μέχρι το 2020, το 60% ολόκληρου του αμερικανικού στόλου θα βρίσκεται σταθμευμένο στην ευρύτερη περιοχή. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Κίνα περικυκλώνεται και συμπιέζεται. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε εάν η Κίνα επρόκειτο να εγκαταστήσει μία οποιαδήποτε στρατιωτική εγκατάσταση –πόσο μάλλον μία βάση- κοντά στις ΗΠΑ.

Εντός του παραπάνω πλαισίου θα πρέπει να εξετάσουμε την κατασκευή μικρών νησιών από την Κίνα στη Νότια Θάλασσά της καθώς και τις αξιώσεις που εγείρει για ένα μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής. Ο έλεγχος των θαλάσσιων διαδρομών μέσω των των οποίων μεταφέρονται η ενέργεια και τα βιομηχανικά αγαθά είναι ζωτικής σημασίας για το Πεκίνο.

Η Παγίδα του Θουκυδίδη

Η Κίνα απειλεί την υπεροχή των ΗΠΑ. Θα οδηγήσει αναπόφευκτα αυτή η διαπίστωση σε μια θανάσιμη παγίδα σαν κι αυτή που περιέγραψε πρώτος ο Θουκυδίδης; Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός περιγράφει πως η ανάπτυξη της Αθήνας δημιούργησε φόβο στη Σπάρτη και την οδήγησε να διεξάγει πόλεμο εναντίον της για να την αποτρέψει. Ο ιστορικός Graham Allison σκιαγραφεί το πώς τα τελευταία 500 χρόνια υπήρξαν 16 ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες μία ανερχόμενη δύναμη απείλησε την κυριαρχία μιας κυρίαρχης δύναμης. Δώδεκα φορές η κατάσταση αυτή κατέληξε σε πόλεμο.

Η ιστορία δεν είναι νομοτέλεια, αποτελεί όμως σημαντικό δείκτη. Σε κάθε περίπτωση, η σταθερή στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ αποτελεί εγγύηση για την διατήρηση της οικονομικής υπεροχής τους. Όταν κάνουμε λόγο για οικονομική υπεροχή, αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις χιλιάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, επιχειρήσεις εξαιρετικά ισχυρές που ασκούν τεράστια επιρροή στην πολιτική του Λευκού Οίκου, ανεξαρτήτως του εκάστοτε προέδρου. Τα δισεκατομμύρια των κερδών δεν θα παραδοθούν εύκολα, χωρίς έναν σκληρό αγώνα.

Όπως είπε και ο Μαρξ πριν από 160 χρόνια:

«Το κεφάλαιο απεχθάνεται την απουσία κέρδους ή το πολύ μικρό κέρδος». Εάν το κέρδος είναι μεγάλο, «το κεφάλαιο θα επιδείξει περίσσιο θράσος» κι εάν το κέρδος είναι πολύ μεγάλο «δεν θα υπάρξει έγκλημα που θα διστάσει να διαπράξει ούτε ρίσκο που θα διστάσει να πάρει».

Μερικοί θα υποστηρίξουν ότι η δύναμη μαζικής εξόντωσης που έχουν τα σύγχρονα όπλα είναι πολύ μεγάλη για να πάρει κάποιος το ρίσκο μιας σύρραξης μεγάλης κλίμακας. Όμως αυτή η λάθος συλλογιστική υπήρχε και πριν από εκατό χρόνια, σύμφωνα με την Katrina Mason.

«Πριν από λίγο περισσότερα από 100 χρόνια, οι αναλυτές εκτιμούσαν ότι τα όπλα ήταν τόσο τεχνολογικά ανεπτυγμένα και τόσο θανατηφόρα, ώστε κανείς δεν θα κατέφευγε στη χρήση τους. Πολλοί διατύπωναν την άποψη ότι ο αδιάκοπος εξοπλιστικός ανταγωνισμός ήταν μέρος μιας οικονομικής προσπάθειας ενίσχυσης της εγχώριας βιομηχανίας και υποτιμούσαν το ενδεχόμενο να οδηγήσει ένας τέτοιος ανταγωνισμός σε σύρραξη. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τους διέψευσε και στις δύο εκτιμήσεις».

Πώς μπορούν τα γιγαντιαία οικονομικά συμφέροντα να τεθούν υπό δημοκρατικό έλεγχο, ώστε να επικρατήσει η κοινή λογική κι όχι το κυνήγι του κέρδους; Το ερώτημα αυτό θα είναι καθοριστικό για το μέλλον.

 

O Marc Vandepitte είναι Βέλγος φιλόσοφος και οικονομολόγος, συγγραφέας πολλών βιβλίων για τις σχέσεις Νότου-Βορρά, τη Λατινική Αμερική, την Κούβα και την Κίνα.

 

Πηγή: Global Research
Μετάφραση:
Ειρήνη Τσαλουχίδη

 

Αρχική δημοσίευση: antapocrisis.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας