Εργατικός Αγώνας

Γιατί γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου κι όχι τη λήξη του;

Γράφει ο Βασίλης Μπάκος

Ακούγεται -καλοπροαίρετα τις περισσότερες φορές- το ερώτημα “μα είναι δυνατόν να είμαστε η μόνη χώρα που δε γιορτάζουμε την απελευθέρωση, αλλά την έναρξη του πολέμου; 

Η συζήτηση αυτή διεξάγεται στο έδαφος της καθιέρωσης ιστορικών επετείων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες με βάση τις ημερομηνίες απελευθέρωσης από τη ναζιστική σκλαβιά. Στη χώρα μας η συζήτηση επικεντρώνεται στην ημερομηνία της 12ης του Οκτώβρη. Εκείνη την ημέρα,  το 1944 απελευθερώνεται το κέντρο της Αθήνας από τις δυνάμεις του ΕΑΜ. Το κέντρο! Γιατί οι συνοικίες κι ένα τεράστιο μέρος της επικράτειας είχαν απελευθερωθεί ήδη μέρες ή/και (αρκετούς) μήνες πριν. Από τον ίδιο τον λαό, που οργανωμένος στο ΕΑΜ, με αιχμή του δόρατος τον ΕΛΑΣ, με επιστέγασμα την Κυβέρνηση του Βουνού (ΠΕΕΑ) είχε κερδίσει το ψωμί και τη λευτεριά του πολεμώντας και τραγουδώντας. 

Αναμφίβολα η 12η του Οκτώβρη είναι μια ξεχωριστή ημέρα, που θα έπρεπε να τιμούμε ως επίσημη αργία της Αθήνας με εκδηλώσεις μνήμης, με σχολικές γιορτές στην πρωτεύουσα, με επισκέψεις σε τόπους μαρτυρίων. Αντίστοιχα, το κίνημα οφείλει να πιέσει για την καθιέρωση ως τοπικών αργιών των ημερομηνιών απελευθέρωσης της κάθε πόλης από τη ναζιστική σκλαβιά. Γιατί δε γίνεται; Ρητορικό το ερώτημα. Μα γιατί σε αυτές τις εκδηλώσεις θα έπρεπε να παραδεχτούν όλοι τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΕΑΜ. Και δεν το θέλουν..  

Μπορεί, ωστόσο, η 12η Οκτωβρίου (ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία) να υποκαταστήσει την 28η Οκτωβρίου σαν εθνική γιορτή; Νομίζουμε πως όχι.  

Πρώτον, γιατί η χώρα δεν απελευθερώθηκε στις 12/10, αλλά στις 31 με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Μακεδονία. Δεύτερον, γιατί την απελευθέρωση αυτή την πότισαν από πολύ νωρίς στο αίμα οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί εδραιώνοντας τη νέα “σκλαβιά” των ξερονησιών, των εκτελέσεων, του ΝΑΤΟ και εν γένει του ευρωατλαντικου προτεκτοράτου. Τρίτον, γιατί η 28η Οκτωβρίου, ως επέτειος, καθιερώθηκε με πρωτοβουλία του ίδιου του λαού και με καθοριστικό τον ρόλο του ΕΑΜ, μέσα στην κατοχή, ήδη από το 1941.. 

Τέταρτον γιατί η 28η Οκτωβρίου του 1940 αποτέλεσε την έναρξη ενός μεγαλειώδους αγώνα που οδήγησε σε όλες τις μετέπειτα ιστορικές εξελίξεις. Εξελίξεις, οι οποίες έφτασαν να δημιουργήσουν μια νέα εθνική ενότητα, όχι την ψευδεπίγραφη του Λιβάνου και της Καζέρτας που εντέλει πλήρωσε ακριβά το λαϊκό κίνημα. Μια εθνική ενότητα που εκφράστηκε με το 1,5 εκατομμύριο οργανωμένων μελών στο ΕΑΜ, με την απελευθέρωση, με την δημιουργία φύτρων λαϊκής εξουσίας. Την εθνική ενότητα που καθιστά το έθνος της εργατικής τάξης και του λαού κυρίαρχο και το υψώνει σε πρωταγωνιστή, οδηγό. Στην εξέλιξη αυτή καταλυτική ήταν η συμβολή της πολιτικής του Κ.Κ.Ε, όπως αυτή εκφράστηκε, ήδη από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, με το ιστορικό (πρώτο) γράμμα του Γ.Γ της Κ.Ε του Κόμματος Ν.Ζαχαριάδη και αποκρυσταλλώθηκε με τη συγκρότηση και λειτουργία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. 

Δε χαρίζουμε την 28η του Οκτώβρη σε αυτούς που δεν τους ανήκει. 

Η πορεία, η εξέλιξη και η έκβαση των γεγονότων, η στάση της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας καθορίστηκαν -εν πολλοίς- από τον αντιφατικό χαρακτήρα του ελληνικού τακτικού στρατού. Αφενός, ο στρατός περιέκλειε στις τάξεις του τα στρατευμένα παιδιά του λαού και τους κατώτερους αξιωματικούς που υπερασπιζόμενοι τα σπίτια, τις οικογένειες και την πατρίδα τους έγραψαν το έπος του ελληνοαλβανικού μετώπου. Από την άλλη, το καθεστώς της ξένης εξάρτησης καθόρισε τελικά τον αντιφατικό χαρακτήρα του τακτικού στρατού της Ελλάδας, η αποστολή του οποίου δεν περιορίζονταν στην διαφύλαξη του εγχώριου αντιδραστικού καθεστώτος, αλλά και στην περιφρούρηση των σχέσεων εθνικής υποτέλειας απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις –κυρίως την Αγγλία. 

Τον χαρακτήρα αυτόν επιβεβαιώνει ο ίδιος ο δικτάτορας Μεταξάς με δηλώσεις που έκανε σε δημοσιογράφους μόλις δύο μέρες μετά την έναρξη του πολέμου: «δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.» ( «Ανακοίνωσις του Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον (ξενοδοχείον “Μεγάλη Βρεταννία”) εις τας 30 Οκτωβρίου 1940») 

Ο αντιφατικός χαρακτήρας του τακτικού στρατού αποτυπώθηκε με ακρίβεια από έναν Έλληνα ανώτερο αξιωματικό που το  1946 έδινε την παρακάτω συμπερασματική διατύπωση: 

«Η Ανώτατη Διοίκηση δεν επίστευσε ποτέ σοβαρώς ότι διεξήγαγε πόλεμον νικηφόρον της Ελλάδος κατά της Ιταλίας και της Γερμανίας∙ διότι αν το πίστευε κι αν ήθελε θα μπορούσε. Δεν τον ήθελε όμως τον πόλεμο με τους φασίστες επιδρομείς και γι’ αυτό δεν επίστευε στη νίκη. Και δεν τον ήθελε γιατί ήξερε πώς θαταν ο θάνατος του καθεστώτος, είτε νικηφόρος είτε όχι ήταν ο πόλεμος… Το ότι είχαμε το θαύμα της Αλβανίας και τους ηρωικούς αγώνες των μετώπων των οχυρών, αυτό δεν οφείλεται στην Ανωτέρα ηγεσία αλλά στον Ελληνικό Λαό που στρατεύτηκε, πήρε τα όπλα και αντετάχθη με όλη του την ψυχή και την πίστη ότι πολεμάει για τη Λευτεριά του και την Ανεξαρτησία του κατά των δυνάμεων της βίας και του φασισμού. Η ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, δεν ηγήθη παρά ακολούθησε έκπληκτη το θαύμα αυτό. Ορθότερο, ακριβέστερο θα ήτο να πει κανείς ότι το ακολούθησε τρομαγμένη!» (Κομμουνιστική Επιθεώρηση, αρ. τευχ. 8/1946, σ.469) 

Η συμπερασματική αυτή διατύπωση επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα γεγονότα, τις μαρτυρίες και τα ιστορικά ντοκουμέντα. Για του λόγου το αληθές, ο αρχηγός του ΓΕΣ Α. Παπάγος λίγες μέρες πριν την ιταλική επίθεση είχε δηλώσει στον επιτελάρχη του ΤΣΔΜ συνταγματάρχη Γεωργούλη ότι αν μας επιτεθούν οι Ιταλοί «θα ρίψωμεν μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων». (Λιναρδάτος Σπύρος : Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι μεγάλες δυνάμεις (1936-1940), σ. 181 εκδ.Προσκήνιο (β’έκδοση), Αθήνα 1993)  Σχετικά με αυτό ο υποστράτηγος Π. Πετρόπουλος , Διευθυντής τότε του ΙΙΙ Γραφείου επιχειρήσεων της VIII Μεραρχίας που αντιμετώπισε το κύριο βάρος της εχθρικής επίθεσης στην Ήπειρο, γράφει : «Η Ανώτατη ηγεσία δεν επίστευεν εις την νίκην , αλλά ήθελεν να ρίψωμεν μερικούς πυροβολισμούς δια την τιμήν των όπλων μας». (1940-45 Ιστορία της Αντίστασης τόμος Α'(επιμέλεια Β.Γεωργίου), σ. 56 «Αυλός», Αθήνα 1979) 

Η συνθηκολόγηση ήταν μέσα στα πλάνα της άρχουσας τάξης της χώρας από την αρχή κιόλας του πολέμου. Κι αν καθυστέρησε ένα ολόκληρο 6μηνο αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο αγωνιστικό και πατριωτικό πνεύμα, στην αντίσταση του ελληνικού λαού.  

Η συγκρότηση του ΕΑΜ που ακολούθησε, η ηρωική του στάση στη διάρκεια της κατοχής, η συσπείρωση στις τάξεις του 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων, η αλληλεγγύη, η απελευθέρωση του 80% της επικράτειας πριν ακόμα φύγουν οι Γερμανοί απο την Αθήνα, αποδεικνύουν ποιοι πραγματικά υπήρξαν πατριώτες. Η φυγή του αστικού κόσμου στο Κάιρο αποδεικνύει, αντίθετα τα λόγια του Άρη (Λαμία, 22/10/1944):  

Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. 

Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει, οπού βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε“. 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας