Εργατικός Αγώνας

Επετειακό (και οργισμένο)

Γράφει η Δώρα Μόσχου.

«(…) και τώρα δικαιοσύνη δεν ευρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο κι απάτη».[1]

«(…) δόλο κι απάτη ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων».[2]

Η Ιστορία, όχι ως επιστήμη, αλλά ως αντικειμενική, υλική διαδικασία, γράφεται πάντοτε με το αίμα, τον ιδρώτα και το μόχθο των πολλών, με το δόλο και την απάτη των λίγων∙ κι ακόμα, με την ιδιοτέλεια των δεύτερων να καρπωθούν το αίμα των πρώτων.

                Τις τελευταίες μέρες, με αφορμή τους «εορτασμούς» για τα 200 χρόνια από τη Μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων, ζήσαμε ένα τρισάθλιο σκηνικό. Η αστική τάξη της χώρας μας, πιστή στις παραδόσεις του ραγιαδισμού, της υποτέλειας, της ξενοδουλείας, της περιφρόνησης του λαού, της χωρίς όρια πρόκρισης των στενών ταξικών της συμφερόντων, έστησε μια φτηνιάρικη, κακόγουστη, αρχοντοχωριάτικη, πανηγυρτζίδικη φιέστα, για να μπορέσει να «καρπωθεί το αίμα των άλλων», το αίμα του λαού μας, το δικό μας αίμα. Το κέντρο της Αθήνας μεταμορφώθηκε σε μια δυστοπία: οι «ταγοί του έθνους», προσβάλλοντας σύμβολα, φορώντας σεγκούνια εκτός τόπου και χρόνου, υποδέχτηκαν τους εκπροσώπους των «προστάτιδων δυνάμεων», σε μια παγωμένη πόλη, ενώ γύρω ούρλιαζαν – στην κυριολεξία – «σειρήνες, μεταγωγικά κι ασθενοφόρα». Το ίδιο βράδυ – ίσως για να τιμήσουν τους αποκλεισμένους και πεινασμένους μεσολογγίτες που είχαν φτάσει στο σημείο να τρώνε γάτες, σκύλους και ποντίκια, ντερλίκωσαν τα θρυλικά πια ντολμαδάκια με κιμά γαρίδας και άλλα τόσα πανάκριβα εδέσματα.

                Την άλλη μέρα, στην τσιμεντωμένη Ακρόπολη – γατάκι Μοροζίνι – μια παγκοσμίου άγνοιας αοιδός (το – οι – εν προκειμένω μπορεί να γραφτεί και με ήτα) εκτέλεσε στα έξι μέτρα τον Ύμνο στην Ελευθερία. Τον Ύμνο που ο ποιητής – αυτός ο θαυμαστός παράξενος άνθρωπος, ο ταγμένος ιδεολογικά στην υπόθεση της επανάστασης – έγραψε πάσχοντας και ακούγοντας τα κανόνια του Μεσολογγιού∙ τον Ύμνο που έψαλλαν μέχρι την τελευταία τους στιγμή οι 200 κομμουνιστές την Πρωτομαγιά του `44, βαδίζοντας προς το θάνατο∙ τον Ύμνο που ακούστηκε από τα χείλη των υπερασπιστών της πύλης του Πολυτεχνείου. Ναι, αυτόν τον Ύμνο που κανένας κομμουνιστής, κανένας προοδευτικός άνθρωπος με αξίες δεν επιτρέπεται να χαρίζει στους φασίστες και στους πατριδοκάπηλους γιατί από τη γέννησή του ήταν ένας Ύμνος για την επανάσταση, τον έριξαν όπως «τ` άγια στα σκυλιά».

                Και την ίδια στιγμή,  γινόταν ένα κακέκτυπο παρέλασης. Την απολάμβανε – γιατί όχι, μήπως είχε και κάτι καλύτερο να κάνει; – ο διάδοχος του βρετανικού θρόνου: εκείνης δηλαδή της δύναμης που, όταν ξέσπασε η επανάσταση, κρέμαγε στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο τους ζακυνθινούς που πανηγύριζαν και άφηνε τα κρεμασμένα τους σώματα, βουτηγμένα στο κατράμι, για μήνες έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους∙ εκείνης της δύναμης που έδεσε χειροπόδαρα το υπό σύσταση κράτος με τα λεγόμενα «δάνεια της ανεξαρτησίας»∙ που πολιόρκησε την Αθήνα και τον Πειραιά το 1850, δωρίζοντας στον ελληνικό λαό την πείνα και τη χολέρα∙ της δύναμης εκείνης που, το μεγάλο Δεκέμβρη του `44 έστησε πολυβολεία πάνω στην Ακρόπολη και θέρισε το λαό που διαδήλωνε ειρηνικά στο Σύνταγμα – τον ίδιο αυτό λαό που έκρυβε με κίνδυνο της ζωής του τους φαντάρους της «συμμαχικής» υπερδύναμης∙ που τον ίδιο μεγάλο και τραγικό μήνα έστειλε την αεροπορία της να βομβαρδίσει τις ηρωικές και αδούλωτες γειτονιές της ανατολικής Αθήνας, σκοτώνοντας νήπια που έπαιζαν αμέριμνα στις αυλές των σπιτιών τους … που έφτυσε κατάμουτρα τον ίδιο το μεγάλο της ποιητή, το λόρδο Μπάϋρον, αφού μπροστά ακριβώς από το άγαλμά του, εξαπολύθηκε η μεγάλη επίθεση των εγγλέζων ενάντια στον αθηναϊκό λαό που πήγαινε να θάψει τους νεκρούς του …Και λίγα χρόνια αργότερα, η ίδια αυτή «σύμμαχος και φίλη» χώρα, έστηνε κρεμάλες για τους αγωνιστές της κυπριακής ανεξαρτησίας…

                Μια παρέλαση καρικατούρα. Ένας λαός αποκλεισμένος από τη «γιορτή» με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, αφού «ο που φοβάται φωνή ν` ακούσει απ` το λαό, σ` έρημο τόπο ζει και βασιλεύει»[3]. Ακροβολισμένοι ελεύθεροι σκοπευτές σε όλο το κέντρο της πόλης για να προστατέψουν τους «εκλεκτούς καλεσμένους». Μεγαλοκυρίες της αστικής τάξης που «αγοράζουν 5 τάλλιρα παράδεισο», όπως θάγραφε και ο μεγάλος Ουγκώ, με τις «φιλανθρωπίες» τους. Αυτές ήταν οι τιμές που αποδόθηκαν στους ήρωες μιας από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις όλων των εποχών, τους ήρωες με τις λερές φουστανέλες. Κι ο λαός απών …

                Οι άνθρωποι αυτοί σκύλευσαν τις μνήμες μας, έφτυσαν πάνω στο αίμα και στους τάφους των πληβειακών στρωμάτων του τόπου μας που θυσιάστηκαν στους μεγάλους κοινωνικούς και εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του λαού μας. «Καρπώθηκαν το αίμα των άλλων» – το δικό μας αίμα. Γιατί η Μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων δεν τους ανήκει, δεν τους ανήκε ποτέ. Ούτε σ` αυτούς – τους αφεντάδες – ούτε και στα κοπέλια τους: σ` εκείνο το θλιβερό και δύσοσμο πολτό από λουμπεναριά και κυρ – Παντελήδες που έχουν την άγνοια ή το θράσος να κατηγορούν τους κομμουνιστές για έλλειψη πατριωτισμού! «Τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι» – κατά το μεγάλο Βάρναλη. Δεν τη θέλησαν την επανάσταση – κι όταν προσπάθησαν να την οικειοποιηθούν ήταν για να προστατέψουν και να εδραιώσουν τα δικά τους συμφέροντα. Έδιωξαν από πάνω τους σα μίασμα ο,τιδήποτε μπορούσε να τη θυμίζει, όταν τα μάζεψαν κι έφυγαν από τη χώρα το σκληρό Απρίλη του `41, κι έμεινε μόνη της η εργατική τάξη και το κόμμα της να βγάλει το ναζιστικό φίδι από την τρύπα∙ και τόβγαλε και το σκότωσε, σαν την λαϊκή και κοσμαγάπητη εκείνη εκδοχή του Μεγαλέξαντρου (όχι αυτή του στρατηλάτη και καταχτητή που λατρεύουν οι μακεδονομάχοι) που συμβολίζει για τον απλό κόσμο τον αγωνιστή της ελευθερίας.

                Δικιά μας είναι η επανάσταση, όχι δικιά τους. Αυτό που τίμησαν με το καρναβάλι που έστησαν δεν έχει καμιά σχέση με το «μεθύστε με τ` αθάνατο κρασί του `21» του μεγάλου Παλαμά ούτε με το «αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι – πάντα είν` ο ίδιος ο λαός» του Ύμνου του ΕΛΑΣ. Αυτά είναι τα δικά μας τιμαλφή, κι εμείς θα συνεχίσουμε να τα τιμούμε με το δικό μας τρόπο, μέσα στους μεγάλους αγώνες που αναπόδραστα θάρθουν.

 

Υ.Γ. 1: Στη θλιβερή αυτή παράτα, τα μόνα πλάσματα που έδειξαν αξιοπρέπεια ήταν (για προφανείς λόγους) τα … άλογα.

Υ.Γ. 2: Πληροφορίες που αναφέρουν ότι σημειώθηκε ασθενής σεισμική δόνηση με επίκεντρο τον τύμβο του Καραϊσκάκη στο Φάληρο ελέγχονται ως απολύτως ανακριβείς: ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δεν θα γυρίσει ποτέ ο ίδιος για να εκπληρώσει μια υπόσχεση που είχε δώσει, στενά συνυφασμένη με την επιστροφή του… Όμως, τα λαϊκά στρώματα που εκφράστηκαν με τη δράση του, μετασχηματισμένα πια σε εργατική τάξη, με την εμπειρία των νεότερων κοινωνικών και εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, ξέρουν τη δουλειά τους∙ ή θα την ξαναθυμηθούν, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, γιατί «δεν αποπαίδισεν η πλάση».[4]

 

Υ.Γ. 3 (ψύχραιμο): Ο Εργατικός Αγώνας, πιστός στις παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος, να αναλύει με επιστημοσύνη και ψυχραιμία τα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας μας και να αντλεί από αυτά συμπεράσματα για το σήμερα, δεν μένει αδιάφορος για τον εορτασμό των 200 χρόνων από το 1821. Με τις μικρές μας δυνάμεις, θα επιχειρήσουμε μια κατά το δυνατό πολύπλευρη προσέγγιση του μεγάλου αυτού γεγονότος, μέσα από μια σειρά διαδικτυακών εκδηλώσεων, με διαφορετικές θεματικές. Η πρώτη από αυτές, θα γίνει στις 9 Απριλίου, ώρα 7 μμ, με θέμα: Η διαμόρφωση του ελληνικού έθνους και οι προϋποθέσεις της επανάστασης.

Εισηγητές:

  • Δώρα Μόσχου: Η διαμόρφωση του ελληνικού έθνους κάτω από τις ξενικές κυριαρχίες, σύμφωνα με τα κριτήρια του Στάλιν για την εθνογένεση.
  • Γιώργος Πετρόπουλος: Το πεδίο της οικονομίας και της ιδεολογίας: διαμόρφωση κοινωνικών τάξεων, ιδεολογικές αποτυπώσεις (νεοελληνικός διαφωτισμός

Οι φίλοι του «Εργατικού Αγώνα» θα ενημερωθούν έγκαιρα για το σύνδεσμο με τον οποίο θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν τη διαδικτυακή συνάντηση, καθώς και για τις υπόλοιπες εκδηλώσεις.             

                 

 

[1] Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα».

[2] Γιώργος Σεφέρης: «Ο τελευταίος σταθμός»

[3] Ιάκωβος Καμπανέλλης, από το «Μεγάλο μας Τσίρκο».

[4] Άγγελος Σικελιανός, «Διγενής Ακρίτας».

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας