Εργατικός Αγώνας

Η αμφισβήτηση του κόμματος νέου τύπου (επίλογος)

Του Γεράσιμου Αραβανή.

Από άλλη σκοπιά και με διαφορετικό τρόπο, αμφισβητείται το κόμμα νέου τύπου σήμερα από την ηγεσία του ΚΚΕ. Θα προσπαθήσουμε να τεκμηριώσουμε τον ισχυρισμό μας χρησιμοποιώντας ένα άρθρο της Ελένης Μπέλου με τίτλο Ιδεολογική κρίση- Προγραμματική ανασυγκρότηση που δημοσιεύθηκε τόσο στο Ριζοσπάστη όσο και στην επίσημη ιστοσελίδα του ΚΚΕ γεγονός που δείχνει πως δεν πρόκειται για μεμονωμένες απόψεις της γράφουσας. Σ’ αυτό το εννιασέλιδο άρθρο, η αναφορά στο κόμμα της εργατικής τάξης, ως κόμματος νέου τύπου γίνεται μόνο μία φορά και μάλιστα μπαίνει σε εισαγωγικά. Φαίνεται ότι η αρθρογράφος και όχι μόνο, από τις εξελίξεις στον υπαρκτό σοσιαλισμό και την αντεπανάσταση έβγαλε λάθος συμπεράσματα.

Στο άρθρο περιέχονται αναφορές του τύπου το κομμουνιστικό κίνημα δεν συγκρούστηκε σε έκταση και βάθος με το μετουσιωμένο σε σοσιαλδημοκρατία οπορτουνισμό για να αντιμετωπίσει με επαναστατική ετοιμότητα και ωριμότητα τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις της δεκαετίας του 1930, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και την έξοδο από αυτούς διεκδικώντας την επαναστατική εξουσία. Αντίθετα, Πολλά κομμουνιστικά κόμματα υποτάχθηκαν χωρίς επαναστατική στρατηγική και ευελιξία τακτικής στα αντιφασιστικά μέτωπα, στήριξαν μέσω λαϊκών μετώπων και συμμετοχής σε κυβερνήσεις συνεργασίας την καπιταλιστική μεταπολεμική ανασυγκρότηση, ή ότι τα Κομμουνιστικά κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών λύγισαν κάτω το βάρος των θυσιών της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, του πυρηνικού εξοπλισμού, θεωρητικών λαθών και οπορτουνιστικών πολιτικών επιλογών που σταδιακά οδήγησαν σε ωρίμανση νέου τύπου προδοσίας…. Θεωρούμε τις τοποθετήσεις αυτές απαράδεκτες, δεν συμβάλλουν ούτε κατ’ ελάχιστον στην εξαγωγή χρήσιμων διδαγμάτων για το μέλλον, αλλά λειτουργούν ισοπεδωτικά και δυσφημιστικά για το Κομμουνιστικό κίνημα ιστορικά και φυσικά βαρύνουν στο σήμερα.

Συνέχεια των προηγούμενων χαρακτηρισμών έρχεται η θέση ότι: Σήμερα είναι περιορισμένες οι περιπτώσεις κομμουνιστικών κομμάτων που δικαιώνουν τον κομμουνιστικό τίτλο τους και μάλιστα με κριτήρια όχι της περιόδου 1919- 1989 αλλά με βάση την κατασταλαγμένη σημερινή πραγματικότητα, την πείρα γεγονότων ολοκληρωμένων που αναπόφευκτα δίνουν σε ώριμα συμπεράσματα». Το σημείο αυτό λέει δύο πράγματα. Το πρώτο, ότι η σημερινή πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από την προηγούμενη, ενδεχομένως και ο καπιταλισμός και άρα είναι ένας λόγος αυτός για να αλλάξουν βαθιά πλευρές του στρατηγικής και της τακτικής του κομμουνιστικού του κινήματος και του κόμματος της εργατικής τάξης. Το δεύτερο ότι τα κριτήρια που τέθηκαν στις αρχές του αιώνα για τη δημιουργία των Κομμουνιστικών κομμάτων ήταν λάθος και σήμερα πλέον δεν μας κάνουν. Τα χαρακτηριστικά αυτά που επεξεργάστηκε ο Λένιν είναι ξεπερασμένα, δεν ταιριάζουν στη σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα απαιτείται νέος τύπος επαναστατικού κόμματος εντελώς διαφορετικός. Αυτό είναι ευθεία βολή στο κόμμα νέου τύπου και στη λενινιστική θεωρία, αφού το κόμμα νέου τύπου είναι βασικό στοιχείο της επαναστατικής στρατηγικής.

Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που βλέπει τις εξελίξεις στο καπιταλισμό και την επαναστατική προοπτική. Γράφει: «Οι υλικές συνθήκες για το πέρασμα στον κομμουνισμό έχουν γίνει πιο ώριμες. Πάνω σε αυτή τη νέα πραγματικότητα θα επέλθει απότομη όξυνση των καπιταλιστικών αντιθέσεων, αβάσταχτη φτώχεια και κοινωνική δυστυχία που θα κυοφορήσει γενικευμένη πολιτική κρίση, επαναστατική κατάσταση. Το κρίσιμο είναι και θα είναι η κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, του Κομμουνιστικού κόμματος». Με βάση τα παραπάνω όλα θα κινηθούν με έναν τρόπο αυτόματο, χωρίς καμία παρέμβαση, περίπου ως φυσικός νόμος, η φτώχεια και δυστυχία, η όξυνση αντιθέσεων θα δημιουργήσουν γενικευμένη κρίση, επαναστατική κατάσταση και τότε το κρίσιμο είναι σε ποια κατάσταση θα βρεθεί το Κομμουνιστικό κόμμα για να οδηγήσει στην επανάσταση και τη νίκη. Η φτώχεια και η δυστυχία δημιουργούν τα πάντα, το Κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να φροντίσουμε να υπάρχει και να μην έχει χάσει την αυτοτέλεια του, όπως γράφεται σε άλλο κομματικό κείμενο και τότε θα συγκρουστεί να πάρει την εξουσία. Το απόσπασμα αυτό, όσον αφορά τον τρόπο που βλέπει την εξέλιξη του καπιταλισμού και την ωρίμανση των προϋποθέσεων του σοσιαλισμού και της επανάστασης, δεν θυμίζει Λένιν, πιο πολύ θυμίζει Κάουτσκυ και Β’ Διεθνή. Το κόμμα μέχρι την επαναστατική κατάσταση δεν έχει να κάνει και πολλά πράγματα. περιμένει να ωριμάσουν οι συνθήκες και τα δικά του καθήκοντα αρχίζουν στην επαναστατική κατάσταση όπως με σαφήνεια αναφέρουν οι θέσεις της ΚΕ για το 19ο συνέδριο.

Δύο ακόμη παρατηρήσεις. Θίγεται η οικοδόμηση του κόμματος και η κοινωνική και ηλικιακή σύνθεση του. Είναι ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, ο τρόπος όμως που τίθεται ως ένταξη νέων μελών από τους μισθωτούς της βιομηχανίας, των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις τράπεζες και τους μισθωτούς στην υγεία και στα εκπαιδευτήρια, αφήνουν εκτός της κομματικής δράσης και της κομματικής οικοδόμησης ολόκληρους κλάδους που είναι η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Μεγάλοι κλάδοι όπως οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, το εμπόριο, ο τουρισμός, η οικοδομή, άλλοι εργαζόμενους σε νέους κλάδους και τομείς που υφίστανται τεράστια εκμετάλλευση και καταπίεση είναι εκτός των προτεραιοτήτων οικοδόμησης. Εδώ δηλαδή έχουμε προσανατολισμό δράσης και οικοδόμησης επιλεκτικά στη μειοψηφία της εργατικής τάξης. Εκεί μόνο που είναι συγκεντρωμένα μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης ενδιαφέρεται το ΚΚΕ να οικοδομηθεί και αυτό είναι απόδειξη όσων αναφέραμε προηγουμένως.

Η δεύτερη και πολύ σημαντική παρατήρηση σχετίζεται με τον τρόπο που το άρθρο βλέπει τη σχέση ηγεσίας και κομματικής βάσης.

Το άρθρο παρότι αναφέρει ότι υπάρχει διαλεκτική σχέση μεταξύ ηγεσίας και κομματικής βάσης βλέπει να έχει προβάδισμα και μάλιστα απόλυτο η ηγεσία. Δεν αντιμετωπίζει το κόμμα ως ενιαίο οργανισμό με ηγεσία και βάση που πρέπει να λειτουργεί με ενιαίο τρόπο σε μια διαλεκτική ενότητα. «Σε φάσεις μεγάλων αποφάσεων, σε καμπές, καθοριστικός είναι ο ρόλος του κόμματος που προσδιορίζεται από την ηγεσία του … ο συγκεντρωτισμός στην λήψη των αποφάσεων σε κρίσιμες στιγμές είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί η ενότητα θέλησης και δράσης και η αποτελεσματικότητα του αγώνα». Εδώ είναι ξεκάθαρο ότι ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός στο Κομμουνιστικό κόμμα δεν υφίσταται, δεν λειτουργεί, έχουμε αποθέωση του συγκεντρωτισμού, όλα τα λύνει μια σοφή και ατσαλωμένη ηγεσία που κανείς δεν ξέρει πως προήλθε και πώς απέκτησε αυτές τις μαγικές ιδιότητες.

Οι αντιλήψεις αυτές για το χαρακτήρα του κόμματος είναι απόρροια της στρατηγικής που το 19ο συνέδριο του κόμματος χάραξε και αυτό είναι απολύτως φυσικό. Το ΚΚ δεν είναι αυτοσκοπός, είναι εργαλείο, είναι μέσο για να υλοποιηθεί ο σκοπός, η στρατηγική. Όταν αλλάζουν οι στόχοι και τα καθήκοντα το κόμμα προσαρμόζεται για να τα υπηρετήσει. Η στρατηγική που αποφασίστηκε είναι ότι ο καπιταλισμός θα οδηγηθεί από τις αντιθέσεις του σε επαναστατική κρίση. Τότε είναι η ώρα για την κατάληψη της εξουσίας και τότε θα διαμορφωθούν όλες οι προϋποθέσεις. Από την τοποθέτηση αυτή απορρέει η ανάγκη όχι ένας κόμματος μαζικού που αγωνίζεται καθημερινά σε όλους τους χώρους και τους τομείς της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής με στόχο αφενός το δυνάμωμα του, τη διαμόρφωση συμμαχιών με τα καταπιεζόμενα μικροαστικά στρώματα, η δημιουργία δηλαδή του υποκειμένου της επανάστασης, και αφετέρου να κατακτήσει θέσεις, να πλήξει την αστική τάξη και να την εξωθήσει σε ήττες, να αμφισβητήσει έμπρακτα την κυριαρχία της και να είναι σε ετοιμότητα για την τελική αναμέτρηση, αλλά ενός κόμματος που αγωνίζεται να υπάρχει, να έχει ορισμένες βάσεις στην εργατική τάξη, ιδιαίτερα σε χώρους που αυτή έχει υψηλή συγκέντρωση, να διατηρήσει την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία του, «να μην το βάλεις στο χέρι ο αντίπαλος».

Από το πρόγραμμα του κόμματος όπως ψηφίστηκε στο 19ο συνέδριο του μεταφέρουμε:

Το ΚΚΕ δρα στην κατεύθυνση της προετοιμασίας του υποκειμενι­κού παράγοντα για την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης, παρόλο που η χρονική περίοδος εκδήλωσής της προσδιορίζεται από αντι­κειμενικές προϋποθέσεις, την επαναστατική κατάσταση.

Η δράση του ΚΚΕ σε μη επαναστατική κατάσταση συμβάλλει αποφασιστι­κά στην προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα (Κόμμα, εργατική τά­ξη, συμμαχίες) για επαναστατικές συνθήκες, για την πραγματοποίηση των στρατηγικών καθηκόντων του:

  • Τη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με το ΚΚΕ, αποφασισμένης για την επανάσταση.
  • Τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα καταπιεζόμενα στον καπιταλι­σμό λαϊκά στρώματα, άλλα να τραβηχτούν περισσότερο ή λιγότερο ενερ­γά στην επαναστατική πάλη, άλλα να ουδετεροποιηθούν….

Τα παραπάνω καθήκοντα υλοποιούνται μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης,  (η υπογράμμιση δική μας), η υλοποίησή τους εξελίσσεται ταυτόχρονα, αλληλεπιδρούν, με κύριο και καθοριστικό το καθήκον συσπείρωσης της εργατικής πλειο­ψηφίας με το Κόμμα.

Τη θέση αυτή   την επιδεινώνει η σύνδεση με απόλυτο τρόπο που επιχειρεί το πρόγραμμα του κόμματος της διαμόρφωσης επαναστατικής κατάστασης με το ξέσπασμα πολέμου και την εμπλοκή της χώρας. Συγκεκριμένα γράφει: Δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν εκ των προτέρων οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στην επαναστατική κατάσταση. Το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που φθάνουν ως τις πολεμικές αναμετρήσεις, είναι δυνατόν να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες στην Ελλάδα.

Γίνεται σαφές ότι δεν υπερβάλλουμε καθόλου στον ισχυρισμό που διατυπώσαμε.

Σαφέστατα, κατά το πρόγραμμα του κόμματος, όλα τα καθήκοντα που συνδέονται με την επανάσταση, πέρα ίσως από την τρέχουσα δράση για τα άμεσα ζητήματα, μόνο στην επαναστατική κατάσταση μπορούν να υλοποιηθούν, είναι καθήκοντα αυτής της ιστορικής περιόδου. Δεν γράφει το κείμενο ότι για την υλοποίηση των καθηκόντων αυτών το κόμμα αγωνίζεται σε όλη την πορεία ως την εκδήλωση της επαναστατικής κατάστασης και ολοκληρώνονται αυτά στις εξαιρετικές συνθήκες αυτής της περιόδου, αλλά ότι εκεί υλοποιούνται. Εξάλλου δεν είναι ανάγκη να ανατρέξουμε στα κομματικά κείμενα, η καθημερινή πρακτική του κόμματος σε όλους τους τομείς το επιβεβαιώνει.

Αναρωτιέται κανείς αν ένα τέτοιο κόμμα με αυτή την πολιτική μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί. Ακριβώς ως τέτοιο κόμμα διαμορφώνεται το ΚΚΕ σήμερα, αυτό όμως δεν είναι λενινιστικό κόμμα νέου τύπου.

Στους μεγάλους αγώνες, στις επαναστάσεις, τα κόμματα που λειτούργησαν συλλογικά, ηγεσία και βάση, κάθε τμήμα στο ρόλο του με βάση το Δημοκρατικό Συγκεντρωτισμό είχαν αποτελέσματα, αντίθετα, όπου η ηγεσία αντιμετώπιζε την κομματική βάση, ως εκτελεστικό κατάβαση όργανο, κάτι σαν στρατός (επιτελείο- μονάδες) εκεί υπήρξαν ήττες. Σημαντικό ιστορικό παράδειγμα είναι οι μπολσεβίκοι που διοργάνωσαν δημοκρατικό συνέδριο, στο οποίο η προσυνεδριακή διαδικασία αγκάλιασε το κόμμα ολόκληρο, μέσα στην επανάσταση και με το κόμμα μισοπαράνομο και διωκόμενο.

Αντί να υπάρχει επιμονή στο να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός, δηλαδή η δημοκρατία στο κόμμα σε όλα τα επίπεδα και μαζί η ενιαία δράση, επαναλαμβάνεται στο άρθρο συνεχώς η ανάγκη ιδεολογικής θωράκισης, κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης, αντοχής κ.λπ. Όλα αυτά όμως αν δεν στηρίζονται πάνω σε ορθή πολιτική και αποφάσεις, στη δημοκρατική λειτουργία σε όλα τα επίπεδα δεν μπορούν να υπάρξουν. Φαίνεται ότι η αποξένωση των Κομμουνιστικών κομμάτων από την εργατική τάξη και το λαό και της ηγεσίας από τα μέλη των κομμάτων στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και όχι μόνο, που οδήγησαν στο να μην υπάρξει ουσιαστικά αντίσταση στην επέλαση της αντεπανάστασης, η γραφειοκρατικοποίηση των σοβιετικών κρατικών οργάνων, η αποπολιτικοποίηση της εργατικής τάξης φαίνεται ότι δεν προβλημάτισαν, τουλάχιστο όσο έπρεπε.

Δεν θα αναφερθούμε στη Λαϊκή Ενότητα για το λόγο ότι δεν είναι και δεν διεκδικεί τον τίτλο του κόμματος της εργατικής τάξης. Από την άποψη της ιδεολογίας είναι ένας πολυσυλλεκτικός οργανισμός. Εκτός από τον μαρξισμό αναφέρεται και σε πολλά άλλα, όπως ο Μάης του 1968, οι αστικές επαναστάσεις του 1848, η αραβική άνοιξη, στην πολιτική και στους στόχους παρότι δηλώνει ότι αγωνίζεται για το σοσιαλισμό, τον βλέπει στο μακρινό μέλλον μέσω σταδίων και σταθμών στην πορεία προς αυτόν, ενώ στο οργανωτικό επίπεδο δεν έχει σχέση με κόμμα της εργατικής τάξης. Είναι κάτι μεταξύ κόμματος και μετώπου.

Επίλογος

Από όλα όσα αναφέραμε γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει ριζικά ή να εγκαταλειφτεί το κόμμα της εργατικής τάξης, το κόμμα νέου τύπου. Εκείνο που πρέπει απαραιτήτως να γίνει είναι να αποκατασταθούν οι στρεβλώσεις που συσσωρεύτηκαν. Στις συνθήκες της χώρας σήμερα και της πλειοψηφίας των χωρών της Ευρώπης και του αναπτυγμένου κόσμου δυνατότητα ουσιαστικής δημοκρατικής λειτουργίας των Κομμουνιστικών κομμάτων, ουσιαστικά ανεπτυγμένη δηλαδή η δημοκρατία, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, παρότι ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν πρέπει να το απολυτοποιήσουμε. Πάντως δεν συντρέχει κανένας λόγος περιστολής της δημοκρατικής λειτουργίας και αναβάθμισης αντίστοιχα του συγκεντρωτισμού.

Ο καπιταλισμός διανύει το ιμπεριαλιστικό και τελευταίο στάδιο του. Με αυτή την έννοια το κόμμα νέου τύπου είναι απόλυτα αναγκαίο. Αν η νίκη σε βάρος της αστικής τάξης και η σοσιαλιστική οικοδόμηση ήταν ένα κολοσσιαίο έργο τον 20ο αιώνα που απαιτούσε επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης και των εργαζομένων, σήμερα δεν έχει μειωθεί ή δεν έχει εξαλειφθεί κανένα από τα στοιχεία που την έκαναν απαραίτητη. Πιο συγκεκριμένα: Πολλές φορές αναφερόμαστε ότι οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό σήμερα είναι περισσότερο ώριμες από κάθε άλλη περίοδο. Αυτό είναι γεγονός με την έννοια της μεγάλης ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού. Η ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού δεν κάνει από μόνη της ευκολότερο το ξέσπασμα της επανάστασης, παρά μόνο υπογραμμίζει το γεγονός ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σήμερα σε σύγκριση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη μετεπαναστατική Ρωσία είναι πολύ πιο ευνοϊκές. Ενώ όμως οι υλικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού έχουν υπερωριμάσει, οι προϋποθέσεις της επανάστασης, ώστε να οδηγήσει στη νίκη της εργατικής τάξης, βρίσκονται στο χειρότερο σημείο μετά από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εδώ κυρίως εννοούμε τη μεγάλη καθυστέρηση της διαμόρφωσης των υποκειμενικών προϋποθέσεων. Ο υποκειμενικός παράγοντας, η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, αδυνατούν να παρέμβουν ουσιαστικά, πολύ περισσότερο με αξιώσεις επαναστατικής ανατροπής. Ενδεικτικές είναι οι εξελίξεις των χρόνων της κρίσης.

Η Μεγάλη οικονομική κρίση που ζούμε αγκάλιασε όλα τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά Κέντρα, όξυνε στο έπακρο τις κοινωνικές αντιθέσεις μαζί και τις ενδοϊμπεριαλιστικές, οδήγησε μεγάλα τμήματα εργαζομένων στο περιθώριο και χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις στην καταστροφή. Οι κλονισμοί ήταν τεράστιοι, στην Ε.Ε. δεν ξεπεράστηκαν μέχρι σήμερα, ούτε για τις ΗΠΑ μπορεί να γίνει λόγος για ουσιαστική ανάκαμψη. Οι χώρες του «νότου» της Ε.Ε. ήρθαν στα πρόθυρα της ανοιχτής χρεοκοπίας και ακόμη δεν ξέφυγαν από αυτή την κατάσταση. Στις συνθήκες αυτές το εργατικό και το επαναστατικό κίνημα στάθηκε ανίκανο ακόμη και να παρέμβει με ένα συγκροτημένο τρόπο και να επηρεάσει σε κάποιο βαθμό τις εξελίξεις. Η μεγάλη οικονομική κρίση που είχε σημαντική αντανάκλαση στο πολιτικό επίπεδο στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, ήταν ευκαιρία το εργατικό κίνημα με τη δράση του να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη όξυνση της κρίσης που θα επηρέαζε βαθύτερα τα πολιτικά δεδομένα και το συσχετισμό δυνάμεων και ενδεχομένως θα οδηγούσε σε κρίση του συστήματος εξουσίας. Αυτή τη μεγάλη ευκαιρία το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα και όχι μόνο δεν μπόρεσε να την αξιοποιήσει, αντίθετα οδηγήθηκε το ίδιο σε μεγαλύτερη απαξίωση.

Ο καπιταλισμός σήμερα είναι περισσότερο ευάλωτος ως συνέπεια της τεράστιας όξυνσης των αντιθέσεων του, των δυσκολιών που αντιμετωπίζει, της εξάντλησης σε μεγάλο βαθμό των εφεδρειών του. Παράλληλα όμως παραμένει ισχυρός, διαθέτει πολύ περισσότερα μέσα και δυνατότητες από παλαιότερα, όπως φάνηκε και από την τελευταία κρίση, που παρά τις τεράστιες αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών, η αλληλεγγύη των αστικών τάξεων τους απέναντι στην εργατική τάξη είναι πολύ ισχυρή, ενώ διαθέτει πολύ περισσότερες δυνατότητες από παλαιότερα, ισχυρότερες δυνάμεις καταστολής, στρατούς, νατοϊκές δυνάμεις ταχείας επέμβασης κ.λπ. και επιπρόσθετα τεράστια πολιτικά μέσα και πόρους για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές κρίσεις και να αποφευχθεί η μεταφορά τους στο πολιτικό επίπεδο και η μετατροπή της σε επαναστατική. Τα τεράστια ποσά που ξόδεψαν οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, οι Ηνωμένες πολιτείες, οι χώρες της Ε.Ε. και οι περισσότερες χώρες του πλανήτη για να αντιμετωπιστεί η μεγάλη οικονομική κρίση που ζούμε και να εμποδίσουν τη χρεοκοπία χωρών ή τεράστιων πολυεθνικών μονοπωλίων είναι ενδεικτικά.

Η ΕΕ και το ΔΝΤ συνέδραμαν την ελληνική αστική τάξη με εκατοντάδες δισεκατομμύρια, φυσικά με το αζημίωτο. Θα εισπράξουν υπέρογκους τόκους, θα πάρουν τα φιλέτα της οικονομίας και της δημόσιας περιουσίας, θα υποτάξουν ακόμη περισσότερο την εργατική τάξη, θα κάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό εξάρτημα τους τη χώρα, όμως την προφύλαξαν από την ανοιχτή χρεοκοπία και από τις περιπέτειες που ενδεχομένως θα έμπαινε όχι μόνο η αστική τάξη της, αλλά και η ΕΕ και γενικότερα.

Στις σοβαρές δυσκολίες που διαμορφώνει η δράση των καπιταλιστικών δυνάμεων στην ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα έρχονται να προστεθούν οι συνθήκες που επικρατούν στην εργατική τάξη και το λαό. Όπως ήδη σημειώσαμε η εργατική τάξη σήμερα διακρίνεται από μεγάλες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις στο εσωτερικό της, είναι κατακερματισμένη, το κίνημα της, πολιτικό και συνδικαλιστικό, έχει απαξιωθεί, ενώ τη μαστίζουν τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, η αλλοτρίωση, η αποπολιτικοποίηση και η ενσωμάτωση της στην πολιτική και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης είναι πρωτοφανής. Όλα αυτά δεν επιτρέπουν να πούμε ότι από τη σκοπιά που εξετάζουμε το θέμα η εργατική τάξη είναι σήμερα σε καλύτερη κατάσταση από ότι σε περασμένες δεκαετίες. Η κατάσταση των Κομμουνιστικών κομμάτων και σε πολλές περιπτώσεις η παντελής απουσία τους είναι ένα επιπλέον πολύ μεγάλο εμπόδιο.

Θεωρούμε ότι σήμερα όλα τα δεδομένα συνηγορούν για την αναγκαιότητα Κομμουνιστικού κόμματος ισχυρού με όλα τα στοιχεία που έδωσε ο Λένιν, καθοδηγούμενο από τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία, εκτός αν κάποιοι θεωρούν ότι η θεωρία του Λένιν για το κόμμα νέου τύπου ήταν λάθος από την εποχή της διατύπωσης της, οπότε πρέπει τα πράγματα να αποκατασταθούν.

Στα πλαίσια αυτού του άρθρου δεν είναι δυνατή η διεξοδική απάντηση σχετικά με το ποιά πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά του Κομμουνιστικού κόμματος σήμερα. Εξάλλου πρόκειται για μεγάλο ζήτημα και ιδιαίτερα σύνθετο που απαιτεί μεγάλες προσπάθειες και δυνατότητες και μόνο ως συλλογικό έργο των κομμουνιστών, όχι μόνο της χώρας μας, μπορεί να υλοποιηθεί.

Εδώ θα αναφερθούμε σε δύο- τρία σοβαρά ζητήματα που εξελίχθηκαν αρνητικά στα Κομμουνιστικά κόμματα τις περασμένες δεκαετίες και επηρέασαν σημαντικά τις εξελίξεις και που η αντιμετώπισή τους από τη σκοπιά της θεωρίας μας και της πείρας την οποία το Κομμουνιστικό κίνημα απέκτησε είναι εντελώς αναγκαία.

Πρώτο. Τα κομμουνιστικά κόμματα σήμερα είναι απόλυτη ανάγκη να εξοπλιστούν με ολοκληρωμένα προγράμματα που βασίζονται στη μελέτη των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών, το χαρακτήρα τους, τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονται και τις σχέσεις παραγωγής στις καπιταλιστικές οικονομίες, το σύνολο των αντιθέσεων που τις διαπερνούν, τα προβλήματα και τις σχέσεις των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας με βάση τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία. Προγράμματα που θα συνδέουν διαλεκτικά τον αγώνα για τις καθημερινές ανάγκες της εργατικής τάξης και του λαού και γενικότερα τα προβλήματα της άμεσης επικαιρότητας, με τον αγώνα για την επανάσταση και το σοσιαλισμό, να αναδείχνουν τις διαδικασίες, το περιεχόμενο της δράσης και τα μέσα για τη διαμόρφωση της ενότητας της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με τον εργαζόμενο λαό, χωρίς να οδηγούν σε φάσεις και σταθμούς στην εξέλιξη της δράσης και αφετέρου να αποφεύγουν το σεχταρισμό και την περιθωριοποίηση στο όνομα της επανάστασης.

Δεύτερο. Στα Κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να αποκατασταθεί ο ρόλος και η σημασία της θεωρίας. Είναι πρώτης προτεραιότητας ζήτημα. Η καθημερινή δράση είναι εντελώς αναγκαία, αλλά είναι αποτελεσματική μόνον αν συνοδεύεται από τη θεωρητική ανάλυση της πραγματικότητας, από την αξιοποίηση της θεωρίας για να φωτίζονται όλα τα δεδομένα και να διαμορφώνεται σωστή πολιτική και θέσεις. Αυτό δεν γίνεται με μαθήματα από καθέδρας, τέτοια γίνονται πολλά, εννοούμε την ανάλυση της πραγματικότητας, των δεδομένων και της ταξικής πάλης με οδηγό τον μαρξισμό λενινισμό, τον οποίο έχουν αφομοιώσει δημιουργικά τα στελέχη και πολλά μέλη των Κομμουνιστικών κομμάτων. Εννοούμε την ανάπτυξη της θεωρητικής έρευνας και πολιτικής σκέψης με βάση πάντα την κοσμοθεωρία του μαρξισμού και όχι την αποστήθιση κειμένων. Η σχέση πρακτικής δράσης και θεωρητικής ενασχόλησης πρέπει να τροποποιηθεί ουσιαστικά υπέρ της δεύτερης. Είναι αναγκαία η αποκατάσταση των στρεβλώσεων στη μαρξιστική κοσμοθεωρία. Η αλλοίωση και η εγκατάλειψη της μαρξιστικής θεωρίας στο όνομα του εκσυγχρονισμού ή του εμπλουτισμού της είναι μεγάλος κίνδυνος και ηθελημένα ή αθέλητα οδηγεί στον οπορτουνισμό και στην αστική ιδεολογία, στην υπονόμευση της επανάστασης.

Τρίτο. Η βασική αρχή λειτουργίας των Κομμουνιστικών κομμάτων πρέπει να είναι ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός, στις λενινιστικές όμως διαστάσεις και περιεχόμενο του.

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

Ιδιαίτερα την ανάγκη ελεύθερης διατύπωσης ανοιχτά όλων των απόψεων, που με θεσμοθετημένο τρόπο θα φθάνουν σε όλους τους κομμουνιστές, την ανοιχτή αντιπαράθεση των ιδεών και των απόψεων και τη σύνθεση τους στη βάση του μαρξισμού και του κομματικού προγράμματος.

Όλοι οι θεσμοθετημένοι κανόνες, αλλά και οι άτυποι που ισχύουν, χωρίς να έχουν περάσει στα καταστατικά και εμποδίζουν τη δημοκρατική λειτουργία και την αναβάθμιση του ρόλου των μελών και των στελεχών πρέπει να καταργηθούν. Π.χ. τα μέλη των ανώτερων οργάνων δεν είναι δυνατόν να έχουν δικαίωμα να εκθέτουν τις απόψεις τους μόνο στο όργανο στο οποίο ανήκουν, αλλά σε όλη την κλίμακα των οργάνων ως τις ΚΟΒ που ανήκουν. Οι κομμουνιστές πρέπει να γνωρίζουν τις θέσεις και τις απόψεις των στελεχών.

Η καθοδήγηση δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα παρέμβασης κατά την εκλογή των οργάνων κάνοντας ολοκληρωμένη πρόταση και πάνω σ’ αυτή ουσιαστικά να διεξάγεται η συζήτηση και μάλιστα στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων να είναι και η απόφαση. Η δυνατότητα αυτή πρέπει να ανήκει στα μέλη του κόμματος και η καθοδήγηση να εκφράζει τη γνώμη της, η οποία θα πρέπει να είναι συλλογική και όχι ατομική.

Πρέπει να αλλάξει η διαδικασία διεξαγωγής των προσυνεδριακών συζητήσεων. Συγκεκριμένα να ανοίγει και να ολοκληρώνεται ο δημόσιος προσυνεδριακός διάλογος, ώστε να είναι ολόπλευρα ενημερωμένοι οι κομμουνιστές και τότε να αρχίζει η εσωκομματική διαδικασία συζήτησης των κειμένων και διεξαγωγής των ψηφοφοριών. Κατά την προσυνεδριακή περίοδο όλοι οι κομμουνιστές έχουν εντελώς τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες δυνατότητες και υποχρεώσεις.

Η ανάγκη Κομμουνιστικών κομμάτων επαναστατικών, εξοπλισμένων με σύγχρονα προγράμματα γίνεται καθημερινά πιο επιτακτική. Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις πάνω στο θέμα αυτό θα δυναμώσουν. Οι κίνδυνοι για οπορτουνιστική διολίσθηση είναι μεγάλοι. Χρέος των κομμουνιστών είναι να υπερασπίσουν τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία, να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για την επανάσταση και το σοσιαλισμό.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας