Εργατικός Αγώνας

Η ιμπεριαλιστική απόπειρα διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης το 1938

Ο διαμελισμός της Σοβιετικής Ένωσης και η διάλυση του μόνου ως τότε σοσιαλιστικού κράτους δεν ήταν μόνο επιδίωξη του ναζισμού αλλά του συνόλου του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Αυτό που οι λαοί γνώριζαν έρχεται να επιβεβαιωθεί με την αποκάλυψη απόρρητων εγγράφων που φυλάσσονται στα Προεδρικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Ο Εργατικός Αγώνας, για την ενημέρωση των αναγνωστών του, αναδημοσιεύει το άρθρο που δημοσίευσε το «ΒΗΜΑ της Κυριακής» 20/6/2021 όπου παρουσιάζονται αποσπάσματα τέτοιων απόρρητων εγγράφων. Εκεί καταδεικνύεται πως η πορεία του 2ου παγκόσμιου πολέμου θα μπορούσε να είναι τελείως διαφορετική, αν υλοποιούνταν τελικά τα σχέδια για δημιουργία ενός αντισοβιετικού συνασπισμού από την Αγγλία, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, την Ιταλία, και την Πολωνία, στον οποίο θα εντασσόταν αργότερα η Τουρκία, η Φινλανδία και τα κράτη της Βαλτικής.

Το κείμενο είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό των ιμπεριαλιστικών σχεδίων ενάντια στο σοβιετικό κράτος. Αυτά τα σχέδια η επιθετικότητα του ναζισμού τα μετέθεσε για το τέλος του πολέμου και την απαρχή του «ψυχρού πολέμου».

Το άρθρο, όπως δημοσιεύτηκε στο «ΒΗΜΑ», έχει ως εξής:  

 

 

Ο Αντισοβιετικός Συνασπισμός (1938) – Η NKVD προειδοποιεί το Κρεμλίνο

ΕΙΡΗΝΗ ΛΑΓΑΝΗ

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ

Ογδόντα χρόνια μετά τη βίαιη εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση, χωρίς την προγενέστερη κήρυξη πολέμου εκ μέρους του Βερολίνου, η έκταση της θηριωδίας συνεχίζει να απασχολεί τους ιστορικούς ερευνητές.

Η ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και σε μεγάλο βαθμό γνωστή, διατηρεί ακόμη κρίσιμες σκοτεινές πλευρές. Παραφράζοντας τον γνωστό αμερικανό διπλωμάτη George Kennan θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε το 99% των γεγονότων για αυτόν ενώ αφιερώνουμε το 99% του χρόνου μας στο 1% που παραμένει ακόμη άγνωστο. Αυτό όμως το ελάχιστο τμήμα που αναδύεται σταδιακά από το βάθος των κέντρων φύλαξης του αρχειακού υλικού αποκτά εξαιρετικά ειδικό βάρος όταν ομιλούμε για τα πρώην σοβιετικά αρχεία: Η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης αποτέλεσε για περισσότερο από επτά δεκαετίες άλυτο γρίφο και έδωσε τροφή σε πλειάδα αναλύσεων και παρερμηνειών ελλείψει πρόσβασης στις πρωτογενείς πηγές.

Στον χώρο φύλαξης των Προεδρικών Αρχείων της Ρωσικής Ομοσπονδίας βρίσκεται ένα έγγραφο βαρύνουσας σημασίας, που καθόρισε την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων της περιόδου 1938-1941. Ο άνθρωπος που υπογράφει το εν λόγω τεκμήριο ονομάζεται Γκέοργκι Κοσένκο (Георгий Николаевич Косенко) και έχοντας εξασφαλίσει τη νόμιμη παρουσία του στο Παρίσι, εργαζόταν στην Υπηρεσία εξωτερικών πληροφοριών – κατασκοπείας – της NKVD, με το επιχειρησιακό ψευδώνυμο «ΦΙΝ». Κατά την περίοδο 1936-1938 η Ρεζιντεντούρα της NKVD στο Παρίσι, με επικεφαλής τον Κοσένκο, κατάφερε να συλλέξει σημαντικό όγκο πληροφοριών σχετικά με την εξωτερική και εσωτερική πολιτική της Γαλλίας. Ο πράκτορας με την κωδική ονομασία «ΣΒΑΝ», του οποίου η ταυτότητα παραμένει απόρρητη έως σήμερα, έστειλε στον «ΦΙΝ» το ακόλουθο επείγον μήνυμα, το οποίο προωθήθηκε, την 9η Μαΐου 1938, με κρυπτογραφημένο μήνυμα προσωπικά και αποκλειστικά στην ηγεσία της ΕΣΣΔ:

« […] Σύμφωνα με πληροφορίες από ιταλική πηγή (τους ιταλούς πρέσβεις στο Ελσίνκι, στο Τάλιν και στη Ρίγα και τον αντιπρόσωπο του πρακτορείου «Στεφανί» στις χώρες της Βαλτικής, Φασκινέ, πράκτορα στην πράξη της ιταλικής κατασκοπείας και έμπιστου του Τσιάνο – επαναλαμβάνω του Τσιάνο και του Μουσολίνι) εναντίον μας σχηματίστηκε οριστικά συνασπισμός που αποτελείται από τις χώρες Αγγλία, Γερμανία, Ιαπωνία, Ιταλία, και Πολωνία, στον οποίο θα ενταχθούν η Τουρκία, η Φινλανδία και τα κράτη της Βαλτικής. Του συνασπισμού ηγείται και χρηματοδοτεί η Αγγλία. Το πολεμικό σχέδιο δράσης καταρτίστηκε και εγκρίθηκε ως ακολούθως:

Α) Η Ιαπωνία ξεκινάει τον πόλεμο, με επίθεση εναντίον μας στην Άπω Ανατολή.

Β) Με το πρόσχημα της βοήθειας προς την Ιαπωνία, δυνάμει του «αντικομμουνιστικού συμφώνου», η Γερμανία ξεκινάει άμεσα πολεμικές επιχειρήσεις. Ο γερμανικός στρατός διασχίζοντας την Πολωνία […] επιτίθεται εναντίον μας με κατεύθυνση την κεντρική Ρωσία και το τμήμα της Ουκρανίας ανατολικά του Δνείπερου.

Γ) Τα πολωνικά στρατεύματα παίρνουν θέση στο νότιο τμήμα του μετώπου και επιτίθενται στο τμήμα της Ουκρανίας δυτικά του Δνείπερου.

Δ) Τα ιταλικά στρατεύματα με δύο τρόπους: μέσω Τουρκίας από ξηράς και με τη βοήθεια του ιταλικού στόλου που θα εισέλθει στη Μαύρη Θάλασσα, με απόβαση στρατευμάτων επιτίθενται στον Καύκασο […].

Ε) Με την έναρξη του πολέμου το αγγλικό ναυτικό προχωράει σε αποκλεισμό των ακτών μας και στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενη την απασχόληση του στρατού μας στα βασικά μέτωπα, […] η Αγγλία […] επιτίθεται στις βόρειες ακτές μας με στόχο την κατάληψη του Μούρμανσκ και του Αρχάγγελσκ.

Γύρω από τη Μόσχα θα δημιουργηθούν μικρά «ανεξάρτητα» ρωσικά κράτη χωρίς έξοδο στη θάλασσα […].

Το ζήτημα της Τσεχίας, και πάλι με τη βοήθεια της Αγγλίας, θα ρυθμιστεί κι αυτό όπως ρυθμίστηκε το ζήτημα της Αυστρίας – «ανώδυνα». Ακόμα κι αν δεν είναι ένα καινούργιο «Άνσλους», σε κάθε περίπτωση η Τσεχοσλοβακία θα υποταχθεί πλήρως στη Γερμανία […]»[1].

Το ως άνω έγγραφο περιγράφει προφητικά τη μελλοντική υποταγή της Τσεχοσλοβακίας από τη Γερμανία, η οποία έμελλε να λάβει χώρα την 30ή Σεπτεμβρίου 1938 μετά την υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου. Ταυτόχρονα, σκιαγραφώντας ένα δυνάμει αντισοβιετικό μέτωπο, οδηγεί αναπόφευκτα λίγο αργότερα στο σύμφωνο Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ. Ο γνωστός γάλλος ιστορικός Διεθνών Σχέσεων, Jean-Baptiste Duroselle, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής για τη Συνθήκη του Μονάχου: «Η διάσκεψη του Μονάχου […] σηματοδοτεί μια εκ των πιο απεγνωσμένων στιγμών της [γαλλικής] ιστορίας μας. Υπό το πρόσχημα της αποφυγής του πολέμου ή του να κερδίσουμε χρόνο, προδώσαμε έναν σύμμαχο που δεν συγχώρησε ούτε τη Γαλλία ούτε τις δυτικές Δημοκρατίες γενικότερα για αυτή την προδοσία. Η καθυστέρηση δεν χρησίμευσε σε τίποτα. Δεν μπόρεσε να αποτρέψει ούτε τον πόλεμο, ούτε την ήττα, ούτε τη φυσική και ηθική οδύνη της κατοχής. Ήμουν είκοσι ετών, η ειρήνη ήταν όμορφη. Άξιζε να διασωθεί. Όμως – αυτό το αντελήφθην γρήγορα – όχι με τέτοιον τρόπο»[2].

Η σοβιετική κατασκοπεία κατάφερε να αποσπάσει πλήθος εγγράφων νευραλγικής σημασίας από τους διακρατικούς αντιπάλους της στη Δύση, μεταξύ των οποίων και την κάτωθι αναφορά του γάλλου στρατιωτικού ακολούθου της γαλλικής πρεσβείας στο Βερολίνο, Henri-Antoine Didelet, το περιεχόμενο της οποίας αναδείκνυε ανάλογη οξυδέρκεια και στρατηγικό βάθος με την προηγούμενη αναφορά του πράκτορα «ΣΒΑΝ». Την παραμονή της υπογραφής του Συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας, ο Didelet, έχοντας διασαφηνίσει την από 22 Αυγούστου 1939 post-scriptum αναφορά του, ότι η υπογραφή του γερμανο-ρωσικού συμφώνου δεν μεταβάλλει καθόλου την ανάλυσή του, θα γράψει στο γαλλικό Γενικό Επιτελείο και στον υπουργό Πολέμου τα παρακάτω λόγια:

«Είναι πιθανό ότι βρισκόμαστε στις παραμονές των πρώτων αιματηρών επεισοδίων του πολέμου που ξεκίνησε το 1938. Λέγω του πολέμου, ξεκάθαρα του πολέμου, και όχι, δυνάμει των εκφράσεων των εφημερίδων, του λευκού πολέμου, του πολέμου νεύρων ή του πολέμου-ειρήνης. Η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο από το 1938 γιατί η ειρήνη εδράζεται στις συνθήκες ενώ ο πόλεμος είναι η κατάσταση πραγμάτων που αντιστοιχεί στην απουσία συνθηκών […]»[3].

Το απόσπασμα αυτό εστιάζει στο σύνολο των γεγονότων που οδήγησαν την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο στο κατώφλι της καταστροφής κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η γερμανική επιθετικότητα, όπως μαρτυρούν η επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας (1936), η συνδιάσκεψη του Μονάχου (1938) και η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τη Βέρμαχτ τον Μάρτιο του 1939 – η οποία παραβίαζε ακόμα και τους όρους της ίδιας της συνδιάσκεψης του Μονάχου -, επικύρωσαν την οριστική διάλυση του διεθνούς συστήματος των Βερσαλλιών και διασάλευσαν την επισφαλή ισορροπία δυνάμεων στη Γηραιά Ήπειρο. Υπό αυτή την έννοια, η χιτλερική πρόθεση της διά των όπλων αναθεώρησης του ευρωπαϊκού χάρτη, με άλλα λόγια η βούληση βίαιης κατάργησης κάθε δυνητικής ισορροπίας εκ μέρους του γερμανικού Τρίτου Ράιχ, ήταν ipso facto πραγματικότητα και ως στρατηγική επιλογή δεν επρόκειτο να αποτυπωθεί με την υπογραφή και – πολύ περισσότερο – με την εφαρμογή της συμφωνίας Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ. Στις 11 Αυγούστου 1939, λίγο πριν από την αναχώρηση του Ρίμπεντροπ για τη Μόσχα, ο Χίτλερ δήλωσε στον Καρλ Μπρούκχαρτ (Carl Burckhardt), ελβετό επίτροπο της ΚτΕ, στον διάδρομο του Ντάντσιχ στην Πολωνία: «…Ό,τι αναλαμβάνω, κατευθύνεται εναντίον των Ρώσων. Αν η Δύση είναι τόσο ηλίθια και τυφλή για να το καταλάβει, τότε θα υποχρεωθώ να καταλήξω σε συμφωνία με τους Ρώσους, να κτυπήσω τη Δύση και στη συνέχεια μετά την ήττα τους να στραφώ εναντίον της Σοβιετικής ένωσης με όλες μου τις δυνάμεις. Χρειάζομαι την Ουκρανία έτσι ώστε να μη λιμοκτονήσουμε, όπως συνέβη στον τελευταίο πόλεμο»[4].

Αυτά τα τεκμήρια ενισχύουν την προαναφερθείσα άποψη του στρατιωτικού ακολούθου Didelet, ο οποίος αναφερόταν σε μια κατάσταση πραγμάτων στην οποία κυριαρχούσε η έλλειψη σεβασμού των διεθνών συνθηκών, δηλαδή η μονομερής καταπάτηση από τη ναζιστική Γερμανία κάθε είδους γραπτής συμφωνίας όπως αυτής του Μονάχου. Κατ’ επέκταση δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η συνδιάσκεψη του Μονάχου – στην οποία η Μόσχα ουδέποτε προσκλήθηκε – αποτέλεσε τη διπλωματική carte blanche για τη μετέπειτα γερμανική επιθετικότητα. Ο αμερικανός καθηγητής Χόπερ (Bruce C. Hopper), καθηγητής στο Χάρβαρντ του μετέπειτα προέδρου των ΗΠΑ Τζον Κένεντι (John Fitzgerald Kennedy) και ένας εκ των πιο επιφανών σοβιετικών αναλυτών της εποχής του, σημείωσε αναφορικά με τη γερμανοσοβιετική προσέγγιση, τον Ιανουάριο 1940, στο περιοδικό «Foreign Affairs»: «[…] Οι Μπολσεβίκοι είναι ρεαλιστές. Ως εκ τούτου, θα αποφύγουν πιθανώς να συμμετάσχουν στον ευρωπαϊκό πόλεμο, εκμεταλλευόμενοι συγχρόνως κάθε ευκαιρία για να ενισχύσουν την άμυνα της Ρωσίας απέναντι στη Δύση, ενάντια στην περίπτωση ανανέωσης του cordon sanitaire (της υγειονομικής ζώνης) του 1919, ή ακόμα και του Drang nach Osten (της επέκτασης προς Ανατολάς). Κατόπιν της εκ νέου αναδιανομής της Ανατολικής Ευρώπης, της απόκτησης μιας κυρίαρχης θέσης στην ανατολική Βαλτική και της προοπτικής εξασφάλισης μιας βάσης στα Βαλκάνια, η Ρωσία διατηρεί την ισορροπία δυνάμεων στην ηπειρωτική Ευρώπη»[5].

Υπό το φως της ως άνω ανάλυσης, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εμβριθής ανάλυση του Didelet επικύρωνε με δραματικό τόνο την προειδοποίηση της NKVD στο Κρεμλίνο ότι επέκειτο ένας άνευ προηγουμένου πόλεμος. Η είσοδος στο προσκήνιο της μυστικής διπλωματίας αλληλοϋπονόμευσης των διεθνών δρώντων -έκφραση της οποίας υπήρξε και το σύμφωνο Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ ως το τελευταίο εν τη τάξει μυστικό διακρατικό σύμφωνο της εν λόγω περιόδου – έμελλε να ακολουθήσει την ατελέσφορη περιπλοκότητα της διπλωματίας του 19ου αιώνα υπενθυμίζοντας ότι η γεωπολιτική ήταν αυτή που όριζε τις πραγματικές εξελίξεις και όχι η ανέξοδη προπαγανδιστική φρασεολογία των ιδεολογικών επιτελείων της εποχής εκείνης, που φαινόταν να καθορίζει την ατζέντα της ημερήσιας διάταξης.

 

Ο κ. Νίκος Παπαδάτος είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης.

Η κυρία Ειρήνη Λαγάνη είναι καθηγήτρια Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

Πηγή: tovima.gr

 

[1] АП РФ 03/64/692 Φ. 82-85.

[2] Institut National d’études slaves, Revue des études slaves, Tome cinquante- deuxième, fascicule 1-2, Munich 1938, Mythes et réalités, Παρίσι 1979, σ. 35.

[3] РГВА 198к /02 /83. Φ. 741.

[4] Carl Burckhardt, Meine danziger Mission, 1937-1939 : Μόναχο, 1969, σ. 272.

[5] Bruce C. Hopper, How much can and will Russia aid Germany?, Foreign Affairs, Volume 18, Number 2, January 1940, σ. 242, 243.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας