Εργατικός Αγώνας

Οι νέες τεχνολογίες και η εργατική τάξη (μέρος 6ο)

Ο Εργατικός Αγώνας επιχειρεί να ανοίξει μια συζήτηση για την προοπτική της εργατικής τάξης στο σύγχρονο κόσμο με την είσοδο των νέων τεχνολογιών και τις νέες εργασιακές σχέσεις που αυτές επιβάλλουν. Στα πλαίσια αυτά, δημοσιεύει μια εργασία του Γεράσιμου Αραβανή υπό τον γενικό τίτλο «Οι νέες τεχνολογίες, οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους και την καπιταλιστική οικονομία, η προοπτική της εργατικής τάξης». Η εργασία δημοσιεύεται σε «αυτοτελή» επιμέρους τμήματα και, με την ολοκλήρωσή της, θα δοθεί στο σύνολό της με τη μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου. Σήμερα δημοσιεύουμε το έκτο μέρος:

 

Οι νέες τεχνολογίες και οι εξελίξεις στο κράτος

Το κράτος είναι στοιχείο του εποικοδομήματος και το εποικοδόμημα είναι αντανάκλαση της οικονομικής βάσης τη κοινωνίας, η τάξη που ελέγχει την οικονομία ελέγχει και το εποικοδόμημα, μαζί και το κράτος. Το κράτος δεν υπήρχε πάντα, είναι προϊόν του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες. Με άλλα λόγια η τάξη που είναι κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη πνευματική της δύναμη. Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα υλικής παραγωγής διαθέτει ταυτόχρονα τα μέσα της πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε, μιλώντας γενικά, οι ιδέες αυτών που δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής υποτάσσονται σε αυτά[1]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τοποθετούσαν το ζήτημα της σχέσης βάσης και εποικοδομήματος ενός κοινωνικού οικονομικού σχηματισμού οι κλασικοί του μαρξισμού.

Ο ρόλος του κράτους είναι να προστατεύει τη δομή της κοινωνίας, τις σχέσεις παραγωγής και συνολικά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Ως λειτουργίες του μπορούν να αναφερθούν:

α) Η διαμόρφωση των συνθηκών εκείνων για την παραγωγή και την εν γένει λειτουργία της οικονομίας που η ξεχωριστή δράση κάθε μέλους της κυρίαρχης τάξης δεν μπορεί να διασφαλίσει, γενικότερα να προωθήσει το συλλογικό συμφέρον της κυρίαρχης τάξης. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός δημιουργεί αναπόφευκτα μια τάση αυτονόμησης του κρατικού μηχανισμού, ώστε να μπορεί να λειτουργεί ως ιδεώδης συλλογικός καπιταλιστής που προστατεύει, σταθεροποιεί και επεκτείνει συνολικά τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής.

β) Να καταστέλλει οποιαδήποτε απειλή αντιμετωπίζουν οι κυρίαρχες τάξεις από τις υποτελείς και για το σκοπό αυτό διαμορφώνει πλήθος κατασταλτικών μηχανισμών.

γ) Η ιδεολογική και πολιτική ενσωμάτωση των υποτελών τάξεων και η διαμόρφωση των όρων της ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης στην κοινωνία, με αποτέλεσμα ευρέα τμήματα των υποτελών τάξεων να αποδέχονται την ισχύουσα κατάσταση χωρίς, κατά το δυνατόν, τη χρήση βίας.

Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι το κράτος αλλάζει μαζί με τις αλλαγές στην οικονομική βάση, μαζί με τις αλλαγές στις σχέσεις παραγωγής. Άλλο ήταν το κράτος στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες και διαφορετικό στον καπιταλισμό και μάλιστα σε κάθε στάδιο του υφίσταται σημαντικές τροποποιήσεις, πάντα όμως κυριαρχείται από την αστική τάξη και υπερασπίζεται τα συμφέροντά της.

Η εξέλιξη από τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, στον ιμπεριαλισμό, δημιούργησε νέα δεδομένα για τα καπιταλιστικά κράτη. Διαμορφώθηκε μια τάση μόνιμης υπερσυσσώρευσης στις ιμπεριαλιστικές χώρες και εξαγωγής κεφαλαίων, που οδήγησε σε μεγάλες καπιταλιστικές αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες και χώρες υπό την επιρροή τους, εξαρτημένες. Εξ αντικειμένου δημιουργήθηκε η ανάγκη υπεράσπισης των συμφερόντων τους παγκόσμια και η ανάγκη αυτή οδήγησε στο μιλιταρισμό και μεγάλωσε σημαντικά την κρατική μηχανή στο σύνολο της. Σε αυτή τη φάση χρονικά στη δυτική Ευρώπη αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η κατάκτηση του δικαιώματος της καθολικής ψήφου και η αξιοποίηση του από τη σοσιαλδημοκρατία σήμανε όμως την ψευδαίσθηση της τυπικής ισότητας και απέκρυψε την ουσιαστικά άνιση πρόσβαση στην πολιτική εξουσία και στο κράτος ως συνέπεια της άνισης οικονομικής δύναμης.

Η εκτεταμένη είσοδος των σοσιαλδημοκρατών και έπειτα των κομμουνιστών στα κοινοβούλια οδήγησε στο να απωλέσουν αυτά σταδιακά το ρόλο τους ως ρυθμιστή των ανταγωνιστικών συμφερόντων μεταξύ των μελών της αστικής τάξης. Ο ρόλος αυτός μεταφέρθηκε ως ένα βαθμό στις κυβερνήσεις και κυρίως στα ανώτερα κλιμάκια της κρατικής μηχανής.

Στην πορεία επεκτείνεται ακόμη περισσότερο το πεδίο δραστηριοποίησης του κράτους. Η ανάγκη επιτάχυνσης της χρήσης στην παραγωγή των τεχνολογικών καινοτομιών, η μεγάλη αύξηση του κόστους των επενδύσεων και μαζί οι κίνδυνοι από κάθε καθυστέρηση στην εφαρμογή τους, το υψηλό κόστος ορισμένων υποδομών και η απροθυμία του κεφαλαίου να το αναλάβει οδηγεί στη διεύρυνση του ρόλου του κράτους στην οικονομία, στο σχεδιασμό και στη μεταφορά του κόστους στους εργαζόμενους. Είναι έντονη δηλαδή η τάση του κράτους να ενσωματώνει και να χρηματοδοτεί όλο και περισσότερες παραγωγικές και αναπαραγωγικές διαδικασίες. Όλο και πιο καθαρά το κράτος λειτουργεί ως στυλοβάτης του μονοπωλιακού κυρίως κεφαλαίου.

Τις τελευταίες δεκαετίες που επεκράτησε ο νεοφιλελευθερισμός μια σημαντική διάσταση του είναι οι διακηρύξεις του για την ανάγκη μείωσης του κράτους και η προσπάθεια να την προωθήσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, παρά τον οποίο περιορισμό του, μειώνεται η σημασία και ο ρόλος του. Μπορεί να μειώνεται το πλήθος των δημοσίων υπαλλήλων σε ορισμένους τομείς, σε άλλους όμως, όπως στις δυνάμεις καταστολής αυξάνονται. Ο ρόλος του κράτους γίνεται πιο ισχυρός και πιο χρήσιμος για το κεφάλαιο. Το κράτος αποχωρεί ή μειώνει το ρόλο και την παρέμβαση του σε τομείς της παραγωγής και μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις διευκολύνοντας την αξιοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου, αυξάνοντας την κερδοφορία του, αφού πρόκειται για κλάδους και επιχειρήσεις με υψηλή κερδοφορία. Ουσιαστικά ο ρόλος και τα βασικά χαρακτηριστικά του δεν τροποποιούνται.

Στη σύγχρονη φάση όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το αστικό κράτος στην εποχή του ιμπεριαλισμού διατηρούνται και δυναμώνουν. Δυναμώνει η διαπλοκή κράτους και μονοπωλιακού κεφαλαίου, των κορυφών φυσικά της κρατικής μηχανής και των υψηλόβαθμων στελεχών των μονοπωλιακών επιχειρήσεων, παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Στις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής, τη μεγάλη Βρετανία, την Ιαπωνία και άλλες χώρες από την εποχή ακόμη του 2ου παγκοσμίου πολέμου είναι αδιαμφισβήτητη η στενή συνεργασία των κορυφών του κράτους και στελεχών των επιχειρήσεων. Στην πορεία το φαινόμενο αυτό γενικεύτηκε. Στις σημερινές συνθήκες μεγαλώνει η ανάγκη κρατικής παρέμβασης, η πληθώρα των νόμων, των αποφάσεων και των διατάξεων κάνουν αδύνατη την αντιμετώπιση τους από βουλευτές, ακόμη και υπουργούς. Ο ρόλος των ειδικών είναι ιδιαίτερα αυξημένος. Τα λόμπι που δημιουργούνται από τμήματα της αστικής τάξης αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, όπως και οι δεξαμενές σκέψης επιχειρήσεων και ιδρυμάτων. Αποτελούν πηγές ιδεών για κυβερνητικά μέτρα ή για τροποποιήσεις νόμων, πολύ συχνά οι ειδικοί μονοπωλιακών επιχειρήσεων και κλάδων προετοιμάζουν τους νόμους, οι οποίοι συζητούνται και αυτοί έχουν σχεδόν πάντα τον τελευταίο λόγο. Τα στελέχη αυτά κάνουν τις τελικές συζητήσεις χωρίς τα κόμματα να εμπλέκονται και πολλές φορές η κυβέρνηση.

Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που παραθέτει ο Robert Reich και αφορούν τις ΗΠΑ στο προαναφερθέν βιβλίο του σχετικά με τη διαπλοκή κράτους και μονοπωλίων. Άλλαξε ο προσανατολισμός των πολιτικών κομμάτων. Καθώς τα εισοδήματα και ο πλούτος συγκεντρώνονται σε όσους βρίσκονται στην κορυφή της εισοδηματικής κλίμακας και το κόστος των προεκλογικών εκστρατειών αυξανόταν, τα πολιτικά κόμματα, τα οποία μέχρι τότε βασίζονταν σε τοπικές οργανώσεις και σε οργανώσεις σε επίπεδο Πολιτειών… άρχισαν να μεταμορφώνονται σε γιγαντιαίους μηχανισμούς συγκέντρωσης χρημάτων. Το ρεπουμπλικανικό κόμμα ικανοποιούσε τα αιτήματα των μεγάλων εταιρειών της Γουόλ Στρητ και των πλουσίων… όμως και το δημοκρατικό κόμμα άρχισε να ανταποκρίνεται στα αιτήματα των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στον ίδιο βαθμό με το ρεπουμπλικανικό. Οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν μαζί μας συναλλαγές είτε τους αρέσει είτε όχι, επειδή έχουμε την πλειοψηφία, καυχιόταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο επικεφαλής της εκλογικής επιτροπής του δημοκρατικού κόμματος.[2]

Ακόμη και πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών που δημιούργησαν για τον εαυτό του την εικόνα του φιλολαϊκού, του δημοκρατικού, ακόμη και ότι δεν είναι υπέρ της επιχειρηματικότητας έπραξαν την πορεία εντελώς διαφορετικά. Ο Μπάρακ Ομπάμα παρά τις συχνές επικρίσεις της επιχειρηματικής κοινότητας ότι είναι εναντίον της επιχειρηματικότητας σχημάτισε μια από τις πιο φιλοεπιχειρηματικές κυβερνήσεις στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Διοχέτευσε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια στις τράπεζες της Γουόλ Στρητ για να τις σώσει από την κατάρρευση, δημιούργησε ένα πρόγραμμα κινήτρων που απέτρεψε μια μεγάλη ύφεση, όπως εκείνη της δεκαετίας του 30 και προώθησε έναν νόμο για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του πλούτισε τις ασφαλιστικές και φαρμακευτικές εταιρείες. Κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του Ομπάμα οι χρηματιστηριακές αγορές δεν αναπλήρωσαν απλώς όλες τις ζημιές που υπέστησαν μετά από το κραχ του 2008, αλλά σημείωσαν μια πρωτοφανή άνοδο, ενώ τα κέρδη των εταιρειών ως ποσοστό του ΑΕΠ έφθασαν στο υψηλότερο σημείο τους μετά το 1929[3]. Να σημειώσουμε επί πλέον ότι πλήθος υψηλόβαθμων στελεχών του δημοκρατικού κόμματος και όσων διατέλεσαν υπουργοί ήταν πριν αναλάβουν τα αξιώματα αυτά, αλλά και μετά από την ολοκλήρωση των κυβερνητικών καθηκόντων τους διευθυντικά στελέχη μονοπωλιακών επιχειρήσεων.[4] Δεν είναι καθόλου σύμπτωση ότι η κυβέρνηση Ομπάμα δεν έθεσε σκληρούς όρους στις τράπεζες για τη διάσωσή τους, δεν άσκησε ποινικές διώξεις εναντίον των διευθυντικών στελεχών για τις υπερβολές που οδήγησαν στη σχεδόν πλήρη κατάρρευσή των μεγάλων τραπεζών και αρνήθηκε να υποστηρίξει ένα μικρό φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που θα μπορούσε να αποφέρει ετησίως δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια[5]. Η διάσωση των τραπεζών στις Ηνωμένες πολιτείες δεν διαφέρει καθόλου από την προσπάθεια διάσωσή τους που έγινε στην Ελλάδα, με τρεις χρηματοδοτήσεις κρατικές που ανήλθαν σε πολλές εκατοντάδες δισ. και το λογαριασμό τον πήρε ο ελληνικός λαός, όπως εξάλλου και ο αμερικανικός.

Το φαινόμενο αυτό της στενής διαπλοκής των κορυφών της κρατικής μηχανής με τα υψηλόβαθμα στελέχη των επιχειρήσεων και φυσικά με τους μετόχους συνεχώς επεκτείνεται στις Ηνωμένες πολιτείες και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ενώ στη δεκαετία του 1970 μόνο το 3% των μελών του κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών που αποσύρονταν από το δημόσιο βίο γίνονταν λομπίτσες τα τελευταία χρόνια του 50% των γερουσιαστών και το 42% των βουλευτών που αποσύρονται γίνονται λομπίτσες, ανεξαρτήτως του κόμματος προέλευσής τους.[6]

Ταυτόχρονα αυξάνουν κατακόρυφα οι εισφορές των πλουσιότερων στις προεκλογικές εκστρατείες των δύο κομμάτων στις Ηνωμένες πολιτείες τα τελευταία χρόνια, πολύ ταχύτερα από ότι τα εισοδήματά τους και για τις κορυφές του πλούτου το φαινόμενο αυτό έχει καθολικό χαρακτήρα. Από τους 400 πλουσιότερους αμερικανούς που αναγράφονται στον κατάλογο του Forbes του 1912 οι 388 χρηματοδοτούσαν πολιτικές εκστρατείες με πολύ μεγάλα ποσά, ενώ από τα 4493 μέλη των διοικητικών συμβουλίων των μεγαλύτερων εταιρειών του περιλαμβάνονται στον κατάλογο Fortune περισσότεροι από τέσσερις στους πέντε χρηματοδοτούσαν πολιτικές εκστρατείες.

Ενδεχομένως το φαινόμενο νόμιμης χρηματοδότησης πολιτικών στελεχών και πολιτικών κομμάτων να μην έχει αυτή την έκταση στην Ελλάδα, μπορεί και στην Ευρώπη, αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι είναι μικρότερης σημασίας. Τον ευρωπαϊκό τύπο και τη δικαιοσύνη πολύ συχνά απασχολούν πλήθος περιπτώσεων μεγάλων παράνομων χρηματοδοτήσεων και λαδωμάτων με χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην Ελλάδα την υπόθεση Ζήμενς, τα εξοπλιστικά προγράμματα, τη διαφθορά στην υγεία κ.λπ.

Μια πλευρά ακόμη είναι η ολοκληρωτική παράκαμψη κρατικών οργάνων και θεσμών δημοκρατικά εκλεγμένων, καθώς και αποφάσεων οι οποίες δεν τους είναι αρεστές. Στην Ελλάδα στην εποχή των μνημονίων όλες οι κυβερνήσεις παρέκαμψαν εντελώς το κοινοβούλιο και τις τυπικές έστω δημοκρατικές διαδικασίες και το κράτος λειτουργούσε με διατάγματα. Αντίστοιχα φαινόμενα υπάρχουν στα ευρωπαϊκά κράτη και στην Ε.Ε. με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τον παραμερισμό και την ακύρωση πλήθους δημοψηφισμάτων για σοβαρά ζητήματα που δεν ήταν αριστερά στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, αντικαταστάθηκαν οι δημοκρατικές διαδικασίες και καταργήθηκε η λαϊκή κυριαρχία από επιτρόπους και εγκάθετους που εγκαταστάθηκαν στα υπουργεία και τους οργανισμούς στην Ελλάδα των μνημονίων. Οι κάθε είδους κυβερνητικές και υπουργικές αποφάσεις ακόμη και στις λεπτομέρειές τους διαμορφωνόταν στις Βρυξέλλες και στο πλαίσιο της τρόικας.

Κάτω από το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να ανακοπεί η πορεία ανάπτυξης των τεχνολογιών και ότι μόνο σε ένα ανοιχτό περιβάλλον από οικονομική και κυρίως πολιτική άποψη, για «περιβάλλον ανοικτότητας» κάνει λόγο οΑ Ross,[7] προωθείται η αντίληψη ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας ουσιαστικά έλεγχος ή μάλλον να επικρατεί πλήρης ασυδοσία, εννοείται φυσικά για το κεφάλαιο. «Οι ηγέτες των χωρών να κάνουν άνοιγμα και να αντισταθούν στις τάσεις για άσκηση ελέγχου. Ο 21ος αιώνας είναι η χειρότερη εποχή για να είναι κανείς μανιακός με τον έλεγχο».[8]

Με αντίστοιχο πνεύμα τοποθετούνται οι Erik Brynjolfsson – Andrew McAfee. «Πρέπει να αφήσουμε τις τεχνολογίες της δεύτερης εποχής των μηχανών να κάνουν τη δουλειά τους και να δούμε τρόπους για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που αυτές επιφέρουν[9]. Διαβλέποντας ότι ο κίνδυνος για την κρατούσα τάξη πραγμάτων θα προέλθει όχι από επιμέρους αμφισβητήσεις, οι οποίες μπορεί εύκολα να αξιοποιηθούν και να λειτουργήσουν θετικά για το σύστημα, αλλά από την απαίτηση ριζικών αλλαγών, και τη διεκδίκηση ενός νέου, σοσιαλιστικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας φροντίζει να τοποθετηθεί με σαφήνεια. Παρακαλούμε όχι πολιτμπυρό…είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε προσπάθειες να βρούμε θεμελιώδεις εναλλακτικές λύσεις στον καπιταλισμό… ο καπιταλισμός κατανέμει τους πόρους, δημιουργεί καινοτομία, επιβραβεύει την προσπάθεια και θεμελιώνει την ευημερία εξαιρετικά αποδοτικά, στοιχεία που είναι εξαιρετικά σημαντικά να λειτουργούν αποτελεσματικά σε μια κοινωνία. Ο καπιταλισμός ως σύστημα δεν είναι τέλειος, αλλά είναι πολύ καλύτερος από τις εναλλακτικές λύσεις[10].

Είναι προφανές ότι οι τοποθετήσεις αυτές, οι οποίες είναι η κυρίαρχη άποψη, γίνονται στο δυσχερές πλαίσιο που διαμορφώνεται για το πολυεθνικό κεφάλαιο. Καταρχήν υπάρχει η αδυναμία του να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά στην κρίση και τη γενικότερη δυσοίωνη προοπτική του, η οποία επισημαίνεται από πολλές πλευρές. Η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και των αναγκαίων εκσυγχρονισμών με στόχο την αύξηση της κερδοφορίας του είναι αναγκαία, αλλά δεν επαρκεί. Καθίσταται αναγκαία μια πολιτική αυταρχική, περιορισμού των δημοκρατικών ελευθεριών και κατακτήσεων, πολιτική καθήλωσης του εργατικού κινήματος, ώστε το κεφάλαιο να απολαμβάνει απόλυτη ελευθερία, να μην προβάλλονται, κατά το δυνατόν, αντιστάσεις και κανενός είδους εμπόδια, αν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν γι’ αυτό πουθενά οικονομικά σύνορα, να απολαμβάνει απόλυτη ασυλία, όσο φυσικά αυτό το επιτρέπουν οι ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί που τελευταία βρίσκονται σε μεγάλη έξαρση και δεν φαίνεται προοπτική ομαλής εκτόνωσης τους.

Δεν νομίζουμε, όμως, ότι είναι μόνο αυτός ο λόγος και θα αδικούσαμε τις στοχεύσεις και τις επιδιώξεις των προηγούμενων θέσεων και ουσιαστικά την πράξη των χωρών του ιμπεριαλισμού αυτά τα χρόνια. Ακριβώς τη στόχευση που περιγράψαμε εκφράζουν οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, η προσπάθεια ισοπέδωσης χωρών και κινημάτων που αντιστέκονται, οι απειλές, η δυσφήμηση και η περιθωριοποίηση άλλων. Η στόχευση τους έχει περισσότερο μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά, να πληγούν οι ιδέες του σχεδιασμού και κυρίως του κεντρικού σχεδιασμού και της σοσιαλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και η σχεδιασμένη αξιοποίησή τους από την κοινωνία μέσω του εργατικού κράτους.

Ποιος ακριβώς λόγος που σχετίζεται με την εποχή και με τη φύση των νέων τεχνολογιών καθιστά αναγκαία την «ανοικτότητα»; Η εποχή του μοναχικού επιστήμονα και ερευνητή που εργαζόταν νυχθημερόν σκυμμένος πάνω στο μικροσκόπιο του ή στα όργανα του εργαστηρίου, που ασχολούνταν με τα πειράματα του όντως έχει περάσει. Οι γνώσεις σήμερα και οι τεχνολογικές εφαρμογές τους απαιτούν συνθήκες συλλογικής εργασίας, από κοινού εργασία πλήθους ερευνητών και επιστημών, ανοιχτή και απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ τους όπως και δυνατότητα αλληλοσύνδεσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ανταλλαγής απόψεων και συμπερασμάτων και ει δυνατόν σε ευρύτερο, παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό είναι όντως εντελώς αναγκαίο.

Εντός των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής όμως τέτοιες συνθήκες δεν μπορούν να υπάρξουν. Από τη μια πλευρά φαίνεται οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις να ενισχύουν την τάση παραγωγής και αξιοποίησης της γνώσης και από τη άλλη να θέτουν εμπόδια σοβαρά, να υπονομεύουν μια τέτοια εξέλιξη και η αιτία βρίσκεται ακριβώς στα ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα που ελέγχουν οι διαδικασίες αυτές, όπως και όλη την εξέλιξη των κοινωνιών και κατ’ επέκταση στο αμείλικτο ανταγωνισμό μεταξύ των πολυεθνικών και των μονοπωλίων. Στις συνθήκες του μονοπωλιακού καπιταλισμού και ιδιαίτερα στη σημερινή φάση ανθούν τα πνευματικά δικαιώματα, η βιομηχανική, εμπορική και τεχνολογική κατασκοπεία, η ιδιωτικοποίηση της γνώσης και όχι η πλατιά διάδοση της.

Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη, διάδοση και αξιοποίηση της γνώσης και των εφαρμογών της μπορεί να υπάρξει μόνο στα πλαίσια μιας κοινωνίας που δεν την καθοδηγούν τα ιδιωτικά συμφέροντα. Για αυτό το λόγο ακριβώς δεν είναι δυνατόν να επικρατήσει εντός των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων η οικονομία της γνώσης και η εξάλειψη της εργασίας. Ο Α Ross μόνο αυτή την «ανοικτότητα» έχει υπόψη του. Κάθε τι που αμφισβητεί τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις το απορρίπτει εκ προοιμίου. Η «ανοικτότητα» του Α Ross σημαίνει την απόλυτη ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου, τον αφοπλισμό των λαών και των εργατικών και λαϊκών κινημάτων, τον αφοπλισμό των μικρότερων κρατών που δείχνουν διάθεση αντίστασης. Αυτό όμως δεν έχει σχέση με μια ανοιχτή κοινωνία, αλλά με μια «νέα φεουδαρχία» στην οποία υπονομεύονται και καταργούνται ακόμη και οι τυπικές ελευθερίες και δικαιώματα που έδωσε στον άνθρωπο ο καπιταλισμός.

Η απαίτηση να μην υπάρχει κανείς έλεγχος με το επιχείρημα ότι είναι βλαπτικός και ασύμβατος με τον 21ο αιώνα και τη φύση των νέων τεχνολογιών φέρνει με ξεκάθαρο τρόπο στη δημόσια αντιπαράθεση το δίλημμα φιλελευθερισμός ή μάλλον νεοφιλελευθερισμός- σοσιαλισμός. Το παράδειγμα κράτους- μοντέλου απόλυτα επιτυχημένου για την εποχή μας κατά τον Α Ross είναι η Εσθονία στην μετασοβιετική εποχή. Τι έκανε λοιπόν η Εσθονία; Οι κυβερνήσεις της έπαψαν να είναι πολιτικές και απαρτίζονται αμιγώς από τεχνοκράτες.[11] Οι κυβερνήσεις αυτές άνοιξαν τις πόρτες στην παγκόσμια οικονομία, δηλαδή στα κάθε είδους μεγάλα συμφέροντα, μείωσαν μέχρι κατάργησης τους όποιους δασμούς, κατάργησαν τους όποιους περιορισμούς μετατρέποντας τη μικρή αυτή χώρα σε εμπορικό κόμβο, τροποποίησαν τη νομοθεσία περί υπηκοότητας, παρέχοντας δικαιώματα πολιτικής προστασίας στους αλλοδαπούς( μόνο που ξέχασαν να δώσουν δικαιώματα στους ρωσικής καταγωγής μόνιμους κατοίκους που αποτελούν το 30%- 40% των κατοίκων της χώρας αυτής, για τους κομμουνιστές ούτε λόγος να γίνεται), κατάργησαν τα όποια προνόμια για τους ημεδαπούς προκειμένου να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι ανταγωνισμού στους νέους επενδυτές. Κατ’ αυτό τον τρόπο η Εσθονία έγινε κέντρο παγκόσμιων επενδύσεων. Και η αποθέωση, καθιέρωσε την «ηλεκτρονική υπηκοότητα» για όποιον θέλει να την αποκτήσει, αρκεί να κάνει ένα ταξίδι στην Εσθονία, να καταβάλει το τέλος εγγραφής και να παραλάβει το δελτίο ταυτότητας του. Αυτό λοιπόν είναι το μοντέλο της σύγχρονης, επιτυχημένης χώρας των νέων τεχνολογιών στη σημερινή εποχή.[12] Κυβερνήσεις τεχνοκρατών, η πολιτική κατέστη περιττή εκτός αυτής που υπαγορεύουν οι πολυεθνικές και οι διεθνείς οργανισμοί, καταργήθηκαν τα οικονομικά σύνορα για το κεφάλαιο και οι όποιοι έλεγχοι και η έννοια του εσθονού υπηκόου, ένας πραγματικός παράδεισος για το κεφάλαιο και το διεθνή ιμπεριαλισμό. Το επιχειρείν σε όλο του το μεγαλείο και οι εργάτες;

Πρόκειται για μια αποθέωση του νεοφιλελευθερισμού, όλα ανοιχτά, κανένας έλεγχος του κεφαλαίου, όλα τα λύνει η αγορά, όλα πωλούνται και οι «έχοντες» κάνουν ό,τι θέλουν, ο οικονομικός και πολιτικός όμως έλεγχος προς τους εργάτες και το λαό είναι απόλυτος.

Ίσως θα είναι πρόωρο να προεξοφλήσει κάποιος ότι αυτή ακριβώς θα είναι η εξέλιξη του κράτους και του πολιτικού οικοδομήματος στην εποχή μας, αλλά είναι πολύ πιθανόν ο νεοφιλελευθερισμός και η καταστολή να είναι η προοπτική. Τουλάχιστον αυτές φαίνεται να είναι οι προθέσεις των κυρίαρχων δυνάμεων, αλλά στις εξελίξεις έχουν λόγο και οι εργαζόμενοι.

 


[1] Μαρξ – Ένγκελς Η γερμανική ιδεολογία τόμος 1 σ. 94

[2] Robert Reich Ο όπως προηγουμένως σελίδα 276-277

[3] Στο ίδιο σ. 279

[4] Στο ίδιο σ. 280

[5] Στο ίδιο σ. 280

[6] Στο ίδιο σ. 281

[7]Α Ross, όπως προηγουμένως   σ. 342

[8] στο ίδιο σ. 399

[9] Erik BrynjolfssonAndrew McAfee, όπως προηγουμένως σ. 381

[10] Στο ίδιο σελίδα 381

[11] Α Ross, όπως προηγουμένως   σ. 346

[12] Α Ross, όπως προηγουμένως   σ. 345-348

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας