Εργατικός Αγώνας

21ο Συνέδριο ΚΚΕ: Κριτική στο 3ο τεύχος των Θέσεων της ΚΕ

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Το τρίτο τεύχος των Θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ είναι και το ογκωδέστερο σε σχέση με τα δύο πρώτα, σχεδόν διπλάσιο από το καθένα από αυτά (76 σελίδες).

Από άποψη περιεχομένου θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι των Θέσεων αφού στις 30 και κάτι, πρώτες, σελίδες του ασχολείται με την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας ενώ το υπόλοιπο αφορά στην κατάσταση του λαϊκού κινήματος και στη δράση του κόμματος μέσα σ’ αυτό (συνδικαλιστικό κίνημα, κίνημα νεολαίας, κίνημα γυναικών κ.ο.κ).

Η αλήθεια βέβαια για το περιεχόμενο των θέσεων που συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το τεύχος είναι εντελώς διαφορετική από την εντύπωση που προκαλούν οι τίτλοι κάθε κεφαλαίου και η θεματολογία που υπάρχει γενικότερα. Ο  αναγνώστης, για παράδειγμα, ξεφυλλίζοντας τις 30 πρώτες σελίδες, από τους τίτλους και την σωρεία των πινάκων που υπάρχουν εκεί, μένει με την εντύπωση πως η ΚΕ του ΚΚΕ επιχειρεί όντως να παρουσιάσει μια μελέτη της ταξικής διάρθρωσης ελληνικής κοινωνίας. Όποιος μάλιστα γνωρίζει την ιστορία των μελετών του κόμματος πάνω σε αυτό το θέμα (τα βιβλία των Δ. Σάρλη, ΚΜΕ, Περικλή Παπαδόπουλου και Κώστα Κάππου) μένει με την εντύπωση πως στο σημερινό ΚΚΕ κάτι έμεινε από το παλιό καλό παρελθόν όπου το κόμμα έδινε μεγάλη σημασία στην μαρξιστική επιστημονική ανάλυση της κοινωνίας. Δυστυχώς τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι προαναφερόμενες σελίδες δεν περιλαμβάνουν καμία κομματική- κι ακόμη περισσότερο καμία μαρξιστική- μελέτη της ελληνικής κοινωνίας. Είναι αναπαραγωγή- παρουσίαση της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) της Ελληνιστικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ),λ με σχόλια που πολλές φορές υπολείπονται αυτών που βρίσκει κανείς στον αστικό τύπο όταν δημοσιεύονται  κατά καιρούς αυτές οι μελέτες.

 

Μηρυκάζοντας την ΕΛΣΤΑΤ

Οι συντάκτες των Θέσεων, βέβαια μάς πληροφορούν πως για το θέμα θα κυκλοφορήσει μελέτη στην οποία «περιλαμβάνονται και άλλες πλευρές (π.χ. σχέση τόπου εργασίας και κατοικίας, μορφωτικό επίπεδο, ηλικιακή κατανομή) καθώς και η θεωρητική και στατιστική επεξεργασία, ώστε να προσδιοριστούν µε μεγαλύτερη ακρίβεια τα τμήματα της μισθωτής εργασίας που ανήκουν στην εργατική τάξη ή την προσεγγίζουν». Επίσης σε άλλα σημεία αφήνουν να διαφανεί μια διάθεση κριτικής στις έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ. Εντούτοις, στις Θέσεις αυτές καθ’ αυτές διαφοροποίηση από την ΕΛΣΤΑΤ δεν υπάρχει. Υιοθετούνται ακόμη και οι όροι που η τελευταία χρησιμοποιεί. Πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η ηγεσία του κόμματος θα αναθεωρήσει κι εδώ την κομματική κληρονομιά. Ο υπογράφων αυτό το κείμενο οφείλει να σημειώσει πως όταν ο ίδιος ήταν στο κόμμα κυκλοφορούσαν σε αυτό απόψεις που ήθελαν, για παράδειγμα, τους δημοσίους υπαλλήλους να μην προσμετριούνται στην εργατική τάξη σύμφωνα με τα σχήματα Πουλαντζά, Μηλιού κ.ά. Ίδωμεν.  

Σε κάθε περίπτωση η μελέτη της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας είναι καίριας σημασίας ζήτημα για ένα επαναστατικό κόμμα τόσο από στρατηγική όσο κι από τακτική πολιτική σκοπιά. Ιδιαίτερα δε σε αυτή την περίοδο που γίνονται πλέον φανερές  οι αλλαγές τις οποίες έχει υποστεί η ελληνική κοινωνία γενικότερα και η εργατική τάξη ειδικότερα από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 με την αποβιομηχάνιση και την προσαρμογή στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, με την είσοδο των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή αλλά και με τις δομικές αλλαγές που προκάλεσε η κρίση και η μνημονιακή πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό- κι εφόσον προσεγγιστούν με την μέγιστη δυνατή ακρίβεια τα νέα αντικειμενικά χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της- μπορεί να διαμορφωθεί πολιτική τακτική και στρατηγική που θα ενσωματώσει και τα ουσιαστικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τις αλλαγές που σημειώθηκαν στον κόσμο- και στον συσχετισμό δυνάμεων- με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Δυστυχώς στο σημερινό ΚΚΕ μια τέτοια προσέγγιση είναι εντελώς ξένη. Γι’ αυτό και στις Θέσεις για το 21ο Συνέδριο απουσιάζει εντελώς η πολιτική και η σύνδεσή της με την στρατηγική. Το κόμμα περιορίζεται στο να εκφράζει την αντίθεσή του με ότι κατατάσσει στα συμφέροντα και στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης- κάτι που κάλλιστα μπορεί να κάνει κι ένα συνδικάτο ή μια οποιασδήποτε φύσης αντισυστημική οργάνωση- εγκαταλείποντας την πολιτική που είναι ένα από τα τρία επίπεδα της ταξικής πάλης κι εκείνο που δίνει περιεχόμενο και προοπτική στην ταξικό αγώνα των εργαζόμενων λαϊκών μαζών.

 

Συνδικαλιστικό εργατικό Κίνημα: Φταίνε οι άλλοι

Στο υπόλοιπο μέρος των θέσεων του τρίτου τεύχους, όπως προαναφέραμε, η ΚΕ του ΚΚΕ ασχολείται με τα κινήματα δίνοντας, όπως είναι λογικό, ιδιαίτερη βαρύτητα στο εργατικό-συνδικαλιστικό. Ειδικά γι’ αυτό το κίνημα οι θέσεις αναγνωρίζουν τον ανησυχητικά μικρό αριθμό των συνδικαλισμένων εργατών. «Το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργαζομένων στον  ιδιωτικό  τομέα  δεν  ξεπερνά το 15%», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Το ποσοστό αυτό μάλλον είναι χαμηλότερο κι αν υπολογίσει κανείς το γεγονός ότι η συμμετοχή στις δραστηριότητες των συνδικάτων είναι ακόμη πιο περιορισμένη (για πολλούς συνδικαλισμένους εργάτες εξαντλείται κυρίως στις αρχαιρεσίες) τότε γίνεται φανερό πως μιλάμε για μια τραγική κατάσταση.

Αυτό και μόνο το γεγονός θα έπρεπε να ανησυχεί σοβαρά ένα κόμμα που θέλει να είναι εργατικό κι επαναστατικό. Το σημερινό ΚΚΕ όμως ψάχνει για δικαιολογίες  που δεν εδράζονται στη δική του πολιτική και δράση. Δεν θέλει να δει την αλήθεια κατάματα κι εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα που δεν το αναγνωρίζει. Για την ΚΕ οι βασικές αιτίες που οδηγούν τους εργάτες έξω από τα συνδικάτα είναι οι παρακάτω: α) «Η αντεπανάσταση, η ανατροπή του σοσιαλισμού», β) η κρίση του 2008-2009 και οι συνέπειές της, γ) οι αρνητικές  αλλαγές  στους όρους δουλειάς και ζωής της εργατικής τάξης, στις μορφές και στους τρόπους έντασης της εκμετάλλευσης, δ) η απογοήτευση αφού προηγουμένως υπήρξε «η περίοδος της μαζικής εναπόθεσης ελπίδων στον ΣΥΡΙΖΑ, των αυταπατών για το ξεπέρασμα των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης. Μάλιστα στις Θέσεις αναφέρεται γι’ αυτή την περίοδο: «Όλη αυτήν την περίοδο ενισχύθηκε η καλλιέργεια της ταξικής συνεργασίας εκ μέρους των κυβερνήσεων φιλελεύθερων αστικών, σοσιαλδημοκρατικών, αλλά και οπορτουνιστικών κομμάτων. Ενισχύθηκαν η συκοφάντηση της ταξικής πάλης, η απαξίωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Με ευθύνη της εργοδοσίας και των αστικών πολιτικών και συνδικαλιστικών τους δυνάμεων επεκτάθηκαν τα φαινόμενα αποδιοργάνωσης, νοθείας κι εξαγοράς, διαμορφώθηκε πιο επιθετική γραμμή και πρακτική απέναντι στις ταξικά προσανατολισμένες δυνάμεις, προκειμένου να θωρακιστούν τα εργοδοτικά συμφέροντα, το σύστημα. Στον αντίποδα αυτών των επιδιώξεων, κινείται η δράση του ΚΚΕ και των ταξικά προσανατολισμένων συνδικάτων» (Θέση 22).

Ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται πως όλα αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Η ηγεσία του ΚΚΕ, κατά τη συνήθη πρακτική της, όλες τις αιτίες των προβλημάτων του κόμματος και του κινήματος τις φορτώνει στον αντικειμενικό παράγοντα και σ’ όλους τους άλλους υποκειμενικούς πλην του εαυτού της. Αλλά αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό ενός επαναστατικού κόμματος. Είναι χαρακτηριστικό ενός κόμματος που έχει εγκαταλείψει επαναστατικές αρχές και την μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση της πραγματικότητας. Αν όντως το ΚΚΕ ήταν στον αντίποδα όλων αυτών των αρνητικών, για το εργατικό κίνημα καταστάσεων, όφείλε να αναγνωρίσει και να αποδείξει τεκμηριωμένα ή ότι είχε σωστή γραμμή, αγωνίστηκε και ηττήθηκε ή ότι ηττήθηκε γιατί είχε λάθος πολιτική.

Το χειρότερο απ’ όλα για την ηγεσία του ΚΚΕ είναι ότι εδώ και 21 χρόνια επιμένει στην γραμμή του ΠΑΜΕ- ενός εργατικού μετώπου στο οποίο συμμετέχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις όλων των επιπέδων και μεμονωμένοι συνδικαλιστές- με στόχο την αντιμετώπιση της κρίσης του εργατικού κινήματος, την συντριβή και την ήττα του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, την απαλλαγή της εργατικής τάξεις από τις ταξικά διεφθαρμένες οργανώσεις και ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος. Εντούτοις, το ΠΑΜΕ δεν κατάφερε τίποτα το διαφορετικό στο συνδικαλιστικό κίνημα απ’ ό,τι οι αντίπαλοί του. Και το χειρότερο, δεν κατάφερε να αλλάξει τους συσχετισμούς έστω και στο ελάχιστο. Διαβάζουμε στις Θέσεις: «Η δράση του Κόμματος, που έχει φέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα και σημαντική πείρα, δεν έχει αλλάξει το γεγονός ότι  στους  βασικούς  κλάδους  και τομείς της καπιταλιστικής  οικονομίας,  τα  συνδικάτα,  μια  σειρά  από δευτεροβάθμιες  οργανώσεις  παραμένουν  δεμένα  με  το  εργοδοτικό  και κυβερνητικό τμήμα που ηγεμονεύει στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, που αποτελεί έναν μηχανισμό συνδιοίκησης, διαχείρισης των εργοδοτικών και κρατικών αξιώσεων και συμφερόντων, έναν καθαρά γραφειοκρατικό μηχανισμό.  Σε μια πορεία πολλών χρόνων έχει βαθύνει ο ρόλος του ως εργαλείου της εργοδοσίας και του κράτους ενάντια στην εργατική τάξη και τα δικαιώματά της» (Θέση 23).

Έχουμε πολλές φορές επισημάνει τον αντιφατικό  χαρακτήρα του ΠΑΜΕ- ότι από την μία πλευρά δρα σαν άτυπη τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, κάτι σαν άτυπη ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ μαζί, κι από την άλλη σαν μία απλή συνδικαλιστική παράταξη- αλλά η ηγεσία του ΚΚΕ δεν εννοεί να καταλάβει το αυτονόητο. Αδυνατεί να συλλάβει- γιατί έχει μάθει να σκέφτεται γραφειοκρατικά κι όχι με βάση την αντικειμενική πραγματικότητα- ότι το πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος δεν είναι οργανωτικό και φυσικά δεν λύνεται με κινήσεις κορυφής όπως ήταν και παραμένει η ίδρυση και η λειτουργία του ΠΑΜΕ.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 η εργατική τάξη έχει δεχτεί ισχυρά χτυπήματα και μεγάλες αλλαγές στη σύνθεσή της, με την αποβιομηχάνιση, την προσαρμογή στον καταμερισμό εργασίας της ΕΕ και την κρίση. Εξίσου ουσιαστικές είναι και οι αλλαγές στη δομή και στη σύνθεση του κεφαλαίου. Αν αυτές οι αλλαγές δεν προσδιοριστούν ώστε να ξέρουμε για ποια αστική και για ποια εργατική τάξη μιλάμε, καμία οργάνωση του προλεταριάτου δεν μπορεί να επιχειρηθεί και να πετύχει είτε σε συνδικαλιστικό είτε σε πολιτικό επίπεδο. Δυστυχώς το σημερινό ΚΚΕ προσεγγίζει το εργατικό κίνημα και τις οργανώσεις του με τους όρους της 10ετίας του ’80 αλλά το κίνημα εκείνης της εποχής έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει. Έχουν μείνει μόνο τα αποστεωμένα γραφειοκρατικά απομεινάρια της τότε οργάνωσης του, τα οποία συντηρεί το σύστημα για να ελέγχει την κατάσταση και να αποξενώνει την σύγχρονη εργατική τάξη από την συνδικαλιστική οργάνωση και δράση. Κι απέναντι σε αυτά τα απομεινάρια, το ΚΚΕ τοποθετεί τα αντίστοιχα δικά του τα οποία ούτε ξέρουν αλλά ούτε και συγκινούν τους τωρινούς εργάτες. Για παράδειγμα, είναι στ’ αλήθεια δυνατόν να ενδιαφέρουν τη σύγχρονη εργατική τάξη άνθρωποι που εμφανίζονται ως συνδικαλιστικοί ηγέτες αλλά δούλεψαν ελάχιστα στην ζωή τους πριν από μερικές δεκαετίες και για δεκαετίες συντηρούνται με τον συνδικαλιστικό μισθό, που το επάγγελμά τους δεν υπάρχει πια αλλά το σωματείο τους διατηρείται ή που η επιχείρηση που κάποτε εργάστηκαν χρεοκόπησε πριν από 30 χρόνια; Τι στ’ αλήθεια έφταιξε στο ΚΚΕ που χρησιμοποίησε τέτοιους ανθρώπους ως αναγεννητές του συνδικαλιστικού κινήματος; Ο υπαρκτός σοσιαλισμός που έπεσε ή ο ΣΥΡΙΖΑ που απογοήτευσε;

 

Η αποθέωση του στρουθοκαμηλισμού

Το παράδοξο με το σημερινό ΚΚΕ δεν αφορά μόνο στο γεγονός ότι δεν θέλει να καταλάβει την πραγματικότητα αλλά κι ότι καταγγέλλει όλους τους άλλους για πράγματα τα οποία έχει κάνει το ίδιο, πολλές φορές με πρωταγωνιστικό ρόλο. Στη Θέση 24 διαβάζουμε:

«Βαθαίνει το πλαίσιο κρατικού ελέγχου  των  συνδικάτων  με σειρά  νόμων, όπως επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την προκήρυξη απεργίας και στη συνέχεια με νόμους της ΝΔ για το πλαίσιο λειτουργίας των συνδικάτων και τον έλεγχο της νομιμότητάς τους. Το νομοθετικό πλαίσιο ενισχύει  συνεχώς  την  παρέμβαση  του  αστικού κράτους. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν είναι de facto οργανώσεις με όρους οργάνωσης και λειτουργίας (καταστατικό) που καθορίζονται ελεύθερα από τα μέλη τους. Διέπονται από τις νομικές διατάξεις περί σωματείων που συνεχώς αυστηροποιούνται. Η αστική Δικαιοσύνη παρεμβαίνει για να λύσει την έλλειψη διοίκησης συνδικαλιστικής οργάνωσης, ορίζοντας  προσωρινή  διοίκηση,  πρακτική που εφαρμόστηκε κατά κόρον  στην πρόσφατη  ιστορία  του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και στο τελευταίο συνέδριο της ΓΣΕΕ, μέχρις ότου παρενέβη η κυβέρνηση με τις δυνάμεις καταστολής για να επιβάλει ποιοι θα ψηφίσουν και πώς».

Η αστική τάξη αναμφίβολά κάνει τη δουλειά της. Διαμορφώνει τη νομιμότητα που θέλει και στη συνέχεια ο κρατικός μηχανισμός παρεμβαίνει για την τήρησή της. Αυτό ανέκαθεν υπήρχε όχι μόνο στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα αλλά σε ολόκληρη την κοινωνική ζωή. Μήπως όμως δεν είναι το ΚΚΕ που μέσω του ΠΑΜΕ- τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια- νομιμοποίησε τον αστικό κρατικό παρεμβατισμό στο κίνημα; Τι να θυμηθεί κανείς; Το ΠΑΜΕ είναι αυτό που αδυνατώντας να κινητοποιήσει την εργατική τάξη στους διάφορους κλάδους ώστε εκείνη να λύσει τα προβλήματα του κινήματος, κινητοποιούσε έναν παραταξιακό μηχανισμό για να διαλύσει αρχαιρεσίες και συνέδρια οργανώσεων γνωρίζοντας πολύ καλά ότι στη συνέχεια ο λόγος πήγαινε στα δικαστήρια. Το ΠΑΜΕ είναι αυτό που χρησιμοποιούσε μεθόδους νόθευσης σε σωματεία που ήλεγχε για να διαμορφώσει συσχετισμούς της αρεσκείας του και ως απάντηση σε ίδιες πρακτικές των παραταξιακών του αντιπάλων. Το ΠΑΜΕ, είναι αυτό που προσέφυγε αρκετές φορές στη Δικαιοσύνη για διορισμό διοικήσεων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις διαφόρων επιπέδων (και στη ΓΣΕΕ) απαιτώντας μάλιστα αυτές οι διοικήσεις να είναι μονοπαραταξιακές και ΠΑΜίτικες. Το ΠΑΜΕ, τέλος, έθεσε αρκετές φορές με δικαστική απόφαση τις διοικήσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων υπό τον έλεγχό του.  Όταν ένα κόμμα κι ένας συνδικαλιστικός φορέας έχουν νομιμοποιήσει με κάθε τρόπο την κρατική παρέμβαση στα συνδικάτα είναι υποκρισία και στρουθοκαμηλισμός να την καταγγέλλουν όταν αυτή η παρέμβαση ευνοεί άλλους. Σε τελευταία ανάλυση το συμπέρασμα είναι ένα: Το σημερινό ΚΚΕ έχει συμβάλει τα μέγιστα για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και για την αποστροφή που προκαλεί στην εργατική τάξη.

 

Αντί επιλόγου

Θα μπορούσε κανείς να γράψει βιβλίο ολόκληρο πάνω στις Θέσεις της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο καθώς κάθε φράση στα βασικά σημεία αυτού του κειμένου θέλει μια ολόκληρη ανάλυση για να φανεί πόσο έξω είναι από την ιστορία, τις αρχές και την θεωρία του μαρξιστικού- λενινιστικού κόμματος νέου τύπου.

Το σημερινό ΚΚΕ δεν θέλει και δεν μπορεί να μελετήσει την πραγματικότητα να παραγάγει θεωρία και να επικαιροποιήσει την θεωρία στην οποία ορκίζεται πως πιστεύει.

Το σημερινό ΚΚΕ δεν θέλει και δεν μπορεί να παραγάγει πολιτική. Πολιτική του πρόταση είναι η αντίθεση στην πολιτική της κυριάρχης τάξης και των κομμάτων της και η υιοθέτηση- είτε και επέκταση- μιας σειράς αιτημάτων του κινήματος. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι η πολιτική πρόταση ενός εργατικού επαναστατικού κόμματος καθώς είτε συνιστά υποταγή στο αυθόρμητο είτε υποταγή στον εξ αντικειμένου ρεφορμισμό των μαζών αφού οι διεκδικήσεις του μαζικού κινήματος ποτέ δεν μπορούν να βγουν έξω από τα όρια του συστήματος. Ένα επαναστατικό κόμμα οφείλει να δένει την μαζική πάλη των εργαζόμενων με πολιτικές θέσεις και προτάσεις που παράγουν πολιτικό αποτέλεσμα και προκαλούν ρωγμές στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, το κλονίζουν, το φέρνουν σε θέση άμυνας και υποχώρησης. Μόνο τότε ανοίγει ο δρόμος της διαλεκτικής σχέσης και της σύνδεσης της τακτικής με την στρατηγική. Αλλά το σημερινό ΚΚΕ δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική τακτική. Θεωρεί πως μέσα στο σύστημα δεν γίνεται τίποτα και μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση θα φέρει τη λύση στα προβλήματα των μαζών. Έτσι δεν κάνει τίποτα άλλο από το να παραπέμπει τα πάντα στον σοσιαλισμό πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο προετοιμάζει τις μάζες για την επανάσταση. Στην πραγματικότητα μετατρέπει τους κομμουνιστές σε ιεροκήρυκες του σοσιαλισμού.

Το σημερινό ΚΚΕ αδυνατεί και δεν θέλει να αντιληφθεί τα προβλήματα οργάνωσης της εργατικής τάξης και να συμβάλλει στην αναγέννηση του συνδικαλιστικού της κινήματος.

Με δεδομένο ότι η ταξική πάλη διεξάγεται σε τρία επίπεδα (το επιστημονικό θεωρητικό, το πολιτικό και το οικονομικό- συνδικαλιστικό) το σημερινό ΚΚΕ αδυνατεί να την καθοδηγήσει. Στην πραγματικότητα έχει πλήρως υπονομεύσει το ρόλο ενός εργατικού- επαναστατικού κόμματος και για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι για την αυτοσυντήρησή του που συνήθως δεν είναι κάτι άλλο από την οικονομική και εκλογική του επιβίωση. Δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας